Η μελέτη του φύλου ως αναλυτικού εργαλείου στο χώρο της υγείας X

της Αθηνάς Αθανασίου

Στην κόψη του έμφυλου δυισμού: Οι επεμβάσεις αλλαγής φύλου και η αποδιάρθρωση του κοινωνικού φύλου

Όπως εύστοχα έχει διατυπώσει η Judith Butler, η στιγμή κατά την οποία ένα νήπιο αποκτά ανθρώπινη υπόσταση είναι όταν απαντιέται το περιβόητο ερώτημα «είναι αγόρι ή κορίτσι;» (1990: 111).

Πράγματι, ο σεξουαλικός διμορφισμός αποτελεί αξιωματική παραδοχή πάνω στην οποία αρθρώνεται η κυρίαρχη ιδεολογία -και επιστημολογία- της «φυσικότητας» του έμφυλου ανθρώπινου σώματος και οι δυο θεμελιώδεις κανόνες της: η ιεραρχία των φύλων και η υποχρεωτική ετεροφυλοφιλία.

Ο Φουκώ έχει προσφέρει ένα διαφωτιστικό παράδειγμα ιατρικής παρέμβασης στον κατηγορικό ορισμό του φύλου και της σεξουαλικής κανονικότητας, στην εισαγωγή που έγραψε για το ημερολόγιο της Herculine Barbin, μιας ερμαφρόδιτης του 19ου αιώνα, η οποία, υπό την αιγίδα της ισχύουσας τότε άποψης της ιατρικής επιστήμης περί δύο μόνο βιολογικών φύλων, εξαναγκάστηκε στην εφηβεία να συμμορφωθεί με μια ιατρικά και νομικά επιβεβλημένη μετατροπή φύλου βάσει της δήθεν «αποκλίνουσας» σεξουαλικής της προτίμησης προς γυναίκες ερωτικές συντρόφους. Αν και είχε μεγαλώσει και κοινωνικοποιηθεί ως γυναίκα, η Herculine εξαναγκάστηκε να αποδεχτεί την ιατρική διάγνωση ότι το «αληθινό» της φύλο ήταν ανδρικό, πράγμα το οποίο την οδήγησε στην αυτοκτονία μερικά χρόνια αργότερα (1980 β).

Ως ιστορικό φαινόμενο, ο διαφυλισμός (transsexualism) διαμορφώθηκε στο πλαίσιο της εντεινόμενης ιατρικοποίησης των εναλλακτικών –κυρίως αμφίφυλων- ταυτοτήτων φύλου από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 στη Βόρεια Αμερική, ως τρόπος αποκατάστασης μιας, υποτίθεται, διαταραγμένης ή ασταθούς έμφυλης τάξης στο πρότυπο του ευρωαμερικανικού παραδείγματος του κοινωνικού φύλου. Ο ορμονικός και χειρουργικός επανακαθορισμός του φύλου αποτέλεσε έτσι ένα πεδίο ιατρικής και τεχνολογικής επιτέλεσης στο επίκεντρο του οποίου βρίσκεται το έμφυλο σώμα: η τεχνητότητα και η μεταβατικότητά του, οι μυθολογίες και οι αμφισημίες του, αλλά και οι επιθυμίες και δράσεις του. Αφετηρία της ανάλυσης της Sandy Stone (1998) είναι μαρτυρίες διαφυλικών (transsexual) ατόμων που έχουν κάνει επέμβαση αλλαγής φύλου από ανδρικό σε γυναικείο.[17] Η Stone υποστηρίζει την πολιτισμική σπουδαιότητα μιας διαφυλικής ταυτότητας που υπερβαίνει το ιδεολογικό πρόταγμα του έμφυλου βιολογικού δυισμού, ο οποίος κυριαρχεί τόσο επίμονα όχι μόνο στην ιατρική και στις κοινωνικές επιστήμες αλλά και στα γυναικεία κινήματα και στη συνείδηση της ευρύτερης κοινωνίας. Υπενθυμίζει τα όρια και τους περιορισμούς του ιατρικού λόγου όσον αφορά την έμφυλη ταυτότητα και αναγνωρίζει ιδιαίτερη δυναμική στη ριζική επανεπεξεργασία και αναδιευθέτηση των βιο-ιατρικών τεχνολογιών παρατήρησης και σωματικής αναδιαμόρφωσης.

