Βιβλιοπαρουσίαση: Μια φόνισσα από την Ισλανδία

Του Νίκου Ξένιου

Βραβευμένη με το Indie για πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς (2014) και υποψήφια για σωρεία άλλων διακρίσεων, η αυστραλή Χάνα Κεντ μας μεταφέρει, με το βιβλίο της Έθιμα Ταφής, στη βόρεια Ισλανδία του 1829, όπου, υπό το φως του πολικού σέλαος, η Ανιές Μαγκνουσντοτίρ αναμένει την εκτέλεση της θανατικής της ποινής για τη βίαιη δολοφονία δύο ανδρών, εκ των οποίων ο ένας υπήρξε εραστής της.

Πρόκειται για την εξιστόρηση του πάθους, του εγκλήματος και της αναμονής του αποκεφαλισμού μιας γυναίκας μέσα από τις αναδιηγήσεις των άλλων: αυτές άλλωστε υπήρξαν και το κριτήριο της καταδίκης της. Τα δύο τρίτα του βιβλίου εκτυλίσσονται σε διακριτική τριτοπρόσωπη αφήγηση, ενώ η εξομολόγηση της καταδίκου σε πρώτο πρόσωπο καλύπτει περίπου το ένα τρίτο της έκτασης του μυθιστορήματος. Ένα από τα θύματα της Ανιές υπήρξε προσωπικότητα της εποχής, συνδεόταν με ποιητές και διανοουμένους και το πραγματικό αυτό επεισόδιο μνημονεύεται στην Ισλανδία μέχρι σήμερα[1]. Ιστορικά αρχεία που μελέτησε η νεαρή συγγραφέας παρατίθενται ως τίτλοι των δεκατριών κεφαλαίων του βιβλίου, θέτοντας αυστηρά αφηγηματικά όρια. Η Χάνα Κεντ υπεραμύνεται της ιστορικότητας και ακρίβειας των χαρακτήρων της στον πρόλογο, γράφοντας πως «Η υψηλή λογοτεχνική υπόσταση των χαρακτήρων είναι ιστορικά ακριβής». Οι συγκυρίες είναι συνθλιπτικές για την Ανιές, που, εκτός από αδικημένος άνθρωπος, είναι και αδικημένη λογοτέχνις[2].

Μέσα από τα μάτια των άλλων

Ο Νομαρχιακός Επίτροπος αποφασίζει, μέχρι την εκτέλεση της ποινής, να περιορίσει τη μελλοθάνατη σε ένα αγρόκτημα, όπου η κατάδικος θα αναγκαστεί να συνυπάρξει με την οικογένεια του αγρότη Γιον Γιόνσον. Οι έντρομες αντιδράσεις της οικογένειας που τη φιλοξενεί, οι προκαταλήψεις τους, αλλά και η ανθρώπινη παρουσία του Τότι, του εφημέριου της περιοχής, που έχει αναλάβει την πνευματική της διακονία, είναι τα θέματα του μυθιστορήματος. Με ένα χρόνο ζωής να της υπολείπεται, η Ανιές θα ανακαλέσει και θα συζητήσει με τον πνευματικό της τη σχέση της με τον Νάταν, τον άντρα που δολοφόνησε. Ο ιερωμένος Τότι απλώς ακούει. Στις εξομολογήσεις της Ανιές έρχονται να προστεθούν και οι οξύτητες και αντιπαραθέσεις που προκύπτουν στους κόλπους της οικογένειας που τη φιλοξενεί. Μεταφέροντας την έντασή της στις αγροτικές εργασίες, η Ανιές επηρεάζει όλο και περισσότερο τη νεαρή κόρη του Γιον, τη Στέινα, ενώ δέχεται αμείλικτη κριτική από τη μεγαλύτερη αδελφή της, τη Λάουγκα. Το ασυνήθιστο λεξιλόγιο προσδίδει ιδιαίτερο στιλ στην αφήγηση[3], που την καθιερώνει άμεσα, παρά το νεαρόν της ηλικίας της συγγραφέως.
Καθώς το καλοκαίρι περνά και μπαίνει το φθινόπωρο[4], η σύζυγος και οι δυο κόρες του Γιον αναγκάζονται να εργαστούν πλάι πλάι με την κατάδικο, να ανακαλύψουν πτυχές της ιστορίας της και, σιγά σιγά, να επανατοποθετηθούν πάνω στο θέμα. Το κεντρικό ζήτημα, τελικά, είναι η έννοια της προσωπικής ελευθερίας και η ανά περίπτωσιν επιλογή καθενός. Εκτυλισσόμενο στο κρύο και γοητευτικό τοπίο της Ισλανδίας του τέλους του 19ου αιώνα[5], το μυθιστόρημα της Χάνα Κεντ επικεντρώνει στον αγώνα για την επιβίωση, στη θέση της γυναίκας, στην ευκολία με την οποία οι άνθρωποι (ακόμη και οι άλλες γυναίκες) κατηγοριοποιούν και καταδικάζουν: «Οι μόνες φόνισσες που ήξερε η Μαργκρέτ ήταν οι γυναίκες των θρύλων. Αλλά κι αυτές δεν σκότωναν με τα χέρια τους, σκότωναν με τα λόγια τους. Πρόσταζαν τους υποταχτικούς τους κι εκείνοι έσφαζαν τους εραστές ή εκδικούνταν θανάτους συγγενών. Οι γυναίκες εκείνες σκότωναν από μακριά και κρατούσαν τα χέρια τους καθαρά. Μα οι καιροί έχουν αλλάξει, σκέφτηκε η Μαργκρέτ. Πάει η εποχή των θρύλων, πάνε οι σάγκες. Αυτή η γυναίκα δεν είναι γυναίκα των θρύλων. Είναι μια φτωχή παραδουλεύτρα, που μεγάλωσε τρώγοντας χόρτα, μούσκλια και στέρηση…»[6]

