Πώς εφαρμόζεται ο νόμος για 3500/2006 για την ενδοοικογενειακή βία;

ΑΝΑΦΟΡΑ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ Ν. 3500/2006

Έρευνα του Δικτύου Γυναικών Ευρώπης

Ο Νόμος 3500/2006 , σύμφωνα με την αιτιολογική του έκθεση έχει ως σκοπό την «την αντιμετώπιση του φαινομένου της ενδοοικογενειακής βίας, βάσει των αρχών της ελευθερίας, της αυτοδιάθεσης και της αξιοπρέπειας του ατόμου, ώστε να ενισχυθεί η αρμονική συμβίωση των προσώπων».  Στην πρακτική του εφαρμογή όμως παρατηρούνται κάποια προβλήματα, τα οποία αποδυναμώνουν το σκοπό του νόμου, και ως λογικό επακόλουθο αυτών, τα άτομα που έχουν ανάγκη της προστασίας του, αδυνατούν να επωφεληθούν, χάνοντας την εμπιστοσύνη τους στην κρατική παρέμβαση εν γένει, καταφεύγοντας σε λύσεις απελπισίας αντίθετες προς το πνεύμα του νόμου.

Εμείς ως Δίκτυο Γυναικών Ευρώπης, προβήκαμε σε μια έρευνα στην οποία συμμετείχαν δικηγόροι που έχουν ασχοληθεί με υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας, σε υποθέσεις ποινικής και αστικής φύσης, προκειμένου να εντοπίσουμε κενά και δυσλειτουργίες του εξεταζόμενου νόμου στην πράξη. Στα πλαίσια στης ως άνω έρευνας κινηθήκαμε ως εξής: προσεγγίσαμε νομικούς που έχουν ασχοληθεί με υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας (20 στο σύνολο τους, από Αθήνα και επαρχία).  Τους θέσαμε το  εξής ερώτημα: «ποιες πρακτικές δυσκολίες αντιμετωπίσατε προκειμένου να εφαρμοστούν στην περίπτωση σας οι διατάξεις του νόμου 3500/2006 και αν υπάρχει κάτι που θα έπρεπε να είχε προβλέψει ο νόμος που ως τώρα παραλείπεται;» Βάσει των αποτελεσμάτων αυτής της έρευνας, συντάξαμε την παρούσα έκθεση, προκειμένου να σας θέσουμε υπ’ όψιν τα ακόλουθα ζητήματα.

Βάσει των ανωτέρω έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής:

1. Ο νόμος χρειάζεται τροποποιήσεις προκειμένου να εναρμονιστεί στην σύγχρονη πραγματικότητα. Οι νόμοι και το δίκαιο γενικότερα πρέπει να είναι σαν ζωντανοί οργανισμοί, όπως ακριβώς είναι και η κοινωνία, ο νομοθέτης πρέπει να αφουγκράζεται τον κοινωνικό παλμό και ακολούθως να τον εντάσσει στο νόμο. Στον 3500/2006 παρατηρούνται κενά οφειλόμενα στο γεγονός ότι ο νομοθέτης δεν πρόβλεψε κάποιες κοινωνικές εξελίξεις και δεν μερίμνησε για κάποιες κρατικές αδυναμίες.

Α) Ο νόμος δεν λαμβάνει υπ’ όψιν του τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της ψυχολογίας, και δεν μεριμνά για γεγονότα που είναι τα προπαρασκευαστικά σε ενδεχόμενη ενδοοικογενειακή βία. Δεν περιλαμβάνει μορφές βίας όπως ο συνεχής λεκτικός και συναισθηματικός εξευτελισμός και/ή η απομόνωση, παράλληλα η οικονομική βία (στέρηση μισθού και άλλων πόρων) δεν αναγνωρίζονται ως ενδοοικογενειακή βία.