koskiniotou-03-04-22Η Marjorie Garber (1992) παρατηρεί ότι ενώ οι αισθητικές επεμβάσεις εννοιολογούνται με όρους αυτο-βελτίωσης, οι επεμβάσεις αλλαγής φύλου είναι αρνητικά φορτισμένες με την υποτιθέμενα επικίνδυνη εξάρθρωση των συμβατικών νοημάτων της έμφυλης ταυτότητας, του έμφυλου ρόλου, της ανδρικής και γυναικείας υποκειμενικότητας. Συζητώντας τη διαφυλικότητα, γράφει ότι η επέμβαση από-γυναίκα- σε-άνδρα είναι λιγότερο συνήθης αλλά και λιγότερο επιστημονικά μελετημένη απ’ ό,τι η επέμβαση από-άνδρα-σε γυναίκα, εν μέρει εξαιτίας του ότι η ιατρική τεχνολογία δεν είναι σε θέση να κατασκευάσει ένα λειτουργικό πέος, ιατρική αδυναμία που η ίδια αποδίδει σε απροθυμία του ιατρικού κατεστημένου να διερευνήσει περαιτέρω δυνατότητες στο πεδίο της από-γυναίκα-σε-άνδρα διαφυλικότητας. Η Judith Halberstam (1994), τέλος, προτείνει να εγκαταλειφθεί η ορολογία της διάσχισης (δια-φυλικότητα, trans-sexualism) και να θεωρούνται όλες οι επιλεγμένες επεμβάσεις σωματικής αναδιαμόρφωσης (είτε πηγάζουν από επιθυμία αισθητικής ανακατασκευής, από φυσική αναπηρία, ή από δυσφορία φύλου) κοσμητικές επεμβάσεις.

Ο χειρουργικός επανακαθορισμός του φύλου –μια «επιλογή» που εμφορείται από το βιοκεντρικό διπολικό παράδειγμα του φύλου- τίθεται, ωστόσο, σε κριτική από την πλευρά της διεμφυλικής ταυτότητας. Στη δεκαετία του 1980, όταν προκρίνονται μη χειρουργικές λύσεις βίωσης και διαχείρισης της εναλλακτικής και ασταθούς ταυτότητας, ο διεμφυλισμός (transgenderism) –σε αντίθεση με τον διαφυλισμό- επιδρά αποδιαρθρωτικά ή και ανατρεπτικά στους ηγεμονικούς βιο-κεντρικούς και διπολικούς ορισμούς του κοινωνικού φύλου. Ως εναλλακτική, ετερογενής και πολυσθενής έμφυλη ταυτότητα, κοινότητα και πολιτικό κίνημα που διαμορφώνεται τα πρόσφατα χρόνια, ο διεμφυλισμός διαταράσσει το καθιερωμένο στην ευρωαμερικανική παράδοση διπολικό σύστημα του κοινωνικού φύλου που πραγμοποιεί το κοινωνικό φύλο ως βιολογικό, υπερτονίζει τη βιολογική και αναπαραγωγική διάσταση και εγκαθιδρύει σχέση υποχρεωτικής συνάφειας ανάμεσα στο κοινωνικό φύλο και τον σεξουαλικό προσανατολισμό (Αnne Bolin 1988, 1992). Από τη διαμφισβήτηση του διανοητικού παραδείγματος για το φύλο που άρχισε να κυριαρχεί στο δυτικό κόσμο στις αρχές του δέκατου όγδοου αιώνα, σύμφωνα με το οποίο υπάρχουν δύο κοινωνικά φύλα που θεμελιώνονται με τρόπο «φυσικό» και αυτονόητο σε δύο αντιθετικά και αλληλοσυμπληρούμενα βιολογικά φύλα, άρχισε, έτσι, στη δεκαετία του 1990, να αναδύεται το νέο παράδειγμα των τριών κοινωνικών φύλων.

