Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου για τα γυναικεία δικαιώματα

γράφει ο Αλέξανδρος Κ. Παπαναστασίου

Ζητήσαμε από τον Αλέξανδρο Κ. Παπαναστασίου, ανιψιό και γνώστη του έργου του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, σοσιαλιστή από τις αρχές του 20ού αιώνα, να μας ενημερώσει για τις απόψεις και τις ενέργειες του Α.Π. για τα θέματα της ισότητας των δύο φύλων και των γυναικείων δικαιωμάτων, που ήταν πρωτοποριακές για την εποχή. Ανταποκρίθηκε στο αίτημά μας με το εξαιρετικά τεκμηριωμένο άρθρο που ακολουθεί.

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου (1876– 1936), νομικός, πολιτικός επιστήμονας και κοινωνιολόγος, υπήρξε καινοτόμος κοινωνικός μεταρρυθμιστής και οραματιστής, πολιτικός ηγέτης μιας αριστερής εκδοχής της σοσιαλδημοκρατίας με πρωτοπόρες και ριζοσπαστικές για την εποχή του ιδέες. Μετά τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών σπουδάζει φιλοσοφία, κοινωνιολογία και οικονομία στα Πανεπιστήμια της Χαϊδελβέργης και Βερολίνου και συνεχίζει ανώτερες σπουδές στο Λονδίνο και το Παρίσι. Πολλές φορές βουλευτής, υπουργός και δύο φορές πρωθυπουργός (το 1924 και το 1932 βραχύβιας όμως διάρκειας), προσπάθησε να ρυμουλκήσει τον βενιζελισμό σε προοδευτικότερη κατεύθυνση συγκροτώντας την αριστερή πτέρυγα του Κόμματος των Φιλελευθέρων, όποτε συνεργάσθηκε μαζί τους ως επικεφαλής ο ίδιος της Δημοκρατικής Ένωσης που μετεξελίχθηκε σε Αγροτικό – Εργατικό Κόμμα. Για τις ιδέες και τη δράση του υπέστη διώξεις και οδηγήθηκε σε δίκες, φυλακίσεις και εξορίες. Είναι περισσότερο γνωστός ως «ο Πατέρας της Δημοκρατίας», αφού το 1924 ως Πρωθυπουργός κατέλυσε τη βασιλεία κηρύσσοντας με δημοψήφισμα έκπτωτη τη μοναρχία και εγκαθιδρύοντας την Αβασίλευτη Δημοκρατία, όρο sine qua non – όπως πίστευε – για την προώθηση της εθνικής, πολιτικής και κοινωνικής χειραφέτησης των Ελλήνων.

Γονιμοποίησε με νέες αρχές και απόψεις το δημόσιο βίο και αγωνίσθηκε για: τον χωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας, το υποχρεωτικό του πολιτικού γάμου, κατάργηση της θανατικής ποινής, καθιέρωση της ανόθευτης απλής αναλογικής ως πάγιου εκλογικού συστήματος, απόδοση της γης στους καλλιεργητές της και αποκατάσταση των προσφύγων, προώθηση συνεταιριστικής οργάνωσης των εργατών και των αγροτών, καθιέρωση της Κοινωνικής Ασφάλισης, ίδρυση του Παν/μίου Θεσσαλονίκης και της Αγροτικής Τράπεζας, υπεράσπιση του δημοτικισμού, προώθηση της Ειρήνης, της Διαβαλκανικής Συνεργασίας και της ιδέας μιας ευρωπαϊκής συνομοσπονδίας (της «Πανευρώπης») κ.ά. πολύ πρόωρα για την εποχή του και μη κατακτημένα ακόμη και σήμερα.

Ο Γεώργιος Παπανδρέου, αν και γνήσιος εκφραστής του αστικού φιλελεύθερου χώρου, δεν δίστασε το 1951 να συνοψίσει πολύ επιγραμματικά την προσφορά του σοσιαλιστή Παπαναστασίου στην πατρίδα και τη δημοκρατία:

«Ο Ελευθέριος Βενιζέλος επραγματοποίησεν εις την Ελλάδα το έθνος και το κράτος. Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου εισήγαγεν εις αυτήν τον πνευματικόν και τον κοινωνικόν χαρακτήρα. Αποτέλεσε εγκαλλώπισμα του πολιτικού κόσμου της Ελλάδος. Ενάρετος όσον ουδείς. Με ευψυχίαν όσον ουδείς».

