Αποστολή στο Κομπάνι: «Στο κεφάλι, στα μάτια μου και στην καρδιά μου»

Κείμενο: Ειρήνη Προμπονά | Φωτογραφίες: Μιχάλης Καραγιάννης

Μέρος Α’: Αθήνα-Κωνσταντινούπολη-Σαλιούρφα-Σουρούτς. Οι πρώτες συναντήσεις στα τουρκοσυριακά σύνορα.

Καθαρά Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου αντί χαρταετού πετάξαμε μέχρι την Νοτιανατολική Τουρκία. Σκοπός ήταν η παράδοση της ανθρωπιστικής βοήθειας που μαζεύτηκε απ’ όλο τον κόσμο στην Ελλάδα για τους πρόσφυγες του Σουρούτς και το Κομπάνι στο πλαίσιο της καμπάνιας «Η αλληλεγγύη κρατά τη ζωή στο Κομπάνι» που διοργάνωσε ο ρ/σ 105,5 στο Κόκκινο, η «Αλληλεγγύη για όλους», το ΚΕΘΕΑ, η ΑΔΕΔΥ και τα ΚΙΦΑ του Ν. Αττικής.

Για δεύτερη φορά μετά την ανθρωπιστική βοήθεια στην Γαζα ο κόσμος μας άφησε κατάπληκτους απο το πόσο άμεσα ανταποκρίθηκε  βοηθώντας με τη συμμετοχή του στη συλλογή 13 τόνων τροφίμων μακράς διαρκείας, 1400 πακέτων με είδη προσωπικής υγιεινής, 124 κούτες φαρμάκων και χιλίων καινούργιων κουβερτών , προσφορά της Αρχιεπισκοπής που ανταποκρίθηκε άμεσα στο κάλεσμα.

Αφήνοντας πίσω μας την βροχερή Κωνσταντινούπολη με προορισμό την Σαλιούρφα  είχε αρχίσει να νυχτώνει. Κοιτώντας έξω απ’ το παράθυρο του αεροπλάνου διαπίστωσα πως δεν έβλεπα πια μεγάλες φωταγωγημένες πόλεις, αλλά μικρά διάσπαρτα χωριά που μετα βίας λαμπύριζε το φως τους στα 9.000 πόδια περίπου που βρισκόμασταν…σε λίγο θα προγειωνόμασταν στην Σαλιούρφα. Το φορτηγό με την ανθρωπιστική βοήθεια είχε ήδη ξεκινήσει το ταξίδι του δυο μέρες πριν απο μας. Ο συντονισμός του έργου δύσκολος.

Η προσγείωσή μας στο αεροδρόμιο της Ούρφα και η υποδοχή απο τους ανθρώπους εκεί ήταν πραγματικά θερμή. Στην ομάδα ήταν και ο Ιμπραήμ, γιατρός με καταγωγή απο το Κομπάνι που ζει εδω και 20 χρόνια στην Ελλάδα. Ο Ιμπραήμ ήταν ο διερμηνέας μας, μιας και τα αγγλικά σπανίζουν  στην περιοχή. Ακόμα πιο τυχεροί σταθήκαμε έχοντας στην αποστολή και την Έμμυ Καρίμαλη, απο τη νεολαία ΣΥΡΙΖΑ, που μιλούσε πολύ καλά τα τουρκικά και μας έβγαλε πάρα πολλές φορές απο τη δύσκολη θέση της συνεννόησης βοηθώντας πρόθυμα την αποστολή σε όλο το ταξίδι.

Την επόμενη μέρα κιόλας ξεκινούσαν οι συναντήσεις  στο πολιτιστικό κέντρο του Σουρούτς, μετά στο δημαρχείο και φυσικά η επίσκεψη στους καταυλισμούς των προσφύγων.

Σε μια απόσταση περίπου 40 χιλιλμέτρων απο την επαρχία της Σανλιούρφα βρίσκεται το Σουρούτς-περίπου 10 χιλιόμετρα πριν τα τουρκοσυριακά σύνορα. 
Στη διαδρομή παρατηρώ το τοπίο. Χαμηλή βλάστηση, λόφοι, μερικά χωριά με την κεντρική αγορά-μινιατούρα   παρεμβάλονται στη διαδρομή. Τα προϊόντα ίδια, λαχανικά και φαγώσιμα κυρίως, χωρίς να αναδύουν τίποτα το δυτικό. Εντύπωση μου προκαλούν τα παπούτσια των παιδιών λασπωμένα και μεγαλύτερα απ’ τα πόδια τους. Αν και δεν εχω επισκεφτεί ποτέ την περιοχή η εικόνα μου φαίνεται οικεία. Στο μυαλό μου γυρίζει η λέξη «φτώχεια» και αυτομάτως η εικόνα της ελληνικής επαρχίας της δεκαετία του ’50 αναδύεται μέσα απο τις ιστορίες των γιαγιάδων μου και ανάλογες φωτογραφίες εκείνης της εποχής. Κάνουν την εμφάνισή τους οι πρώτοι καταυλισμοί.

