Η μητέρα μου, Μαρία Νικολάου

Γράφει η Πόπη Αλεξοπούλου

Επειδή σήμερα τιμούμε και τις μητέρες μας, μικρές ή μεγάλες ηρωίδες που έζησαν στο πετσί τους την πατριαρχία, τη διάκριση, την έμφυλη βία (φυσική ή ψυχολογική), θέλω να πω κι εγώ δυο λόγια γι’ αυτή τη γυναίκα που με γέννησε, με εκπαίδευσε και στέκεται ακόμα δίπλα μου με αφοσίωση. Προσφυγοπούλα (από την Πόλη), η μοίρα την έριξε στα καπνοχώραφα της Ανατολικής Μακεδονίας, μαζί με άλλα 6 αδέλφια, όπου βίωσε τη βουλγαρική κατοχή με τα λίγα αγαθά της γης που κατάφερναν οι γονείς της να περισώσουν από τις εφόδους του βουλγαρικού στρατού, κρύβοντάς τα, μαζί με τα παιδιά, σε μυστική καταπακτή.

Στο δημοτικό την έστειλαν σε μια θεία αστή στην Αθήνα. Με το αζημίωτο βέβαια, για την οικογένεια που τη φιλοξενούσε, η οποία, όπως τόσες και τόσες οικογένειες, τη χρησιμοποίησε ως άμισθη οικιακή βοηθό, εγγυώμενη ταυτόχρονα την πρωτοβάθμια εκπαίδευσή της.

Στο γυμνάσιο γύρισε στα μέρη της, όπου αναγκάστηκε να νοικιάζει δωμάτιο σε κοντινή πόλη, προκειμένου να πηγαίνει σχολείο. Η λύση αυτή δόθηκε μετά από την ισχυρή επιμονή της να πάει σχολείο, παρόλη τη φτώχια των γονιών της οι οποίοι δεν είχαν την ίδια πρόθεση.

Τελειώνοντας το (εξατάξιο τότε) γυμνάσιο, έδωσε εξετάσεις στην παιδαγωγική ακαδημία στην Αθήνα, όπου, έχοντας επιτύχει στα γραπτά, την έκοψαν λόγω ύψους (ήταν ένα πόντο κάτω από το νόμιμο όριο του 1,50!). Το όνειρό της να γίνει δασκάλα δεν μπόρεσε να υλοποιηθεί εξαιτίας της βλακείας της πολιτικής ηγεσίας και των λειτουργών της.

Τελικά, άρχισε να εργάζεται, αρχικά στον ιδιωτικό και στη συνέχεια στο δημόσιο τομέα ως δακτυλογράφος. Παντρεύτηκε κι έκανε δυο παιδιά τα οποία μεγάλωσε μόνη της, μιας και ο σύζυγός της και πατέρας μου δεν τη βοήθησε ποτέ (είχε να λύσει τα δικά του, δεν θα αναφερθώ πιο αναλυτικά). Όταν οι συνθήκες το απαιτούσαν, έκανε δυο δουλειές παράλληλα, έχοντας ως μοναδικό στόχο την απρόσκοπτη πρόσβαση των παιδιών της σε μια κανονικότητα, την οποία εκείνη δεν είχε γνωρίσει στη ζωή της. Τη θυμάμαι, σε κάποιες φάσεις, να ξυπνά στις 6πμ (πάντα ξυπνούσε στις 6πμ) και να γυρνά τα μεσάνυχτα. Αυτό το χαμόγελο όμως, που βλέπετε στη φωτογραφία, δεν έλειψε ποτέ μα ποτέ από το πρόσωπό της, όσο κι αν εξαντλούνταν, όσο δύσκολα κι αν ήταν τα πράγματα. Και ήταν συχνά πολύ δύσκολα γι’ αυτήν.

Έτσι πέρασε τη ζωή της, παλεύοντας για τα στοιχειώδη. Κι είδε τα παιδιά της να αποφοιτούν από το πανεπιστήμιο, να παντρεύονται και να κάνουν παιδιά.

Στα 75 της, η μοίρα της στέρησε το γιο της και αδερφό μου, από μια βαριά και αλματώδη λευχαιμία. Στη διάρκειά της, η μάνα, με σώμα κουρασμένο και πονεμένο, στάθηκε επί 11 ολόκληρους μήνες στο πλευρό του κρεβατιού του παιδιού της, ανελλιπώς, χωρίς να ξεκουραστεί ούτε μια μέρα, για 12 και 14 ώρες καθημερινά. Κι όταν εκείνος έφυγε, η μάνα σήκωσε το πένθος της με άμετρη αξιοπρέπεια, κλαίγοντας κρυφά τις νύχτες στο κρεβάτι της για να μην τη βλέπουμε.

Κι όταν η καρδούλα της αρρώστησε, πριν από ένα χρόνο, μπήκε σαν ηρωίδα στο χειρουργείο, κάνοντάς μου το σήμα της νίκης την ώρα που χανόταν στο διάδρομο του νοσοκομείου, πάνω στο φορείο. Αυτή η γυναίκα, που οι στιγμές ευτυχίας στη ζωή της μετριούνται στα δάχτυλα, εξακολουθεί να αγαπά τη ζωή και να χαίρεται με τα μικρά που εμείς απαξιώνουμε. Και διατηρεί αυτό το χαμόγελο και τη λάμψη του, που είναι ότι πολυτιμότερο έχω.

Φωτογραφία της Kalliopi Alexopoulou