Μαρία Πολυδούρη 1902 – 1930

  Συντάσσει η Βέρα Σιατερλή

Ποιήτρια της νεορομαντικής σχολής από την Καλαμάτα. Γεννήθηκε την 1η Απριλίου του 1902 και ήταν κόρη του φιλόλογου Ευγένιου Πολυδούρη και της Κυριακής Μαρκάτου. Η μητέρα της ασχολείται με το γυναικείο κίνημα, μεταφέροντας στην κόρη της τις ιδέες και τα προτάγματά του, ενώ ο πατέρας της είναι ένας φιλελεύθερος γονιός, ειδικά με τα δεδομένα ενός άνδρα της εποχής εκείνης.

Η κλειστή και συντηρητική κοινωνία της Καλαμάτας όμως δεν είναι ακόμη έτοιμη για μια «προχωρημένη» γυναίκα σαν την Πολυδούρη, που συγκινείται από την Οκτωβριανή Επανάσταση, εμπνέεται από τους φεμινιστικούς αγώνες, και είναι τελικά μια από τις λίγες γυναίκες που γράφουν στον Ελευθέριο Βενιζέλο επιστολή, ζητώντας του την καθιέρωση της ψήφου των γυναικών.

Ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές της σπουδές στην Καλαμάτα, αφού προηγουμένως είχε φοιτήσει σε σχολεία του Γυθείου και των Φιλιατρών, αλλά και στο Αρσάκειο της Αθήνας για δύο χρόνια.

Στα γράμματα εμφανίστηκε σε ηλικία 14 ετών με το πεζοτράγουδο Ο πόνος της μάνας, το οποίο αναφέρεται στο θάνατο ενός ναυτικού που ξέβρασαν τα κύματα στις ακτές των Φιλιατρών και είναι επηρεασμένο από τα μοιρολόγια που άκουγε στη Μάνη. Αφού ολοκληρώνει το Γυμνάσιο, προσλαμβάνεται μετά από εξετάσεις στην Νομαρχία Μεσσηνίας το 1918, αλλά δυο χρόνια αργότερα, το 1920 χάνει -μέσα σε 40 μέρες- και τους δυο γονείς της, ένα γεγονός που την συνταράσσει αλλά και την απελευθερώνει την ίδια στιγμή.

Το 1921 μετατέθηκε στη Νομαρχία Αθηνών και παράλληλα εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στην υπηρεσία της εργαζόταν και ο ομότεχνός της Κώστας Καρυωτάκης. Γνωρίστηκαν και μεταξύ τους αναπτύχθηκε ένας σφοδρός έρωτας, που μπορεί να κράτησε λίγο, αλλά επηρέασε καθοριστικά τη ζωή και το έργο της.

Συναντήθηκαν για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1922. Η Μαρία ήταν τότε 20 ετών, ενώ ο Καρυωτάκης 26. Εκείνη είχε δημοσιεύσει κάποια πρωτόλεια ποιήματα, ενώ εκείνος είχε εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές — τον Πόνο των ανθρώπων και των πραμάτων (1919) και τα Νηπενθή (1921) — και είχε ήδη κερδίσει την εκτίμηση κάποιων κριτικών και ομότεχνών του.

Τον Αύγουστο του 1922, ο Καρυωτάκης μαθαίνει ότι πάσχει από σύφιλη, μια ανίατη και στιγματική για την εποχή ασθένεια, την οποία εμμέσως παραδέχεται με το ποίημα του «Ώχρα Σπειροχαίτη» (ο ιός που προκαλεί την σύφιλη). Ενημέρωσε αμέσως την αγαπημένη του Μαρία και της ζήτησε να χωρίσουν. Εκείνη του πρότεινε να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά, όμως εκείνος ήταν πολύ περήφανος για να δεχτεί τη θυσία της. Η Μαρία αμφέβαλε για την ειλικρίνειά του και θεώρησε ότι η ασθένειά του ήταν πρόσχημα του εραστή της για να την εγκαταλείψει. Δεν αντέχει όμως να τον χάσει από την ζωή της και έτσι συνεχίζει να διατηρεί φιλική σχέση μαζί του.

images

Το 1924 μπήκε στη ζωή της ο δικηγόρος Αριστοτέλης Γεωργίου, που μόλις είχε επιστρέψει από το Παρίσι. Ήταν νέος, ωραίος και πλούσιος και η Πολυδούρη τον αρραβωνιάστηκε στις αρχές του 1925. Η Μαρία όμως αγαπούσε πάντα τον Καρυωτάκη.