Φτάνοντας στο κέντρο του Σουρούτς  ενα τεράστιο αγαλματένιο χέρι που κρατά ενα ρόδι δεσπόζει στο κέντρο της πλατείας. Κατευθυνόμαστε προς το Πολιτιστικό Κέντρο όπου εκεί καταλήγουν οι δημοσιογραφικές αποστολές, ακόμα και για φιλοξενία αν χρειαστεί, γίνονται οι συναντήσεις του κόμματος, συνεδριάσεις που αφορούν το Κομπάνι , εδω βρίσκονται και οι εθελοντές που βοηθούν στους καταυλισμούς, στην οργάνωση, όπου μπορούν να φανούν χρήσιμοι.


στην πλατεία
Σουρούτς,  Χρώματα και μυρωδιές
Μας υποδέχονται μεταξύ άλλων 3 μέλη της επιτροπής για το Κομπάνι η Φαουζία,  ο Φαρίκ και ο Μουζάν.

Οι οικοδεσπότες μας είναι ήρεμοι και χαμογελαστοί, το ίδιο το κτίριο όμως μαρτυρά  την πρόσφατη ιστορία του καθώς όταν μαίνονταν οι μάχες των πρώτων ημερών είχε γίνει κέντρο φιλοξενίας προσφύγων και τραυματιών μιας και εκεί λειτουργούσε ιατρείο που πριν τις μάχες ακόμα δεχόνταν  γύρω στους 50 με 100 ασθενείς το μήνα.

Fayza Abdi
Η Φαουζία μας καλωσορίζει θερμά. «Η θέση μας» μας λέει «είναι απέναντι στο Κομπάνι. Θα θέλαμε να μας έχετε επισκεφτεί στον τόπο μας να σας δείξουμε την δημοκρατία μας αλλα αυτό είναι αδύνατον αυτή τη στιγμή. Μετά την επίθεση, ο λαός μας πέρασε τα σύνορα και ήρθε εδω, εδω είναι Κουρδιστάν, εδω είμαστε σαν στο σπίτι μας, η κανονική μας θέση όμως είναι απέναντι. Σας καλωσορίζω εκ μέρους των ελεύθερων χωριών του Κομπάνι, σαν γυναίκα καλοσορίζω ειδικά τις γυναίκες της αποστολής καθώς η ισότητα μεταξύ των δύο φύλων είναι στην πράξη  στο Κομπάνι, οχι μόνο στα χαρτιά.»  

Ο Φαρίκ και ο Μουζάν  μας εξηγούν πως η Ελλάδα είναι η γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης και πως το Κομπάνι είναι το κλειδί για να λυθούν προβλήματα που υπάρχουν εδώ και εκατό χρόνια στην περιοχή. Μας μιλούν για  την νέα πολιτική κατάσταση στο απελευθερωμένο Κομπάνι με βάση την κοινωνία , καθώς και τα δυο σημαντικά πράγματα που κυριαρχούν σ’ αυτήν: Η γυναίκα και η Οικολογία.

«Αν η γυναίκα δεν είναι ελεύθερη τότε και η κοινωνία δεν είναι ελεύθερη» μας λένε σαν να ‘ναι το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο-που είναι άλλωστε- ενώ η οικολογία χρειάζεται για την απαραίτητη ισορροπία μεταξύ του ανθρώπου και της φύσης.

Φεύγοντας απο το πολιτιστικό κέντρο στην ταμπέλα του ιατρείου υπάρχει γραμμένο ένα όνομα: «Αρίν Μιρχάν». Διαβάζοντας το σταμάτησα. Η Αρίν μαχήτρια στο Κομπάνι διοικούσε την μονάδα της όταν οι δολοφόνοι του Ι.Κ εξαπέλυσαν μία από τις πολλές και λυσσαλέες επιθέσεις τους στο Κομπάνι.

Οι Κούρδοι μαχητές  είχαν μείνει απο πυρομαχικά. Η Αρίν αποφασισμένη για ζωή ή για θάνατο ζώστηκε με όσες χειροβομβίδες είχαν απομείνει και επιτέθηκε μόνη της κατά μιας ομάδας ισλαμιστών. 

Η επίθεση των Τζιχαντιστών αναχαιτίστηκε, όχι μόνο από την έκρηξη των χειροβομβίδων που κουβαλούσε πάνω της η νεαρή μαχήτρια, με τις οποίες σκότωσε τουλάχιστον 10 απ’ αυτούς,  αλλά γιατί το  μήνυμα αποφασιστικότητας και θάρρους που έστειλε με την πράξη της  στους συντρόφους της ήταν αρκετό για να τους κάνει να νικήσουν τη μάχη.

