Εδώ Πολυτεχνείο… εδώ Πολυτεχνείο…

Συντάκτης: Δημήτρης Γκιώνης

Η Λιλή Ζωγράφου για την εξέγερση του Πολυτεχνείου

«Την Κυριακή 18 του Νοέμβρη 1973 κατάφερα να επιστρέψω σπίτι μου (κάθομαι απέναντι από την ΕΣΑ). Με την απόφαση να καταγγείλω το Εγκλημα στην Ευρώπη. Πέρασα στη μηχανή μου πέντε ψιλές κόλλες χαρτί και άρχισα να καταγράφω ώρα την ώρα τις νωπές αναμνήσεις μου. Που άρχιζαν με τη χαρά, το παραλήρημα, τον θρίαμβο, για να καταλήξω στη σφαγή».

Είναι η Λιλή Ζωγράφου (1922-1998) και η μαρτυρία της «17 Νοεμβρίου 1973 – Πώς φτάσαμε στη νύχτα της μεγάλης σφαγής», που κυκλοφόρησε (μετά την πτώση της χούντας), στην Ελλάδα, αφού πριν διοχετεύτηκε ανώνυμα από τη συγγραφέα στο εξωτερικό, όπου τυπώθηκε σε χιλιάδες αντίτυπα για τους εκεί Ελληνες.
polytehneio

Βασανιστές και χριστιανισμός

Να δώσω –μέρες Πολυτεχνείου εν όψει- μερικά αποσπάσματα, καθώς πρόκειται για μία από τις πιο αυθεντικές μαρτυρίες των ημερών εκείνων –43 χρόνια από τότε. Γράφει στο εισαγωγικό κείμενο υπό τον τίτλο «Ολίγα για τον Μινώταυρο»:

Είναι οδύνη να υποτάσσεσαι στους χυδαίους. Είναι οδύνη να γνωρίζεις το έγκλημα και να ‘σαι ανίκανος να το εμποδίσεις. Αλλά είναι ταπείνωση να το καταγράφεις, όταν προδότης και προδομένος είναι ο Ελληνας. Σύμφωνοι: Να στήσουμε λαιμητόμους για τους προδότες και τους βασανιστές. Αλλά το ερώτημα παραμένει: Θα πεθάνει μαζί τους αυτό το τέρας που εν ονόματι της μονοπώλησης της “εθνικοφροσύνης” ασέλγησε πάνω στο σώμα της Ελλάδας;

Η Ζωγράφου δίνει στις σελίδες που ακολουθούν ιδιαίτερη έμφαση στα όργανα της χούντας –τους βασανιστές: «… ο Χίτλερ δημιούργησε τον φασισμό, προβάλλοντας ένα ιδανικό, το Deutschland űber alles. Και οι Γερμανοί θεωρούσαν φυσικά και δικαιολογημένα τα εγκλήματα που κάλυπτε αυτή η σημαία. Γιατί το σύνθημα λειτουργούσε σαν καταλύτης κάθε εμποδίου, συμπεριλαμβανομένου και του κομμουνισμού.
images
»Αλλά οι χιλιάδες Ελληνες βασανιστές σε τι πίστεψαν δολοφονώντας κι εξουδετερώνοντας άλλους Ελληνες, συμπατριώτες τους; Εν ονόματι ποιου ιδανικού; Και πού είναι αλήθεια ο χριστιανισμός μιας χώρας, που, τώρα και τριάντα χρόνια, ξοφλά με ανθρωποθυσίες, για να εξουδετερώσει, τάχα, τον κίνδυνο του κομμουνισμού, που απειλεί τις χριστιανικές αρχές της ελληνικής οικογένειας και την ηθική της χριστιανικής νεολαίας;

»Πού ήταν η Ελληνική Ορθόδοξος Εκκλησία στην περίοδο της εγκληματικής επταετίας; Ακουσε ή διάβασε κανείς μια φωνή διαμαρτυρίας να βγαίνει από ιερατικά χείλη, με μοναδική εξαίρεση τον Γεώργιο Πυρουνάκη;».
191121-tank

Η εξέγερση και η σφαγή

Και περνάει στην εξέγερση: «Οι φοιτητές ρύθμιζαν μόνοι τους την κυκλοφορία των τροχοφόρων. Κάποια στιγμή, χωρίς καμιά προειδοποίηση, διαπιστώθηκε πως η αστυνομία είχε εξαφανιστεί, μαζί και οι τροχονόμοι.

