“Αμόλυντες νύφες” στην Ελλάδα του 21ου αιώνα

Γράφει η Μαρία Λούκα

Τι συμβαίνει πίσω από τις κλειστές πόρτες των θρησκευτικών ιδρυμάτων παιδικής προστασίας; Η ανυπαρξία κανόνων από το κράτος οδηγεί σε καταστάσεις που θυμίζουν προηγούμενους αιώνες και προκάλεσε την παρέμβαση του Συνηγόρου του Παιδιού. Το inside story παρουσιάζει ένα αφιέρωμα με τη ματιά της Μαρίας Λούκα.

«Η μητέρα μου εγκαταλείφθηκε σε μικρή ηλικία από τη δική της μητέρα και μεγάλωσε στο ίδρυμα. Λίγο αφού ενηλικιώθηκε, την ενημέρωσαν ότι είχε βρεθεί ένας γαμπρός γι’ αυτήν. Παντρεύτηκαν. Σε μας δεν μίλαγε ποτέ για την εμπειρία της εκεί μέσα. Μετά, με τη σειρά της πήγαινε στο ίδρυμα, ως εθελόντρια πλέον, για να βοηθήσει τα νεότερα κορίτσια. Το αντιλαμβανόταν σαν κάποιου είδους αδιαπραγμάτευτη και βαθιά εσωτερική υποχρέωση».

Η ιστορία αυτής της γυναίκας, θολή και ανείπωτη στο μεγαλύτερο μέρος της, έτσι όπως αναδιατυπώθηκε από τα χείλη των παιδιών της, διαγράφει τη σχεδόν πανομοιότυπη κυκλική διαδρομή που διένυσαν δεκάδες κορίτσια, τα οποία μεγάλωσαν σε ορισμένα από τα θρησκευτικά ιδρύματα παιδικής φιλοξενίας της χώρας. Έζησαν εκεί πρώτα ως τρόφιμοι και στη συνέχεια ως εθελόντριες. Θα μπορούσαν να ήταν οι σύγχρονες ηρωίδες του Στίβεν Κινγκ, που φοβήθηκαν τη δική τους “τελευταία έξοδο”, την πραγματική και συμβολική τους απόδραση από το ιδρυματικό πλαίσιο. Ταυτίστηκαν σε τέτοιο βαθμό μαζί του, που οριοθέτησαν την ύπαρξή τους στα αόρατα συρματοπλέγματα του.

Ιδρύματα με υποκειμενικές προδιαγραφές

Η χώρα μας κάθε άλλο παρά μπορεί να παινεύεται για τις γρήγορες και απλουστευμένες διαδικασίες αδειοδότησης, για οποιονδήποτε σκοπό. Αν κάποιος θέλει να ανοίξει μια μικρή επιχείρηση, θα επιδοθεί σ’ έναν πολύμηνο χαρτοπόλεμο με τις δημόσιες υπηρεσίες για να αποδείξει ότι πληροί τα κριτήρια. Κι αφού την ανοίξει, σίγουρα θα δεχτεί κάμποσες επισκέψεις από τους ελεγκτικούς μηχανισμούς, για να τσεκάρουν ότι όλα πάνε καλά και δεν υφίστανται παραβιάσεις της κείμενης νομοθεσίας.

Ωστόσο, το κράτος δεν επιδεικνύει την ίδια αυστηρότητα με όσους αξιώνουν να δημιουργήσουν ή να διατηρήσουν δομές που θα ασχολούνται με πολύ πιο ευαίσθητα ζητήματα, όπως είναι η φιλοξενία απροστάτευτων ανηλίκων. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν χιλιάδες παιδιά –2.825 σύμφωνα με την καταγραφή που έκανε το Κέντρο Ερευνών Ρίζες, που απομακρύνθηκαν από το οικογενειακό τους περιβάλλον και κατέληξαν σε δομές παιδικής προστασίας. Παρότι αρκετές από αυτές επιτελούν ένα αξιομνημόνευτο έργο, σώζοντας αυτά τα παιδιά από την εξαθλίωση και την περιθωριοποίηση, δεν ισχύει το ίδιο για όλες. Η απουσία ελάχιστων εθνικών προδιαγραφών για τη λειτουργία των ιδρυμάτων παιδικής προστασίας και η έλλειψη ενός εποπτικού μηχανισμού, έχουν ως αποτέλεσμα μια σειρά από ιδρύματα, κυρίως ιδιωτικού δικαίου, να λειτουργούν στη βάση των υποκειμενικών αντιλήψεων των υπευθύνων τους και έξω από τα ραντάρ του κράτους.

Μεταξύ αυτών βρίσκονται και ορισμένα ιδρύματα θρησκευτικού και εκκλησιαστικού προσανατολισμού, που παραμένουν προσκολλημένα σε απαρχαιωμένες παιδαγωγικές μεθόδους και αναπτύσσουν την εσωτερική τους ζωή ως προσομοίωση κατηχητικού.

