Η αβάν γκαρντ μουσικός Μαρίκα Κλαμπατσέα μιλά στην “Εποχή”

Τα επαναστατικά μουσικά ρεύματα σε μια φωνή

Από το 2002, ο ποιητής Αντρέας Παγουλάτος μού είχε μιλήσει για την περίπτωση της Μαρίκας Κλαμπατσέα, χαρακτηρίζοντας την «punk σοπράνο», «αβάν – γκαρντ συνθέτρια» -όροι που στα δικά μου αυτιά ασκούσαν γοητεία και για χρόνια αναζητούσα αυτή τη «μυστηριώδη» και όχι ιδιαίτερα γνωστή μουσικό. Την ανακάλυψα πέρσι στο Μέγαρο Μουσικής και συνειδητοποίησα πως, αν υπήρχε το alter ego της Τζάνις Τσόπλιν κάπου αλλού, σε μια ξένη χώρα, σίγουρα θα ήταν η Κλαμπατσέα! Δεν είναι τυχαίο που τόσο στη μουσική, όσο και στις φωνητικές χορδές της, συνυπάρχουν όλα τα επαναστατικά μουσικά ρεύματα του 20ού αιώνα, μέσα από δισκογραφικές και συναυλιακές παρουσίες ακριβοθώρητες και σπάνιες για τα ελληνικά δεδομένα.
Αφορμή για αυτή τη συνέντευξη είναι η προγραμματισμένη συναυλία της με τίτλο «Strange Fruit», στο αμφιθέατρο του Μουσείου Μπενάκη, την Παρασκευή 17 Οκτωβρίου, στις 8.30 το βράδυ (τιμές εισιτηρίων: 12 και 10 ευρώ).

Τη συνέντευξη πήρε ο Αντώνης Μποσκοΐτης

Ενώ είστε πάντοτε δραστήρια, έχετε απασχολήσει μόνο δύο φορές την ελληνική δισκογραφία, φτάνοντας στο σημείο να απασχολήσει ως και τον Μάνο Χατζιδάκι η δουλειά σας. Μιλήστε μας γι’ αυτό.
Είναι αλήθεια ότι για κάποιους γνωστούς σε όλους λόγους δεν έχω ηχογραφήσει ολόκληρες τις παρουσίες – συναυλίες μου. Όμως υπάρχει ένα σχέδιο που θέλω να πιστεύω ότι θα πραγματοποιηθεί, τα «Τρένα», έργο που επικεντρώνεται στη μουσική και τα τραγούδια που γράφτηκαν στα ναζιστικά στρατόπεδα με κύρια αιχμή τα εβραιογερμανικά (yiddish). Εμπλέκω το «Different trains» του μινιμαλιστή συνθέτη Στιβ Ράιχ, εξ ου και ο τίτλος του έργου. Αναφέρομαι στα τρένα που μετέφεραν εκατομμύρια πολιτικούς κρατούμενους στα κρεματόρια των στρατοπέδων του θανάτου. Θα ήθελα, επίσης, να γράψω σε δίσκο το «Strange fruit», τη συναυλία της 17ης Οκτωβρίου στο Μουσείο Μπενάκη.
Είναι για μένα μεγάλη τιμή που ο Μάνος Χατζιδάκις είχε ενδιαφερθεί για τη δουλειά μου. Είχα προτείνει τη συλλογή από νέες συνθέσεις μου, ελεύθερους αυτοσχεδιασμούς σε άριες γνωστές, μουσική καμπαρέ αλλά και δικές μου συνθέσεις να εκδοθούν από τον Σείριο του. Μέσα σ’ αυτές τις άριες υπήρχε και ελεύθερος αυτοσχεδιασμός στην άρια Habanera από την όπερα «Κάρμεν» του Ζορζ Μπιζέ. Γι’ αυτή την άρια επικοινώνησε μαζί μου ο Χατζιδάκις, λέγοντας ότι θα ήθελε να τη δισκογραφήσει. Δεν έγινε τελικά, γιατί τότε κινούμουν μεταξύ Ελλάδας και Αγγλίας και δυστυχώς παραμελήθηκε από τη μεριά μου το όλο project. Το οποίο εκδόθηκε πολύ αργότερα, στα 1994, με τον τίτλο «La Saradua» από την εταιρεία Musica Viva.

