Μάγια Μελάγια: η θρυλική ερμηνεύτρια

της Βέρας Σιατερλή

Aν θέλουμε να φέρουμε στο μυαλό μας την εικόνα μιας μποέμισας, τότε η Μάγια Μελάγια πρέπει να έχει θέση. Μπλαζέ και ερωτιάρικη εμφάνιση, βαθειά κοντράλτα φωνή, «έκλυτος βίος» κατά τα ειωθότα της εποχής. Χαρακτηριστική φιγούρα της εποχής της, που ζει μια περίοδο στο απόγειο με μπριγιάν, γούνες και λίρες και τελικά σβήνει ξεχασμένη με λιγοστούς φίλους και πολλή πίκρα.

Θρυλική ερμηνεύτρια του ελαφρολαϊκού τραγουδιού τα χρόνια του ‘50 και του ‘60 (αλλιώς και αρχοντορεμπέτικου), με επιτυχημένες εμφανίσεις στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Δεν ξεχώρισε μόνο για την κοντράλτο φωνή της, αλλά και για τη σκηνική παρουσία και το μπρίο της. Θεωρήθηκε ένα από τα σύμβολα του σεξ στη μεταπολεμική Ελλάδα.

Γεννήθηκε το 1928 στην Πλάκα και μεγάλωσε στο Παγκράτι. Η πρώτη της επιτυχία ήταν το ταγκό «Πώς με μεθάς», σύνθεση του Θεόδωρου Παπαδόπουλου (1947). Τη δεκαετία του ‘50 η καριέρα της απογειώθηκε, με τραγούδια, όπως τα «Θέλω να τα σπάσω», «Αδύνατον να κοιμηθώ»,

«Είναι αργά», «Άλα της». Παράλληλα, εμφανίστηκε σε θεατρικές επιθεωρήσεις και σε κινηματογραφικές ταινίες («Τσαρούχι, πιστόλι, παπιγιόν», «Τρεις ντετέκτιβς», «Ραντεβού με τον έρωτα», « Η φτώχεια θέλει καλοπέραση»).

6

Το αξιοσημείωτο είναι ότι ενώ η Μάγια Μελάγια έχει να τραγουδήσει γύρω στα 45 χρόνια, χωρίς καμιά ουσιαστική δισκογραφία, το όνομά της περνάει από γενιά σε γενιά, συνώνυμο της ομορφιάς, του λαμπερού, του πληθωρικού και του γλεντιού. Η μπάσα φωνή της κάθε άλλο παρά παρέπεμπε στο «ελαφρό» τραγούδι της δεκαετίας του ΄50 και είχε μια εντυπωσιακή στιβαρότητα.

Κάποιες από τις επιτυχίες της, αναβίωσαν στα χρόνια της δεκαετίας του ΄80, μέσα από δίσκο με την φωνή της Βίκυς Μοσχολιού, κλασικά πλέον όπως τα πολύ γνωστά: «Ροδόσταμο», «Σ΄ αγαπώ, σ΄ όλες τις γλώσσες», «Νύχτα μου όμορφη», «Το πεπρωμένο μου», «Τα ξένα χέρια» , «Κάθε Λιμάνι Και Καημός».

Μετά τον χωρισμό της το 1965 με τον συνθέτη Γιώργο Μουζάκη, του οποίου υπήρξε η μούσα για πολλά χρόνια, έφυγε στην Αμερική, όπου ξεκίνησε νέα καριέρα κι έγινε εξαιρετικά δημοφιλής στην ομογένεια. Εκεί γνώρισε και παντρεύτηκε τον Παναγιώτη Γουλάκο, αλλά μετά το θάνατό του το 1978 επέστρεψε στην Ελλάδα. Ζούσε σ’ ένα διαμέρισμα στην Αγίου Μελετίου και δούλευε κυρίως σε μαγαζιά της επαρχίας. Ένα εγκεφαλικό επεισόδιο την ανάγκασε να μην ξανατραγουδήσει.