Παρά την αφοσίωση του αρραβωνιαστικού της, η Πολυδούρη δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί σοβαρά σε καμία δραστηριότητα. Έχασε τη δουλειά της στο δημόσιο μετά από αλλεπάλληλες απουσίες και εγκατέλειψε τη Νομική. Φοίτησε στη Δραματική Σχολή Κουναλλάκη και μάλιστα πρόλαβε να εμφανιστεί ως ηθοποιός σε μία παράσταση, Το κουρελάκι, όπου είχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Το 1926 διαλύει τον αρραβώνα της με τον Γεωργίου και φεύγει για το Παρίσι, όπου και παρακολουθεί μαθήματα υψηλής ραπτικής στην σχολή Εκόλ Πιζιέ. Εκεί, το 1928, θα εισαχθεί επειγόντως στο νοσοκομείο Σαριτέ, όπου και θα μάθει ότι έχει προσβληθεί από φυματίωση.

Επέστρεψε στην Αθήνα το 1928 και συνέχισε τη νοσηλεία της στο Νοσοκομείο Σωτηρία, όπου έμαθε για την αυτοκτονία του πρώην εραστή της, Κώστα Καρυωτάκη. Στο Σωτηρία, στην τρίτη θέση απόρων βρίσκεται μαζί με τον Γιάννη Ρίτσο που νοσηλεύεται για τον ίδιο λόγο και για τον οποίο η Πολυδούρη γράφει το «Βαριά Καρδιά».

Τον ίδιο χρόνο κυκλοφόρησε την πρώτη της ποιητική συλλογή Οι τρίλλιες που σβήνουν και το 1929 τη δεύτερη, Ηχώ στο χάος. Η Πολυδούρη άφησε δύο πεζά έργα, το Ημερολόγιό της και μία ατιτλοφόρητη νουβέλα με την οποία σαρκάζει ανελέητα το συντηρητισμό και την υποκρισία της εποχής της.

Έχει ήδη φτάσει Απρίλιος του 1930. Φήμες λένε ότι ο Άγγελος Σικελιανός, φίλος της που την εκτιμά πολύ, διαθέτει τα χρήματα για την νοσηλεία της στον Χρηστομάνο όπου και την μεταφέρει. Άλλοι λένε ότι ενεργείται έρανος από φίλους της και το «Βήμα», κάτι που όταν το μαθαίνει η Πολυδούρη έξαλλη ζητά να σταματήσει. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι την φροντίδα της έχει αναλάβει η πάντα πιστή σε αυτήν αδερφή της Βιργινία και άλλοι ότι αυτός που τελικά την φρόντισε ήταν ο πρώην αρραβωνιαστικός της.

Όπως και να χει η Πολυδούρη αργοπεθαίνει. Η φυματίωση την κατέβαλε και τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου 1930 στις 29 Απριλίου του 1930, έχοντας ήδη ζήσει έναν συναρπαστικό, αλλά και «ασύδοτο» για την εποχή βίο, η σπουδαία ελληνίδα ποιήτρια, γνωστή και για τον έρωτα της με τον Κώστα Καρυωτάκη, πεθαίνει από ένεση μορφίνης στην κλινική Χρηστομάνου στα Πατήσια. Η ίδια είχε ζητήσει λίγο νωρίτερα από τον καλό της φίλο και «αιώνιο θαυμαστή» της, Βασίλη Γεντέκο, να της προμηθεύσει το ναρκωτικό στο θεραπευτήριο όπου βρισκόταν. Θα κηδευτεί την ίδια μέρα στο Α Νεκροταφείο.

«…Η Μαρία δραπετεύει από παντού. Από το σπίτι της, από τον έρωτα, από τη δουλειά της, από την Ελλάδα, από τα νοσοκομεία, από την παραδοσιακή ποίηση κι από την ίδια τη ζωή. Υπερτιμά τις δυνάμεις της, γιατί δεν τις διαχωρίζει από τις ανησυχίες της, που ’ναι ακατάλυτες. Ενώ η ίδια αισθάνεται πως ζει πολύ σοβαρά και με πάθος, εμείς, παρακολουθώντας τη ζωή της, έχομε την εντύπωση ότι παίζει, διασκεδάζει, βαριέται και φεύγει», γράφει για αυτήν η Λιλή Ζωγράφου.