Ήταν 5 Οκτωβρίου 2014 και η Αρίν ήταν μόλις 20 ετών. Αργότερα θα μάθαινα πως ένας απο τους καταυλισμούς φέρει τ’ όνομά της  και πως κανείς δεν μπορεί να το πει χωρίς να δακρύσει….για μένα-ουσιαστικά- η αποστολή μόλις ξεκινούσε…

Στην Αρίν Μιρχάν

 Από τον καταυλισμό των προσφύγων «Αριν Μιρχάν» στον καταυλισμό των Μαρτύρων του Κομπάνι.

Αμέσως μετά τις συναντήσεις μας στο Πολιτιστικό Κέντρο μεταφερθήκαμε στον κοντινότερο καταυλισμό του Σουρούτς που έφερε το όνομα της μαχήτριας Αρίν Μιρχάν.

Βαριά σύννεφα στον ουρανό ταιριαστά με τις σκέψεις μου.  Ήδη συγκινησιακά φορτισμένη, πριν καν παρκάρει το βαν που μας μετέφερε οι πρώτες εικόνες  ξεδιπλώνονταν έξω απο τα παράθυρα του αυτοκινήτου. Άνδρες,παιδιά και γκριζόλευκες σκηνές μέχρι όπου φτάνει το μάτι σου. Ο κόμπος  που τυλίγονταν μέρες τώρα μέσα μου άρχισε να σφίγγει. Πρώτο συναίσθημα συστολή, σαν να παραβιάζω κάποιου είδους άβατο.

Στην είσοδο μας περίμεναν αρκετοί άντρες καθώς όλοι είχαν ενημερωθεί για την άφιξη της ελληνικής αποστολής. Μας υποδέχτηκε ο Χασάν, δημοτικός σύμβουλος  του Σουρούτς  που  είχε τον καταυλισμό υπό την επίβλεψή του και βρισκόταν μαζί με  άλλους άνδρες του καταυλισμού κοντά στην είσοδο.

“Roj bas”, «καλημέρα», «στο κεφάλι μου» χέρια που ακουμπάνε στην καρδιά οι πρώτοι μας χαιρετισμοί και οι συστάσεις. Τετρακόσιες σαράντα εφτά σκηνές στον καταυλισμό «Αρίν Μιρχάν» φιλοξενούν περίπου 3.150  πρόσφυγες  με 1.700 απ’ αυτούς να είναι ηλικίας κάτω των 18 ετών.Περίπου οι 50 απ’ αυτούς  γύρισαν  πίσω στο Κομπάνι πρόσφατα.

Την απορία μου  για την επιστροφή τους πίσω δεν πρόλαβα να την εκφράσω. Ένα πλήθος ανθρώπων , παιδιών  κυρίως , που χαμογελά και θέλει να μας ξεναγήσει στο σπίτι του βρίσκεται γύρω μας και μεις  ξεκινούμε να περπατάμε στους λασπωμένους  διαδρόμους που βρίσκονται ανάμεσα στις σκηνές και στα πολύχρωμα απλωμένα ρούχα φτάνοντας στο σχολείο αναζητώντας τους δασκάλους και τους μαθητές.

Το γκρίζο και η λάσπη του καταυλισμού δεν έχει καμία θέση μέσα στο σχολείο των παιδιών. Χρώματα και ζωγραφιές παντού, γκράφιτι με χαρούμενα emoticons στον μουσαμά της σκηνής, δέντρα, λουλούδια παιδικές φωνές και χαμόγελα παντού συνθέτουν το  εσωτερικό.

Με την βοήθεια του Ιμπραήμ συζητάμε με τους δασκάλους , για τις ανάγκες των σχολείων του καταυλισμού, για τα μαθήματα, για τα παιδιά και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν.

«Μεγάλο κακό ο πόλεμος και η προσφυγιά» μας λέει ένας απ’ τους δασκάλους. «Τα παιδιά ζητούν να γυρίσουν πίσω, οι ζωγραφιές τους απεικονίζουν την επιστροφή τους στο Κομπάνι, όταν δεν ζωγραφίζουν σκηνές με την βαρβαρότητα των Τζιχαντιστών ή μάχες. Υπάρχει μια ειδική ομάδα που βοηθά για την ψυχολογική αποκατάσταση των παιδιών εδώ, για να μπορέσουν να ξεχάσουν λίγο την βαρβαρότητα που είδαν τα παιδικά τους μάτια».

Ο κόμπος σφίγγει κι άλλο μέσα μου. Ακούω τον Ιμπραήμ να μεταφράζει κοιτάζοντας γύρω μου τα παιδιά που έχουν μαζευτεί. Στο πρόσωπό τους αναγνωρίζω εκατοντάδες παιδιά στις πλατείες του κόσμου, στις πλατείες της χώρας μου, στα σαπιοκάραβα των δουλεμπόρων που φτάνουν στα χωρικά μας ύδατα έχοντας γνωρίσει πολλές ακόμα εκδοχές της βαρβαρότητας πριν καν μάθουν στη γλώσσα τους τι σημαίνει η ίδια λέξη.

