Αποφυλακίστηκε προσωρινά η Σανιέ Οσμάνογλου

της Σίσσυς Βωβού

Ένα καλό νέο: Σήμερα 18 Ιανουαρίου, συζητήθηκε στο Μονομελές Ορκωτό Εφετείο η αίτηση προσωρινής αποφυλάκισης της Σανιέ Οσμάνογλου, που είχε σκοτώσει τον σύζυγό της σε κατάσταση αυτοάμυνας το 2005. Το δικαστήριο δέχθηκε το αίτημά της, και η Σανιέ θα είναι ελεύθερη σύντομα, προσωρινά βέβαια, μέχρι τη συζήτηση της αίτησης αναπομπής που έχει γίνει στον Άρειο Πάγο στις 13-11-12, με χρήματα (2000 ευρώ) που συλλέχθηκαν από το φεμινιστικό κίνημα. Αν η αίτηση γίνει αποδεκτή, η υπόθεση θα ξαναεισαχθεί στο Εφετείο. Δεν έχουμε πολλές ελπίδες, πάντως η προσωρινή της αποφυλάκιση είναι μια χαραμάδα δικαιοσύνης γι’ αυτήν, και έτσι θα μπορέσει να αναπνεύσει, να βρίσκεται κοντά στον βαριά τραυματισμένο 25χρονο γιο της και στα παιδιά της, τρία από τα οποία είναι ανήλικα.

Επιπλέον, αν απορριφθεί η αίτησή της στον Άρειο Πάγο, σκοπεύουμε να την βοηθήσουμε να προσφύγει στο ευρωπαϊκό δικαστήριο, γιατί αυτή η υπόθεση έχει τεράστια σημασία για την αναγνώριση της αυτοάμυνας των γυναικών σε περιπτώσεις χρόνιας κακοποίησης, και έτσι, αν δικαιωθεί, θα δημιουργηθεί δεδικασμένο.

Η κυρία Αθηνά Παπανικολάου, αλληλέγγυα με την Σανιέ από την επομένη του φόνου, ήταν παρούσα και μάρτυράς της, ενώ τη νομική αρωγή συντόνισε η δικηγόρος Θεσσαλονίκης Έφη Τελλή, αφιλοκερδώς και αλληλέγγυα. Παρόντα ήταν και τα παιδιά της, κάτι που έλαβε υπόψη το δικαστήριο για την απόφασή του.

 

Παραθέτουμε ένα τμήμα της σημερινής μαρτυρίας της Σανιέ, που έπεισε το δικαστήριο. Είναι σκληρά αυτά που αναφέρονται, αλλά είναι η αλήθεια:

«Είμαι φιλήσυχη γυναίκα, την πράξη μου την τέλεσα εν βρασμώ ψυχικής ορμής, μετά από διαρκή και χρόνια κακοποίηση μου από τον σύζυγό μου, με τον οποίο έζησα 19 χρόνια, ο οποίος κακοποιούσε και τα 8 παιδιά μας, όλα ανήλικα κατά την χρονολογία του φόνου, ενώ ένα ακόμα μωρό 11 ημερών το είχε σκοτώσει στην αγκαλιά μου, όταν με κακοποιούσε, πριν από χρόνια.

Για να σχηματίσετε καλύτερη εικόνα για εμένα και για τις συνθήκες της πράξης που τέλεσα, θα παραθέσω αποσπάσματα από τρεις μαρτυρίες στο Εφετείο τον Ιανουάριο του 2012: Του μεγάλου γιού μου Μουράτ, της κόρης μου  Τσιδέμ και της κυρίας Παπανικολάου.