Η «γυναίκα» ως σύμπτωμα και το πρόταγμα της ψυχιατρικής επιτήρησης: Υστερία, νευρασθένεια, νυμφομανία

Ο δυτικός κόσμος εξώθησε την τρέλα στις παρυφές του, περιχαρακώνοντάς την από την ορθολογική τάξη, αναδεικνύοντάς την σε μια γλώσσα αποκλεισμένη, μια γλώσσα που βρίσκεται έξω από το Λόγο (παρα-λογισμός). Στην Ιστορία της Τρέλας (1964), ο Μισέλ Φουκώ υποστηρίζει ότι η γλώσσα της ψυχιατρικής δεν είναι παρά ο μονόλογος της λογικής για την τρέλα, αφού η καθιέρωση της τρέλας ως διανοητικής ασθένειας στα τέλη του 18ου αιώνα κατάργησε οποιαδήποτε δυνατότητα συνομιλίας ανάμεσα στους έμφρονες και στους παράφρονες. Ο Φουκώ αρχίζει την αρχαιολογία του από την απάλειψη της λέπρας στο δυτικό κόσμο, γύρω στα τέλη του Μεσαίωνα, όταν στα περιθώρια της ανθρώπινης κοινότητας -κοντά στις πύλες των πόλεων- εξαπλώνονταν έρημες πια εκτάσεις που αν και η αρρώστια έπαψε να μαστίζει, τις άφησε ακαλλιέργητες και ακατοίκητες. Οι εκτάσεις των λεπρών, αυτοί οι τόποι του αποκλεισμού, θα ανήκουν για αιώνες στο χώρο του μη ανθρώπινου, ενώ από τον 14ο και 15ο αιώνα θα υποδεχτούν μια νέα ενσάρκωση του κακού, κάποιες άλλες αναβιώσεις τελετουργιών εξαγνισμού και διαπόμπευσης, καινούριες κατάρες και αναθέματα. Στους ίδιους τόπους παίχτηκαν τα ίδια δράματα αποδιοπομπής, αυτή τη φορά με πρωταγωνιστές τρελούς, φτωχούς, αλαφροΐσκιωτους, γυναίκες «παραστρατημένες». Στο πρότυπο της λέπρας αναδύεται έτσι η μορφή του τρελού, του οποίου ο αποκλεισμός βρίσκει ένα είδος δομικής στέγης η οποία έχει προετοιμασθεί από την ιστορία του αποκλεισμού των λεπρών.