«Πεντακόσια πενήντα παιδιά είναι ηλικίας 7 έως 10 ετών και διακόσια περίπου 11- 15 ετών» η ήρεμη τραγουδιστή φωνή του Ιμπραήμ εξακολουθεί να μεταφράζει απο τα κουρδικά στα ελληνικά.

Τα παιδιά διδάσκονται, αραβικά, βιολογία, μαθηματικά, αγγλικά, μουσική και οι ανάγκες σε τετράδια, μολύβια και σχολικά είδη είναι μεγάλες. Τα βιβλία έρχονται απο τα ελεύθερα χωριά του Αρφίν και του Τζαζίρα.

Με δεκάδες παιδιά να μας ακολουθούν  περάσαμε απο τις σκηνές του καταυλισμού. Οι δουλειές της ημέρα είχαν τελειώσει και σε κάθε μας χαμόγελο ή χαιρετισμό οι είσοδοι των σκηνών άνοιγαν για να μας υποδεχτούν. Για τσάϊ, για φαγητό οι γυναίκες μας προσκαλούσαν να μπούμε στη σκηνή τους, στο σπίτι τους  να κάτσουμε μαζί τους. Πρόσωπα όμορφα, πολλές επιβλητικά «χαραγμένα» απο τα σημάδια της πρόσφατης Ιστορίας του τόπου τους, χαμογελαστά με βλέμμα αγέρωχο και περήφανο. Κανείς τους, ούτε παιδί, ούτε μεγάλος δεν ζήτησε τίποτα….το μόνο που ζητούν είναι ο κόσμος να μάθει για το Κομπάνι και την αντίσταση του λαού τους. Να μάθει τι σημαίνει αυτή τους η πράξη. Να καταλάβει, ίσως, άλλο ένα αυτονόητο της Ιστορίας.

Τα ορφανά παιδιά  και οι οικογένειες των Κούρδων που έχουν χάσει μαχητές και μαχήτριες  στο  Κομπάνι ζούν σ’ ένα ξεχωριστό καταυλισμό, τον «Καταυλισμό των μαρτύρων» που αποτελείται απο κοντέινερς και  βρίσκεται μερικά χιλιόμετρα  μακριά απο τον καταυλισμό προσφύγων «Αριν Μιρχάν». Εβδομήντα οικογένειες, γυναίκες και παιδιά κυρίως , γύρω στα 500 άτομα με τα 100 απο αυτά να είναι παιδιά.

Ο Μαχμούντ  Σιχάντ είναι πατέρας 2 μαρτύρων. Έχει χάσει 2 γιούς τον ένα στις μάχες του PKK τον δεύτερο τώρα στο Κομπάνι. Οι δυο κόρες του βρίσκονται στο αρχηγείο του PKK και στο Τζαζίρα.

Κρατά στα χέρια του τη φωτογραφία του μάρτυρα γιού του και της κόρης του και μας μιλά για τους Τζιχαντιστές με την έκφραση του ανθρώπου που έχει ζήσει τη φρίκη, που γνωρίζει την απώλεια και τον πόνο του ξεριζωμού. Όμως τα λόγια τους δεν αφορούν τον ίδιο και τον λαό του μονάχα.

«Αυτή η κατάσταση ένωσε το Κουρδιστάν, λέει ο Μαχμούντ. Το Χαλιφάτο αποτελεί κίνδυνο για όλο τον κόσμο. Ενωμένοι πολεμάμε τον εχθρό. Ο πόλεμος και η αντίσταση γίνεται για την δημοκρατία. Θέλουμε όλοι να έχουν μέρος σε αυτήν! Δεν έχουμε τίποτα να χωρίσουμε οι λαοί και χρειαζόμαστε βοήθεια»  ολοκληρώνει ο Μαχμούντ που είπε τόσα αλλα δακρύζει, στο άκουσμα του σεβασμού και του θαυμασμού που τρέφουμε για τον αγώνα τους εδω.

«Πρέπει να ξέρετε» μας λέει συγκινημένος ο Μαχμούντ «πως αυτό τον αγώνα μας  δίδαξε ο Οτσαλάν. Αυτός μας δίδαξε τα πάντα. Μεταφέρετε το μήνυμα πως ο Οτσαλάν πρέπει να ελευθερωθεί….κανένας άνθρωπος δεν πρέπει να είναι φυλακή για τέτοιους λόγους…»

Τέλος ο Μαχμούντ  μας μίλησε για το Ισμαλικό Κράτος. «Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν θρησκεία, καμία θρησκεία δε λέει ν’ αποκεφαλίζεις και να καις ανθρώπους ζωντανούς. Πολεμάμε γι’ αυτό… εμείς και τα παιδιά μας».

Ελάχιστα χιλιόμετρα πιο κάτω, στα σύνορα,  το Κομπάνι επιβεβαίωνε τα λόγια του Μαχμούντ με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο. Για μια ακόμη φορά οι πόρτες των κοντέινερς άνοιξαν για όλους μας. Γυναίκες με μικρά τατουάζ στο πρόσωπο και άσπρες μαντήλες μας καλωσόριζαν στα σπίτια τους… κι εμείς με πρόγραμμα φορτωμένο έπρεπε να πάμε στο ραντεβού μας με την δήμαρχο του Σουρούτς την 35χρονη Ζουχάλ Εκμέζ και μετά στα σύνορα.