Ο ΚΟΙΝΩΝΙΣΜΟΣ

Το 1908 ο Α.Π. πρωτοστατεί στην ίδρυση της «Κοινωνιολογικής Εταιρείας», τα μέλη της οποίας δύο χρόνια αργότερα συγκροτούν πολιτική ομάδα με την επωνυμία «Λαϊκόν Κόμμα»1. Από το προοίμιο του «Προγράμματός» του σταχυολογούμε τα εξής ενδιαφέροντα που προσδιορίζουν και το πλαίσιο της μετέπειτα δράσης των «Κοινωνιολόγων», όπως ήσαν γνωστότεροι, (που έκαναν την πρώτη τους κοινοβουλευτική εμφάνιση στην Α’ Αναθεωρητική Βουλή του 1910):

«…Το ισχύον οικονομικόν σύστημα διευκολύνει την εξάρτησιν και εκμετάλλευσιν των πολλών εργαζομένων από τους ολίγους κατόχους των μέσων της παραγωγής… Εγένοντο μέγισται συγκεντρώσεις επιχειρήσεων και συσσωρεύσεις κεφαλαίων, άγνωστοι εις προηγουμένας εποχάς, αι οποίαι δια της υπό το υπάρχον σύστημα ελευθέρας εξελίξεως θέλουν λάβει αναγκαίως μεγαλειτέρας διαστάσεις…

…Τοιουτοτρόπως εδημιουργήθη μία κοινωνική τάξις, στηριζομένη εις την κατοχήν των μέσων της παραγωγής, καρπουμένη την εργασίαν των πολλών και ευρισκομένη εις ανυπέρβλητον, εν συγκρίσει προς προγενεστέρας εποχάς, κοινωνικήν απόστασιν από τας εργαζομένας τάξεις, της οποίας η δύναμις καθίσταται ολονέν ισχυροτέρα. Αλλά τοιαύτη εξάρτησις και τοιαύτη εκμετάλλευσις είναι εντελώς ασυμβίβαστοι προς την ιδέαν της ισότητος και της ελευθερίας, επί των οποίων αξιούν ότι στηρίζονται τα πολιτεύματα των νεωτέρων κρατών…

…Η περιγραφείσα οικονομική, κοινωνική και πολιτική κατάστασις δεν είναι δυνατόν να αρθεί τελείως, αν δεν αφαιρεθεί σύρριζα η αιτία της, εάν δηλ. δεν κατορθωθεί να τελειοποιηθή εις τοιούτον βαθμόν ο πολιτειακός οργανισμός, ώστε να περιλάβει εις την λειτουργίαν του την παραγωγήν των αγαθών και να ρυθμίση την διανομήν αυτών κατά τρόπον δίκαιον και ανθρώπινον…»

Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΨΗΦΟΣ

Ο Α.Π. στο πλαίσιο του αγώνα του για την ωρίμανση των δημοκρατικών ιδεωδών σε όλες τις πτυχές του πολιτικού και κοινωνικού βίου, έδωσε βαρύνουσα σημασία στην πολιτική διαπαιδαγώγηση και χειραφέτηση της γυναίκας, αναγκαία προϋπόθεση της οποίας, βεβαίως, αποτελούσε η καθιέρωση της γυναικείας ψήφου.