Β) Ο νομοθέτης ενώ εισάγει στην χώρα μας κάποιες προοδευτικές πρακτικές, όπως η διαμεσολάβηση, δεν προβλέπει παραμέτρους, όπως η κακοπιστία των δραστών, οι ελλειπείς υποδομές της χώρας μας. Έτσι, ενώ νόμος προβλέπει την ποινική διαμεσολάβηση προκειμένου να δοθεί μια ευκαιρία στην οικογένεια να λύσει τα προβλήματά της χωρίς την σύμπραξη των αρχών, παρά ταύτα δεν δίνεται καμία απολύτως εγγύηση ότι το θύμα παραμένει ασφαλές. Οι υπάρχουσες υποδομές στην Ελλάδα δεν είναι ικανές να προσφέρουν στο θύμα τα εχέγγυα ότι ο δράστης παραμένει υπό επίβλεψη και εποπτεία για χρονικό διάστημα που κρίνεται απαραίτητο, δηλαδή στην ουσία το θύμα δεν προστατεύεται από τον κίνδυνο τέλεσης νέου αδικήματος εις βάρος του.

Γ) Τέλος μια ακόμα παρατήρηση που προέκυψε από την έρευνα είναι ότι ο νόμος στο άρθρο 23 ορίζει ρητά ότι «εκπαιδευτικός της πρωτοβάθμιας ή της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ο οποίος κατά την διάρκεια του εκπαιδευτικού του έργου, με οποιονδήποτε τρόπο πληροφορείται ή διαπιστώνει ότι έχει διαπραχθεί σε βάρος μαθητή έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας, ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση τον διευθυντή της σχολικής μονάδας. Την ίδια υποχρέωση έχουν και εκπαιδευτικοί ιδιωτικών σχολείων καθώς και των πάσης φύσεως μονάδων προσχολικής αγωγής …». Η παραπάνω υποχρέωση κατά το γράμμα του νόμου με λίγα λόγια ισχύει για τις κατηγορίες εκπαιδευτικών που αναφέρονται στο κείμενο, ενώ ικανότητα να αντιληφθούν συμβάντα ενδοοικογενειακής βίας έχουν τόσο και οι καθηγητές των φροντιστηρίων, οι δάσκαλοι που παραδίδουν ιδιαίτερα μαθήματα στο χώρο του θύματος ή σε δικό τους χώρο, παρόλα αυτά ο νόμος δεν τους δίνει την ίδια υποχρέωση που έχουν οι εκπαιδευτικοί των σχολείων, πράγμα που δεν θα έπρεπε να συμβαίνει καθώς αν αυξηθεί ο αριθμός ανθρώπων με δυνατότητα να επέμβουν στο θέμα αυξάνονται και οι πιθανότητες για την έγκαιρη καταγγελία των συμβάντων.

Δ) Δεν περιλαμβάνονται στην έννοια της οικογένειας κατά τον νόμο, πρόσωπα που δεν συνοικούν, αλλά έχουν ένα σοβαρό ερωτικό δεσμό μεταξύ τους , ούτε οι ομοφυλόφιλοι, που κάποιοι από αυτούς ενδεχομένως και να συνοικούν, χαρακτηριστικά το άρθρο 2 γ’ αναφέρει επί λέξει «οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται και στον μόνιμο σύντροφο της γυναίκας…). Οι οικογένειες και οι ανθρώπινες σχέσεις  εν έτει 2014 δεν είναι πλέον όπως πριν και μορφές που αποτελούν μια κοινωνική πραγματικότητα, δεν εντάσσονται στο πλαίσιο προστασίας του νόμου. Ακόμα και να δεχτούμε πως για τις νέου τύπου οικογένειες υπάρχουν οι διατάξεις του κοινού Ποινικού Δικαίου, είναι αυτό δίκαιο, λειτουργικό και σύμφωνο με τις σημερινές κοινωνικές επιταγές;

Ο νόμος 3500/2006 αποτελεί ένα νομοθετικό κείμενο που θεσπίστηκε στα πλαίσια απαιτήσεων κοινωνικών φαινομένων. Η ενδοοικογενειακή βία ως κοινωνικό φαινόμενο εμφανίζεται ποικιλόμορφα και εξελισσόμενα και αυτούς τους παράγοντες δεν γίνεται ο νομοθέτης να τους αγνοεί ή να τους παραβλέπει. Καθένας από τους υπάρχοντες νόμους πρέπει σε τακτικά χρονικά διαστήματα να εξετάζεται κατά πόσο ανταποκρίνεται στο σκοπό του σύμφωνα με τις υπάρχουσες κοινωνικές συνθήκες.

