Το Καφέ της Χαράς – συνέντευξη με την Άννα Χατζησοφιά

Συνέντευξη με την Άννα Χατζησοφιά

Εδώ και χρόνια προβάλλεται και ξαναπροβάλλεται, αυτό το σίριαλ της τηλεόρασης που αμφισβητεί πολλά στερεότυπα καρφωμένα στα μυαλά και στις σχέσεις των ανθρώπων. Παρά το ότι τελείωσε το 2006, συνεχιζει να προβάλλεται τα απογεύματα σε επαναλήψεις, ώστε ακόμα και άνθρωποι που δεν παρακολουθούν σίριαλ, ακόμα και άνθρωποι που τα σνομπάρουν, κάπου το πετυχαίνουν την ώρα της χαλάρωσης.

Μιλά για την εγκατάλειψη της μεγαλούπολης από μια νέα γυναίκα, μιλά για την απόφασή της να γεννήσει το παιδί της εκτός γάμου, και με μια σκωπτική ματιά παρουσιάζει την καθημερινότητα του χωριού και των κατοίκων του μέσα από κωμικά επεισόδια και διαλόγους. Το κύριο στοιχείο είναι η σύγκρουση νοοτροπίας μιας γυναίκας που είναι “προχωρημένη” και για την πρωτεύουσα ακόμα, με τις διάχυτες αναχρονιστικές νοοτροπίες του χωριού, που τις εκπροσωπεί όμως πιο συγκροτημένα και άκαμπτα ο δήμαρχος.

Η «πρωτευουσιάνα» γίνεται καταλύτης για τα ειωθότα του χωριού, και εξαιτίας της παρουσίας και του τρόπου ζωης της υπάρχουν εξελίξεις και στις ζωές των κατοίκων που παρακολουθούμε στο σίριαλ.

Σκεπτόμενη ότι τέτοιου είδους «είσοδοι» αιρετικών απόψεων στην καθημερινή ζωή μέσα από την τηλεόραση, ιδιαίτερα αναφορικά με το θέμα των γυναικείων δικαιωμάτων και της αυτονομίας των γυναικών ενδυναμώνουν τις γυναίκες και γελοιοποιούν τα υφιστάμενα στερεότυπα, θέλησα να ρωτήσω μια από τους δύο συγγραφείς του σίριαλ, την Άννα Χατζησοφιά, πώς η ίδια εμπνεύσθηκε την ιστορία, πώς βλέπει την επίδρασή της στην κοινωνία, και πώς εξηγεί την επιτυχία του. Ο έτερος συγγραφέας είναι ο Χάρης Ρώμας.

Τι σε έκανε να βάλεις μια νέα γυναίκα να πάρει μια τετοια ριζοσπαστική και παράτολμη απόφαση; Το πρώτο, να φύγει από τη μεγαλούπολη, και το δεύτερο να μεγαλώσει ένα εκτός γάμου παιδί σε χώρο που οι προκαταλήψεις για το θέμα αυτό είναι ισχυρότερες απ’ ότι στην πόλη;

Θέλαμε πολύ με τον Χάρη, να κάνουμε μια κωμωδία Ηθών και Χαρακτήρων, στα πρότυπα του Ελληνικού Κινηματογράφου, και με τους κώδικες του Κινηματογράφου, γυρισμένη με μία μόνο κάμερα, εκτός πλατό και όλοι τότε μας λέγανε ότι είμαστε τρελοί, θα αποτύχουμε και κανείς δεν ενδιαφέρεται να δει επαρχία. Βλέπετε, ήταν η εποχή του life style και του χάϊ. Επειδή η δουλειά του κωμωδιογράφου όμως είναι να βλέπει κάτω από την επιφάνεια, έστω κι αν φαίνεται ότι είναι επιδερμική η κριτική, γιατί στην κωμωδία τίποτε δεν πρέπει να είναι πρώτο πλάνο, είχαμε δει ότι το πράγμα δεν πάει άλλο και χρειαζόμασταν μια ανατροπή. Βάζουμε λοιπόν την Χαρά να μένει άνεργη εξ αιτίας της αναλγησίας ενός golden boy, που είναι και ο σύντροφος της, υποτίθεται, να βρίσκεται στον άσσο, και να αποφασίζει να κάνει μια καινούργια αρχή. Η μόνη της ελπίδα είναι η επαρχία, για την οποία, ζώντας μέσα στον πολύ αθηναϊκό περίγυρο, τη θεωρεί κάτι αντίστοιχο με Μύκονο και Αράχωβα, και δεν έχει ιδέα από το πόσο ισχυρά είναι τα ταμπού και τα στερεότυπα.