Σε άρθρο του στην εφημερίδα «Ελ. Τύπος» την 1η Ιουνίου 1922 με τίτλο «Η Αγυρτεία εις την πολιτικήν» ο Α.Π. επισημαίνει χαρακτηριστικά :

«…Είναι εντελώς αστείοι οι ισχυρισμοί ότι το εκλογικόν δικαίωμα θα απομακρύνη την γυναίκα από την οικογένειαν (…) ως εάν η ενάσκησις του δικαιώματος κατά τας εκλογάς θα παρεμποδίζη την γυναίκα – μήπως συμβαίνει τι ανάλογον δια τον άνδρα; – να ασχολείται εις τας συνήθεις του εργασίας (…) Δίδει εις αυτήν μόνον άλλην μορφήν και συντελεί, όταν συντρέχη η κατάλληλος μόρφωσις και διαπαιδαγώγησις, να ανέλθη η οικογένεια εις ανώτερον επίπεδον συμβιώσεως από απόψεως αμοιβαίας εκτιμήσεως, αγάπης και υποστηρίξεως των μελών της οικογενείας. Δια την διαπαιδαγώγησιν δε αυτήν ένα συντελεστικόν μέσον είναι και η πολιτική αγωγή και η ευθύνη της γυναικός, η οποία καλλιεργείται και δια της παροχής ψήφου. Αι σκέψεις αυταί με έκαναν και εμέ να υποστηρίζω μαζί με άλλους ομοϊδεάτας την παροχήν δικαιώματος ψήφου εις τας γυναίκας, κατ’ αρχάς εις τους οργανισμούς της τοπικής αυτοδιοικήσεως, δηλαδή τους δήμους και τας κοινότητας, δια των οποίων τα ζητήματα και τα διοικούντα πρόσωπα έχουν αι γυναίκες και αμεσωτέραν γνώσιν και ώριμον αντίληψιν. Τοιουτοτρόπως, βαθμιαίως θα εγίνετο η πολιτική διαπαιδαγώγησις των γυναικών και δια των πραγμάτων θα εδοκιμάζοντο τα αγαθά ή κακά αποτελέσματα της αναμίξεως της γυναικός εις τας εκλογάς…»

Στις 20 Φεβρουαρίου 1925, σε αγόρευσή του στην Δ΄ Συντακτική Συνέλευση υπογραμμίζει:

«…Θα ήτο εντελώς άδικον από απόψεως ανθρωπίνων δικαιωμάτων να διαμφισβητηθεί απολύτως εις το ½ του πληθυσμού το δικαίωμά του να εκφέρη γνώμην επί των πολιτικών πραγμάτων, καθ’ ην στιγμήν προσφέρει και αυτό μεγάλας υπηρεσίας και υφίσταται μεγάλα βάρη και εν καιρώ ειρήνης και εν καιρώ πολέμου. Και όχι μόνον τούτο, αλλ’ ακριβώς, λόγω της ιδιοσυστασίας των γυναικών, η ανάμιξις αυτών ήθελε πολύ συντελέσει εις την διαφώτισιν ως προς τας αντιλήψεις της ζωής εις πολλά ζητήματα, ιδίως εις μερικά μέτρα αφορώντα την οικογένειαν, την μόρφωσιν και περίθαλψιν των παιδιών, κ.λ.π. Αλλά, αν δεν προτείνω την αναγκαστικήν καθιέρωσιν του εκλογικού δικαιώματος των γυναικών, το πράττω διότι νομίζω ότι απαιτείται ωρίμανσις της δημοσίας γνώμης τόσον του γυναικείου κόσμου όσον και του ανδρικού κόσμου προς παραδοχήν της επεκτάσεως αυτής, η οποία θα έλθη και εις την Ελλάδα αναγκαστικώς λόγω της προοδευτικής εξελίξεως όλων των Πολιτειών και της καθιδρύσεως του δημοκρατικού πολιτεύματος, το οποίον στηρίζεται επί ανθρωπιστικωτέρων βάσεων. Είναι αυτονόητον βέβαια ότι το ζήτημα της επεκτάσεως του εκλογικού δικαιώματος και εις τας γυναίκας είναι ζήτημα εκλογικού νόμου…»

Αγόρευση του Α.Π. στο Κοινοβούλιο (8 Ιουλίου 1929):