Γράφει ο Άγγελος Κουτσούκης (http://provocateur.gr) «Ένα από τα πιο λαμπερά ονόματα που πέρασαν από το ελληνικό τραγούδι είναι η Μάγια Μελάγια.) Μια τραγουδίστρια που το όνομά της άγγιξε τα όρια τού θρύλου από τα πρώτα της βήματα. Από τις αρχές της δεκαετίας του ΄50 ,το όνομα Μάγια Μελάγια σημαίνει κέφι, σημαίνει λάμψη, σημαίνει διασκέδαση χωρίς όρια. Ανήκει σε αυτό το καθαρόαιμο είδος γυναικών που μεσουράνησαν στα χρόνια του ΄50 και του ΄60 και η μυθολογία τους έμπαινε μπροστά από την φήμη τους. Ο Μύθος που την ακολουθεί πιστά, την θέλει να κυριαρχεί στις αθηναϊκές νύχτες και στις καρδιές των θαυμαστών της. Από τον Αλαν Λαντ μέχρι τον Αριστοτέλη Ωνάση η απόσταση είναι μεγάλη, αλλά και οι δύο βρέθηκαν μπροστά στα πόδια της. Τραγουδώντας «σήκω παιδί μου και σπάστα να γίνει ο κόσμος ανάστα», καταφέρνει, εκτός από μεγάλη επιτυχία, να χαρακτηρίσει μια εποχή με την αίσθηση, που οι άνθρωποί της ήξεραν να ζουν μια ζωή, έτσι κι αλλιώς εφήμερη. Το μέτρο της εποχής το δίνει πάντα η Μάγια Μελάγια. Και ξαφνικά, εκεί που όλα δείχνουν να περιστρέφονται γύρω της, φεύγει χωρίς να αφήσει πίσω της σημάδια. Η Αμερική είναι ο τόπος που διαλέγει να ζήσει, αφήνοντας πίσω της τραγούδια και εικόνες που την περνούν στα όρια του θρύλου. Η παρουσία της υπάρχει και δυναμώνει χωρίς αυτήν. Αυτό ίσως, να σημαίνει μύθος, τελικά. Τα χρόνια περνούν και η Μάγια Μελάγια επιστρέφει στην Ελλάδα. Η ίδια έχει ξεχάσει το τραγούδι, αλλά το τραγούδι δεν την έχει ξεχάσει. Το όνομά της έχει γίνει συνώνυμο της λαμπερής ομορφιάς, της τραγουδίστριας που άναβε φωτιές στο πέρασμά της και η γεμάτη νεύρο φωνή της έχει περάσει στους νεώτερους, ερήμην της».

Η Γιώτα Συκκά γράφει στην καθημερινή: Μάγια σημαίνει «νερό στα αιγυπτιακά» και Μελάγια «ένα είδος μαντιλιού» που φορούσαν οι Αιγύπτιες στο κεφάλι, ο ελληνικός συνδυασμός ήταν εκρηκτικός στο θεατρικό πάλκο, το σινεμά, τις πίστες. Όταν ακόμη οι σκηνές ήταν στο ίδιο ύψος με τους πελάτες. Δεκαετία ’50-60 όπου η διασκέδαση ήταν ταυτισμένη με το ξεφάντωμα, την ευγένεια και τον αισθησιασμό και η κοσμική Αθήνα εξέφραζε τον θαυμασμό της ανοίγοντας γαλλικές σαμπάνιες, προσφέροντας χρυσές λίρες σε κουτιά από σπίρτα, όταν δεν «έπνιγε» τα σύμβολά της στα λουλούδια. «Αν θέλετε να μου στείλετε λουλούδια ή κάτι άλλο. Λεφτά εγώ δεν παίρνω» έλεγε σε θαυμαστές της όπως ο Ωνάσης. «Τις λίρες που μου έδιναν τις μοίραζα, αλλά χαρτούρα ποτέ δεν πήρα. Δώρα ναι, και δαχτυλίδια και μπριγιάν και βραχιόλια χρυσά και λουλούδια». Κάποτε της αγόρασαν ένα Ford Taunus, το μοδάτο αυτοκίνητο της εποχής, ενώ αμέτρητες ήταν οι προτάσεις γάμου. Αλλά «εγώ για να δεθώ μ’ έναν άντρα ήθελα να ’μαι ερωτευμένη… Μια ζωή ερωτευμένη και φυσικά τον έχω πληρώσει βαριά και ακριβά τον έρωτα. Αλλά έτσι γεννήθηκα, τι να κάνω; Κι έτσι ο έρωτας έφαγε την καριέρα που μπορούσε να ’τανε πολύ πιο λαμπρή». Δικές της διηγήσεις όπως έχουν αποτυπωθεί στα βιβλία της ηθοποιού Σπεράντζας Βρανά και του δημοσιογράφου Ιάσονα Τριανταφυλλίδη. Μια γυναίκα που αγάπησε τρελά τον Γιώργο Μουζάκη όπως την αγάπησε κι εκείνος, τραγούδησε πολλές επιτυχίες του (Βρε, παιδιά, δεν έχει μπέσα της γυναίκα η καρδιά», «Αυτό το Μάμπο») καθώς και κομμάτια των Μιχάλη Σουγιούλ, Μανώλη Χιώτη κ.ά. Έκανε σουξέ στην πίστα, αλλά άλλες τα δισκογράφησαν.