Από τον 19ο αιώνα, η μορφή της «γυναίκας» γίνεται το κατεξοχήν αντικείμενο ψυχιατρικής παρακολούθησης. Η ιατρική επιστήμη του 19ου αιώνα θεωρούσε τις γυναίκες ευάλωτες σε ένα ευρύ φάσμα φυσικών, νευρικών και συναισθηματικών διαταραχών που οφείλονταν στη βιολογική τους κατάσταση, και ειδικότερα, στην «περιοδικότητα» των φυσιολογικών-αναπαραγωγικών τους λειτουργιών. Στο πλαίσιο πρόσληψης της θηλυκότητας ως κατεξοχήν αναπαραγωγικής, η υστερία, ακόμη και η τρέλα, θεωρούνταν ότι συνδέονται με επιπλοκές στη φυσική πορεία του αναπαραγωγικού κύκλου. Υπό την επιρροή της φροϋδικής ψυχανάλυσης, η γυναικεία υστερία –αφετηριακό σημείο της ίδιας της ψυχαναλυτικής αφήγησης[18]- προσλαμβάνεται σαν ένα σύμπτωμα της αποτυχίας της γυναίκας να ξεπεράσει τον φυσικό ευνουχισμό της, ανταποκρινόμενη επιτυχώς στον αναπαραγωγικό προορισμό της. Όπως το διατύπωσε η Peggy Phelan, «υστερία είναι η ασθένεια μέσω της οποίας η ψυχανάλυση φαντάζεται μια ιστορία του συμπτώματος και η ασθενής ανακαλύπτει ότι η ιστορία του σώματός της πρέπει να ειπωθεί» (1997: 52). Παραδειγματικά «γυναικεία νόσος» που γνώρισε τη χρυσή της εποχή στην Ευρώπη μεταξύ 1870 και πρώτου παγκοσμίου πολέμου, η υστερία έχει ιστορικά αποδοθεί από τους ειδικούς στην ίδια τη «γυναικεία φύση». Η ιατρική κατηγορία της υστερίας κατείχε κεντρική θέση στις διαμάχες περί μαιευτικής και γυναικολογίας. Στο πλαίσιο ενός ιατρικού λόγου που παθολογικοποιούσε τη γυναικεία σεξουαλικότητα και έθετε την θηλυκότητα στην υπηρεσία της αναπαραγωγής, οι γυναικολογικοί ορισμοί του γυναικείου σώματος και της γυναικείας σεξουαλικότητας εξουσιοδοτούσαν τον βιο-ιατρικό έλεγχο των γυναικών και την πειθαρχική ιατρικοποίηση της κοινωνικής τους κατάστασης. Οι μελετήτριες και οι μελετητές του φύλου έχουν ασχοληθεί ιδιαίτερα με την ιστορική κατασκευή αυτής της νευρικής πάθησης των γυναικών που βρίσκεται στο μεταίχμιο σωματικής και ψυχοσωματικής διαταραχής, και που αποτελεί μορφή διαμαρτυρίας απέναντι στη στέρηση ατομικής, κοινωνικής, διανοητικής και σεξουαλικής ελευθερίας που υφίσταντο τα παραδειγματικά θύματα της νόσου, που ήταν οι βικτοριανές σύζυγοι. Το ευρύτατο ρεπερτόριο συμπτωματολογίας (άπνοια, εμετός, αφωνία, κώφωση, τύφλωση, επιληπτική κρίση), αλλά κυρίως η γρήγορη και αιφνίδια μετάπτωση από το ένα σύμπτωμα στο άλλο, η ασάφεια των συμπτωμάτων που θεωρούνταν μάλιστα ότι οι ασθενείς υποκρίνονταν, και γενικά ο αινιγματικός χαρακτήρας της νόσου που οι μηχανισμοί της διέφευγαν επίμονα του επιστημονικού ορθολογισμού, θεωρήθηκε ότι συνάδουν με όψεις της γυναικείας φυσικής ιδιαιτερότητας: ανορθολογισμός, αινιγματικότητα, υποκρισία, σωματοποίηση (Showalter 1987, 1993, Poovey 1988, White 1989, Gilman 1993, Phelan 1997).[19]

koskiniotou-00-02-1Ο αινιγματικός και μυστηριώδης χαρακτήρας των παθολογικών μηχανισμών της υστερίας οδήγησε έναν γιατρό να προτείνει ότι θα ήταν πιο ακριβές να επονομαστεί η νόσος «μυστερία» (Showalter, σελ. 130). Στο κεφάλαιο “La Mystérique” του βιβλίου της, Speculum of the Other Woman, η Luce Irigaray θεωρητικοποιεί την υστερική αντίσταση, η οποία υπήρξε το κατεξοχήν αντικείμενο της ψυχαναλυτικής θεραπευτικής. Εμπνεόμενη από το απόθεμα δύναμης με το οποίο η Dora αντιστάθηκε στον Freud και στο πρόταγμα να γίνει «το θηλυκό» της ψυχανάλυσης,[20] η Irigaray αναλύει την αμφισημία της υστερίας: «Υπάρχει πάντα, στην υστερία», γράφει, «τόσο ένα απόθεμα δύναμης όσο και μια παραλυμένη δύναμη … η δυνατότητα ενός άλλου τρόπου ‘παραγωγής’ χειρονομιακής και γλωσσικής. Αλλά αυτό διατηρείται σε λανθάνουσα κατάσταση. Ίσως σαν ένα ελευσόμενο πολιτισμικό απόθεμα;» (σελ. 138). Εφαρμόζοντας «συμπτωματική θεραπεία» στο φροϋδικό κείμενο –απομιμούμενη, δηλαδή, τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος ο Freud αντιμετώπιζε αρχικά την υστερία (μέσω της απομίμησης και προσομοίωσης των συμπτωμάτων της)- η Irigaray, μέσω της μίμησης του φαλλογοκεντρικού λόγου, αποδομεί και αναπαράγει, την ίδια στιγμή, την σκηνή της υστερίας (Chisholm 1994: 276-277). Δείχνει πώς η γυναικεία απομίμηση της πατριαρχικής οντο-θεολογικής «γυναίκας» τής παρέχει την πιο ορατή δημόσια παρουσία που έχει ποτέ προσφερθεί στις γυναίκες στην ιστορία της δύσης, από την άλλη πλευρά όμως, της κοστίζει την απώλεια του «εαυτού» της ως φορέα εμπρόθετης δράσης.