Η αντίδραση του Συνηγόρου του Παιδιού

Η έκθεσηΕιδική Έκθεση του Συνηγόρου για τα δικαιώματα των παιδιών που ζουν σε ιδρύματα του Βοηθού Συνηγόρου του Πολίτη για τα Δικαιώματα του Παιδιού με αντικείμενο «τα δικαιώματα των παιδιών που ζουν σε ιδρύματα», που δημοσιεύτηκε τον Μάρτιο του 2015, είναι αποκαλυπτική: «Ακραία προβλήματα παρατηρούνται σε ορισμένα ιδρύματα ΝΠΙ∆ µε αυστηρό θρησκευτικό προσανατολισμό που φιλοξενούν κορίτσια και στα οποία επικρατούν έντονα αναχρονιστικές παιδαγωγικές αντιλήψεις και πρακτικές, που αποκλίνουν σημαντικά από τα σύγχρονα δεδομένα για την διαπαιδαγώγηση και τα δικαιώματα των παιδιών και εφήβων. Κάποια από τα ιδρύματα αυτά, βασίζονται πρωτίστως ή ακόμα και αποκλειστικά στην προσφορά εθελοντών και ακολουθούν κανόνες που υπαγορεύονται από τις προσωπικές αντιλήψεις των υπευθύνων, χωρίς να υπόκεινται σε περαιτέρω έλεγχο. Ιδιαίτερα προβληματικά στοιχεία που έχει εντοπίσει ο Συνήγορος αφορούν: την επιβολή τήρησης από τα φιλοξενούµενα παιδιά αυστηρών θρησκευτικών κανόνων και πρακτικών, την επιβολή αυστηρών περιορισμών στην ένδυση και γενικότερα στην εμφάνιση των παιδιών και εφήβων (π.χ. απαγόρευση στα κορίτσια να φορούν παντελόνια). Θέματα ενημέρωσης, κοινωνικής συμμετοχής και κοινωνικοποίησης, όπως: απαγόρευση πρόσβασης στο Διαδίκτυο ή ακόμα και στην τηλεόραση, παρεμπόδιση ή απαγόρευση κάθε συναναστροφής µε συμμαθητές ή άλλους συνομηλίκους εκτός του ιδρύματος, απαγόρευση εξόδων και κάθε συμμετοχής σε κοινωνικές ή ψυχαγωγικές δραστηριότητες εκτός του ιδρύματος, ακόμη και σε εκπαιδευτικές ή ψυχαγωγικές εκδηλώσεις του σχολείου (π.χ. εκδρομές, γιορτές), απαγόρευση ή σοβαρή παρεμπόδιση επικοινωνίας των παιδιών µε γονείς ή άλλα πρόσωπα του συγγενικού ή κοινωνικού τους περιβάλλοντος, χωρίς πραγματικές ενδείξεις ότι αυτό αντίκειται στο συμφέρον τους, επίπλωση και διακόσμηση των χώρων µε τρόπο που δεν θυμίζει κατ’ ελάχιστο χώρους διαβίωσης παιδιών, µε έντονα κυρίαρχο το θρησκευτικό στοιχείο και απουσία παιχνιδιών ή οιουδήποτε εκπαιδευτικού ή ψυχαγωγικού υλικού από τους χώρους διαμονής και συνεύρεσης των φιλοξενουμένων».

Πέρα από τα συγκεκριμένα απτά παραδείγματα που παραθέτει ο Συνήγορος, στην επόμενη ακριβώς παράγραφο φανερώνει και ορισμένες –τουλάχιστον αινιγματικές και καταχωνιασμένες στα αμπάρια της ελληνικής παράδοσης– πρακτικές που εξελίσσονται πίσω από τις “καθαγιασμένες” πόρτες αυτών των ιδρυμάτων: «Όσον αφορά τη φροντίδα των φιλοξενούμενων κοριτσιών μετά την ενηλικίωσή τους, υπάρχουν περιπτώσεις όπου η “αποκατάσταση” µέσω γάμου και η ανεύρεση “κατάλληλων συζύγων” από έναν κύκλο φίλων του ιδρύματος ή προσωπικών γνωριμιών των υπευθύνων αποτελεί πάγια τακτική. Μολονότι, από όσο γνωρίζουμε, αυτό αφορά ενήλικες κοπέλες µε τη συναίνεσή τους, προκύπτουν σοβαρά ερωτήματα όσον αφορά την “ελευθερία επιλογής” και τις προοπτικές των νεαρών αυτών γυναικών, δεδομένης της διαπαιδαγώγησης και του τρόπου ζωής που έχει προηγηθεί, ιδίως όσον αφορά την αποκοπή από το κοινωνικό περιβάλλον και τους συνομηλίκους τους κατά τη διάρκεια της ανήλικης ζωής τους. Οι παραπάνω παιδαγωγικές αντιλήψεις και πρακτικές καταργούν την έννοια των προσωπικών επιλογών, της έκφρασης γνώμης και της αυτονομίας των ενδιαφερόμενων παιδιών, αποκλίνουν σημαντικά από τα σημερινά ισχύοντα δεδομένα για τα υπόλοιπα παιδιά και εφήβους αντίστοιχης ηλικίας και, συνεπώς, εμπεριέχουν σοβαρές παραβιάσεις δικαιωμάτων τους… Ενδεικτικά, η Αρχή διερεύνησε συναφή θέματα, έπειτα από υποβολή αναφορών, στα ιδρύματα “Ορφανική Στέγη Θηλέων Αγία Ταβιθά” στη Λιβαδειά, “Άγιος Νεκτάριος” στα Χανιά και “Εκκλησιαστικό Ίδρυμα Παιδικής Προστασίας Παναγία Η Οδηγήτρια” στα Γιαννιτσά».