Ζείτε μεταξύ Αγγλίας και Ελλάδας. Συναντήσατε μεγαλύτερη αποδοχή του έργου σας εκεί ή εδώ; Γνωρίζω ότι το British Council of Arts ήταν ανέκαθεν θετικό σε καινούργια δικά σας projects.
Ναι, αλήθεια είναι προσπαθώ ακόμα να ζω μεταξύ Αγγλίας και Ελλάδας. Έχω νιώσει την αποδοχή και στις δύο χώρες, δεν έχω παράπονο αναφορικά με την αντιμετώπιση στη χώρα μου. Όμως, εξακολουθώ να επιλέγω να ζω στην Αγγλία που πάντα ήταν ένας τόπος που ανακουφιζόμουν από πολλά, ζώντας εκεί. Αναφέρομαι συγκεκριμένα στον πολιτισμό που εκεί πραγματικά ένιωσα και νιώθω, από μικρά καθημερινά παραδείγματα μέχρι πιο αιχμηρά -σεβασμό και φροντίδα απέναντι σε ηλικιωμένους, σε ανάπηρους, σε άπορους κ.λπ. Ήταν φυσικό να σχετιστώ με τους χώρους της τέχνης και ν’ αναζητήσω τη στήριξη στη μουσική μου. Αυτό ήταν το Arts Council που ακόμη υποστηρίζει τα έργα μου με τελευταίο αυτό που γράφω για το βιβλίο της γαλλοεβραίας πιανίστριας σοπράνο Fania Fenelon, την οποία συνέλαβαν οι ναζί και την υποχρέωσαν να παίζει στην ορχήστρα του Άουσβιτς για τη διασκεδαση των S/S. H ίδια ορχήστρα έπαιζε και έξω από τους θαλάμους αερίων κατά τη μεταφορά των κρατουμένων! Πάντα έδινα συναυλίες στην Ελλάδα αλλά όχι πολλές λόγω Αγγλίας. Ένας σημαντικός χώρος που φιλοξενούσε τη δουλειά μου, κι από τους πρώτους μάλιστα, ήταν το Θέατρο Φούρνος. Τα τελευταία χρόνια είμαι εδώ και έτσι μου δίνεται η ευκαιρία με δυσκολία πάντα να κάνω συναυλίες. Η εμπορικότητα παντού δυστυχώς είναι ο πρώτος βαθμός αξιολόγησης αλλά εδώ γίνεται κραυγαλέα. Χάρηκα πολύ και ξαφνιάστηκα που η Ελλάδα μού έδωσε και το Κρατικό Βραβείο 2003 για ένα έργο που ήταν τόσο free form, όπως η όπερα δωματίου «Calamity Jane: Γράμματα στην κόρη της (1877-1902)».

Πόσο εύκολο είναι για μία ασκημένη φωνή να προσεγγίσει τον Χένρι Πέρσελ και την Μπίλι Χόλιντεϊ, την Τζάνις Τσόπλιν και τον Κλάους Νόμι;
Δε νομίζω ότι είναι δύσκολο. Όλα ξεκινάνε από το πόσο μας αρέσει αυτό που ακούμε και πώς θα θέλαμε να το πλησιάσουμε, Εγώ ακολουθώ ό,τι αγαπώ! Αγαπώ τον Χένρι Πέρσελ! Συγκλονίζομαι με τη φωνή της Μπίλι Χολιντέι, ματώνω όταν ακούω την Τζάνις Τσόπλιν και σαστίζω από την τελειότητα της χρήσης της φωνής του κόντρα τενόρου Κλάους Νόμι. Σκύβουμε τότε και μαθαίνουμε απ’ αυτούς τους μεγάλους ερμηνευτές πολλά, προσπαθώντας να τα χρησιμοποιήσουμε και εμείς οι ερμηνευτές του σήμερα. Χρειάζεται απλά μια διαφορετική χροιά, άλλη στο μπλουζ, άλλη στο μπαρόκ, άλλη στο ροκ, άλλη στο μιούζικαλ, άλλη στην όπερα και άλλη στη φωνή ενός κόντρα τενόρου!