Στην ιστορική ανάλυσή της της νυμφομανίας, η Carol Groneman (1995) εξηγεί πώς τα σώματα των γυναικών εξετάζονταν εξονυχιστικά για εντοπισμό σημείων «υπέρμετρης» σεξουαλικής επιθυμίας, από άνδρες γιατρούς που κύριο μέλημά τους ήταν η αστυνόμευση των επιθυμιών των λευκών αστών γυναικών κατά τη διάρκεια της ύστερης βικτοριανής περιόδου. Η συγγραφέας υποστηρίζει ότι οι απόπειρες παθολογικοποίησης της γυναικείας ερωτικής επιθυμίας δεν ήταν παρά συμπτώματα της ανδρικής δυσαρέσκειας απέναντι στα αιτήματα των γυναικών για ισονομία και ισότητα. Έτσι, η νυμφομανία, όπως άλλωστε η υστερία και η νευρασθένεια, συνέβαλαν στην μετατροπή της γυναικείας απείθαρχης ή ανυπότακτης συμπεριφοράς σε ιατρικό πρόβλημα, που νομιμοποιούσε την υποβολή των γυναικών σε (ανδρική) ιατρική επίβλεψη.

Παρά την ψυχιατρικοποίηση των γυναικών, όπως έχει δείξει ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης (1998) στην ιστορική μελέτη του για το Δρομοκαΐτειο φρενοκομείο, η συντριπτική πλειονότητα των τροφίμων ήταν άνδρες, κάτι που αποδίδεται στην ισχύουσα κοινωνική και ιατρική αντίληψη ότι οι ψυχικές διαταραχές της γυναίκας οφείλονται σε διαταραχές της έμμηνης ρύσης. Η συνηθέστερη, έτσι, πρακτική αντιμετώπισης ήταν ο εγκλεισμός των γυναικών στο σπίτι και η αναμονή της πανάκειας του γάμου.

Η ψυχιατρική και ψυχαναλυτική πρακτική των τελευταίων χρόνων ανακαλύπτει συνεχώς νέες ψυχικές νόσους, νέους επιστημονικούς εαυτούς και νέους ψυχιατρικούς ασθενείς, πέρα από τις «κλασικές» μορφές της υστερίας ή της ιδεοψυχαναγκαστικής νεύρωσης (Julia Kristeva, Οι Νέες Αρρώστιες της Ψυχής (1996 [1993]). Διαταραχές με κάπως ασαφή συμπτωματολογία όπως η περιβαλλοντική νόσος -που αναπαρίσταται στο φιλμ του Todd Haynes [Safe] (βλ. κριτική ανάλυση της ταινίας στο Naismith)- καθώς και το σύνδρομο της χρόνιας κόπωσης, θεωρήθηκαν επίσης «γυναικείες αρρώστιες» και αντιμετωπίστηκαν με δυσπιστία και καχυποψία. Η Emily Martin (2000) έχει επιχειρήσει μια κοινωνική και αυτοβιογραφική γενεαλογία της διαγνωστικής κατηγορίας της μανιοκατάθλιψης, επικεντρώνοντας την ανάλυσή της στις διευθετήσεις και ανα-διευθετήσεις της αντιθετικής σχέσης ανάμεσα στο «λογικό» -ως, δήθεν, ανδρική αρετή- και το «παράλογο» -ως, δήθεν, γυναικείο χαρακτηριστικό- στο πλαίσιο της δυτικής μεταφυσικής των ανδροκεντρικών και λογοκεντρικών ιεραρχήσεων.