Στη διαδρομή ο κόμπος μέσα μου είχε λυθεί η αρχική αίσθηση της συστολής με είχε εγκαταλείψει  κάνοντας διάφορες σκέψεις γύρω απο την λέξη  “Rojava”  που  σημαίνει «Δύση» , μα μ’ έναν περίεργο τρόπο εγώ τη νιώθω σαν ανατολή….αρκετά χιλιόμετρα μακριά μια νταλίκα προσπαθούσε να φτάσει στην ώρα της κουβαλώντας ένα μήνυμα  αλληλεγγύης και στήριξης απο την Ελλάδα  γι αυτόν τον περήφανο λαό.  Έναν λαό που ενωμένος ξέρει ποιούς και γιατί πολεμάει…

Απο το δημαρχείο του Σουρούτς στα σύνορα και στα χωριά των προσφύγων και στους καταυλισμούς.

Το μεσημέρι  βρήκε την αποστολή στο γραφείο της δημάρχου του Σουρούτς Ζουχάλ Εκμέζ. Μα υποδέχτηκε στην είσοδο του γραφείου της  και αντάλλαξε χειραψία με όλους ανεξαιρέτως για το καλωσόρισμα. Αμέσως μετά, το πρώτο τσάι είχε μοιραστεί και η συζήτηση ξεκινούσε.

Στο Σουρούτς, όπως και σε κάθε θέση αξιωματούχου υπάρχουν πάντα δυο άτομα εκλεγμένα από τον λαό που συνδιοικούν,  μια γυναίκα και ένας άντρας, είτε αυτό αφορά την πολιτεία είτε το στρατό. Στη σχετική μας ερώτηση η Ζουχάλ απαντά με χαμόγελο.

«Το σύστημα στο Κουρδιστάν ήταν αντρικό. Θέλαμε όμως να το αλλάξουμε και άλλαξε. Τώρα πια έχουμε συνδιοίκηση». Παρακολουθούσα το βλέμμα της Ζουχάλ όσο μιλούσε. Κοιτούσε κατευθείαν στα μάτια, χωρίς να υπάρχει ίχνος αμφιταλάντευσης για τα λεγόμενά της στο βλέμμα της.

«Σας ευχαριστώ και χαίρομαι που ο κόσμος  στην Ελλάδα συγκέντρωσε αυτή τη βοήθεια για μας και τον ευχαριστούμε. Χαίρομαι που η κυβέρνηση το βλέπει σωστά καθώς από προηγούμενη κυβέρνηση είχαμε την παράδοση του Οτσαλάν. Συγχαρητήρια για τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα»  είπε η δήμαρχος και συνέχισε μιλώντας για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ίδιοι με την Τουρκία. «Το Κομπάνι είναι η αρχή για την παγκόσμια αλληλεγγύη. Όταν λέμε πως το τουρκικό κράτος εμποδίζει την ανθρωπιστική βοήθεια μας λένε προβοκάτορες, βλέπετε όμως τι γίνεται. Ο δήμος Σουρούτς είναι ένας μικρός δήμος. Για ν’ αντιμετωπίσει την ανθρωπιστική κρίση συνεδριάζει καθημερινά εδώ το συντονιστικό όργανο της Επιτροπής κρίσεων της Ροζάβα και η βοήθεια προέρχεται από όλους τους Κούρδους».

Η Ζουχάλ μας εξηγεί πως οι κουρδικοί δήμοι -103 στον αριθμό- έφτιαξαν και επιβλέπουν τους καταυλισμούς προσφύγων. Μας μιλά για την κεντρική κουζίνα και τους δυο φούρνους που λειτουργούν καθημερινά μεταφέροντας το φαγητό στους πρόσφυγες. Στην αίθουσα βρίσκεται και το γυναικείο πρακτορείο ειδήσεων και με την ευκαιρία ζητάμε να μάθουμε τι γίνεται με τα ΜΜΕ που διαθέτουν.

«Διαθέτουμε αυτόνομα κανάλια, ραδιόφωνο, εφημερίδες ακόμα και ραδιοφωνικό σταθμό μέσα στο Κομπάνι όλα με κουρδικό δημοσιογραφικό προσωπικό. Υπάρχει λογοκρισία από τα τουρκικά μέσα και λανθασμένη μεταφορά πληροφοριών» μας λέει η δήμαρχος του Σουρούτς «αλλά αυτό δεν το αφήνουμε έτσι. Μιλάμε μαζί τους, δεν είναι όλα ακριβώς όπως παλιά. Μετά το Κομπάνι συζητάται ακόμα και το PKK να βγει από τη λίστα των τρομοκρατικών οργανώσεων» μας λέει η Ζουχάλ Εκμέζ.