2.     Η εφαρμογή του υπάρχοντος νόμου μέχρι τώρα είναι πλημμελής σε κάποιες περιπτώσεις. Οι συμμετέχοντες στην έρευνά μας διαπίστωσαν προβλήματα που αποτέλεσαν σοβαρή τροχοπέδη στην προσπάθειά τους να βοηθήσουν θύματα ενδοοικογενειακής βίας.

Α) Το πρώτο θέμα το οποίο όλοι τόνισαν, ήταν η έλλειψη στελέχωσης και επιμόρφωσης στα όργανα και στους εμπλεκόμενους φορείς και αρχές.  Η συγκεκριμένη έλλειψη εμφανιζόταν με διάφορες μορφές σε κάθε περίπτωση, είτε με τη μορφή αδιάφορης αντιμετώπισης από τους αστυνομικούς στο τμήμα όπου το θύμα πήγε να κάνει κατάθεση του συμβάντος, είτε με την μη ενδελεχή εξέταση από τον ιατροδικαστή που είχε αναλάβει να συντάξει την ιατροδικαστική εξέταση, είτε με την αδιαφορία των δικαστών στο Δικαστήριο, η οποία μεταφράστηκε σε αποφάσεις που αντί να λύσουν το πρόβλημα το περιέπλεξαν περισσότερο. Πιο συγκεκριμένα, μας αναφέρθηκαν στο πλαίσιο της έρευνας περιστατικά όπου οι αρχές δεν προχώρησαν σε άμεσες ενέργειες μετά από την καταγγελία και δεν υπήρχε διαθέσιμος ιατροδικαστής με αποτέλεσμα να χαθούν ως εκ της αυτής καθυστερήσεως πολλά και σημαντικά αποδεικτικά στοιχεία. Γείτονες κάλεσαν τις αρχές για παρούσα τέλεση ενδοοικογενειακής βίας και τους είπαν να κάνουν αύριο μήνυση στον εισαγγελέα, πράγμα που κατά πάσα πιθανότητα αποκλείεται να συμβεί. Σε ανήλικο θύμα ενδοοικογενειακής βίας δεν εφαρμόστηκε η διαδικασία της μαγνητοσκόπησης κλπ, και καθυστέρησε πολύ η πρόοδος της διαδικασίας, παρά τους άμεσους κινδύνους για το παιδί.

Όλα τα παραπάνω είναι σοβαρές παραλείψεις και εσφαλμένοι  χειρισμοί των αρχών και οφείλονται στην έλλειψη ειδικών γνώσεων στα όργανα των φορέων που είναι επιφορτισμένοι να αναλάβουν ενεργό ρόλο στην προστασία του θύματος, στο σωφρονισμό του δράστη και στην επαναφορά της τάξης. Τα περιστατικά που παραπάνω αναφέραμε δεν είναι παρά μόνο ενδεικτικά των συνεπειών τις έλλειψης δράσεων κατάρτισης, όπως σεμινάρια ημερίδες κλπ., προκειμένου όλα τα όργανα να γνωρίζουν κάποιες βασικές αρχές της θεματολογίας και της ψυχολογίας του δράστη, και οι παραπάνω ενέργειες κατάρτισης των φορέων να γίνονται κατά τρόπο οργανωμένο και υποχρεωτικό, καθώς δεν αρκεί να επαφίεται ο κρατικός μηχανισμός σε  πρωτοβουλίες ανεξάρτητων φορέων τις οποίες ενδεχομένως να παρακολουθούν μερικοί φιλότιμοι άνθρωποι. Συνεπώς, πρέπει να υπάρχουν και να τηρούνται πρωτόκολλα που να εξασφαλίζουν μια ελάχιστη σωστή αντιμετώπιση του θύματος από τις εκάστοτε αρχές και να στελεχωθούν με περισσότερους/ρες ειδικούς, οι οποίοι και οποίες θα παρακολουθούν, θα γνωμοδοτούν και θα αναλαμβάνουν τον ρόλο που σε κάθε περίπτωση  απαιτείται .
Κατά τα διδάγματα της ψυχολογίας, η απόφαση που παίρνει το θύμα ενδοοικογενειακής βίας να καταγγείλει όσα του συμβαίνουν είναι  πολύ μεγάλη υπόθεση και η πολιτεία οφείλει αυτή την απόφαση να την διευκολύνει με κάθε τρόπο ή τουλάχιστον να μη βάλει μέσω των οργάνων της  πρόσθετα εμπόδια στο θύμα, διότι πέραν όλων των άλλων η καταγγελία στις αρχές δίνει και την έναρξη της διαδικασίας απελευθερώσεως του θύματος από τον δυνάστη του, τιμωρίας του δράστη και εξαλείψεως της κοινωνικής παθογένειας που λέγεται ενδοοικογενειακή βία.