Με την έκθεσή του, ο Συνήγορος επί της ουσίας σκιαγραφεί αρκετά περιεκτικά τις βαθιά θρησκόληπτες και αντιδεοντολογικές αρχές που διέπουν τη λειτουργία των συγκεκριμένων ιδρυμάτων και αναμοχλεύει τα βολικά αποσιωπημένα μυστικά των τοπικών κοινωνιών στις οποίες δρουν. Πρόκειται για δομές που, επειδή φέρουν έναν έντονο χριστιανικό μανδύα, διαπλέκονται με τις τοπικές εξουσίες υφαίνοντας ένα πέπλο σιωπής.

Για παράδειγμα, η “Ορφανική Στέγη Θηλέων Αγία Ταβιθά” στη Λιβαδειά έχει δημιουργηθεί με πρωτοβουλία δύο γυναικών το 1962 και παρότι οι συνθήκες καταπίεσης που εσωκλείει είναι πρόδηλες, κανένας αρμόδιος φορέας από την τοπική κοινωνία δεν ασχολήθηκε σοβαρά. Χρειάστηκε να γνωστοποιηθεί από εισαγγελική “καραμπόλα” η τραυματική εμπειρία ενός κοριτσιού και να πραγματοποιήσει επιτόπιο έλεγχο ο Συνήγορος του Παιδιού για να ανακινηθεί το θέμα. Συγκεκριμένα, το 2012, ένα από τα κορίτσια που φιλοξενούνταν στην Στέγη εκδιώχθηκε, καθώς θεωρήθηκε αρκετά “ατίθασο“ για το αξιακό περίβλημα του ιδρύματος. Το σχολείο όπου φοιτούσε στη Λιβαδειά είχε ενημερωθεί μόνο ότι μεταφέρθηκε σ’ ένα νέο σχολείο της Αθήνας, χωρίς παραπάνω διευκρινίσεις. Το σχολείο της Αθήνας ενημέρωσε ότι η κοπέλα δεν παρουσιάστηκε, ακολούθησε εισαγγελική παρέμβαση και η υπόθεση έφτασε στα αυτιά του Συνηγόρου. Κι αυτά ήταν τα μοναδικά “ευήκοα ώτα” που βρέθηκαν.

Ο Συνήγορος του Παιδιού Γιώργος Μόσχος επιβεβαίωσε στο inside story τις καταγγελίες που διατυπώνονται στην έκθεση: «Εμείς πραγματοποιήσαμε επιτόπιο έλεγχο στο ίδρυμα μετά το συμβάν. Βέβαια δεν ήταν εύκολο. Συναντήσαμε την αντίδραση του Διοικητικού Συμβουλίου. Δεν μας άφησαν μόνους με τα παιδιά. Όταν πήγα εγώ, μια κοπέλα 21 ετών ετοιμαζόταν να παντρευτεί μ’ έναν άνδρα αρκετά μεγαλύτερό της. Η αίσθηση που αποκόμισα ήταν ότι αυτά τα κορίτσια γαλουχούνται ώστε να γίνουν “αμόλυντες νύφες”, κι όχι να γνωρίσουν τη χαρά του έρωτα. Η διευθύντρια Πρόνοιας στη Λιβαδειά δεν ήθελε να συγκρουστεί με κανέναν. Το πρόβλημα είναι συστημικό, γιατί δεν εποπτεύονται αυτά τα ιδρύματα. Κανονικά η Πολιτεία θα έπρεπε να απαιτήσει προσαρμογή σε γενικές κατευθύνσεις ανατροφής των παιδιών ή να τους αφαιρεί την άδεια. Εγώ θεώρησα ότι υπήρχαν πτυχές που έπρεπε να διερευνηθούν από το υπουργείο και αυτό ζήτησα, αλλά το Σώμα Επιθεωρητών Δημόσιας Υγείας και Πρόνοιας (ΣΕΥΥΠ) δεν πήγε, επικαλούμενο έλλειψη οδοιπορικών».