7

Ομορφιά εκθαμβωτική, , ντυμένη με φορέματα πού έμοιαζαν να έχουν βγει από Χολιγουντιανή ταινία, αισθησιακό στόμα, γκριζοπράσινα μάτια, βαθιά ζεστή κοντράλτα φωνή και απίστευτο χιούμορ. Άρχισε να τραγουδά από τα 16 για να στηρίξει οικονομικά την μητέρα και την αδερφή της. Γνώρισε επιτυχία σε ελαφρολαϊκά του καιρού και στο θέατρο σε επιθεωρήσεις αλλά τα άφησε όλα όταν χώρισαν με τον Μουζάκη. Στις φωτογραφίες της την βλέπουμε να ποζάρει με την Σοφία Λόρεν, που η ίδια η Μελάγια της είχε διδάξει πώς να τραγουδήσει το περίφημο «Τί είναι αυτό που το λένε αγάπη» στην ταινία «Το παιδί και το δελφίνι» (1957), αλλού με τον Κλίφτον Γουέμπ, με τον Αλαν Λαντ, τον Αριστοτέλη Ωνάση, τον Σοφοκλή Βενιζέλο, με την Μελίνα Μερκούρη και τον Ζυλ Ντασσέν. Και σε όλες τις φωτογραφίες βλέπεις μια ανεπιτήδευτη ντίβα..

Εδώ και ένα χρόνο πριν (27/12/2014), σε ηλικία 86 ετών κηδεύτηκε στο νεκροταφείο του Ζωγράφου η γυναίκα που ο Ορέστης Λάσκος σε μια τουρνέ την βάφτισε Μάγια Μελάγια (από Μελπομένη Τσιριγώτη), ενώ ο Τώνης Μαρούδας της απένειμε τον τίτλο της «αυτοκράτειρας της νύχτας» και όπως έλεγε η κολλητή της φίλη, η Σπεράντζα Βρανά, «δεν είχε επίγνωση της αξίας της, ακόμη και τον καιρό που μεσουρανούσε».

Τα τελευταία χρόνια της ζωής της ήταν πολύ δύσκολα, καθώς αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας. Κι έγιναν ακόμη δυσκολότερα, όταν το 2009 έχασε την καρδιακή της φίλη Σπεράντζα Βρανά και το 2011 τη μοναδική της αδερφή, Στέλλα.

Η «μοίρα» της μποέμ γυναίκας ήταν προδιαγεγραμμένη. Γνώριζε την αποθέωση, την λατρεία του κοινού, τον έρωτα, τα λούσα και την καλοπέραση και σαν το τζιτζίκι, πέθαινε μοναχική και σε ένδυα. Όλοι οι θαυμαστές φανατικοί ή όχι, με ήσυχη την συνείδηση είχαν αποδεχτεί αυτό το σενάριο. Ακόμη και η ίδια λέει: «Δεν είχα μυαλό κουκούτσι, δεν πήγα πουθενά, έκατσα εδώ κι έμεινα η Μάγια Μελάγια των νυχτερινών κέντρων και του θεάτρου η σεξοτραγουδίστρια!.. Ας είχα μυαλό ή ας ήμουνα λιγότερο ερωτιάρα». Λόγια της ίδιας της Μάνιας Τσιριγώτη. Ούτε κατοχυρωμένα δικαιώματα ούτε περίθαλψη ούτε σύνταξη. Αυτή την τύχη της επιφύλασσαν όσοι δήλωναν ότι την αγάπησαν πολύ, αλλά και όσοι κέρδισαν επαγγελματικά από το αστέρι της!

Βιογραφικά στοιχεία: sansimera.gr