Γιατί σαλπάραν τα καράβια από την Αυλίδα; (για τις Τρωάδες του Ευριπίδη)

Από τις πιο αγαπημένες τραγωδίες, οι Τρωάδες του Ευριπίδη, επιλέγονται συχνά για να παρασταθούν –φέτος ανέβηκε από το Θέμη Μουμουλίδη. Αν μείνει κανείς στο αντιπολεμικό τους περιεχόμενο, μάλλον θα αδικήσει την σπουδαία τραγωδία. Το βασικό ερμηνευτικό κλειδί το δίνει ο ποιητής στον Πρόλογο. Εκεί, συναντώνται δύο θεοί που κατά τη διάρκεια του δεκαετούς τρωικού πολέμου, βρέθηκαν σε αντίπαλα στρατόπεδα: ο φίλος των Τρώων, ο Ποσειδώνας, και η μεγάλη προστάτρια των Ελλήνων η Αθηνά. Πού γίνεται αυτή η συνάντηση; Μολονότι ο Κοσμοσείστης περιγράφει την ερειπωμένη τρωική πεδιάδα, μοιάζει να γίνεται κάπου μακριά, στον ουρανό ίσως, από όπου οι θεοί έχουν πλήρη εποπτεία των θνητών και των πράξεών τους. Έκπληκτος ο Ποσειδώνας, που μόλις έχει παραδεχτεί την ήττα του, θα ακούσει από τα χείλη της Αθηνάς το τρομερό αίτημα: να καταστρέψει τους Αχαιούς, να μετατρέψει την πολυπόθητη επιστροφή σε κόλαση. Γιατί; «ουκ οίσθ’ υβρισθείσαν με και ναούς εμούς;» (δεν ξέρεις ότι πρόσβαλλαν εμέ και τα ιερά μου;).

Ποια είναι η προσβολή που έκαναν οι Έλληνες στην θεά; Θα το πει ο Ποσειδώνας: «μέσα στο ναό σου ατίμασαν την Κασσάνδρα». Η πράξη αποτελεί σύμβολο όλων των ηθικών παραβάσεων που έκαναν και θα κάνουν οι νικητές, μεθυσμένοι από τη νίκη τους, λαίμαργοι για αίμα, ασύδοτοι, χωρίς το ελάχιστο μεγαλείο ψυχής να φερθούν ανθρώπινα στους νικημένους. Οι Τρωάδες γράφτηκαν περί το 415 π.Χ. , μετά την καταστροφή των Μηλίων, όπου οι Αθηναίοι φάνηκαν άγριοι, απάνθρωποι και ανελέητοι, την ίδια χρονιά που ξεκίναγαν ανέμυαλοι την καταστροφική Σικελική Εκστρατεία. Ο Ευριπίδης με το στόμα της Αθηνάς προειδοποιεί τους συμπολίτες του πως έχουν χάσει τον έλεγχο, μεθυσμένοι από την πιθανότητα της κυριαρχίας και τις πρόσκαιρες νίκες, ετοιμάζονται για μεγάλα λάθη που θα τους οδηγήσουν στην καταστροφή.

Γιατί όμως ο Ευριπίδης διαλέγει τούτη την πράξη ως σύμβολο της αλαζονείας των νικητών; Ο βιασμός ήταν και στα αρχαία χρόνια μια πάγια τακτική των νικητών, τουλάχιστον. Βέβαια, η έννοια του «βιασμού» στα κλασικά χρόνια πόρρω απέχει από τις σύγχρονες αντιλήψεις και, όπως θα μπορούσε εύκολα να φανταστεί κανείς, στο νομικό του σκέλος θιγόμενος είναι ο άντρας –πατέρας ή σύζυγος- της γυναίκας που υπέστη τον βιασμό. Όσες διαφορές κι αν υπάρχουν, όμως στο νομικό πλαίσιο αλλά και στην οριοθέτηση του βιασμού, ένα είναι προφανές: και στα αρχαία χρόνια ήταν μια από τις πιο τραυματικές εμπειρίες των γυναικών, απόδειξη πως υπάρχουν πολλοί μύθοι αλλά και ιστορικά παραδείγματα γυναικών που μετά αυτοκτόνησαν.

Η Κασσάνδρα, σύμφωνα με το μύθο, κατέφυγε στο ναό της Αθηνάς για να γλιτώσει το θάνατο. Αγκάλιασε το ξόανο της θεάς, ζητώντας την προστασία της. Ικέτις της θεάς που βοηθούσε τους Έλληνες. Εκεί την βρήκε ο Αίαντας ο Λοκρός και δεν σεβάστηκε ούτε το χώρο ούτε το ιερό άγαλμα ούτε την ιερατική ιδιότητα της μάντισσας πριγκιποπούλας. Οι

Έλληνες τον τιμώρησαν αλλά αυτό δεν σίγασε την οργή της θεάς. Το σύμβολο τώρα ξεκαθαρίζει: ο Αίαντας δεν ατιμάζει μόνο την παρθένα μάντισσα, ατιμάζει μια κουλτούρα κι ένα κώδικα ηθικής. Ο Ευριπίδης, που είναι πάντα επικριτικός στις θρησκευτικές υπερβολές και θεωρεί πως τη μοίρα τους οι άνθρωποι την φτιάχνουν μόνοι κι έπειτα ονομάζουν θεϊκή παρέμβαση τα λάθη τους, βλέπει στο μύθο αυτό τον άνθρωπο που τυφλώνεται από την δυνατότητά του να επιβληθεί, να εξευτελίσει, να ισοπεδώσει τελικά τις αξίες του νικημένου, που όμως τελικά είναι οι δικές του αξίες. Και τότε αποθηριώνεται και γίνεται ανεξέλεγκτος. Επικίνδυνος.