Και ίσως αυτά τα λόγια της Ζωγράφου να συνοψίζουν καλύτερα από κάθε τι άλλο που έχει ειπωθεί ή γραφτεί για την «καταραμένη ποιήτρια», τον πυρήνα του χαρακτήρα και της προσωπικότητα της, που δεν είναι άλλος από την έννοια της ελευθερίας.

Έργο

Η Μαρία Πολυδούρη ανήκει στη γενιά του 1920 που καλλιέργησε το αίσθημα του ανικανοποίητου και της παρακμής. Ο έρωτας και ο θάνατος είναι οι δύο άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η ποίησή της. Είναι μεστή από πηγαίο λυρισμό που ξεσπά σε βαθιά θλίψη και κάποτε σε σπαραγμό, με εμφανείς επιδράσεις από τον έρωτα της ζωής της, Κώστα Καρυωτάκη, αλλά και τα μανιάτικα μοιρολόγια. Οι συναισθηματικές και συγκινησιακές εξάρσεις της Πολυδούρη καλύπτουν συχνά κάποιες τεχνικές αδυναμίες και στιχουργικές ευκολίες του έργου της. Ο Κώστας Στεργιόπουλος έχει πει για την Πολυδούρη:

Η Μαρία Πολυδούρη έγραφε τα ποιήματά της όπως και το ατομικό της ημερολόγιο. Η μεταστοιχείωση γινόταν αυτόματα και πηγαία […] Γι’ αυτήν η έκφραση εσήμαινε κατ’ ευθείαν μεταγραφή των γεγονότων του εσωτερικού της κόσμου στην ποιητική γλώσσα με όλες τις γενικεύσεις και τις υπερβολές που της υπαγόρευε η ρομαντική της φύση.

Το πρώτο άρθρο για την Μαρία Πολυδούρη που βασίζεται στο αρχείο της και το ημερολόγιό της ανήκει στη Βασιλική Μπόμπου-Σταμάτη και είναι δημοσιευμένο στην Ελληνική Δημιουργία 7(1954), σ. 617-624. Τα Άπαντα της Μαρίας Πολυδούρη κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά την δεκαετία του 1960 από τις Εκδόσεις Εστία, με επιμέλεια της Λιλής Ζωγράφου. Έκτοτε επανακυκλοφόρησαν από διάφορους εκδοτικούς οίκους. Ο συγγραφέας και ποιητής Κωστής Γκιμοσούλης έχει γράψει μία μυθιστορηματική βιογραφία της με τον τίτλο Βρέχει φως. Ποιήματά της έχουν μελοποιήσει Έλληνες συνθέτες, κλασικοί, έντεχνοι και ροκ — ανάμεσά τους οι Μενέλαος Παλλάντιος, Κωστής Κριτσωτάκης, Νίκος Μαμαγκάκης, Γιάννης Σπανός, Νότης Μαυρουδής, Γιώργος Αρκομάνης, Δημήτρης Παπαδημητρίου, Μιχάλης Κουμπιός, Στέλιος Μποτωνάκης και τα συγκρότηματα «Πληνθέτες» και «Ηλιοδρόμιο» καθώς και ο μουσουργός Νίκος Φυλακτός σε έργα με φωνή και πιάνο.
………
Το 2014 στο Θέατρο Βασιλάκου ανέβηκε με κείμενο της Ρούλας Γεωργακοπούλου, σκηνοθεσία του Θοδωρή Γκόνη  και πρωταγωνίστρια την Ιωάννα Παππά το θεατρικό έργο με τίτλο «Οδός Πολυδούρη» όπου παρουσίαζε την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη, ως μια γυναίκα πέρα από το μύθο της, όπως δηλώνει εμφατικά ο σκηνοθέτης της παράστασης Θοδωρής Γκόνης: «…Πρόκειται για το δρόμο που άνοιξε η Μαρία Πολυδούρη, την οδό που κατοικείται απ’ όλες τις γυναίκες του κόσμου, από την Κλεαρέτη  Δίπλα- Μαλάμου έως τη Sylvia Plath”.