Β) Οι υπάρχουσες διαδικασίες απονομής της δικαιοσύνης είναι εντελώς δυσλειτουργικές για το θύμα. Οι δικονομικοί κανόνες των ελληνικών δικαστηρίων λόγω της περιπλοκότητας τους για τον μέσο κοινωνό του δικαίου, και της πλημμελούς και κάποιες φορές πρόχειρης εφαρμογής τους, έχουν σαν αποτέλεσμα να ταλαιπωρούν μάταια το θύμα, να αποδυναμώνουν τα δικαιώματα του και σε πολλές περιπτώσεις να καθιστούν την πολιτεία ανίκανη να προστατέψει εν τέλει το θύμα. Πολλά είναι τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας τα οποία είναι έτοιμα να καταγγείλουν τα εις βάρος τους περιστατικά και αδυνατούν λόγω των ακριβών παραβόλων που καλούνται να πληρώσουν και της αδυναμίας τους να ανταπεξέλθουν στον δικαστικό αγώνα τον οποίο πρόκειται να ξεκινήσουν μιας και τα περισσότερα αδυνατούν να εξασφαλίσουν έναν συνήγορο ικανό να τα συνδράμει. Επίσης, πολλές είναι οι περιπτώσεις που οι ίδιοι οι δικαστές, τόσο στο ποινικό όσο και στο αστικό Δικαστήριο, δεν δικαίωσαν το θύμα διότι, ως εκ του φόρτου εργασίας τους, δεν πρόσεξαν ιδιαίτερα την υπόθεση στο βάθος της παρά μόνο στην επιφάνεια της, και αναφέρθηκαν φαινόμενα όπως ποινικός δικαστής που αθώωσε άνθρωπο που αδιαφιλονίκητα τέλεσε πράξεις ενδοοικογενειακής βίας, δικαστής ασφαλιστικών μέτρων για μετοίκηση δράστη καθυστέρησε έξι μήνες να βγάλει απόφαση ενώ παράλληλα δράστης και θύμα συνοικούσαν αυτό το εξάμηνο με ο,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται. Τέλος, δικαστής σε αγωγή για διατροφή δεν έλαβε καθόλου υπ’ όψιν την δεινή ψυχολογική κατάσταση του θύματος και την αδυναμία του να βγει άμεσα στον εργασιακό στίβο και ως αποτέλεσμα επιδίκασε πενιχρότατη διατροφή για τα νήπια του ζευγαριού, παρά την καλή οικονομική κατάσταση του πατέρα.
Όλα τα παραπάνω και άλλα που δεν αναφέρθηκαν, καθώς τα παραδείγματα κακοδικίας που ως τώρα έχουν συμβεί είναι ικανά να γεμίσουν τόμους ολόκληρους, μας οδηγούν άνευ ετέρου στο συμπέρασμα ότι δεν είναι δυνατόν τα εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας και οι υποθέσεις οικογενειακού δικαίου εν γένει να αντιμετωπίζονται ως κοινού ποινικού ή αστικού δικαίου υποθέσεις! Πρέπει να διαχωριστούν οι οικογενειακού δικαίου υποθέσεις από τις υπόλοιπες, πρέπει να δικάζονται από εξειδικευμένους δικαστές ή τουλάχιστον πρόθυμους να επιδείξουν την αντίστοιχη ευαισθησία, υπομονή και προσοχή που απαιτείται από την φύση των υποθέσεων αυτών.