Ο μεγάλος γιος μου Μουράτ Τσιλιγκίρ:

”… Ο πατέρας μου όλο έπινε και μας χτυπούσε όλους. Τον φοβόμαστε πολύ. Είμαστε πέντε κορίτσια και τρία αγόρια. Εγώ ήμουν 18 χρονών και το μικρότερο αδέρφι μας ήταν 3 μηνών, τότε. Μέναμε στο Ν. Κεραμίδι, και δουλεύαμε στο μάζεμα των καπνών. Το σπίτι που μέναμε είχε έναν χώρο, σαν δωμάτιο, και μας το είχε δώσει ο εργοδότης μας. Ο πατέρας μας φερόταν πολύ άσχημα. Εμείς δουλεύαμε και αυτός έπαιρνε τα λεφτά, έπινε και μας έδερνε και πιο πολύ τη μάνα μας. Αυτό μας δημιουργούσε πολύ φόβο. Η μάνα μας κάθε μέρα έτρωγε ξύλο. Την έδερνε με τα χέρια και με το σκεπάρνι. Αυτή δεν έλεγε τίποτα…”

Η κόρη μου Τσιδέμ:

”… Σημερα είμαι 24 ετών. Είμαι κόρη της κατηγορουμένης. Ο θανών ήταν πατέρας μου. Ο πατέρας κάθε μέρα έπινε και μας έδερνε όλους. Χωρίς λόγο. Όλοι φοβόμαστε να πάμε στην αστυνομία. Αυτός έπινε. Χτυπούσε τη μητέρα μας με το φτυάρι και τα χέρια. Εμείς τα παιδιά δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι, τον φοβόμαστε. Όλοι μαζί μέναμε, όλοι πηγαίναμε όπου υπήρχε δουλειά, εμείς δουλεύαμε και ο πατέρας μας τα έτρωγε. Το σπίτι, όπου μέναμε, είχε δύο δωμάτια, όπου μέναμε 5 κορίτσια, 3 αγόρια και δύο γονείς…”

Η Αθηνά Παπανικολάου:

” Η δική μου εμπλοκή στην υπόθεση χρονολογείται από τη σύλληψη της μάνας. Εγώ ανήκα στην εταιρεία προστασίας ανηλίκων. Τέτοιο χάλι δεν είχα ξαναδεί. 8 παιδιά, όλα ανήλικα, το ένα τριών μηνών. Η μάνα κακοποιημένη φριχτά, τα παιδιά κρύφτηκαν πίσω της μόλις με είδαν. Η μάνα είχε μια πληγή έξι εκατοστών στο κεφάλι της και, όταν τη ρώτησα ποιος της την έκανε, μου είπε «αυτός». Τη ρώτησα ποιος και μου είπε ο άνδρας μου και άρχισε να κλαίει. Μου ζήτησε προστασία για τα παιδιά της. Ήταν ημιάγρια η κατάσταση. Όταν βγήκαν τα παιδιά, από το Φιλοξενείο της Θεσσαλονίκης, η κατηγορούμενη είχε αποφυλακιστεί. Εγώ ασχολιόμουν μαζί τους, κάθε μήνα, επί 8 χρόνια. Συζήτησα με την κατηγορουμένη. Μου είπε ότι έχει φάει τόσο ξύλο, η ζωή της ήταν μαρτυρική. Έμεναν στα χωράφια και κάτω από τα δέντρα. Δεν μπορούσε να ζήσει άλλο, μου είπε, και να βλέπει τα παιδιά της να τα χτυπάει. Είχε μπερδευτεί ο φόβος με το θυμό της. Δεν ήξερα την οικογένεια από πριν. Η γυναίκα ήταν φοβερά κακοποιημένη. Μου είπε ‘όπου και να πήγαινα θα με έβρισκε’. Μια φορά, μου είπε, ο άνδρας της  είχε αρπάξει το τριών μηνών μωρό από τα αυτιά, το πέταξε και πρόλαβε αυτή να το πιάσει. Εκείνη τη μέρα, όλοι ήταν στο χωράφι και γύρισαν αργά. Ο άνδρας της γύρισε από το καφενείο, τη χτύπησε και έστειλε το ένα του παιδί να του αγοράσει κρασί. Το ήπιε κι αυτό, την ξαναχτύπησε και μετά κοιμήθηκε.”»