«…Εις το 1925 έγινεν εις νόμος ο οποίος επέτρεπε δια διατάγματος να παραχωρηθεί δικαίωμα του εκλέγειν εις τας γυναίκας εις τας εχούσας ηλικίαν άνω των 30 ετών και γνωριζούσας ανάγνωσιν και γραφήν. Κατά τον συντηρικώτερον δηλ. τρόπον επέτρεψε να παραχωρηθούν πολιτικά δικαιώματα και δια λόγους δικαιοσύνης, και δια λόγους εξυψώσεως της κοινοτικής και δημοτικής διοικήσεως. Όταν έγινεν αυτός ο νόμος η σκέψις ήτο να εφαρμοσθή δια τας εκλογάς του 1925, αλλ’ υπήρχε γενική πεποίθησις, ότι εις τας εκλογάς του 1929 θα εφηρμόζετο, διότι υπήρχεν όλος ο καιρός και οι εκλογικοί κατάλογοι να γίνουν και όλη η προετοιμασία η απαιτουμένη δια την εφαρμογήν της επεκτάσεως αυτού του δικαιώματος της ψήφου εις τας γυναίκας. Η εξέλιξις της κοινωνίας εις την Ελλάδα ήτο πλέον ή ευνοϊκή δι’ αυτήν την επέκτασιν, διότι έχομεν απειρίαν οικογενειών, των προσφύγων, αι οποίαι στηρίζονται εις την εργασίαν των γυναικών και πολλάς χιλιάδας αγροτικών οικογενειών αι οποίαι λόγω της μεταναστεύσεως πάλιν στηρίζονται εις την εργασίαν και τα προσόντα των γυναικών.

Αφήνω ότι εις όλον τον εργατικόν κόσμον η γυνή εργάζεται όπως και ο ανήρ, ότι εις τα βιομηχανικά κέντρα εργάζονται χιλιάδες γυναικών και, όπως και οι άνδρες, συνεισφέρουν επίσης εις τα βάρη της οικογενείας και εις τα δημόσια έσοδα. Αφήνω το άλλο γεγονός, ότι καθ’ όλον τον πόλεμον η δράσις της γυναικός ήτο τοιαύτη, ώστε επιβάλλεται η παραχώρησις αυτού του δικαιώματος, το οποίον δεν πρόκειται να επηρεάση την γενικήν πολιτικήν του Κράτους, πρόκειται μάλλον να επηρεάση επί το ανθρωπιστικώτερον την κοινοτικήν και δημοτικήν διοίκησιν, κατά τρόπον ο οποίος όχι μόνον δεν μπορεί να εκθέση εις οιονδήποτε κίνδυνον τα συμφέροντα του Δημοσίου, αλλά μάλλον θα προαγάγη τα συμφέροντα της δημοτικής και κοινοτικής διοικήσεως.

Δυστυχώς επέρασεν ο καιρός άπρακτος και ευρισκόμεθα εις τας παραμονάς των δημοτικών εκλογών χωρίς αυτήν την επέκτασιν. Βεβαίως κανείς δεν φαντάζεται ότι είναι δυνατόν εις τας προσεχείς εκλογάς να εφαροσθεί η διάταξις, αλλά θα επεθύμουν να παράσχη η Κυβέρνησις την βεβαίωσιν ότι θα προβή εγκαίρως εις την έκδοσιν του διατάγματος, ώστε να μη ευρεθώμεν εις τας παραμονάς των εκλογών του 1933 συζητούντες αν πρέπει να παραχωρήσωμεν εκλογικά δικαιώματα εις τας γυναίκας δια τας εκλογάς αι οποίαι θα γίνουν τότε, τας δημοτικάς και τας κοινοτικάς…»

Σημειώνουμε ότι ήδη από το 1910 στο πρόγραμμα του Λαϊκού Κόμματος, όπως προαναφέραμε, εκτός των άλλων ρηξικέλευθων ιδεών, προβλεπόταν και «η παραχώρησις εις τας γυναίκας του δικαιώματος του εκλέγειν και εκλέγεσθαι εις τα αξιώματα των οργανισμών της τοπικής διοικήσεως».