Με αυτά τα δεδομένα στο μυαλό μου, ξεκίνησα για τη Λιβαδειά. Το μικρό κτίριο στον πράσινο κήπο όπου στεγάζεται η Αγία Ταβιθά δεν προξενεί καμία εντύπωση στον εξωτερικό παρατηρητή. Αν δεν υπήρχαν κάποιες κυρίες να μπαινοβγαίνουν για οικιακές εργασίες, ζυγίζοντας μ’ ένα ανήσυχο βλέμμα τους περαστικούς, θα έμοιαζε σχεδόν ακατοίκητο. Μετά το μεσημέρι, όταν τα κορίτσια επιστρέφουν από το σχολείο, δεν υπάρχει κανένα δείγμα στους εξωτερικούς χώρους που να υπονοεί την ύπαρξη μιας ζωηρής κινητικότητας, σαν αυτήν που προσιδιάζει σε παιδικές και νεαρές ηλικίες. Το πιο θλιβερό είναι ότι η ίδια αδιαπέραστη πειθαρχία και αποπνικτική ηρεμία επικρατεί και στους εσωτερικούς χώρους. Αυτό τουλάχιστον μου μετέφεραν άνθρωποι που έτυχε να μπουν στο κτίριο. Αυστηροί λευκοί τοίχοι, διακοσμημένοι μόνο με χριστιανικά σύμβολα, χωρίς τα χρώματα, τα παιχνίδια και τη χαριτωμένη ανακατωσούρα της εφηβείας.

Η συνένοχη σιωπή της κοινωνίας

Δεν ήταν κατεβασμένα τα ρολά μόνο του ιδρύματος. Ήταν κατεβασμένα τα ρολά ολόκληρης της πόλης. Όσες φορές πήγα, ελάχιστοι άνθρωποι δέχτηκαν να μου μιλήσουν, κι αυτοί ανώνυμα. «Τα κορίτσια έρχονταν πάντα στο σχολείο με φούστες, δεν επιτρεπόταν να φορέσουν παντελόνι. Όταν είχαν μάθημα γυμναστικής, κουβαλούσαν σε μια τσάντα τη φόρμα τους και άλλαζαν στο σχολείο. Δεν συμμετείχαν στις εκδρομές. Στην αρχή σκεφτήκαμε ότι ήταν οικονομικό το πρόβλημα και προθυμοποιηθήκαμε να το καλύψουμε, αλλά η διοίκηση του ιδρύματος δεν δέχτηκε. Όλες οι εξωσχολικές δραστηριότητες (αγγλικά, χορωδία κ.λπ.) γίνονται μέσα στο ίδρυμα. Μεγαλώνουν με μια κουλτούρα ενοχής. Ακόμα κι αυτές που ενηλικιώνονται και τυχαίνει να δουλέψουν κάπου στην περιοχή, αν τις ρωτήσεις απλά “τι κάνεις”, χαμηλώνουν ντροπιασμένα το βλέμμα σαν να νομίζουν ότι τις φλερτάρεις. Ελάχιστες ξέφυγαν από αυτόν τον κανόνα. Ήξερα μια γυναίκα που μεγάλωσε στο ίδρυμα, ερωτεύτηκε ένα παλικάρι από τη γειτονιά, την έδιωξαν κι αυτή διέκοψε κάθε σχέση μαζί τους και συνέχισε τη ζωή της, όπως εκείνη ήθελε», μου λέει ένας εκπαιδευτικός της περιοχής.

«Εγώ είχα τρεις συμμαθήτριες στην τάξη μου από την Ταβιθά. Ήταν εντελώς απομονωμένες. Οι δυο έκαναν παρέα μόνο μεταξύ τους και η μία με κανέναν. Δεν υπήρχε σνομπισμός απέναντι τους αλλά ήταν απόμακρες. Έτυχε κάποια στιγμή να συζητήσω με μια κοπέλα. Μου έλεγε διαρκώς ότι περιμένει να γίνει 18 χρονών για να φύγει. Έτσι κι έγινε. Στα 18 της εξαφανίστηκε. Πολλές κοπέλες μόλις ενηλικιωθούν παντρεύονται με προξενιό ανθρώπους γύρω από την εκκλησία, τον γιο της θεολόγου ή τον γιο του ψάλτη», μου λέει ένας νεαρός άνδρας που πήγαινε στο ίδιο σχολείο.