Οι πολιτικές εξελίξεις μετά την αντίσταση στο Κομπάνι, όσον αφορά στη θέση των Κούρδων απασχολεί πλέον τη διεθνή κοινότητα με άλλη οπτική. Παρ’ όλες τις προσπάθειες να βρεί εμπόδια αυτή η εξέλιξη που γίνονται από την  τουρκική κυβέρνηση-ή κύκλους της- οι Κούρδοι δεν το βάζουν κάτω. Παλεύουν  καθημερινά για να γνωστοποιήσουν την κατάσταση  παγκοσμίως με κάθε τρόπο και εκφράζονται και μέσα από τα πολιτικά τους κόμματα  πράττοντας το αυτονόητο, αγωνιζόμενοι σε κάθε επίπεδο. Η ευκαιρία που έχει δημιουργηθεί είναι μοναδική.

Ο γραμματέας  της τοπικής οργάνωσης του PDP σε μια συζήτηση που κάνουμε λέει χαρακτηριστικά πως «Το Κομπάνι θα ανοικοδομηθεί με την αλληλεγγύη των λαών και του Κουρδικού λαού. Αν αυτό δεν καταστεί εφικτό τότε το Κομπάνι θα χαθεί γιατί κανείς δεν θα μπορέσει να γυρίσει πίσω, στο σπίτι του κι όσοι μπλοκάρουν αυτή την προσπάθεια ανοικοδόμησης αυτό επιθυμούν. Οι άνθρωποι στο Κομπάνι είναι δικοί μας άνθρωποι, έχουμε κλάψει μαζί, έχουμε γελάσει, έχουμε πεινάσει και έχουμε νικήσει μαζί. Πρέπει να βρεθεί λύση ώστε η ανθρωπιστική βοήθεια να φτάσει στους πρόσφυγες απ’ ευθείας όπως και τα χρήματα για την ανοικοδόμηση».

Μετά από αρκετές ερωτήσεις,  απαντήσεις  και μια σύντομη επίσκεψη στο τοπικό παζάρι τους Σουρούτς, πήραμε τον δρόμο για τα σύνορα. Προσπεράσαμε ένα κάρο με καρότσα ημιφορτηγού που το έσερνε ένα άλογο, ένα κοπάδι πρόβατα μας έκλεισε το δρόμο κάποια στιγμή και το τοπίο όλο και πλάταινε ώσπου φτάσαμε στα τουρκοσυριακά σύνορα με το Κομπάνι να δεσπόζει στο συννεφιασμένο ουρανό λίγο πριν το ηλιοβασίλεμα. Ήδη από τους τοίχους  και τα μηνύματα που είχαν γραφτεί  καταλάβαινες  από δω -και πέρα απ’ το συρματόπλεγμα- ξεκινούσαν όλα όσα είχες δει τις τελευταίες μέρες στην περιοχή.

Σταματήσαμε σ’ έναν οικισμό την ώρα του φαγητού καθώς στο τζαμί εκείνη την ώρα δίνονταν φαγητό στους πρόσφυγες που διέμεναν εκεί. Φαγητό που προσφέρθηκε απλόχερα και σε μας.  Σ’ αυτό το πλάτωμα κατέληγαν  πάντα οι αποστολές που επισκέπτονταν την περιοχή, καθώς τα πανώ και οι αφίσες, τα μηνύματα βρισκόταν όλα καρφωμένα στον τοίχο ενός σπιτιού.

Περπάτησα λίγο κατά μήκος του κτιρίου μέχρι το κοιμητήριο. Κατά διαστήματα έφτανε στ’ αυτιά μου ο απόηχος ενός θορύβου που έμοιαζε λες και κάπου στην πλευρά της Συρίας,  μακριά από το σημείο που βρισκόμουν βροντούσε. Ήξερα καλά πως αυτό που άκουγα δεν ήταν βροντές και το  αποτέλεσμα κακοκαιρίας. Γύρισα προς το μέρος που ακούγονταν ο ήχος. Ησυχία. Δεν έκανα καμία προσπάθεια να φανταστώ τη σκηνή εκεί που ακόμα οι μάχες μαίνονταν και ο ήχος τους έφτανε ως  τα σύνορα όπου βρισκόμουν…. γνώριζα –εκ του αποτελέσματος πια και των μαρτυριών-πως η πραγματικότητα ξεπερνούσε κατά πολύ την φαντασία.

Περιηγήθηκα λίγο στην περιοχή. Ένα φορτηγό γεμάτο πράγματα και μερικές οικογένειες  θ’ αναχωρούσαν για το Κομπάνι αύριο επιστρέφοντας στα παγιδευμένα χαλάσματα να βοηθήσουν στον καθαρισμό και  στην πολυπόθητη ανοικοδόμηση της πόλης.