Τελικά, μετά από χρόνια νομοθετικών περιπετειών, μόνον το 1934 γίνεται κατορθωτό να ασκήσουν οι Ελληνίδες το δικαίωμα του εκλέγειν (και όχι του εκλέγεσθαι) και μόνον για τις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές και υπό τον περιορισμό ότι αυτό αφορούσε μόνο στις εγγράμματες γυναίκες, που είχαν συμπληρώσει το 30ό έτος της ηλικίας τους. Η διστακτικότητα όμως και οι προκαταλήψεις, καθώς και η μη εγγραφή στους εκλογικούς καταλόγους και ο μεγάλος αριθμός αναλφάβητων γυναικών έχει ως συνέπεια να ψηφίσουν στις εκλογές εκείνες περίπου 480 κυρίες.

Έπρεπε να φθάσουμε αισίως στο Μάϊο του 1952 με το νόμο 2159 που κατοχυρώνει το δικαίωμα της γυναίκας όχι μόνο να εκλέγει, αλλά και να εκλέγεται στις δημοτικές και βουλευτικές εκλογές. Παρ’ όλα αυτά, οι Ελληνίδες δεν μπορούν να ψηφίσουν στις εκλογές του Νοέμβρη που ακολουθεί, αφού δεν έχουν ενημερωθεί οι εκλογικοί κατάλογοι. Στις επαναληπτικές εκλογές ωστόσο λίγους μήνες αργότερα, εκλέγεται στη Θεσσαλονίκη πρώτη γυναίκα βουλευτής στην ιστορία της Ελλάδας, η Ελένη Σκούρα του Ελληνικού Συναγερμού, η οποία μαζί με τη Βιργινία Ζάννα, του Κόμματος Φιλελευθέρων, υπήρξαν οι πρώτες γυναίκες υποψήφιες για το βουλευτικό αξίωμα.

Σοβαρή κατάκτηση για το γυναικείο κίνημα αποτελεί το Σύνταγμα του 1975 όπου ορίζεται επιτέλους ότι «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες είναι ίσοι».

ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑ

Πάνω από έναν αιώνα από σήμερα, στις 29 Αυγούστου 1909 ένα προφητικό και πάντα επίκαιρο και στις μέρες μας κείμενο της «Κοινωνιολογικής Εταιρείας» ανέλυε την κακοδαιμονία και τις παθογένειες της χώρας με τον σημαδιακό τίτλο : Τι πρέπει να γίνει. Το κείμενο είχε γραφεί από τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου και επιδόθηκε από το Δ.Σ. της πολιτικής αυτής εταιρείας στον συνταγματάρχη Ν. Ζορμπά, αρχηγό του Στρατιωτικού Συνδέσμου στο γνωστό κίνημα του 1909 στο Γουδί. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα από την εισαγωγή του 16σέλιδου ιστορικού αυτού κειμένου «…Δια να επιφέρη λοιπόν το επαναστατικόν κίνημα την ποθουμένην ριζικωτέραν μεταβολήν και δια να λάβη λαϊκώτερον χαρακτήρα, πρέπει να γενικευθεί και να κτυπήσει τας βαθυτέρας αιτίας της σημερινής κακοδαιμονίας. Είναι δε αύται κατά την αντίληψίν μας:

Α΄/ Ανειλικρίνεια των πολιτικών ανδρών, συνασπισθέντων όχι εις κόμματα ιδεών και γενικωτέρων συμφερόντων, αλλ’ εις ολιγαρχικάς ομάδας, αίτινες επιδιώκουν προσωπικά συμφέροντα και στηρίζουν την επιρροήν των εις αφθόνους κυβερνητικάς παροχάς και εις οργάνωσιν πολιτικών πρακτόρων (κομματαρχών), πιεζόντων τον λαόν και εκμυζώντων το κράτος και τους δήμους.

