«Δεν είμαι του πατρός μου, δεν είμαι του αντρός μου…»

Αυτό ήταν το σύνθημα των φεμινιστριών της 10ετίας του 70 και 80 στην Ελλάδα, συμπληρώνοντας ότι … «θέλω να είμαι ο εαυτός μου».

Φυσικά αυτό το σύνθημα ποτέ δεν έγινε πραγματικότητα, όμως είναι γεγονός ότι προχωρήσαμε από τότε κατά πολύ, τόσο με την αλλαγή του οικογενειακού δικαίου το 1982 όσο και από την εξέλιξη των γυναικών στην εκπαίδευση και στην κοινωνία γενικότερα.

Κάθε που έρχονται οι εκλογές, όμως, η σκληρή παράδοση σηκώνει κεφάλι. Έτσι, βλέπουμε στα ψηφοδέλτια να λέει, π.χ.

Κώστας Παπαδόπουλος, του Παναγιώτη

Μαρία Παπαδοπούλου, του Γεωργίου, σύζυγος Παναγιώτη

Έχουμε λοιπόν δύο ανισότητες, που εμφανίζονται ως φυσικός νόμος στα ψηφοδέλτια που παίρνουμε για να ψηφίσουμε, οι οποίες είναι αντίθετες με το πνεύμα της ισότητας που θέλουμε να προχωρήσει, αλλά και αντίθετες με τους νόμους περί ισότητας των δύο φύλων. Και μόνο η παρουσία του ονόματος του πατέρα και όχι της μητέρας, επηρεάζει αρνητικά τον/την ψηφοφόρο για να επιλέξει και να σταυρώσει γυναίκα. Όσο για την παρουσία του ονόματος του συζύγου δίπλα στο όνομα της γυναίκας (κάτι που δεν είναι υποχρεωτικό, αλλά θεωρείται από κάποιες αβαντάζ), μας δείχνει μια γυναίκα που θέλει να παρουσιάσει τον σύζυγό της για να πάρει δύναμη από αυτόν. Έτσι, δημιουργείται μια ακόμα ανισότητα για τις γυναίκες, αφού κάποιες βάζουν, επειδή το θέλουν, το όνομα του συζύγου τους, ενώ κάποιες άμοιρες που δεν είχαν την «τύχη» να παντρευτούν φαίνονται έκθετες μπροστά στα μάτια των ψηφοφόρων. Κάποιες άλλες βέβαια επιλέγουν να μην βάλουν το όνομα του συζύγου τους.

Αν προτείναμε να υπάρχει στα ψηφοδέλτια μόνο το επίθετο και όνομα του/της υποψηφίου/υποψήφιας και να ακολουθείται από επίθετο όνομα πατέρα-επίθετο όνομα μητέρας, θα παρουσιαζόταν το επιχείρημα ότι αυτό είναι ολόκληρο τρένο, και δεν χωράει στο χαρτί.

Και όμως, αυτό είναι το μόνο αντικειμενικό στοιχείο παρουσίασης των υποψηφίων. Ο υποψήφιος και η υποψήφια έχει κάποιον πατέρα και κάποια μάνα. Μάλιστα, μετά τον αναφερόμενο νόμο για το οικογενειακό δίκαιο, οι γυναίκες κρατούν το επίθετό τους, αλλά δυστυχώς ελάχιστα ζευγάρια δίνουν και τα δύο επίθετα στα παιδιά. Συνεπώς, αν πριν το 1982 θεωρούσαμε ότι το επίθετο του υποψήφιου ή της υποψήφιας ήταν φυσιολογικά το επίθετο του πατέρα, τώρα αυτό δεν ισχύει. Βέβαια, και τότε υπήρχε κάποια μάνα, αλλά δεν μετρούσε. Και αν τα πρώτα χρόνια μετά το 1982, τα παιδιά που γεννήθηκαν ήταν πολύ μικρά για να βάλουν υποψηφιότητα, από το 2000, που τα παιδιά αυτά έγιναν 18 χρονών και συνεπώς είχαν το δικαίωμα να βάλουν υποψηφιότητα, δεν είναι σίγουρο ότι το επίθετο του πατέρα τους θα ήταν και το δικό τους επίθετο. Πολύ περισσότερο σήμερα, που τα παιδιά που γεννήθηκαν μετά το 1982 είναι ήδη 32 χρόνων.

Υπάρχει μεγάλο θέμα ανισότητας στα ψηφοδέλτια, αφού πλέον μεγάλος αριθμός υποψηφίων γεννήθηκε μετά το 1982 και υπάρχει πιθανότητα να έχει το επίθετο της μητέρας, η και τα δύο επίθετα. Το σημαντικότερο όμως δεν είναι το νομικό. Είναι το κοινωνικό. Πώς τολμάτε να κρύβετε αυτή τη μάνα που σας γέννησε, σας μεγάλωσε, σας αγάπησε, σας χάιδεψε; Πώς τολμάτε να λέτε πόσο σημαντική είναι η μητρότητα, πόσο σημαντική είναι η μάνα για τα παιδιά, και όταν έρθει η ώρα των πολιτικών δικαιωμάτων, δηλαδή μιας εκλογικής διαδικασίας ή οποιουδήποτε δικαιώματος που απαιτεί στοιχεία ταυτότητας, να την εξαφανίζετε τελείως; Να μην υπάρχει πουθενά;

Τόσο ο νόμος όσο και η δικαιοσύνη απέναντι στις γυναίκες απαιτούν στις εκλογές που θα γίνουν, να αλλάξει το δεδομένο, και τα ψηφοδέλτια να αναφέρουν τα επίθετα και ονόματα των υποψηφίων, ακολουθούμενα από τα επίθετα και ονόματα και των δύο γονέων. Και φυσικά τίποτε άλλο.

Αλλιώς, η τράπουλα θα εξακολουθεί να είναι σημαδεμένη.

Και φυσικά, όποια γυναίκα και όποιος άντρας θέλουν να παρουσιάσουν στους και στις ψηφοφόρους την οικογενειακή τους κατάσταση, μπορούν να το κάνουν στο βιογραφικό τους, στα φυλλάδια, στις δημοσιεύσεις, στις ομιλίες τους.

Η συντακτική επιτροπή του Μωβ