Οι περισσότεροι, όμως, αν και αναγνωρίζουν μιαν αυστηρότητα στον τρόπο που μεγαλώνουν τα κορίτσια, την αποδέχονται ως αναπόφευκτη απόρροια μιας ιδρυματικής δομής. Εξωραΐζουν ακόμα και τη διαδικασία του πρόωρου γάμου μέσω προξενιού –παρότι δεν θα την διάλεγαν ποτέ για τα δικά τους παιδιά–πιστεύοντας ότι εξασφαλίζει την αποκατάστασή τους. Πάντα χρειάζεται ένα κατευναστικό επιχείρημα για να παρέχει το απαραίτητο δικαιολογητικό υπόβαθρο της αδράνειας και της ανοχής. «Αν δεν υπήρχε το ίδρυμα με όλα τα προβλήματα του, τα κορίτσια αυτά θα ήταν στο δρόμο», είναι η μόνιμη επωδός που αντηχεί στη Λιβαδειά. Μια διαπίστωση που, αν και εμπεριέχει σπέρματα αλήθειας, αφού οι δημόσιοι φορείς δεν καλύπτουν τις ανάγκες, υποκρύπτει την αντίληψη ότι υπάρχουν ζωές δεύτερης ταχύτητας, κορίτσια που, σε αντίθεση με το δυτικό κοσμοείδωλο της εποχής μας, βιώνουν μια μαραμένη νεότητα, αποστερημένη από διαδικασίες αποκάλυψης της σεξουαλικότητας, αυτενέργειας του σώματος και κοινωνικού πειραματισμού. Λες και οι δικές τους αξιώσεις για ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και χειραφέτηση υποστέλλονται αυτόματα και αρκούνται μόνο στην αναπαραγωγή των υλικών όρων της επιβίωσής τους.

Απευθύνθηκα στη Σοφία Καϊτατζή, που είναι διευθύντρια Δημόσιας Υγείας και Κοινωνικής Μέριμνας της Περιφερειακής Ενότητας Βοιωτίας και υπεύθυνη για το θέμα. «Υπάρχει φροντίδα για τα παιδιά στο ίδρυμα. Έχουν δασκάλους μουσικής και χορού. Απλά επικρατεί ένας συντηρητισμός στην ενδυμασία», μου είπε. Είχα υπόψη μου τόσο από την αναφορά του Συνηγόρου, όσο και από μαρτυρίες που είχα συλλέξει, ότι καταγράφηκαν πολλά κρούσματα παρεμπόδισης της επικοινωνίας των φιλοξενούμενων είτε με τους γονείς τους, είτε με το ευρύτερο συγγενικό περιβάλλον. Πρόκειται για πρακτική που αντιβαίνει στις βασικές αρχές ομαλής κοινωνιοψυχολογικής ανάπτυξης του παιδιού και ενδείκνυται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου η επαφή με κάποιο συγγενικό πρόσωπο μπορεί να εκθέσει σε κίνδυνο το παιδί. Η κυρία Καϊτατζή προσπάθησε να αιτιολογήσει αυτά τα φαινόμενα λέγοντας χαρακτηριστικά: «Ορισμένες μητέρες ήταν προβληματικές περιπτώσεις. Πήγαιναν για επίσκεψη το μεσημέρι που είναι ακατάλληλη ώρα». Ισχυρίστηκε ότι δε γνωρίζει αν οι γάμοι που πραγματοποιούνται στο εκκλησάκι του ιδρύματος είναι προϊόντα έρωτα ή προξενιού. «Σε μένα πάντως δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ κανένα κορίτσι», συμπλήρωσε. Ωστόσο, όταν τη ρώτησα αν οι εκτιμήσεις της προέρχονται από την άμεση επαφή με τα κορίτσια ή μόνο από τις παραδοχές των υπευθύνων του ιδρύματος, παραδέχτηκε ότι δεν έχει κάνει συνεντεύξεις με τα κορίτσια. «Κάποια στιγμή είχε πάει μια κοινωνική λειτουργός της υπηρεσίας μας και έκανε κάποιες ερωτήσεις στα κορίτσια», σημείωσε, αποφεύγοντας μολαταύτα να πει αν τα συμπεράσματα της κοινωνικής λειτουργού ταίριαζαν με τα δικά της.