Β΄/ Έλλειψις επαρκούς πολιτικής μορφώσεως του λαού ουδενός ποτε μεριμνήσαντος να του δώση δια της διδασκαλίας και του παραδείγματος την πρέπουσαν πολιτικήν ανατροφήν, προς τούτοις δε οικονομική ανεπάρκεια του εργαζομένου λαού, διευκολύνουσα την πολιτικήν εξάρτησιν αυτού από την κυβερνώσα τάξιν…»

Στο παραπάνω υπόμνημα προτείνονται ειδικότερα 12 νομοθετικά μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν, το 8ο των οποίων προνοεί «περί περιορισμού των ωρών της εργασίας γενικώς μεν εις 10 ώρας καθ’ εκάστην, περιλαμβανομένου του χρόνου της εν τω μεταξύ διακοπής της εργασίας, δια δε τας γυναίκας εις 9 ώρας καθ’ εκάστην περιλαμβανομένης διακοπής 1 και 1/2 ώρας κατά την μεσημβρίαν, και διακοπής της εργασίας κατά την εποχήν του τοκετού επί 8 εβδομάδας, και δια τα παιδία ηλικίας 14 -18 ετών εις 8 ώρας περιλαμβανομένης της κατά την μεσημβρίαν διακοπής. Τέλος περί απαγορεύσεως της εργασίας εις παιδία κάτω των 14 ετών, περί καθιερώσεως της κυριακής αργίας, περί αναγκαστικής ασφαλείας των εργατών, θεσπιζομένης αμέσως της ασφαλείας κατά τυχαίων ατυχημάτων εις τα εργοστάσια, η οποία ασφάλεια δεν είναι δυνατόν να προσκόψη εις εμπόδιον τι, άτε βαρύνουσα αποκλειστικώς τους εργοδότας. Η εργατική αύτη νομοθεσία είναι απαραίτητος δια ν’ απαλλάξη τους εργάτας από υπερβολικήν και ανθυγιεινήν εκμετάλλευσιν και να καταστήση τον βίον αυτών κάπως ανθρώπινον…»

Σε αγόρευσή του στις 19 Δεκεμβρίου 1911 στο Κοινοβούλιο (Β΄Αναθεωρητική) τονίζει: «Δεν θα ομιλήσω επί της ουσίας, διότι αρκετά ωρίμασεν η ιδέα ότι αι κοινωνίαι, αι οποίαι πιέζουσι τας γυναίκας και τα ανήλικα δι’ επαχθούς εργασίας, ομοιάζουσι με τους βαρβάρους, οίτινες αποκόπτουσι τα δένδρα, ίνα κόψωσι τους καρπούς…»

ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ

Οι απόψεις του Παπαναστασίου για την υποχρεωτικότητα του πολιτικού γάμου και την προαιρετικότητα του θρησκευτικού είναι αναλυτικές, επιστημονικά και πολιτικά τεκμηριωμένες. Η ολοκληρωμένη παράθεσή τους θα υπερέβαινε το αντικείμενο και το εύρος του παρόντος σημειώματος. Κλείνοντας λοιπόν, περιοριζόμαστε μόνο στα παρακάτω επιγραμματικά από όσα ο Α.Π. έχει υποστηρίξει, ως απλό υπαινιγμό μας για το τόσο σοβαρό και πολυσυζητημένο μέχρι τις μέρες μας θέμα:

«…αλλά της θρησκείας αποτελούσης ζήτημα συνειδήσεως , υποχρεωτικοί δια τους πολίτας πρέπει ναι είναι μόνον οι όροι του πολιτικού γάμου…» (7/3/1934 – «Νέος Κόσμος»(έρευνα)

«….Κατά την αντίληψίν μου, το υποχρεωτικόν του θρησκευτικού γάμου ημπορεί να έχει δικαιολογίαν μόνον εις θεοκρατικόν κράτος ….Ο γάμος είναι μία σχέσις εντελώς ιδιωτική, έν συνάλλαγμα, όπως λέγομεν, το οποίον δημιουργεί σπουδαιοτάτας νομικάς σχέσεις και υποχρεώσεις …Το να υποβάλωμεν την τέλεσιν του γάμου εις διατάξεις ανταποκρινομένας εις τας αντιλήψεις ωρισμένων θρησκειών νομίζω ότι αποτελεί ανακολουθίαν ενός πολιτικού κράτους , θίγουσαν την ελευθερίαν του ατόμου…» (29/12/1930 – Πρακτικά συζητήσεων Αναθεωρητικής Επιτροπείας επί του Διαγράμματος Αστικού Κώδικος)