Αυτή είναι η αρχή του τέλους. Η βία γεννάει βία. Σκοτεινιάζει ο πόνος το νου των ηττημένων και την ώρα της ήττας, ακριβώς εκείνη την ώρα αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση, που μπορεί να κρατήσει πολύ, αλλά κάποτε θα τελειώσει. Και οι τωρινοί νικητές θα γνωρίσουν την υποταγή και την οδύνη. Αυτά λέει στο παραλήρημά της η Κασσάνδρα, όταν μπαίνει με τους αναμμένους πυρσούς στις σκηνές των γυναικών που ετοιμάζονται να πάνε στα καράβια των Αχαιών για να ζήσουν σκλάβες σε σπίτια και παλάτια –κι ανάμεσά τους η μεγάλη Εκάβη. Γι’ αυτό ο μονόλογός της είναι από τα πιο πολιτικά κείμενα που άφησε πίσω του παρακαταθήκη η αρχαία ελληνική σκέψη. Ο Ευριπίδης πάει πέρα από την αναξιμάνδρεια απόδοση δικαιοσύνης, αναζητεί την λογική και την ηθική, την ηθική που πηγάζει από τη λογική και τη δικαιώνει. Η Κασσάνδρα περιγράφει τις συμφορές του πολέμου για όσους επιτέθηκαν χρησιμοποιώντας σαθρά επιχειρήματα ενάντια σε αθώους. Δεν είναι μόνο οι ηττημένοι που θρηνούν νεκρούς και σπίτια ορφανεμένα, μα και οι νικητές και γι’ αυτούς, υποστηρίζει, το βάρος είναι μεγαλύτερο και πιο οδυνηρές οι απώλειες:

Στην όχθη πέθαναν του Σκάμανδρου μακριά από την πατρίδα […] δεν ξαναείδαν τα παιδιά τους […] χήρες πεθαίνουν οι γυναίκες τους […] σπονδή κανείς πάνω στους τάφους τους δεν θα κάνει […]

Στη σημερινή συγκυρία, οι Τρωάδες έχουν μια αιμάσσουσα επικαιρότητα. Τις ώρες που γράφονται τούτες οι γραμμές, η Παλαιστίνη μετράει τις πληγές της. Παιδιά, μικρά παιδιά δολοφονούνται, σπίτια γκρεμίζονται, αποδεκατίζονται οικογένειες, νοσοκομεία βομβαρδίζονται, οι υποδομές μιας χώρας που επιτρέπουν στους κατοίκους της τη ζωή καταρρέουν κάτω από τις βόμβες των Ισραηλινών. Όσο στην Παλαιστίνη υπάρχει πόλεμος, όσο το Ισραήλ χτυπάει αλύπητα αμάχους, οι Ισραηληνοί δεν θα είναι επίσης ήσυχοι. Φόβος θα κυριαρχεί και στις δικές τους πόλεις και μάνες θα θάβουν παιδιά του Ισραήλ. Να πόσο σύγχρονες, πόσο σημερινές είναι οι Τρωάδες. Όσο στην Παλαιστίνη δεν θα υπάρχει ειρήνη και δικαιοσύνη (για να θυμηθούμε το γνωστό σύνθημα), κανείς μας δεν μπορεί να κοιμάται ήσυχος. Όλοι οι πόλεμοι είναι άδικοι, κάποιοι είναι περισσότερο άδικοι από άλλους. Και κανείς, σε κανένα μέρος του κόσμου δεν μπορεί να είναι σίγουρος πως αύριο δεν θα είναι η δική του σειρά, πως οι άνθρωποι που σαρκώνουν το οικονομικό μας σύστημα, τον καπιταλισμό, δεν θα αποφασίσουν με ένα πόλεμο να λύσουν προβλήματα και κρίσεις, να εκμεταλλευτούν τον πλούτο των λαών, να αφαιρέσουν δικαιώματα αποκτημένα με αίμα. Με ένα πόλεμο εδώ ή εκεί, όπου πρέπει να σιωπήσουν οι διεκδικήσεις. Το θέμα είναι να μη φύγουν τα καράβια από την Αυλίδα. Γιατί όταν σαλπάρουν, κανείς δεν θα είναι ο νικητής. Λέει ο Ευριπίδης.

Μαρώ Τριανταφύλλου