Αξιοποίηση του ιστορικού υλικού

Η συγγραφέας άκουσε την ιστορία της τελευταίας αυτής εκτέλεσης ενώ βίωνε κοινωνική απομόνωση ως ξένη φοιτήτρια που ήταν στο χωριό Sauðárkrókur της Ισλανδίας, εκπονώντας εκεί το διδακτορικό της. Για πολλά χρόνια την απασχόλησε η ταυτότητα και το δράμα της γυναίκας αυτής, η πραγματική διάσταση της ενοχής της, ο «βιτριολικός» χαρακτήρας με τον οποίον το χωριό ολόκληρο την αιτιάται για το έγκλημά της, την απογυμνώνει από την ανθρωπινότητά της και την εντάσσει αβασάνιστα στα ισχύοντα χονδροειδή στερεότυπα περί εγκληματία και Δικαιοσύνης. «Το βιβλίο που θα έγραφα», δήλωσε η συγγραφέας, «θα ήταν μια απόπειρα λογοτεχνικού εξορκισμού αυτής της απάνθρωπης αντιμετώπισης».
Αφού κέρδισε το Writing Australia Prize για το Καλύτερο Αδημοσίευτο Χειρόγραφο, το βιβλίο αποκόμισε χρηματοδότηση ενός εκατομμυρίου δολαρίων, ως σπάνιο δείγμα αξιόλογης λογοτεχνικής επίδοσης προερχόμενης από την Αυστραλία το 2013. Ακολούθησε συμβόλαιο για τα δύο πρώτα της βιβλία. Ο αφηγηματικός του ιστός ενσωματώνει κάποια στοιχεία που ακόμη και στη μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου φαντάζουν λόγιας προέλευσης, καθώς και παλαιικούς τύπους γραμματικής και σύνταξης. Με «θρησκευτική» σύνδεση προς το τοπίο, η συγγραφέας επιστρατεύει ισλανδικά στοιχεία διαλέκτου και ονοματοθεσίας[7]. Η δομή είναι κινηματογραφική, καθώς υπάρχουν «cut» ανάμεσα στις επιμέρους σκηνές, αλλά και κατά την εξέλιξη της πλοκής κάθε κεφαλαίου ξεχωριστά. Η Κεντ είναι άξια της προβολής και της εμπορικής της επιτυχίας, καθώς επιστρατεύει εξαντλητική μελέτη για να επιτύχει περιγραφές με την ακρίβεια του πινέλου ενός ζωγράφου, αποδίδει την ανθρώπινη συμπεριφορά σε ευθεία σύνδεση με τα καιρικά φαινόμενα με εξαντλητικές παρομοιώσεις και ρήματα που αιφνιδιάζουν, κάνει μετωνυμική χρήση κάποιων ουσιαστικών, συνεχείς υπαινιγμούς και διαθέτει υψηλό βαθμό διεισδυτικότητας στη φιλοτέχνηση του ψυχογραφήματος των ηρώων της. Στα πιο «επικίνδυνα» σημεία, αυτά της πρωτοπρόσωπης αφήγησης, κατορθώνει να υπερβεί τους στιλιστικούς ακροβατισμούς και τα φτηνά ρητορικά σχήματα και να υποτάξει το φεμινιστικό της θέμα στο υπό διαμόρφωσιν λογοτεχνικό της ύφος.