Γ) Φαίνεται πως η πολιτεία δεν έχει λάβει καθόλου υπ’ όψιν την δύσκολη οικονομική κατάσταση οικογενειών, που πολλές φορές αγγίζει τα όρια της απορίας. Από πολλούς συμμετέχοντες στην έρευνα αναφέρθηκαν  περιστατικά που ήταν εντελώς όμοια ώστε να φαντάζει σαν την ίδια ιστορία με εναλλασσόμενους πρωταγωνιστές, «στο θύμα ενδοοικογενειακής βίας μετά την ολοκλήρωση της καταγγελίας του στις αρχές, και χωρίς την άμεση σύλληψη του δράστη, είπαν να επιστρέψει σπίτι του», δηλαδή να επιστρέψει στο βίαιο περιβάλλον απ’ το οποίο δια πυρός και σιδήρου κατάφερε να διαφύγει. Το συγκεκριμένο περιστατικό είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι το κράτος δεν έχει μεριμνήσει καθόλου για το «τι μέλλει γενέσθαι» με τα θύματα. Κανονικά θα έπρεπε μετά από κάθε σοβαρή καταγγελία να υπήρχε μέριμνα τόσο για το που θα παραμείνει το θύμα έτσι ώστε να είναι ασφαλές αλλά και τα άμεσα εξαρτώμενα άτομα από εκείνο όπως είναι τα ανήλικα τέκνα, ή οι εξαρτώμενοι υπερήλικες  – πράγματι μια σημαντική τροχοπέδη στην λήψη αποφάσεων από την πλευρά του θύματος είναι η τύχη των παιδιών του ή κάποιου ηλικιωμένου προσώπου, συνήθως κάποιου γονιού που φροντίζει, στην περίπτωση που τα πράγματα δεν πάνε κατ’ ευχήν . Στην Ελλάδα δεν υπάρχει δυνατότητα εύκολα στο θύμα να φιλοξενηθεί σε κάποιον ξενώνα ειδικό για τέτοιες περιπτώσεις , μιας και οι υπάρχοντες, πέραν του ότι υποχρηματοδοτούνται  ή θέτουν στο ενδιαφερόμενο θύμα ανέφικτους σε πολλές περιπτώσεις όρους, δεδομένης της τεταμένης κατάστασης, προκειμένου να το δεχτούν, όπως ιατρικές εξετάσεις πριν την είσοδο, αλλά ούτε υπάρχει κάποιος χώρος να μπορεί να κάνει εφικτή την απομάκρυνση εξαρτημένων ατόμων, παιδιών και ηλικιωμένων από το πεδίο της βίας μέχρι να αποκατασταθεί η τάξη.

Ένα ακόμα μελανό σημείο στην ενότητα αυτή είναι και το ζήτημα της ηθικής υποστήριξης του θύματος  στο προ της καταγγελίας στάδιο. Λαμβάνονται κατά καιρούς κάποιες πρωτοβουλίες από κάποιους Δήμους με την υποστήριξη της Γ.Γ.Ι αλλά υπάρχουν και φορείς υπό την μορφή Μ.Κ.Ο πλην όμως όλες αυτές δεν καταφέρνουν να αναχθούν σε έναν ισχυρό καθιερωμένο και σταθερό φορέα υποστήριξης με δυνατότητα παρέμβασης και συντονισμένης δράσης. Επιπλέον εντοπίζεται έλλειψη και στην ύπαρξη φορέα που να ασχολείται με τους άντρες, είτε να τους υποστηρίζει στις περιπτώσεις που εκείνοι είναι θύματα, είτε να τους στηρίξει στις περιπτώσεις που έχουν παραδεχτεί την βίαια συμπεριφορά τους, για να αλλάξουν. Πράγματι αν υπήρχαν ισχυρότεροι φορείς δράσης κατά της ενδοοικογενειακής βίας οι οποίοι θα αναλάμβαναν να υποστηρίζουν θύματα και επίβλεψη δραστών, θα ενημέρωναν το κοινό μέσω ενδεχομένως κάποιας καμπάνιας και δράσεων που θα είχαν πανελλαδική αντήχηση, θα ήταν πιο δύσκολο να υπάρχουν θύματα που να ανέχονται βία και οι νεότερες γενιές θα παραδειγματίζονταν σε άλλες από Αμαλιάδος 15, Αθήνα 11523  τηλ.210 6411449, www.enowhumanrights.grτην βία συμπεριφορές.