Ξεπερασμένη και επικίνδυνη φροντίδα

Τα κορίτσια που φιλοξενούνται στην Αγία Ταβιθά –35 σύμφωνα με τα αρχεία της Γενικής Γραμματείας Πρόνοιας– στην πλειοψηφία τους δεν είναι ορφανά αλλά προέρχονται από κακοποιητικά ή παθολογικά οικογενειακά περιβάλλοντα. Μ’ αυτή την έννοια η ίδια η επωνυμία “Ορφανική Στέγη” δεν αντιπροσωπεύει την πραγματικότητα τους και λειτουργεί στιγματιστικά. Ήδη από τη στιγμή που τοποθετούνται στο ίδρυμα κουβαλάνε το σκληρό ίχνος της κακοποίησης ή εγκατάλειψης και εν τέλει της απώλειας της οικογένειας. Σε μια τόσο εύθραυστη ηλικία και πολλαπλώς επιβαρυμένες ψυχολογικά, καταλήγουν σε μια ιδρυματικού τύπου δομή, χωρίς εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό και μ’ ένα κυρίαρχο χριστιανικό στοιχείο που όχι μόνο δεν απαλύνει το τραύμα τους αλλά τις υποβάλλει σε μια περιοριστική καθημερινότητα, γεμάτη απαγορεύσεις, χωρίς ερεθίσματα και δυνατότητες έκφρασης. Μεγαλώνουν σε συνθήκες διαφορετικές από τους συνομήλικους τους, κάτι που οξύνει την ετερότητά τους και αυξάνει την απόσταση με τους άλλους. Δεν εξοικειώνονται με τον πλουραλισμό και τις αντιφάσεις της σύγχρονης ζωής. Εσωτερικεύουν συχνά την καταπίεση που δέχονται, την κάνουν δική τους, υποκαθιστώντας την αλήθεια και την επιθυμία τους. Μαθαίνουν να φοβούνται τον εαυτό τους και τον κόσμο. Λίγες ξεφεύγουν από τη σχεδόν καρμική πορεία του γάμου ή του εθελοντισμού και ακολουθούν μιαν αυτόνομη ενήλικη ζωή.

vmax137flickr
Η Αγία Ταμπιθά

«Αυτά τα ιδρύματα ανήκουν στον 19ο αιώνα, όχι στον δικό μας. Αναπαράγουν μια ασυλική λογική με άμεσες επιπτώσεις στο επίπεδο ζωής των φιλοξενούμενων παιδιών. Αν συγκρίνουμε τις βιογραφίες τους –πόσοι και πόσες σπούδασαν ή χειραφετήθηκαν– σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό, θα βρούμε μικρότερα ποσοστά. Ο στόχος της παιδικής μέριμνας δε μπορεί να είναι μόνο μια κουβέρτα κι ένα πιάτο φαΐ, αλλά η προετοιμασία για ένταξη στην κοινωνία με δεξιότητες και αυτοπεποίθηση», επισημαίνει στο inside story ο αναπληρωτής καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Durham και αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Κοινωνικών Λειτουργών, Βασίλης Ιωακειμίδης. Η έλλειψη αυτοπεποίθησης φαίνεται ξεκάθαρα από το γεγονός ότι τα περισσότερα παιδιά, όταν ενηλικιωθούν, αν δεν παντρευτούν ή μέχρι να παντρευτούν επιλέγουν την οδό της εθελοντικής εργασίας στο θρησκευτικό ίδρυμα. «Εδώ, η επιστροφή στο ίδρυμα με τη μορφή του εθελοντισμού είναι μια μορφή του συνδρόμου της Στοκχόλμης», τονίζει ο κ. Ιωακειμίδης.

Η εξωοικογενειακή φροντίδα στη χώρα μας στηρίζεται σ’ ένα ξεπερασμένο μοντέλο ιδρυματικών μονάδων που δρουν σ’ ένα ακανόνιστο πλαίσιο και ευνοούν την εξάρτηση και την πολλαπλή θυματοποίηση των παιδιών. Στα ανεπτυγμένα ευρωπαϊκά κράτη προκρίνονται οι θεσμοί της αναδοχής και της υιοθεσίας και οι μικρές μονάδες οικογενειακού τύπου. «Τα περισσότερα θρησκευτικά ιδρύματα κινούνται στη γκρίζα ζώνη και ήταν αρκετά συνήθη μέχρι τη δεκαετία του ’80 στην Ευρώπη. Τότε, όμως, άνοιξε μια μεγάλη και δύσκολη συζήτηση στην οποία συμμετείχαν και τα ίδια τα παιδιά, που έδειξε ότι πέρα από την επίφαση φροντίδας υπήρχε μια ιδρυματική κακοποίηση που γεννούσε ενοχικά συμπλέγματα στα παιδιά. Πλέον, στην Αγγλία για παράδειγμα, ο πρώτος στόχος είναι η πρόληψη, να μείνει δηλαδή το παιδί στην οικογένεια. Αν τελικά απομακρυνθεί θα πάει σ’ έναν ξενώνα με 3-4 παιδιά, βασισμένο στο υπόδειγμα της οικογενειακής φροντίδας. Επίσης, η αναδοχή είναι σημαντική και οι γονείς που αποδέχονται να γίνουν ανάδοχοι υποστηρίζονται οικονομικά και ψυχολογικά από το κράτος. Και φυσικά η υιοθεσία», συμπληρώνει ο Βασίλης Ιωακειμίδης.