Μια ιστορία επαναδιαπραγμάτευσης της πραγματικότητας, επανεκτίμησης των προκαταλήψεών μας, εκ νέου φιλοσοφικής προσέγγισης της έννοιας της ενοχής και των κινήτρων ενός εγκλήματος. Ένα έργο θανατερό στην εξέλιξή του, που συνδυάζει τον συναρπαστικό ρομαντισμό της «γκόθικ» λογοτεχνίας με την αναθεωρητική τάση του φεμινιστικού μυθιστορήματος που ανατρέχει στη «φωνή» της περιθωριοποιημένης γυναίκας της επαρχίας στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα.

Έθιμα ταφής
Hannah Kent
Μτφρ. Μαρία Αγγελίδου
Ίκαρος 2014
Σελ. 420, τιμή € 16,50

* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.

[1] Στις 14 Μαρτίου του 1828, μια υπηρέτρια με το όνομα Agnes Magnúsdóttir τρέχει απεγνωσμένα στις βραχώδεις ακτές της Ισλανδίας, γιατί η φάρμα όπου δούλευε έχει πιάσει φωτιά. Ωρυόμενη ανακοινώνει στους χωρικούς ενός γειτονικού χωριού πως ο ιδιοκτήτης της φάρμας, ο Natan Ketilsson, και ο φιλοξενούμενός του, ο Petur Jonsson, κάηκαν ζωντανοί. Με τη βοήθεια των χωρικών η Αgnes σβήνει τη φωτιά, όμως τα πτώματα των δύο ανδρών βρίσκονται στα κρεβάτια τους και κάποιος παρατηρεί πληγές στα σώματά τους και αίμα στα ρούχα τους και επικοινωνεί με τις Αρχές. Ένας δεκαπεντάχρονος υπηρέτης που ανακρίνεται, καταθέτει πως ο γιος ενός αγρότη ονόματι Fridrik προσκλήθηκε από την Agnes για να διενεργήσει τον φόνο. Δυο χρόνια μετά, στις 12 Ιανουαρίου 1830, ο Fridrik και η Agnes αποκεφαλίζονται.
[2] «Until I feel that I’m not moving myself, and that the sun is driving me. Until I am a puppet of the wind, and of the scythe, and of the long, slow strokes that propel my body forward. Until I couldn’t stop if I wanted to».
[3] «I catch the words as they slither through the gap between this room and the next»
[4] «Autumn fell upon the valley like a gasp»
[5] «There were smears of violet that swelled against darkness of the night», και, πιο κάτω: «τhe verses lifted over the snowy field and fell about them like a mist»
[6] Έθιμα Ταφής, Αθήνα, Ίκαρος, 2014, σελ. 77-78
[7] Για παράδειγμα, το Bjarg είναι ο τόπος γέννησης του διασημότερου «παράνομου» της ισλανδικής ιστορίας, Grettir Αsmundarson, που χρησιμοποιούσε το χωριό ως ορμητήριο δικό του και της εγκληματικής μητέρας του Αsdνs, γύρω στις αρχές του ενδέκατου αιώνα μ.Χ. Ο Grettir έζησε δέκα χρόνια στο Grettishφfπi αλλά υπερνικήθηκε από τον φόβο του για το συνεχές σκοτάδι. Στο τέλος δολοφονήθηκε στο νησί Drangey της περιοχής Skagafjφrπur και οι δολοφόνοι του προσκόμισαν τη σορό του στη μητέρα του, για να ενταφιαστεί στο Bjarg, όπου εγέρθηκε και ένα αναμνηστικό μνημείο προς τιμήν του το 1974, όπου αναγράφονται στίχοι από τον περίφημο θρύλο (saga) Grettirs γραμμένοι από τον Halldσr Pιtursson.

πηγή: bookpress.gr