Παρόμοιες αναρωτήσεις και εντάσεις γύρω από τα ρευστά και αμφιλεγόμενα όρια ανάμεσα στο τι συνιστά (διανοητική, σωματική ή κοινωνική) παθολογία και τι συνιστά δημιουργική πολιτισμική πρακτική, έχουν προκύψει και στο πλαίσιο της έρευνας για σχέση ανάμεσα στη χρήση αλκοόλ και την κοινωνική κατασκευή –και αποδιάρθρωση- των έμφυλων ρόλων και ταυτοτήτων. Από την αντι-οικιακή, αντι-συγγενειακή τελετουργία του ανδρικού συμποσιασμού στα καφενεία μιας κοινότητας του ανατολικού Αιγαίου (Papataxiarchis 1991), στην κατασκευή του ανδρισμού μέσα από τον αποκλεισμό των γυναικών από τον συμποσιασμό του καφενείου στην Ανδαλουσία της Ισπανίας (Driessen 1983, 1992), η ανδρική κοινωνικότητα του συμποσιασμού έχει συνδεθεί με τον λόγο περί φύλου. Επιπλέον, όπως υποδηλώνεται και από τις σημαντικές αυτές έρευνες, το αλκοόλ θεωρείται μια ουσία –και ενίοτε παθολογία- που ανήκει «εκ φύσεως» στον ανδρικό κόσμο, λειτουργώντας τόσο σαν επιβεβαίωση των κοινωνικά επικυρωμένων ανδρικών ρόλων, όσο και σαν υπέρβαση των συμβάσεων του καθημερινού ανδρικού εαυτού. Ο συλλογικός τόμος που επιμελήθηκε η Δ. Γκέφου-Μαδιανού (Gefou-Madianou 1992) παρουσιάζει εθνογραφικές προσεγγίσεις των έμφυλων διακρίσεων της συμποσιακότητας σε ποικίλα ευρω-μεσογειακά πολιτισμικά πλαίσια, αρκετές από τις οποίες εξετάζουν την κατανάλωση, παραγωγή και χρήση αλκοόλ από τη σκοπιά των γυναικών (van Nieuwkerk 1992, Papagaroufali 1992). Η «υπέρμετρη» χρήση αλκοόλ από τις γυναίκες, όπως και το κάπνισμα, δεν κατασκευάζεται πολιτισμικά μόνο σαν απειλή για την υγεία, αλλά επίσης, σε κάποια κοινωνικά συγκείμενα, στιγματίζεται σαν περίσταση κοινωνικής απρέπειας και παράβασης -σαν σύμπτωμα έλλειψης αυτο-ελέγχου και αυτο-σεβασμού (Bjerén 1992) ή σαν απειλητική και επικίνδυνη ένδειξη ανεξέλεγκτης σεξουαλικότητας (Stewart 1992). Όπως δείχνει το εθνογραφικό υλικό από την πατροτοπική κοινότητα των Μεσογείων στην Ελλάδα, αν και οι γυναίκες αποκλείονται από τις ανδρικές οινοποσίες και από τις διαδικασίες παρασκευής της ρετσίνας, εξαιτίας της υποτιθέμενα επικίνδυνης και μιαρής φυσιολογίας και σεξουαλικότητάς τους, θεωρούνται ωστόσο «οι φορείς μέσω των οποίων αυτή η δυνάμει επικίνδυνη σεξουαλικότητα μπορεί να μετατραπεί σε ζωοδότρια γονιμότητα» (Gefou-Madianou 1992: 20). Οι έμφυλες ασυμμετρίες παίζουν καθοριστικό ρόλο στην αμφίλογη πολιτισμική εννοιολόγηση της χρήσης –ή κατάχρησης- αλκοόλ, είτε με όρους αυτονομίας και υπέρβασης είτε, αντίθετα, με όρους απρέπειας και παράβασης. Η έμφυλη διάκριση σχετικοποιεί δραστικά πολιτισμικές και βιο-ιατρικές κατηγορίες, όπως αυτή της «παθολογίας» ή της ψυχικής διαταραχής.

