Αποχαιρετώντας τη Μητέρα μου…

της Άλκηστης Κωσταβάρα-Παπαρρήγα

Δεν είναι απλό πράγμα να είσαι παιδί της Καίτης.

Ο πήχης ήταν ψηλά.

Ίσως, κομματάκι πιο δύσκολο, ήταν να είσαι κόρης της.

Και δεν ήμουν μόνη μου.

Απέκτησε πολλές κόρες στη ζωή της

Ίσα-ίσα βλέπω εδώ μπροστά μου τη Σοφία, την Άντζυ, τη Μαρία… Τα παιδιά της…

Είχα πάντα την αίσθηση ότι η Μητέρα μου δεν μου ανήκει ολοκληρωτικά.

Πως είναι δοσμένη σε άλλα… σε άλλους…

Χρειάστηκε να περάσω την εφηβεία για να συμφιλιωθώ με το γεγονός ότι αν και τη μοιραζόμουνα, εκείνη είχε βαθύτατη αφοσίωση και πάθος με τους δικούς της ανθρώπους.

Η αίσθηση του καθήκοντος και του δικαίου την χαρακτήριζαν και την υποκινούσαν.

«Επειδή οι άλλοι δεν κάνουν αυτό που πρέπει, δεν σημαίνει ότι εμείς δεν πρέπει να κάνουμε το καθήκον μας», έλεγε.

Και δεν την ένοιαζε ποτέ ούτε τι λένε, ούτε τι κάνουν οι άλλο.

Είχα πάντα την αίσθηση ότι λειτουργούσε σαν να είχε πάρει εντολή να εκτελέσει «κάτι» και δεν υπήρχε καμία δικαιολογία για να μην το κάνει.

Στο δύσκολο έργο της συμφιλίωσης των ρόλων εργαζόμενης-Μητέρας υπήρξε πρωτοπόρος σε εποχές όπου ακόμα τέτοιες πρακτικές ήταν ξένες για τα κοινωνικά ειωθότα.

Και δεν επρόκειτο για μία καριέρα με σκοπό την ανέλιξη ή την αποκόμιση πλούτου.

Η Καίτη δεν πληρώθηκε ποτέ και για τίποτα.

Όλη της η δράση υπήρξε ανιδιοτελής και όλο της το έργο προσφορά.

Ούτε αμείφτηκε ποτέ για την υπεράσπιση των θυμάτων.

Δεν διεκδίκησε ποτέ καμία θέση.

Δεν υπήρξε κόμμα, από όλο το φάσμα που να μην την πρότεινε να την εντάξει.

Έλεγε πως «αν μπεις σε ένα κόμμα, τότε θα πρέπει να ασπαστείς και τις γραμμές του», και προτιμούσε την ανεξαρτησία της.

Ακόμη και στις θέσεις ευθύνης που υπηρέτησε ως πολυετής Πρόεδρος σε Οργανώσεις, τα όποια χρήματα τα επέστρεφε στην Οργάνωση.

Η Καίτη δεν κράτησε τίποτα για την ίδια σε όλα τα επίπεδα, γνώσεις, ιδέες, υλικά αγαθά… όλα τα πρόσφερε, όλα τα μοίρασε…

Αυτό το πανέρι που ανέφερε η Άννα (Καραμάνου), όλη της τη ζωή το μετέφερε.

Το γέμιζε και το άδειαζε. Και ξανά πάλι από την αρχή !

Μικρό κορίτσι ακόμη μετέφερε το καλαθάκι της με σύκα στρωμένο με συκόφυλλα και στον πάτο του έκρυβε χειροβομβίδες για να περάσει με αθωότητα τα μπλόκα των Γερμανών στους αντάρτες και να πάει τα μηνύματα των οικογενειών τους γραμμένα σε τσιγαρόχαρτο, πλεγμένα στις μπούκλες των μαλλιών της και με τον ίδιο τρόπο να φέρει τις απαντήσεις πίσω στους δικούς τους.

«Δεν ένοιωσα ποτέ μου φόβο», έλεγε.

Έτσι άφοβα αντιμετώπισε 4 φορές τον καρκίνο, πρώτη φορά το 1974.

Θεωρώντας τον παιχνίδι.

«Ας περιμένει», έλεγε, «έχω 3 παιδιά να μεγαλώσω. Έχω πράγματα να κάνω…»

Τον κοίταξε κατάματα

και τον έπαιξε στα ίσα.

Όταν διαγνώστηκε με μετάσταση στα οστά, πριν 4 χρόνια, μου είπε πως νοιώθει χαρούμενη γιατί νοιώθει «πλήρης ημερών».

«Έζησα μία ζωή όπως την ήθελα.

Ήπια κάθε στιγμή της,

Γύρισα τον κόσμο όλο και γνώρισα εκατοντάδες ανθρώπους.

Πρόσφερα.

Είχα έναν καταπληκτικό σύζυγο, έναν ιδανικό σύντροφο και αξιώθηκα να έχω καλά παιδιά και να απολαύσω το εγγόνι μου.

Τι άλλο να ζητήσω;

Μόνον να μου υποσχεθείς ότι δεν θα πονάω!»

Αν εξαιρέσουμε το τελευταίο κομμάτι που ήταν μία δυνατή δοκιμασία ήταν εκείνη που μας έδινε δύναμη και κουράγιο. Κάθε στιγμή.

Αντλούσε τη δύναμή της και πάλευε με σύντροφο το διάβασμα «Μου

αδειάζει το μυαλό, με ταξιδεύει», έλεγε.

Στο τέλος, που το σώμα είχε υποχωρήσει και οι δυνάμεις το είχαν εγκαταλείψει, μία σβησμένη φωνή, λες, ανάβλυζε. Διατηρώντας το πάθος για να διηγηθεί, να αναλύσει, να εμβαθύνει στο ανάγνωσμά της, ενώ ήταν φανερό πως οι πόνοι το είχαν ξανακερδίσει.

Η Καίτη δεν παραδέχτηκε ποτέ ότι την νίκησε η αρρώστια.

Νοιώθω ευγνωμοσύνη γιατί είχα την τύχη να με επιλέξουν 2 εξαίρετοι και σπάνιοι γονείς, ο Θόδψρος και η Καίτη, και γιατί μου δόθηκε η ευλογία να διδαχθώ από τη στωικότητά τους απέναντι στις δοκιμασίες.

Σήμερα δεν είναι ημέρα λύπης.

Σήμερα είναι ημέρα χαράς !

Σήμερα όσους εσύ τίμησες είναι εδώ για να σε τιμήσουν.

Μας έφερες εδώ για να σε αποχαιρετήσουμε και να ξεκινήσεις το αιώνιο ταξίδι της ψυχής απαλλαγμένης από την οδύνη του σώματος.

Αγαπημένη Καίτη,

Αγαπημένη μου Μανούλα,

Κα Καίτη, όπως σε έλεγαν οι αγαπημένοι σου γιοί,

Η Γιαγιά μου Καίτη, για το μονάκριβο της Θόδωρο,

Καλό σου ταξίδι στην αγκαλιά των αγαπημένων σου.

Θα μου λείπεις πάντα, και δεν θα μου λείπεις ποτέ

Γιατί σε κουβαλάω μέσα μου.

Καλή Ανάσταση !

Ψυχικό, 02/01/2016, 05.50 π.μ.

Άλκηστις Κωσταβάρα-Παπαρρήγα