Χέντι Επαστάιν: Ο Ρατσισμός ζει και βασιλεύει στις ΗΠΑ

Η Χέντι Επστάιν, που επέζησε από το ολοκαύτωμα και συνελήφθη στις διαδηλώσεις του Φέργκιουσον, λέει ότι υπάρχει ακόμα ρατσισμός στην Αμερική.

Η Χέντι Επστάιν έγινε 90 χρονών στις 15 Αυγούστου και την προηγούμενη εβδομάδα γιόρταζε το γεγονός. Φίλοι και συγγενείς της ταξίδεψαν για να συμμετάσχουν στις γιορτές και τα πάρτυ στο σπίτι της στο Σαν Λούις του Μιζούρι –γιόρτασε τόσο πολύ που μόλις χθες είχε μια μέρα ελεύθερη για τον εαυτό της. Η Έπσταϊν βγήκε από το σπίτι το απόγευμα, ξεχνώντας να πάρει μαζί της το κινητό της. Γύρω στις 4.30 συνελήφθη.

Ως ακτιβίστρια υπέρ των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η Έπσταϊν παρακολουθούσε τις διαμαρτυρίες στο κοντινό της Φέργκιουσον, όπου ο Μάικλ Μπαράουν, ένας άοπλος, μαύρος έφηβος δολοφονήθηκε από όπλο αστυνομικού στις 9 Αυγούστου. Από τότε η ένταση κλιμακώθηκε. Οι διαδηλωτές βρίσκονταν στο δρόμο για εννέα συνεχόμενες νύχτες. Υπήρχαν σκόρπιες μαρτυρίες για πυροβολισμούς, φωτιές και πλιάτσικο και αμέτρητες φωτογραφίες με μια αστυνομία που έμοιαζε υπερβολικά με στρατό να ρίχνει πλαστικές σφαίρες και δακρυγόνα στο πλήθος.

Τη Δευτέρα, η Επστάϊν αποφάσισε να ασχοληθεί ενεργά με το ζήτημα.

Ήξερε ότι θα γινόταν συλλαλητήριο στο κέντρο του Σαν Λουίς ως διαμαρτυρία στην απόφαση του κυβερήτη του Μιζούρι, Τζέι Νίξον, να καλέσει την εθνοφρουρά. Καθώς η ίδια και οι υπόλοιποι διαδηλωτές κατευθύνονταν προς το κτήριο Wainwright, όπου βρίσκεται το γραφείο του Νίξον, τραγουδούσαν «Η εθνοφρουρά πρέπει να φύγει» και «Ψηλά τα χέρια, μην πυροβολείτε!», σύμφωνα με την εφημερίδα The Nation. Κάποιοι μίλησαν στο μεγάφωνο, άλλοι κρατούσαν πανώ. Η Επστάιν λέει ότι οι διαδηλωτές σκόπευαν να μπουν στο γραφείο του Νίξον και να του ζητήσουν την αποκλιμάκωση της κατάστασης στο Φέργκιουσον. Όμως η αστυνομία και οι φύλακες απέκλεισαν την είσοδο και δεν τους άφησαν να μπουν.
«Δεν περίμενα να με συλλάβουν ή κάτι τέτοιο» δήλωσε η Επστάιν στη Newsweek. “Ήμουν μια απλή διαδηλώτρια. Ήμουν εντελώς αυθόρμητη: κάποιος είπε «Αν χρειαστεί να συλληφθεί κάποιος, ποιος διατίθεται;» κι εγώ είπα « Ναι, εγώ είμαι πρόθυμη!»

Ένας αστυνομικός, σύμφωνα με την Επστάιν, ανακοίνωσε στους διαδηλωτές ότι ο Νίξον και οι υπάλληλοί του δε βρίσκονταν στο κτίριο και προσπάθησε να τους διώξει. Εννέα διαδηλωτές, ανάμεσά τους και αυτή, αρνήθηκαν και συνελήφθησαν για ανυπακοή σε διάλυση συγκέντρωσης. Η αστυνομία πέρασε χειροπέδες στην Επσταίν με τα χέρια πίσω από την πλάτη και την μετέφερε στο κοντινό αστυνομικό τμήμα. Καταγράφηκαν τα στοιχεία της, ορίστηκε δικάσιμος για τις 21 Οκτωβρίου και αφέθηκε ελεύθερη.

«Με προβληματίζει πάρα πολύ αυτό που συμβαίνει στο Φέργιουσον» λέει η Επαστάιν. «Είναι ζήτημα ρατσισμού και αδικίας, και αυτά δεν υπάρχουν μόνο στο Φέργκιουσον… ο ρατσισμός ζει και βασιλεύει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το σύστημα της εξουσίας αντιμετωπίζει το κάθε διαφορετικό άτομο ως τον «άλλο», κάποιον με μικρότερη αξία και μεταχειρίζεται τον «άλλο» σαν να είναι λιγότερο άνθρωπος, που πρέπει να τον ελέγχουμε και να μην τον εμπιστευόμαστε.»

Η Επστάιν ξέρει καλά την αδικία.

Γεννημένη στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας το 1924, ήταν μόνο 8 χρονών όταν ο Αδόλφος Χίτλερ ανέλαβε την εξουσία. Ο πατέρας της είχε ένα παντοπωλείο και η μητέρα της ήταν νοικοκυρά. Οι γονείς της ήταν Εβραίοι, γι’ αυτό μεγάλωσε βιώνοντας τον αντισημιτισμό, τα μποικοτάζ και το φόβο της οικογένειάς της για την ασφάλειά τους. Όταν ήταν 14 χρονών οι γονείς της την έστειλαν στην Αγγλία με ένα πλοίο της βρετανικής επιχείρησης διάσωσης Kindertransport που έσωσε 10 000 παιδιά από τους ναζί. Δεν ξαναείδε ποτέ τους γονείς ή τους συγγενείς της.