Τέλος, σημαντικό ζήτημα αποτελεί και ο οικονομικός παράγοντας. Τα περισσότερα θύματα ενδοοικογενειακής βίας είναι οικονομικά εξαρτημένα από το βασανιστή τους, κάποιες φορές μάλιστα με ενέργειες του ίδιου του δράστη, χαρακτηριστικά κάποιες γυναίκες διακόπτουν τις σπουδές τους, τους απαγορεύεται για μεγάλο χρονικό διάστημα να εργαστούν οπουδήποτε κλπ. Μια αντίδραση από τα θύματα προς τον δράστη συνεπάγεται κατακόρυφη πτώση του βιοτικού τους επιπέδου, καθώς μιλάμε για άτομα χωρίς καμιά απολύτως δυνατότητα εύρεσης κατάλληλης εργασίας προς βιοπορισμό και σε κάποιες περιπτώσεις άτομα που χρήζουν θεραπείας για τη γενικότερη τους κοινωνική επανένταξη (μετατραυματικό σοκ). Κανονικά πρέπει να επιβληθεί στον δράστη, πέραν των υπόλοιπων ποινών , να αναλάβει και την κοινωνική επανένταξη των θυμάτων τους, δυστυχώς όμως οι αποζημιώσεις που ο νόμος  3500/2006 προβλέπει είναι πενιχρές ( 1.000 € σήμερα δεν αρκούν για τις πιθανές ανάγκες του μέσου ανθρώπου που ενδεχομένως να είναι μίσθωση διαμερίσματος, προσωπική διατροφή, διατροφή τέκνων κλπ) και οι διαδικασίες διεκδίκησης διατροφής δια της δικαστικής οδού είναι δαπανηρές, χρονοβόρες και πολλές φορές στην πράξη συμβαίνει να επιδικάζονται αποφάσεις που προβλέπουν διατροφή που ουδέποτε καταβάλλεται με αποτέλεσμα να πρέπει το θύμα να κάνει πάλι μήνυση κατά το 358 ΠΚ. Με λίγα λόγια κατά την υπάρχουσα κατάσταση όταν το θύμα βρει το κουράγιο να απαλλαγεί από το δράστη, πρέπει να ξεκινήσει μια δικαστική Οδύσσεια για να εξασφαλίσει τους πόρους που δικαιωματικά του ανήκουν. Το πρόβλημα αυτό είναι σε πολύ μεγάλο ποσοστό η αιτία που δεν καταγγέλλεται η ενδοοικογενειακή βία και το κράτος πρέπει να λάβει μέτρα, είτε νομοθετικά λ.χ με την αύξηση του ποσού της προβλεπόμενης αποζημίωσης , είτε πρακτικά με την οργάνωση προγραμμάτων επανένταξης κλπ.

Η βία μέσα στην οικογένεια αποτελεί πρώτιστα, καταστρατήγηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Είναι ένα φαινόμενο με δυσμενείς επιπτώσεις σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο. Επιφέρει αρνητικές συνέπειες στη σωματική και ψυχική υγεία του θύματος, συντελεί στον κοινωνικό αποκλεισμό του, ενώ μπορεί να έχει αρνητικές προεκτάσεις και για τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Στη χώρα μας δυστυχώς καταγράφεται ακόμα μεγάλος αριθμός τέτοιων φαινομένων και είναι απόλυτη ανάγκη  να ληφθούν μέτρα και να ελεγχθεί  η σωστή λειτουργία των ήδη υπαρχόντων.

Η έρευνα αυτή ολοκληρώθηκε στις αρχές του 2016, και πιθανώς είναι η μόνη που έχει γίνει για τα δέκα χρόνια από την ψήφιση του νόμου

Διεύθυνση: Αμαλιάδος 15, Αθήνα 11523  τηλ.210 6411449, www.enowhumanrights.gr