Πώς εμπνεύστηκες τους καθημερινούς ανθρώπους του χωριού με τις συνήθειες και τις απόψεις τους για την ίδια τους τη ζωη;

Για όποιον ξέρει από επαρχία, ο Φατσέας, ο τσιφούτης μπακάλης, η κουτσομπόλα (βασισμένη σε πραγματική γυναίκα παπά), η τσαπερδόνα μικρή που θέλει να κατέβει Αθήνα πάση θυσία, οι γείτονες που δεν μιλιούνται για ασήμαντη αφορμή, είναι πρόσωπα της καθημερινότητας για αυτό και η σειρά έχει ακόμα τόση επιτυχία. Η έμπνευση είναι από αληθινά πρόσωπα, δεν εννοώ κατ’ ανάγκην υπαρκτά, εκτός της παπαδιάς που προανέφερα, αλλά με την έννοια των αρχετυπικών χαρακτήρων της κωμωδίας αλλά και της ελληνικής πραγματικότητας.

Πώς γίνεται ο Τρελαντώνης, που όλοι τον κοροϊδεύουν, να είναι ο μόνος φιλοσοφημένος από όλους τους ήρωες και τις ηρωίδες του σίριαλ;

Ποιητική αδεία, οι «τρελοί», οι πιερότοι, οι τζουτζέδες, οι κλόουν, η μετεξέλιξη των δούλων της αρχαίας κωμωδίας, που τους συναντάμε στην Κομέντια και στο Ελισαβετιανό θέατρο, είναι το ασυνείδητό μας που λέει την αλήθεια. Και γιατί μέσω του «τρελού του χωριού» μπορείς να πεις τις μεγαλύτερες αλήθειες. Εξ άλλου τι είναι τρέλα και τι λογική; Βασικό ερώτημα της κωμωδίας, αλλά και του δράματος. Ο Άμλετ είναι τρελός ή υποδύεται τον τρελό, ή υποδυόμενος τον τρελό τρελαίνεται;

Πού αποδίδεις την υψηλή τηλεθέαση ενός σίριαλ που δεν αναπαράγει ή δεν αναμασσά την καθημερινότητα των ανθρώπων, αλλά αμφισβητεί στερεότυπα και ξεβολεύει;

Μα η κωμωδία δεν πρέπει να αναμασσά την καθημερινότητα, αλλά να την προβάλει με λοξή ματιά, μέσα όμως από αυτή να βλέπεις τον εαυτό σου. Και εξ ορισμού αμφισβητεί τα στερεότυπα και τον καθωσπρεπισμό, καταδεικνύει την υποκρισία, αλλά συγχρόνως αγαπά τους ήρωές της και ανιχνεύει τις κρυμμένες πληγές.

Νομίζεις ότι το συγκεκριμένο σίριαλ είχε ή έχει κάποια επίδραση προς την αλλαγή νοοτροπιών του πολυπληθούς κοινού του, ή απλώς περνάμε την ώρα και συνεχίζουμε όπως πριν;

Αυτό που κάνει η κωμωδία είναι να σου βάζει μπροστά έναν καθρέφτη και να αναρωτιέσαι σε τι οφείλεται το παραμορφωμένο είδωλο. Στον καθρέφτη ή σε σένα; Μ’ αυτή την λογική ναι, μπορει να βοηθήσει στην αλλαγή νοοτροπίας. Όχι όμως με διδακτισμό, αλλά μ αυτό που λέμε «ένα γέλιο θα τους θάψει».

Σίσσυ Βωβού