Όταν βρίσκεσαι στα σύνορα και αντικρίζεις μια εμπόλεμη ζώνη ή την αμέσως επόμενη περίοδο της, νιώθεις πως βρίσκεσαι στην αρχή, στο σημείο απ’ όπου ξεκινούν όλα. Βλέπεις τους πρόσφυγες και ξέρεις πως αυτοί οι άνθρωποι θα ξεκινήσουν από δω με χίλιους δυο κινδύνους να περάσουν στη δική σου πατρίδα, ζητώντας άσυλο ή διαβατήριο για κάποια άλλη χώρα της Ευρώπης.

Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που σου μιλούν περήφανα για την πατρίδα τους και τη δική σου, είναι αυτοί που θα δεις στις πλατείες και στις ουρές της υπηρεσίας Ασύλου, είναι αυτοί και τα παιδιά τους  που αν κάτι δεν πάει καλά θα καταλήξουν άψυχα κουφάρια στον πάτο του Αιγαίου, είναι αυτοί, δεν είναι άλλοι.

Είναι αυτοί που στον εκάστοτε τηλεμαραθώνιο θα δεις να διασχίζουν με τα πόδια άπειρα χιλιόμετρα και θα συγκινηθείς από το δράμα,  μέχρι να φτάσουν ικέτες στην πόρτα σου. Και τότε ικέτες καθώς θα ναι, ας θυμόμαστε πως είναι αυτοί, οι ίδιοι άνθρωποι και το πρόβλημα που γεννιέται δεν είναι δικό τους ή δικό μας… είναι παγκόσμιο, ανθρωπιστικό και πολιτικό και παγκόσμια  ανθρωπιστική και πολιτική πρέπει να είναι και η λύση του.

Έπιασα κουβέντα με τον Ιμπραήμ  όταν  ένας  πρόσφυγας 60 χρονών περίπου μας πλησίασε ρωτώντας στα κουρδικά τον Ιμπραήμ: «Η  γυναίκα είναι αριστερή;» Εξεπλάγην, όχι για την ερώτηση, αλλά γιατί κατάλαβα τη ρώτησε χωρίς μετάφραση. Χαμογέλασα. «Ναι» του απάντησα.

Ξεκίνησε να μου εξηγεί με δάκρυα στα μάτια και με την βοήθεια του Ιμπραήμ στη μετάφραση, πως η νίκη της αριστεράς στην Ελλάδα  δίνει ελπίδα στον λαό του για να πραγματοποιήσει το δικό του όνειρο. Πως ότι συνέβη στην Ελλάδα είναι σημαντικό για τους ίδιους για να πετύχουν την πολυπόθητη δημοκρατία στο Κομπάνι για να έχουν οι λαοί ένα μέλλον καλύτερο.

Έσφιξα το χέρι μου για να μην δακρύσω παραπάνω. Είχα μπροστά μου έναν ξεριζωμένο άνθρωπο από τον πόλεμο και την φρίκη. Έναν πρόσφυγα που μου μιλούσε για κάτι τόσο αυτονόητο όσο και η γροθιά μου, έναν άνθρωπο που ήξερε με ποιόν και γιατί πολεμάει, έναν άνθρωπο προσανατολισμένο στο μεγάλο «εμείς» και όχι στο «εγώ» του κάθε «εμείς», αν με καταλαβαίνετε. Αν όχι, δεν πειράζει καθόλου.

Στα πλινθόκτιστα σπίτια των συνόρων οι δυσκολίες είναι πολλές όση και η λάσπη που τα κατακλύζει αλλά οι άνθρωποι τις ξεπερνούν. Σε περίοπτη θέση βρίσκεται –και εκεί-το σχολείο. Δεν υπάρχει καταυλισμός ή χωριό προσφύγων χωρίς  σχολείο. Είναι πολύ σημαντικό για τους Κούρδους-όπως μου εξήγησαν τα παιδιά να μαθαίνουν τη γλώσσα τους, την Ιστορία , γραφή και ανάγνωση. Κι αυτό είναι δική τους υπόθεση.

Στην επιστροφή ένιωθα ανάμικτα συναισθήματα. Στο μυαλό μου γύριζαν λόγια, πρόσωπα, η χώρα μου, οι άνθρωποι τα πάντα. Σκεφτόμουν πως η αποκάλυψη για ό,τι θεωρούμε αυτονόητο δεν είναι υπερπαραγωγή χολιγουντιανής ταινίας με ειδικά εφέ και κάπως έτσι, περνά απαρατήρητη όταν συμβαίνει μπροστά μας χωρίς να κάνει θόρυβο.Και αποτελεί σύνθεση δεν είναι μονοκόμματη.

Την επόμενη μέρα βρεθήκαμε στον καταυλισμό της Ροζάβα στο Σουρούτς ενώ στο Γκάζιαντεπ  θα γίνονταν ο εκτελωνισμός του φορτηγού με την ανθρωπιστική βοήθεια , που μετά από μια σειρά θεμάτων που είχαν δημιουργηθεί έμοιαζαν όλα να έχουν λυθεί. Στο Ντιγιαρμπακιρ γινόντουσαν συναντήσεις  για την ανοικοδόμηση του Κομπάνι, πολιτικές συναντήσεις συνάντηση επιτροπών και άλλα ενδιαφέροντα  σχετικά.