Ακολούθησε ένα παλλαϊκό πανηγύρι, όπου χιλιάδες λαού και φοιτητών εκτόνωναν την πίκρα και τη φιμωμένη αγανάκτηση έξι χρόνων, τραγουδώντας και εκτοξεύοντας συνθήματα που έφταναν μέχρι τον ουρανό: Νέοι, ώριμοι, γέροι, όσοι στέκονταν εκεί, τις μεσημεριανές ακόμη ώρες, ανάμεσα 2-4, μέσα στην πιο ηλιόλουστη μέρα του Νοέμβρη ξεφώνιζαν σκληρά κι αγανακτισμένα συνθήματα με μεγάλα γελαστά στόματα».

Αλλά η αποχώρηση των οργάνων ήταν προσωρινή. Καθώς ερχόταν το βράδυ η εικόνα άλλαξε: «Πυκνές δυνάμεις στρατού, μηχανοκινήτων και τανκς έχουν κυκλώσει από παντού το Πολυτεχνείο. Ενα τανκ περιμένει σε λίγη απόσταση από την είσοδο. Ψηλά στα κάγκελα, στην είσοδο, παντού, κρέμονται αμέτρητοι σπουδαστές, φωνάζοντας: “Είσαστε αδέρφια μας!”.

Ο σταθμός εκπέμπει ακόμη. […] Το τανκ δίνει από τηλεβόα δέκα λεπτά καιρό στους στασιαστές να παραδοθούν. Σπουδαστές τρέχουν κατά μέσα να αναφέρουν στη συντονιστική επιτροπή του αγώνα. Πριν φτάσουν στο βάθος, ο αξιωματικός των επιχειρήσεων δίνει εντολή στον οδηγό του τανκ να προχωρήσει.

Ο φαντάρος ανοίγει τα χέρια του προς τους σπουδαστές που μένουν σκαρφαλωμένοι στα κάγκελα της πόρτας, για να καταλάβουν πως πρέπει να παραμερίσουν, γιατί πήρε διαταγή να προχωρήσει.

»Τα “παιδιά” μένουν στις θέσεις τους, προκαλώντας: “Χτυπάτε αδέρφια! Εμπρός!”. Στον εξώστη αγόρια και κορίτσια τραγουδούν με φωνές σκληρές τον Εθνικό Υμνο. Ο αξιωματικός του τανκ επαναλαμβάνει τη διαταγή και το τανκ ορμά γκρεμίζοντας την είσοδο, μαζί με το τελευταίο παλικάρι που αρνήθηκε ή δεν πρόλαβε να πηδήξει.

Προχωρεί, συνθλίβει την μπλε Μερσεντές του πρύτανη, που πίσω της είναι οχυρωμένα άλλα παιδιά, ισοπεδώνει και το επόμενο αμάξι και σταματά. Πυροβολισμοί και πολυβολισμοί καταπίνουν τη λιπόθυμη στροφή, “και σαν πρώτα αντρειωμένη…”».
ΠΗΓΗ: Εφημερίδα των Συντακτών, 12-13 Νοεμβρίου 2016

 

Πολλά βιβλία γράφτηκαν για το Πολυτεχνείο, και πολλά από γυναίκες. Ένα μικρό παράδειγμα:

a23

Κωστούλας Μητροπούλου, «Το χρονικό των τριών ημερών» (απόσπασμα)

Η νύχτα γέμισε υποσχέσεις. Η νύχτα γέμισε τομές. Κανένας δεν ξέρει πότε και πώς και ώς πού θα φτάσει η δύναμη της φωνής στους 1.050 χιλιόκυκλους. Κανένας δεν ξέρει αν θα είναι η ίδια φωνή κι αν το χειροκρότημα θα έρθει αργά, πολύ αργότερα από το κακό.

Ώρα 1.44′ π.μ. Πρόσωπα και μάτια και στόματα σε σχήμα τραγουδιού, παρατάχτηκαν απέναντι ακριβώς από τα τανκς. Αναποφάσιστα τανκς απέναντι σε τόσα μάτια ερωτηματικά και μπροστά σ’ αυτή τη γωνιώδη απορία που σχηματίζει το τραγούδι σ’ ένα πρόσωπο παιδικό.

Αυτό διαρκεί τρία ολόκληρα λεπτά. Μια ολόκληρη εποχή κυκλική και εύηχη.