koskiniotou-00-02-2Η ψυχιατρική κατηγορία της «νεύρωσης» επιστρατεύεται ενίοτε από την ιατρική κοινότητα για να διαχειριστεί στερεοτυπικά την αγωνία των ασθενών, με τρόπο που δεν αναγνωρίζει τη συνθετότητα της εμπειρίας τους και που διαθλά την προσοχή από τα ευρύτερα πολιτικά και ιστορικά συγκείμενα που ενέχονται σ’ αυτήν. Έτσι, σε νεύρωση ή υστερία αποδίδονται συχνά τα συμπτώματα των γυναικών hibakusha (επιζήσασες της Χιροσίμα που έχουν προσβληθεί από τη ραδιενέργεια). Οι ειδικοί μάλιστα έχουν εισάγει τον όρο «νεύρωση της ατομικής βόμβας» για να αποδώσουν τις αγωνίες και τους φόβους των hibakusha γύρω από τις συνέπειες της ακτινοβολίας στο σώμα τους. Αφού έχουν προσφέρει το σώμα τους στην έρευνα των συνεπειών της ραδιενεργούς ακτινοβολίας για πενήντα χρόνια, οι hibakusha αντιμετωπίζονται, με τρόπο τραγικά παράδοξο και ειρωνικό, σαν νεκροζώντανα μνημεία της ατομικής βόμβας που όμως οι φόβοι και οι αγωνίες για τη ζωή τους και τη ζωή των παιδιών τους είναι παράλογοι και στερούνται «βιολογικής βάσης». Σ’ ένα πολιτισμικό και βιο-ιατρικό περιβάλλον που στιγματίζει την ψυχική νόσο, οι hibakusha αντιστέκονται κατηγορηματικά στην ψυχιατρικοποίηση της κατάστασής τους. Θεωρούν ότι η ψυχιατρικοποίηση συνιστά συστηματική άρνηση αναγνώρισης της εμπειρίας τους από κάποια μέλη της ιατρικής κοινότητας, μια άρνηση που επιδιώκει να αποκρύψει την αδυναμία ιατρικής αντιμετώπισης της κατάστασής τους (Todeschini 2001, δες παρακάτω σχετική ενότητα).

Διάφοροι ανθρωπολόγοι της υγείας έχουν δείξει πόσο προβληματική είναι η αυστηρή και άκαμπτη διάκριση ανάμεσα στην ψυχοσωματική κατάσταση του ανθρώπου και στο κοινωνικο-πολιτισμικό και πολιτικό πλαίσιο ανθρώπινης δράσης και διάδρασης. Εκκινώντας από αυτή την κριτική αφετηρία, ο Arthur Kleinman έχει επεξεργαστεί κριτικά τη διάκριση ανάμεσα στην έννοια “disease” (που αναφέρεται στη νοσολογική διάσταση της αρρώστιας, όπου η έμφαση είναι στην τυπική σωματική συμπτωματολογία) και στην έννοια “illness” (στην οποία συμπεριλαμβάνονται διάφοροι ψυχολογικοί και κοινωνικοπολιτισμικοί παράγοντες που επηρεάζουν την υποκειμενική εμπειρία της αρρώστιας) (1980: 72-73). Ο Kleinman εξετάζει τα κοινωνικά αίτια και τις κοινωνικές διαστάσεις της ασθένειας στην περίπτωση της κατάθλιψης σε Κινέζους και Αμερικανο-κινέζους ασθενείς, φωτίζοντας τους τρόπους με τους οποίους τα υποκείμενα σωματοποιούν την κατάθλιψη μέσω του σωματικού πόνου (1980). Επίσης, η Nancy Scheper-Hughes (1984) έχει περιγράψει με τρόπο αφοπλιστικό την πεποίθηση των φτωχών μητέρων στη Βραζιλία ότι το γάλα τους είναι ξινισμένο, πικρό και άρρωστο ως μια μεταφορική προβολή της αίσθησης απόλυτης αδυναμίας να προσφέρουν κάτι υγιές και αμόλυντο στα παιδιά τους.