poly9

ΤΟΥ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ

«Οἱ νέοι ποὺ φτάσανε μαζὶ στὸ ἔρμο νησί» μὲ σένα
κάποια βραδιὰ μετρήθηκαν κ᾿ ηὖραν ἐσὺ νὰ λείπης.
Τὰ μάτια τους κοιτάχτηκαν τότε, χωρὶς κανένα
ρώτημα, μόνο ἐκίνησαν τὶς κεφαλὲς τῆς λύπης.
Νύχτες πολλές, θυμήθηκαν, ἀπὸ τὴ μόνωσή σου
ἕνα σημεῖο ἀπὸ φωτιὰ τοὺς ἔστελνες, γνωρίζαν
τὸ θλιβερὸ χαιρέτισμα ποὺ φώταε τῆς ἀβύσσου
τοὺς δρόμους κι᾿ ὅλοι ἀπόμεναν στὸν τόπο τους ποὺ ὁρίζαν.
Ἀπόμεναν στὴν ἴδια τους πικρία, κρεμασμένοι
ἔτσι μοιραῖα καὶ θλιβερὰ στὸ «βράχο» τοῦ κινδύνου.
Κι᾿ ὅταν πιὰ τοὺς χαιρέτισες, οἱ αἰώνια ἀπελπισμένοι
ψάλαν μαζὶ κάποια στροφὴ καθιερωμένου θρήνου.
Μὰ φτάνουν πάντα στὸ «νησί» τὰ νέα παιδιὰ ὁλοένα.
Στὴν ἄδεια θέση σου ζητοῦν τῆς ζωῆς τὸ ἐλεγεῖο.
Σοῦ φέρνουνε στὰ μάτια τους δυὸ δάκρυα παρθένα
καὶ τῆς καινούργιας σου Ἐποχῆς τὸ πλαστικὸ ἐκμαγεῖο.

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

Ἤμουν ἀνίδεη κι᾿ ἄπραγη, παρ᾿ ὅλο
ποὺ ἡ παιδικότης μοὖχε πῆ τὸ «χαῖρε».
Ὤ, γιὰ νὰ πῶ τὰ λόγια τοῦτα τώρα
θύμηση τὶς γλυκὲς πηγές σου φέρε.
Εἴχαμε οἱ δυὸ καθήσει στὸ γεφύρι
τοῦ ἔρημου δρόμου ποὺ ἔβγαζε στὸ ρέμα,
ἀκίνητοι καὶ παραπονεμένοι,
μὲ σκεφτικὸ παράξενα τὸ βλέμμα.
Τὸ σκεφτικό μας πρόσωπο ἡ Σελήνη
τὸ ἀγκάλιαζε μὲ θέρμη καὶ τὸ ἐφίλει
μὰ ἐμεῖς μέναμε πάντα καθισμένοι
μὲ σιωπηλὰ τὰ ξαφνισμένα χείλη.
Λιγάκι πρὶν δὲν ἤμαστε θλιμμένοι
μὰ μοὖπε ξαφνικὰ πὼς μ᾿ ἀγαπάει.
Αὐτὸ ἦταν! Τί νὰ νοιώσαμε μὲ τοῦτο;
Ἄχ! ὅλη ἡ παιδικὴ ψυχή μας πάει!

ΣΤΗ ΦΙΛΗ ΜΟΥ

Ὅλα τὰ ἄνθη τ᾿ ἀγαπῶ
μεθῶ στὸ ἄρωμά των
τὸ βλέμμα νὰ βυθίζεται
ποθῶ στὰ χρώματά των.
Ὑπάρχει ὅμως ἓν λεπτὸν
πολὺ εὐῶδες ἄνθος
ποὺ δὲν μαραίνεται ποτὲ
καὶ τ᾿ ἀγαπῶ μὲ πάθος.
Αὐτὸ δὲ θάλλει στοὺς ἀγροὺς
στοὺς κήπους δὲν ὑπάρχει
καὶ τὰ ἁβρά του πέταλα
ὁ ἥλιος δὲν θάλπει.
Ἔδαφος ἔχει δι᾿ αὐτὸ ἡ τρυφερὰ καρδία
μὲ θέρμη ἀπαράμιλλον καὶ λέγεται Φιλία!
Πηγές:el.wikipedia.org,  sansimera.gr, clickatlife.gr, iefimerida.gr, users.uoa.gr