Ώρα 1.47′ π.μ. Τα γκλομπς, που η ειδησεογραφία της ημέρας θα τα παρουσιάσει στην αυριανή της έκδοση σα «στυλιάρια από κασμάδες», όρμησαν στο χώρο που βρίσκονται κλεισμένα τα παιδιά, σε μήκος κύματος 1.050 χιλιόκυκλων και σε χρόνο μηδέν. Ο χρόνος παραμένει μηδέν όσο διαρκεί αυτή η άκαιρη εισβολή. Έπειτα, σιγά σιγά τα γκλομπς ταυτοποιούνται με τον πανικό και διαχέονται μέσα στο χώρο που δεν τους είναι οικείος και τον κατακτούν βίαια.

Ώρα 1.50′ π.μ. Οι 1.050 χιλιόκυκλοι βουβάθηκαν. Η φωνή βγαίνει από κάπου αλλού. Κάπου μέσα στη νύχτα. Κάπου μέσα στο χρόνο. Λέει σταθερά τούτη η φωνή: «Παιδιά, μην πετάξετε τίποτα εναντίον τους. Να τους υποδεχτείτε με τη φράση: “Αδέρφια μας φαντάροι”».

Ώρα 1.57′ π.μ. Στους 1.050 χιλιόκυκλους, το τραγούδι πολλαπλασιαζόταν. Τώρα, η φωνή που ξανακούστηκε και ανάγγειλε επίσημα τη βλάβη του πομπού, ήτανε μια φωνή μονοδιάστατη. Σκέτη. Μια φωνή έρημη. Λέει: «Μέσα στο χώρο μας μπήκαν τα γκλομπς. Γιατί όχι οι φαντάροι;»

Ώρα 1.58′ π.μ. Σιωπηλά παιδιά και τα φωτίζουν οι προβολείς. Η περιγραφή περισσεύει. Στα χέρια τους κρατάνε αναμμένα φαναράκια ή κάτι σα στυλό. Είναι άοπλα. Παιδιά άοπλα και σωπαίνουν.
[…]
Ώρα 2.57′ π.μ. Τρία τανκς ορμάνε μαζί. Το πρώτο, που φαίνεται παράλογα πιο μεγάλο, ρίχνει τη μεγάλη πόρτα με τα κάγκελα. Οι άνθρωποι αραιώνουν. Οι άνθρωποι πάντα σε τέτοιες στιγμές ή χάνονται ή μένουν και πολτοποιούνται. Τα παιδιά τραγουδάνε τον Εθνικό Ύμνο.
[…]
– – – –

23

Ώρα 12.55. Η είδηση: «Τα τανκς κατευθύνονται μέσα στη νύχτα με προορισμό το χώρο συγκεντρώσεως των φοιτητών». Με προορισμό το τραγούδι. Με προορισμό να πολτοποιήσουν το τραγούδι. Να εξουδετερώσουν το τραγούδι. Να το ξεκολλήσουν απ’ τους τοίχους. Να το σκοτώσουν στα τρία βήματα επιτόπου. Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα για τα τανκς. Για κανένα τέτοιο φρικαλέο ήχο δεν υπάρχει πρόβλημα. Χωράει παντού. Κι αν δε χωρέσει, πάντα υπάρχει τρόπος να εξουδετερώσει τους όγκους και να τους εξαφανίσει με την εμφάνισή του.

Εμφανίζονται λοιπόν τα τανκς. Ένα, δύο, τρία, πέντε, αμέτρητα. Όγκοι και καταπάνω στο τραγούδι. Το τραγούδι γίνεται πανικός. Μεταβάλλεται σε πανικό όπως μεταβάλλονται μέσα σε μια νύχτα τα τραγούδια σε μοιρολόγια και το ανάποδο. Τώρα οι δρόμοι στενεύουν. Οι άνθρωποι τρέχουν στις πόρτες των σπιτιών, τις ανοίγουν, μπαίνουν. Δεν τους χωράει η νύχτα και η καρδιά τους. Η καρδιά τους είναι μια πέρδικα. Δεν τραγουδάει. Λουφάζει. Πουλί και παραμονεύει τους ήχους. Παραμονεύει την κίνηση των ανθρώπων από τη μάζα-τραγούδι, στις ανοιχτές σκοτεινές πόρτες των σπιτιών τους. Η καρδιά των ανθρώπων μέσα στη νύχτα, πέρδικα και τρέμει.

[πηγή: Κωστούλα Μητροπούλου, Το χρονικό των τριών ημερών (Σχολή Πολυτεχνείου), Κέδρος, Αθήνα 1987 (13η έκδ.), σ. 19-20 & 25]
Επίσης: http://diskoryxeion.blogspot.gr/2013/11/blog-post_16.html