Τι ακριβώς θα ακούσει όποιος έρθει στο Μουσείο Μπενάκη την ερχόμενη Παρασκευή;
Το «Strange fruit»! O τίτλος επιλέχτηκε γιατί θέλησα να τονίσω τη θέση μου απέναντι στον ανελέητο ρατσισμό που αυτή τη στιγμή είναι στο απόγειο του στην Ελλάδα απέναντι σε ξένους, ομοφυλόφιλους, άστεγους, ανάπηρους, άρρωστους και ηλικιωμένους! Το «Strange fruit» είναι το αντιρατσιστικο μπλουζ που ερμηνεύει σπαρακτικά η Μπίλι Χόλιντεϊ υπαινισσόμενη το λιντσάρισμα των μαύρων. Αυτό τραγουδώ κι εγώ και γίνεται σημείο αναφοράς της συναυλίας. Είναι μια συναυλία με όλες τις μουσικές μου μνήμες. Το κλασικό συνυπάρχει με το σύγχρονο, τα μπλουζ, τα slave songs και τα spirituals με τον Ερίκ Σατί, το μιούζικαλ, τον Μισέλ Λεγκράν και με την όπερα του Τζιάκομο Πουτσίνι. Όλα αυτά επίσης με τους ελεύθερους αυτοσχεδιασμούς, το μπαρόκ και τον «οδηγό» Κλάους Νόμι για να καταλήξει στο ροκ με το αγαπημένο μου «Summertime» της Τζάνις Τσόπλιν στην εκτέλεση των Big Brother & The Holding Company. Θέλω να τονίσω τη συγκινητική συμβολή βιρτουόζων μουσικών – φίλων: Gennadiy Bikov στο βιολί, Lavrentiu Matasaru στη βιόλα, Ευγένιος Μπένσης στο βιολοντσέλο, Μάριος Βαληνάκης στο σαξόφωνο, Παναγιώτης Τσάγκας στην ηλεκτρ. κιθάρα, Νίκος Μπούρας στο μπάσο, Ανδρέας Φαρμάκης στα κρουστά, Κώστας Παπαδόπουλος στο πιάνο και Νίκος Χαριζάνος στις εμπνευσμένες ενορχηστρώσεις!

Πιστεύετε ότι σας ταιριάζουν οι μεγάλοι χώροι τύπου Μέγαρο Μουσικής και Μουσείο Μπενάκη ή θα μπορούσατε να λειτουργήσετε καλύτερα σε μικρές μουσικές σκηνές;
Με ευχαριστεί να δίνω συναυλίες παντού ξεκινώντας απ’ το δρόμο και τα μικρά θέατρα και φτάνοντας στις μεγάλες σκηνές. Δεν αισθάνομαι κάποια ιδιαίτερη διαφορά ίσως με μια πρώτη αίσθηση αναφορικά με τα μεγάλα θέατρα με τις πολλές θέσεις. Στη συναυλία αυτό που αποζητώ είναι να γίνω ένα με τον κόσμο, ενδεχομένως βλέποντας το πολύ ρομαντικά… Σ’ αυτό δεν σ’ εμποδίζει ποτέ ο χώρος. Το ανάλογο κοινό, πιστεύω, έρχεται σε όλους τους χώρους, εξίσου ανάλογα με την τιμή του εισιτηρίου, αλλά και απ’ το ίδιο το πρόγραμμα. Ίσως να μου ταιριάζει καλύτερα ό,τι πιο απλό και άμεσο. Θέλω, όμως, να μοιραστώ μαζί σας το εξής: Η μη εμπορική μουσική… είτε αβάν γκαρντ λέγεται είτε πανκ είτε όπως αλλιώς θέλετε, είναι καλό να ακούγεται σε μεγάλα ή σε μικρά θέατρα, γιατί περιθωριοποιείται ολοένα και πιο πολύ στις μέρες μας.