Κρατική αδράνεια και υποσχέσεις

Το πρόβλημα δεν είμαι μόνο η Αγία Ταβιθά και τα άλλα δύο θρησκευτικά ιδρύματα που κατονομάζει στην έκθεση του ο Συνήγορος. Σε αυτά έτυχε να αναπτυχθεί ένα ρήγμα και να φωτιστούν ορισμένες όψεις της καταπίεσης που καλλιεργούν. Υπάρχουν πολλά ακόμη που παραμένουν προφυλαγμένα από τη δημοσιότητα εξαιτίας του εφησυχασμού των τοπικών κοινωνιών και της θεσμικής αδιαφορίας. Και άλλα, όπου το σοκ της αποκάλυψης εξημερώνεται από το χρόνο και τους υπόγειους μηχανισμούς συμβιβασμού με τη φρίκη, όπως τα κλουβιά στο Κέντρο Περίθαλψης Παιδιών με Ειδικές Ανάγκες στα Λεχαινά. Ούτε το ζητούμενο είναι να ενοχοποιηθούν συλλήβδην όλες οι δομές παιδικής φιλοξενίας. Ορισμένες από αυτές κάνουν εξαιρετική δουλειά και αποτελούν το τελευταίο στήριγμα των παιδιών που αναμετρήθηκαν με τον φόβο ή την απόρριψη. Υπάρχουν και εκκλησιαστικά ιδρύματα ανοιχτά στην κοινωνία, που αντιλαμβάνονται τη θρησκευτική πίστη ως αυτόβουλη εσωτερική επιλογή και όχι ως ψυχαναγκαστική επιβολή. Το πρόβλημα είναι ότι ολόκληρο το σύστημα παιδικής προστασίας έχει αφεθεί στις προθέσεις και την όποια τεχνογνωσία των υπευθύνων του κάθε κέντρου ξεχωριστά.

Το κράτος έχει αποσυρθεί μηρυκάζοντας την έλλειψη κονδυλίων, το ιδανικό σφουγγάρι των καιρών μας για κάθε είδους υποχρέωση. «Γνωρίζουμε ότι συμβαίνουν αυτά τα πράγματα αλλά έχουμε ελάχιστες δυνατότητες παρέμβασης. Υπάρχει νομοθετικό κενό, το οποίο όμως πρέπει να καλυφθεί. Αυτή η κατάσταση δε μπορεί να συνεχιστεί. Πρέπει η κοινωνική πολιτική να ασκείται στη βάση κανόνων. Ο δικός μας στόχος είναι να διαμορφωθεί ένα νέο θεσμικό πλαίσιο που θα αφορά δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς. Ελπίζω ότι τον Οκτώβρη θα είναι έτοιμο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει κατεύθυνση την αποϊδρυματοποίηση, συνεργαζόμαστε μαζί της για την εύρεση κονδυλίων, ώστε να υπάρχει παρέμβαση στο σπίτι και αν κάποιο παιδί πρέπει να απομακρυνθεί να ακολουθούν γρήγορες διαδικασίες αναδοχής. Ακόμα κι αν θα πρέπει κάποια παιδιά να πάνε σε ιδρύματα, δεν θα είναι τα ίδια ιδρύματα αλλά μικρότερες μονάδες που θα προκρίνουν την ανεξάρτητη διαβίωση», δηλώνει ο Γενικός Γραμματέας Πρόνοιας Δημήτρης Καρέλλας.

Εικάζω ότι υπήρξαν πολλοί άνθρωποι –σε όλες τις κυβερνήσεις– που αποχώρησαν από το ίδιο γραφείο ξαλαφρωμένοι και γαντζωμένοι από μια δέσμευση αλλαγής που έμεινε ανεκπλήρωτη. Ίσως κι αυτή η δέσμευση του κ. Καρέλλα να έχει την ίδια τύχη, να την πάρουν τα καλοκαιρινά μελτέμια και να ξεχαστεί στη ρουτίνα των δημοσιονομικών προτεραιοτήτων. Μέχρι τον Οκτώβρη, όμως, τουλάχιστον μπορούμε να περιμένουμε και να ελπίζουμε ότι κάτι θα γίνει, ότι θα φτιαχτεί μια ομπρέλα προστασίας για τα λησμονημένα παιδιά των ιδρυμάτων, ότι εκεί που σήμερα υπάρχει μια κλειδωμένη πόρτα θα ανοίξει ένας δρόμος εμπιστοσύνης και ασφάλειας.

*Η πρόεδρος ΔΣ του ιδρύματος “Αγία Ταβιθά”, Δέσποινα Παπαϊωάννου, απάντησε γραπτά στα θέματα που τέθηκαν από την έκθεση του Συνηγόρου του Παιδιού και το ρεπορτάζ του inside story, ως εξής:

Το Φιλανθρωπικό Ίδρυμα Λεβαδείας «Η ΑΓΙΑ ΤΑΒΙΘΑ» είναι ιδιωτικού δικαίου, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Λειτουργεί περισσότερα από πενήντα χρόνια στην πόλη της Λιβαδειάς, έχει προστατέψει και περιθάλψει πολλές δεκάδες εγκαταλελειμμένα, ορφανά και άπορα παιδιά. Τα παιδιά έρχονται από τους ίδιους τους γονείς ή με εισαγγελική παραγγελία.
    Η έκθεση του Συνηγόρου του Παιδιού δεν έχει κοινοποιηθεί στο Ίδρυμα μέχρι σήμερα, κατόπιν της επισκέψεως του Συνηγόρου κ. Μόσχου και της κ. Στρατιδάκη στην Λιβαδειά στις 30/9/2011.
    Όταν ήλθαν στο Ίδρυμα οι ανωτέρω εκπρόσωποι του Συνηγόρου του Παιδιού έθεσαν διάφορα ερωτήματα προς τους υπευθύνους και έλαβαν τις δέουσες απαντήσεις, και μετέπειτα σε ξεχωριστό χώρο συζήτησαν για αρκετή ώρα με τα παιδιά χωρίς βέβαια την παρουσία αρμοδίων του Ιδρύματος.
    Σχετικά με την επικοινωνία των παιδιών με τους γονείς ή το συγγενικό τους περιβάλλον, επισημαίνουμε ότι δεν εμποδίζουμε τα παιδιά να επικοινωνούν με τους δικούς τους ούτε τηλεφωνικά ούτε όταν τα επισκέπτονται, χωρίς βέβαια να διαταράσσεται το εν γένει πρόγραμμα των παιδιών.
    Τα μεγαλύτερα παιδιά μπορούν να βγουν και να παρακολουθήσουν θεατρικές παραστάσεις, χορούς ή κάποια άλλη εκδήλωση, να επισκεφτούν κάποια οικογένεια ή φίλη τους εφόσον γνωρίζουμε το περιβάλλον, όπως κάνει κάθε οικογένεια που φροντίζει τα παιδιά της. Τα μεγαλύτερα παιδιά μπορούν να βγουν περίπατο με τον περιορισμό της επιστροφής.
    Τα παιδιά συμμετέχουν σε όλες σχεδόν τις κοινωνικές και ψυχαγωγικές δραστηριότητες του σχολείου, σε γιορτές, χορωδίες, θεατρικά, εφόσον το επιθυμούν.
    Ως προς τις σχολικές εκδρομές, τα παιδιά του Δημοτικού συμμετέχουν σε όλες. Τα μεγαλύτερα παιδιά Γυμνασίου και Λυκείου συμμετέχουν κατ΄ επιλογήν για λόγους οικονομικούς, όπως κάθε οικογένεια μπορεί ν΄ αποφασίσει αν θα επιτρέψει στο παιδί της να συμμετάσχει ή όχι σε κάποια σχολική εκδρομή.
    Το Ίδρυμα προσφέρει στα παιδιά πολλές ευκαιρίες για ψυχαγωγία με εκδρομές, επισκέψεις σε μουσεία, τη συμμετοχή τους σε χορευτικά συγκροτήματα με φίλες τους από το σχολείο ή αλλού, διοργάνωση θεατρικών παραστάσεων εντός και εκτός του Ιδρύματος, σε διάφορες πόλεις κ.λπ. και πάντα με τη συμμετοχή κοριτσιών και εκτός του Ιδρύματος.
    Όπως το κάθε σπίτι και η κάθε οικογένεια έχει τους δικούς της κανόνες και τις δικές του αρχές, έτσι έχει και το δικό μας Σπίτι. Τα κορίτσια ντύνονται σύμφωνα με τον γυναικείο τρόπο ντυσίματος.
    Στο εκκλησάκι του Ιδρύματος δεν γίνονται ποτέ γάμοι. Οι γάμοι των παιδιών μας γίνονται στον Μητροπολιτικό Ναό Λιβαδειάς, όπως όλοι γνωρίζουν με την παρουσία πολλών συνεργατών και φίλων.
    Τα κορίτσια όταν φτάνουν σε ηλικία γάμου είναι ενήλικα, σε ώριμη ηλικία και υπεύθυνα να αποφασίσουν για την ζωή τους ελεύθερα και αβίαστα. Δεν ασκείται κανένας επηρεασμός, αλλά μόνα τους κάνουν τις επιλογές τους.
    Τα παιδιά του Γυμνασίου και του Λυκείου μπορούν να χρησιμοποιούν το Διαδίκτυο προκειμένου να κάνουν τις σχολικές τους εργασίες, αλλά και για διάφορα κοινωνικά θέματα.
    Τα παιδιά προσπαθούμε να τα θωρακίσουμε με αξίες για την ζωή και ιδανικά, να μορφωθούν, να πιστέψουν ότι μπορούν να προσφέρουν στην κοινωνία, να βοηθήσουν τον συνάνθρωπο, να να γίνουν χρήσιμοι στους γύρω τους, να δημιουργήσουν καλές οικογένειες. Γι΄ αυτό και κοινωνικοποιούνται μέσα από πάμπολλες εκδηλώσεις και την συναναστροφή τους με εκατοντάδες ανθρώπων, κάθε φύλου, ηλικίας, μορφωτικού και κοινωνικού επιπέδου.