Επισκεφτήκαμε το σχολείο του καταυλισμού. Δεκάδες παιδάκια ηλικίας 10-11 χρονών έκαναν μάθημα εκείνη την ώρα αλλά μας υποδέχτηκαν χαμογελαστά και περίεργα να μάθουν ποιοι είμαστε και τι κάνουμε εκεί.

Η Μιζγκίν, η δασκάλα τους, είναι πρόθυμη ν’ απαντήσει στις ερωτήσεις μας. Μας μιλά για τον φόβο των παιδιών που ενώ χαίρονται που μαθαίνουν πως το Κομπάνι απελευθερώθηκε φοβούνται πως δεν θα μπορέσουν να γυρίσουν πίσω.
Μας μιλά για τις ζωγραφιές τους που απεικονίζουν μαχητές, τεθωρακισμένα, βόμβες χαλάσματα αλλά και χρώματα με την λέξη «Kobane» να κυριαρχεί βαμμένη στα 3 χρώματα του Κουρδιστάν και την λέξη «Αpo» να την συνοδεύει.

Ζήτησα απ’ τη δασκάλα ,αν τα παιδιά θέλουν, να ζωγραφίσουν για μας και να πάρω τις ζωγραφιές στην Ελλάδα.  «Με μεγάλη μας χαρά»   μου απάντησε και τα παιδιά ξεκίνησαν να ζωγραφίζουν.  Φωτογράφιζα τη διαδικασία, χαμογελούσαν μου έδειχναν με περηφάνεια τις ζωγραφιές τους  οι οποίες ήταν εξαιρετικές. Σιγά-σιγά όποιο τέλειωνε ερχόταν και μου  έδινε το χαρτί του  όπου κι αν βρισκόμουν μέσα στη σκηνή.

Ενώ ετοιμαζόμουν για να φύγω ευχαριστώντας τη δασκάλα και ζητώντας συγγνώμη για την αναστάτωση, παρατήρησα πως ένα αγοράκι ζωγράφιζε ακόμη. Πήγα κοντά του να δω τι έφτιαχνε… Είχε γράψει την λέξη Κομπάνι και την χρωμάτιζε με επιμέλεια. Αν και έπρεπε να φύγω δεν μπορούσα. Έμεινα εκεί μέχρι να τελειώσει και να την πάρω μαζί με τις υπόλοιπες…ένιωθα πως οτιδήποτε άλλο θα το στεναχωρούσε. Άλλωστε εγώ το είχα ζητήσει. Έπρεπε να περιμένω. Χρωμάτιζε απολύτως σοβαρό και αγέλαστο, σαν να μην βρισκόμουν εκεί μαζί του. Στο τέλος μου  έδωσε το χαρτί του  και μου χαμογέλασε ικανοποιημένο. Του ανταπέδωσα το χαμόγελο και έβαλα τη ζωγραφιά μαζί με τις υπόλοιπες.

Η μέρα έφευγε σιγά σιγά και η παραμονή μας στην νοτιανατολική Τουρκία έφτανε στο τέλος της. Η επίσκεψη μας στις κεντρικές αποθήκες της ανθρωπιστικής βοήθειας ήταν άλλη μια εμπειρία καθώς η Τσία η επικεφαλής που οργανώνει την διανομή στους καταυλισμούς είναι μια ιστορία από μόνη της.

Στις κεντρικές αποθήκες μάθαμε πως το φορτηγό είχε φτάσει στο Σουρούτς και μετά από μια σειρά συνεννοήσεων έπρεπε να πάει στις αποθήκες στα σύνορα για να περάσει απ’ ευθείας μέσα  στο Κομπάνι και όχι στους καταυλισμούς . Νωρίς το βράδυ το φορτηγό ξεφόρτωνε κουβέρτες, φάρμακα, είδη προσωπικής υγιεινής και τρόφιμα μακράς διαρκείας παρουσία της δημάρχου Ζουχάλ Εκμέζ  και υποψήφιων βουλευτών του HDP στις αποθήκες των συνόρων που διαχειρίζονται οι Κούρδοι. Η αποστολή είχε φτάσει με επιτυχία στο τέλος της.

ΤΕΛΟΣ

*«Στο κεφάλι, στα μάτια μου και στην καρδιά μου» που τόσες φορές ακούσαμε να λέγεται από τον λαό των Κούρδων προς εμάς, επιλέχτηκε σαν τίτλος  για τα κείμενα, γιατί είναι ο,τι πιο ολοκληρωμένο έχω ακούσει μέχρι στιγμής. Είναι ο τρόπος να πεις το «ευχαριστώ» γεμάτο με σεβασμό και υπερηφάνεια… με έγνοια και ανταπόδοση.

stokokkino.gr