Γυναίκες στην εξουσία; Ποιες γυναίκες;

Σοκ μας έχει προκαλέσει η μεγάλη άνοδος της Μαρίν Λεπέν και του κόμματός της, του Εθνικού Μετώπου, στη Γαλλία, στις περιφερειακές εκλογές της Κυριακής. Ανέβηκε κατά 10 περίπου ποσοστιαίες μονάδες το ξενοφοβικό και ακροδεξιό κόμμα, που μπορεί να έχει μια γυναίκα για αρχηγό και μια ανιψιά της για υπαρχηγό, όμως οι αρχές τους είναι τελείως αντίθετες με κάθε προοδευτική ή φεμινιστική αντίληψη και πολιτική. Θυμίζουν έντονα την Μάργκαρετ Θάτσερ, την αρχηγό του Tea Party στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ανγκέλα Μέρκελ στη Γερμανία, την Κριστίν Λαγκάρντ στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και άλλες εμβληματικές ακροδεξιές ή ακραία νεοφιλελεύθερες πολιτικούς.

Σε γενικές γραμμές όμως, παραμένει αλήθεια ότι η άνοδος γυναικών σε θέσεις εξουσίας συνδυάζεται με πιο φιλολαϊκές πολιτικές, όπως συμβαίνει με την Αούν Σαν Σου Κίι, πρόσφατα εκλεγείσα πρόεδρο της Μιανμάρ, την Ντίλμα Ρούσεφ, πρόεδρο της Βραζιλίας και η Κριστίνε Κίρχνερ, πρόεδρος της Αργεντινής. Και είναι γεγονός ότι αυτές οι τελευταίες φρόντισαν, εν μέρει τουλάχιστον, την ισότητα των δύο φύλων και υποστήριξαν κάποια κοινωνική πολιτική.

Επομένως, το αίτημα για περισσότερες γυναίκες σε θέσεις εξουσίας δεν ακυρώνεται, ούτε από θέση αρχής ούτε με βάση την εμπειρία, απλώς συνδυάζεται με την κριτική της πολιτικής των γυναικών αυτών, που εξάλλου συνόδευε πάντα το αίτημα της ποσόστωσης και της ίσης παρουσίας των γυναικών στους θεσμούς.

Οι θεσμοί και οι εξουσίες ήταν ένα από τα βασικά σημεία κριτικής του φεμινιστικού κινήματος, που είχε για βάση του την αντίθεση στην πατριαρχική εξουσία και αίτημά του την απελευθέρωση των γυναικών. Ο μεγάλος και πολύχρονος αγώνας για το δικαίωμα των γυναικών στην ψήφο, πάντως, κατοχύρωσε το αίτημα για συμμετοχή των γυναικών στην πολιτική διαδικασία, έστω και με την εξουσιαστική και ιεραρχική της μορφή που μέχρι τώρα έχει. Το αίτημα για συμμετοχή των γυναικών στα κέντρα λήψης αποφάσεων δεν βασίζεται σε κάποια ουσιοκρατική αντίληψη, δηλαδή ότι οι γυναίκες είναι από τη φύση τους καλύτερες. Αντίθετα, αυτό που μπορεί να τις κάνει καλύτερες είναι το γεγονός ότι έχουν βιώσει την καταπίεση και ήταν θύματα διακρίσεων, ως φύλο, επομένως συμμετέχουν κυρίως και συνήθως σε προοδευτικούς πολιτικούς σχηματισμούς που έχουν στόχο την κοινωνική αλλαγή. Συνήθως αλλά όχι πάντα, όπως μας δείχνει η άνοδος κάποιων ακροδεξιών γυναικών, όπως στην εφιαλτική περίπτωση της Γαλλίας με τα θλιβερά εκλογικά αποτελέσματα των περιφερειακών εκλογών.

Και μπορούμε να πούμε ότι η συμμετοχή των γυναικών σε κέντρα λήψης αποφάσεων είναι ένα δείγμα προόδου της κοινωνίας, όπως μας δείχνει η ματωμένη πορεία τους προς την ισότητα, σε πολλές χώρες αυτού του μικρού πλανητικού χωριού.

Παράδειγμα η Βρετανία, όπου μόλις στις τελευταίες εκλογές του 2015 το ποσοστό των γυναικών στη Βουλή των Κοινοτήτων ανέβηκε στο 29%, ενώ στις εκλογές του 2010 ήταν 22% και του 2005 ήταν 20%.

Στα εθνικά κοινοβούλια ανά τον κόσμο, η Ρουάντα έρχεται πρώτη στη συμμετοχή των γυναικών με 63,8%, με δεύτερη τη Βολιβία με 53,1% και τρίτη την Κούβα με 48,9%. Η Σουηδία είναι πέμπτη με 43,6%, το Αφγανιστάν με 27,7%, η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας με 33,3%, η Σερβία 25η με 34%, ενώ η Ελλάδα έρχεται στην 71η θέση με 19,7% και η Κύπρος στην 103η θέση με 12,5%. Αντρίκια κατάσταση, που θα έλεγε και κάποιος. (Βλέπε Παγκόσμια Κατάταξη, Women in National Parliaments http://www.ipu.org/wmn-e/classif.htm).