Μάλλον σκοτώθηκαν στο Άουσβιτς

«Είμαι Εβραία και γεννήθηκα στη Γερμανία, οπότε νομίζω ότι καταλαβαίνω πώς αισθάνονται οι Αφροαμερικανοί σε αυτή τη χώρα», λέει η Επστάιν. «Ήμουν παιδί στο ναζιστικό καθεστώς και έμενα σε χωριό, άρα όλοι ήξεραν ποια ήμουν και ότι ήμουν Εβραία. Θυμάμαι πόσο άβολα ένιωθα όταν περπατούσα στο δρόμο και κάποιος άλλαζε πεζοδρόμιο ή όταν έβλεπα έναν ναζί και δεν ήθελα να περάσω από κοντά του».

Μετά τον πόλεμο η Επστάιν εργάστηκε στην έρευνα για λογαριασμό των Αμερικανών εισαγγελέων στις δίκες της Νυρεμβέργης. Τον Μάιο του 1948 έφτασε στις ΗΠΑ και άρχισε αμέσως να εργάζεται για την Ένωση της Νέας Υόρκης για τους Νέους Αμερικάνους, μια υπηρεσία που έφερνε επιζώντες του ολοκαυτώματος στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τη πρώτη της μέρα μια Αφροαμερικανή της έδειξε τη δουλειά στο γραφείο και της εξήγησε ότι μπορούσε να κάνει μία ώρα διάλλειμα κάθε μέρα για φαγητό. Της έδωσε και μια λίστα με εστιατόρια στη γειτονιά.

«Της είπα «Θέλεις να πάμε μαζί;», θυμάται η Επστάιν. «Μου είπε όχι, αλλά δεν αναρωτήθηκα γιατί. Ήταν μόλις ένα λεπτό πριν την ώρα του φαγητού, οπότε είπα «Ίσως αύριο;» Μου είπε όχι! Δεν καταλάβαινα τι εννοούσε. Μετά από λίγες μέρες την ξαναρώτησα και μου ξαναείπε όχι. Άρχισα να αισθάνομαι άβολα. Της είπα «Έχεις κάποιο πρόβλημα μαζί μου; Γι’αυτό δε θέλεις να πάμε μαζί για φαγητό;» Μου απάντησε «Ξέρεις το λόγο» της είπα «Όχι, δεν ξέρω».

Τότε η γυναίκα εξήγησε ότι δεν μπορούσαν να φάνε στο ίδιο εστιατόριο, θυμάται σκεφτική η Επστάιν. «Περίμενε λίγο. Ο Λίνκολν απελευθέρωσε τους σκλάβους. Είμαστε στο 1948. Δεν μπορείς να φας εκεί που τρώω εγώ; Και κανείς δεν κάνει κάτι γι’ αυτό;»

Η Επστάιν δε σταμάτησε από τότε να αγωνίζεται για τη δικαιοσύνη και τα κοινωνικά δικαιώματα. Συμμετείχε στους αγώνες για το δικαίωμα στην άμβλωση, στο αντιπολεμικό κίνημα και στο κίνημα για αξιοπρεπή στέγαση. Είναι επίσης ενεργή υποστηρίκτρια του Κινήματος για την Ελευθερία στη Γάζα και έχει επισκεφτεί τη Δυτική Όχθη πέντε φορές. Το 2004 λέει ότι κρατήθηκε στο αεροδρόμιο του Τελ Αβίβ και αναγκάστηκε να ξεντυθεί για σωματικό έλεγχο ενώ της έγινε και έλεγχος των σωματικών κοιλοτήτων. Λίγα χρόνια αργότερα, σε μια ειρηνική διαδήλωση στην κοινότητα Μπιιλιν κοντά στη Ραμάλα εισέπνευσε δακρυγόνο. Βόμβες κρότου-λάμψης έσκασαν κοντά της και έχασε μέρος της ακοής της.

«Είμαι αυτή που είμαι χάρη σε όσα με δίδαξαν οι γονείς μου και σε όσα έχω δει. Ήταν παραδείγματα ανθρώπων που ζούσαν χωρίς να καταδιώκουν τους άλλους» λέει η Επστάιν. «Θέλω να πιστεύω ότι θα ήταν περήφανοι για μένα».

Από τη στιγμή της σύλληψής της χθες, έχει δεχτεί αμέτρητα e-mail και τηλεφωνήματα. «Συνήθως πέφτω για ύπνο στις 11, αλλά χθες έμεινα πιο αργά για να απαντήσω στο τηλέφωνο και τα e-mail. Στις 6.20 το πρωί άρχισε και πάλι το τηλέφωνο να χτυπά.»

«Με ανησυχεί κάπως το ότι η προσοχή εστιάζεται σε εμένα, ενώ θα έπρεπε να εστιάζεται στη βία στους δρόμους και την αστυνομική βία» λέει. Όπως είπε στη The Nation καθώς τη συνοδευόταν προς την κλούβα, «Μου συμβαίνει αυτό από την εφηβεία. Δεν περίμενα να μου συμβεί και στα 90. Πρέπει να αντιδράσουμε σήμερα, ώστε να μην αναγκάζονται οι άνθρωποι να έχουν τέτοιες εμπειρίες στα 90 τους».

μετάφραση: Ματίνα Καραγιαννίδου-Σταμπουλή

NewsWeek