Σημειώσεις:

[17] Ο τίτλος της μελέτης της Sandy Stone «Η αυτοκρατορία αντεπιτίθεται» είναι ειρωνική αναφορά στο βιβλίο-συζήτηση της από-άνδρα-σε γυναίκα διαφυλικότητας, Η Διαφυλική Αυτοκρατορία της Janice Raymond (1979).

[18] Το ιδρυτικό κείμενο της κλασικής ψυχανάλυσης είναι, οι Σπουδές στην Υστερία (1895) των Josef Breuer Sigmund Freud. Οι πέντε ιστορίες περίπτωσης που το συναπαρτίζουν δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στη σχέση μεταξύ σώματος και αλήθειας, μεταξύ σώματος και γλώσσας. Εμβληματική θέση στο έργο αυτό κατέχουν η περίπτωση της ασθενούς του Breuer Άννας Ο. και των συμπτωμάτων της -μερική παράλυση, κώφωση και υστερική εγκυμοσύνη. Για μια πολύ ενδιαφέρουσα κριτική ανάγνωση μέσα από το πρίσμα της φεμινιστικής ψυχανάλυσης και της queer θεωρίας, βλ. Peggy Phelan, “Immobile legs, stalled words: psychoanalysis and moving deaths” (στο Mourning Sex, 1997).

[19] Στο πλαίσιο της κλασικής φροϋδικής ψυχανάλυσης, η θηλυκότητα παραμένει ένα μυστήριο, όπως εκφαίνεται στις μεταφορές που χρησιμοποιούνται για να υποδηλώσουν τη γυναικεία σεξουαλικότητα, με προεξάρχουσα αυτή της «μαύρης ηπείρου». Στα τρία δοκίμιά του για τη θηλυκή σεξουαλικότητα, ο Φρόυντ επεξεργάζεται τον μόνο νόμιμο τρόπο ψυχοσεξουαλικής ωρίμανσης –συμβολικής πρόσκτησης του φαλλού- για τη γυναίκα, που δεν είναι άλλος από την αναπαραγωγή. Εκτός μητρότητας, η γυναίκα παραμένει, για τον Φρόυντ, μια σκοτεινή και ανεξερεύνητη χώρα. Είναι αυτή η εννοιολόγηση που τον οδηγεί στο περίφημο ερώτημα «τι θέλει μια γυναίκα», ένα ερώτημα που –όπως εύστοχα παρατηρεί η Τάνια Βοσνιάδου (2003:144)- είναι, σύμφωνα με την ίδια τη θεωρία του, ένα κατεξοχήν υστερικό ερώτημα.

[20] Η θεωρητικός του ψυχαναλυτικού φεμινισμού, Hélène Cixous, θεωρητικοποιεί την υστερία ως μορφή επαναστατικής πράξης και πολιτισμικής ανατροπής. Για μια εξαιρετική δραματοποίηση της ιστορίας της Dora, βλ. «Portrait of Dora», μεταφρ. Sarah Burd, Diacritics (άνοιξη 1983), 13(1): 2-32. Σχετικό είναι επίσης το μυθιστόρημά της, Portrait du Soleil (1973). Την ιστορία της Dora θεωρητικοποιεί επίσης στο, The Newly Born Woman που συνέγραψε με την Catherine Clément, μεταφρ. Betsy Wing (1975, Minneapolis: University of Minnesota Press).

πηγή: lesandmore.gr