Για να αναφερθούμε πιο συγκεκριμένα για την Ελλάδα, είναι γεγονός ότι κάθε προσπάθεια γυναικών ή φεμινιστριών για τη διεκδίκηση της ποσόστωσης, τόσο στα κόμματα όσο και στις θέσεις στη Βουλή ή την κυβέρνηση, έχει αντιμετωπιστεί εχθρικά από τις ηγεσίες, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών που έχουν καταφέρει να βρίσκονται στο στενό κύκλο όπου λαμβάνονται οι αποφάσεις και έχουν αποδεχθεί την ανδρική κυριαρχία. Ακόμα και ο νόμος για το 1/3 γυναικών στα ψηφοδέλτια γίνεται αντικείμενο χειρισμού, ιδίως όταν οι εκλογές είναι με λίστα όπως έγινε στις 20 Σεπτεμβρίου, ώστε ο το 1/3 να χάνεται στις κατώτερες θέσεις από τις λίστες.

Πηγαίνοντας προς τα πίσω, μέχρι το 2000 οπότε μπήκε η ποσόστωση στα ψηφοδέλτια και πράγματι έκανε τη διαφορά, και μάλιστα σε όλες τις χώρες, βλέπουμε:

Στη σημερινή Βουλή έχουμε 57 βουλεύτριες, δηλαδή το 19,7% του συνόλου, ενώ στη Βουλή του Ιανουαρίου 2015 εκλέχθηκαν 70 γυναίκες δηλαδή το 23,3% του συνόλου. Το 2012 εκλέχθηκαν 54 γυναίκες, το 2009 εκλέχθηκαν 52, το 2007 εκλέχθηκαν 48 γυναίκες, το 2004 εκλέχθηκαν 39 γυναίκες και το 2000 εκλέχθηκαν 31.

Για πρώτη φορά μετά το 2000 έχουμε μια μείωση γυναικών, και αυτό οφειλόταν καθαρά στη βούληση και την απόφαση των ηγεσιών των κομμάτων, ιδίως του κυβερνητικού κόμματος του ΣΥΡΙΖΑ στον οποίο οφείλεται και η μεγάλη μείωση.

Κατά συνέπεια, δεν εκπλήσσει επίσης ότι στις κυβερνητικές θέσεις βρίσκονται ελάχιστες γυναίκες στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, ενώ τα προηγούμενα ήταν σαφώς χειρότερα.

Από το 2009 βρίσκουμε ότι η μόνη κυβέρνηση με “πολλές” γυναίκες σε θέσεις υπουργών και υφυπουργών ήταν αυτή του Γιώργου Παπανδρέου το 2010, όπου υπήρχαν 14 υπουργοί και 22 υφυπουγοί, μεταξύ αυτών 9 γυναίκες (5 υπουργοί – 4 υφυπουργοί), δηλαδή 25%.

Στην κυβέρνηση συνεργασίας του Λουκά Παπαδήμου που ακολούθησε, μετά από ένα χρόνο, βλέπουμε 48 μέλη συνολικά, με μια μόνο υπουργό και τρεις αναπληρώτριες υπουργούς, ποσοστό 7,5%.

Στην μεταβατική κυβέρνηση με επικεφαλής τον Π. Πικραμένο, για τις εκλογές του 2012, βρίσκουμε 16 υπουργούς συνολικά, με δύο γυναίκες, δηλαδή ένα ποσοστό 12%.

Στην κυβέρνηση του 2012, με επικεφαλής τον κύριο Σαμαρά, έχουμε 39 μέλη με μία μόνο υπουργό και μια υφυπουργό. Αντρίκια πράγματα.

Αλλά και στην κυβέρνηση της αριστεράς, του 2015, είχαμε το απογοητευτικό ποσοστό του 14,5% στην πρώτη εκδοχή, όσο και λίγο περισσότερο στην κυβέρνηση του Σεπτεμβρίου.

Καταλήγουμε με την πεποίθηση ότι η παρουσία και το ποσοστό συμμετοχής των γυναικών στα κέντρα λήψης αποφάσεων είναι ένα δείγμα ισότητας των δύο φύλων, όχι το μόνο βέβαια και ούτε καν το κυριότερο, αν δεχθούμε την άποψη ότι η διαμεσολάβηση στους θεσμούς της ανδροκρατικής δημοκρατίας πνίγει μεγάλο κομμάτι του δυναμισμού των γυναικών στην κοινωνία, και των θέσεων που αυτές έχουν κερδίσει.

Και τέλος ως προς την ουσία της πολιτικής των γυναικών στην εξουσία, η προέλαση του εθνικιστικού κόμματος της Μαρίν Λεπέν είναι η άλλη και αντίθετη όψη της ισότητας για την οποία τόσο πολύ έχουν αγωνιστεί οι γυναίκες στη διάρκεια του 20ού και του 21ου αιώνα, και ενάντια στην οποία αναμένεται να αναλάβουν δράση οι γυναίκες της Γαλλίας.

Σίσσυ Βωβού