Όταν ένα γυναικάκι γίνεται γυναικάρα και κάνει γυναικείες δουλειές

της Νικολέττας Αλεξανδρή

Όταν είσαι παιδί, προτιμάς να σε αποκαλούν «ανδράκι», γιατί έτσι σημαίνει ότι αναγνωρίζουν τη δύναμη, το θάρρος σου, τη ζωηράδα της παιδικής σου ηλικίας. Σίγουρα όμως δεν θα θέλεις να σε αποκαλούν «γυναικάκι». Το «γυναικάκι» είναι το ασήμαντο μέλος της κοινωνίας [1]. Η κατάληξη -άκι στο ουσιαστικό «γυναίκα», ξαφνικά, δεν αναφέρεται στη σωματική διάπλαση, αλλά στην αξία και τη σημαντικότητα του προσώπου. Ακόμα και αν είσαι άνδρας και σε πουν «γυναικούλα», θα δηλώνουν έναν δειλό άνδρα [2]. Ένας άνδρας, φαίνεται, δεν μπορεί να είναι άνδρας αν είναι δειλός και το γυναικείο φύλο είναι άμεσα συνδεδεμένο με τη δειλία. Άλλωστε, συνώνυμο του δειλού δεν είναι ο άνανδρος [3]; Στη σχολική αυλή, λοιπόν, αν ένα αγόρι το προσφωνήσουν «γυναίκα» θα πρέπει να πιαστεί στα χέρια για να αποδείξει ότι είναι «άνδρας».

Στην εφηβεία σου, αν είσαι κορίτσι, δεν θα πουν ποτέ ότι «ανδρώθηκες», αφού ανδρώνονται μόνο οι άνδρες. Ως γυναίκα, φαίνεται, δεν θα ενηλικιωθείς ποτέ και θα χρειάζεσαι έναν άνδρα, αφού μόνο αυτός μπορεί να «ανδρώνεται» [4]. Όταν μεγαλώσεις, αν είσαι αγόρι, θα νιώσεις περήφανος αν σε καλέσουν «άντρακλα», αυτό σημαίνει ότι εξελίχθηκες σε ένα αρρενωπό αρσενικό. Αν είσαι κορίτσι, θα τρομοκρατηθείς αν σε καλέσουν «γυναικάρα», ιδίως αν είναι βράδυ και είσαι μόνη, στο άκουσμα της προσφώνησης αυτής, θα σφίξεις στη χούφτα σου τα κλειδιά, με τις εγκοπές να προεξέχουν ανάμεσα από τα δάκτυλά σου, έτοιμη για αντεπίθεση με τον φόβο του βιασμού, επειδή κάποιος σε θεωρεί… γυναικάρα. Αν σε καλέσουν «άνδρα» θα σημαίνει ότι σε επαινούν. Ποια δεν θέλει να θεωρείται θαρραλέα και δραστήρια; Ακόμα και αυτό όμως είναι επικίνδυνο, γιατί μπορεί να κατακρίνουν τα κοντά σου μαλλιά, τα απεριποίητα νύχια σου ή το ότι προτιμάς να φοράς φόρμες και εν τέλει, τη σεξουαλική σου ταυτότητα.

Όταν εργαστείς, θα είναι «γυναικεία δουλειά» το σφουγγάρισμα στις 9:00 το βράδυ, όταν θα κλείνει το μαγαζί, αλλά, αν χαλάσει ο υπολογιστής, θα σε απομακρύνουν, γιατί αυτές είναι «ανδρικές δουλειές». Αν είσαι τυχερή πάντως, ίσως να μην σφουγγαρίσεις, γιατί «έρχεται γυναίκα κάθε Κυριακή και καθαρίζει» [5].

Αν αποφασίσεις μια καριέρα στην πολιτική, όσο και να προσπαθήσεις, δύσκολα θα γίνεις βουλεύτρια [6]. Εξήντα τρία χρόνια μετά την πρώτη βουλεύτρια της Ελλάδας, οι περισσότεροι συνεχίζουν να την αποκαλούν «η βουλευτής».

Αν μπλέξεις με γυναικοπαρέα, θα ακούσεις «γυναικείες κουβέντες». Αυτές θα είναι για ρούχα, μαλλιά, ψώνια και ερωτικούς καβγάδες, ενώ τα ανδρικά λόγια πρέπει να τα παίρνουμε πάντα σοβαρά, σωστά;

Φυσικά, αν δεν παντρευτείς, θα σε αποκαλούν «δεσποινίς». Για να θεωρηθείς «κυρία» πρέπει να έχεις έναν άνδρα, ενώ ένας άνδρας είναι κύριος απλά και μόνο επειδή υπάρχει.

Όχι, δεν φταίνε τα λεξικά της ελληνικής γλώσσας για τη σημασία που παραθέτουν στις λέξεις, ούτε φταίει η ελληνική γλώσσα, δεν είναι «φτωχή» που δεν διαθέτει αντίστοιχη λέξη για τον ανύπαντρο άνδρα ή για τη γυναίκα που «ανδρώνεται». Πολύ απλά, η γλώσσα είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας. Άρα, αν μια κοινωνία είναι σεξιστική, η γλώσσα της θα είναι και αυτή σεξιστική. Άλλωστε, «στα στόματα των σεξιστών, η γλώσσα θα είναι πάντα σεξιστική» [7].

http://www.microvia.gr/

[1] Μπαμπινιώτης, Γ., (2004). Λεξικό για το Σχολείο και το Γραφείο. Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας Ε.Π.Ε. (λήμμα: γυναικάκι.)

[2] Μπαμπινιώτης, Γ., (2004). Λεξικό για το Σχολείο και το Γραφείο. Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας Ε.Π.Ε. (λήμμα: γυναικούλα.)

[3] Μπαμπινιώτης, Γ., (2004). Λεξικό για το Σχολείο και το Γραφείο. Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας Ε.Π.Ε. (λήμμα: ανανδρία.)

[4] Θεοδοσία-Σούλα Παυλίδου, «Γλώσσα-Γένος-Φύλο: Προβλήματα, Αναζητήσεις και Ελληνική Γλώσσα», στο Θ.-Σ. Παυλίδου (επιμ.), Γλώσσα-Γένος-Φύλο, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, 2006, σελ. 46.

[5]  Μπαμπινιώτης, Γ., (2004). Λεξικό για το Σχολείο και το Γραφείο. Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας Ε.Π.Ε. (λήμμα: γυναίκα.)

[6] Θεοδοσία-Σούλα Παυλίδου, «Γλώσσα-Γένος-Φύλο: Προβλήματα, Αναζητήσεις και Ελληνική Γλώσσα», στο Θ.-Σ. Παυλίδου (επιμ.), Γλώσσα-Γένος-Φύλο, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, 2006, σελ. 48.

[7]  Cameron, D. Feminism and linguistic theory. London: Macmillan, 1985, p. 90.