Σιμόν ντε Μποβουάρ 106 χρόνια μετά

Την δεκαετία του ’60, η Μποβουάρ, αναδεικνύεται σε αρχιέρεια του φεμινισμού, ένα κίνημα που έχει ξεφύγει από τη διεκδίκηση ψήφου και ίσων δικαιωμάτων και θέλει να αλλάξει ριζικά τον τρόπο, με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι γυναίκες και στην αναγνώριση αυτή έπαιξε σημαντικό ρόλο το βιβλίο της το «Δεύτερο Φύλο» . Το «Δεύτερο Φύλο» εκδίδεται το 1949 και προκαλεί αμέσως τεράστιο ενδιαφέρον. Τα 50.000 αντίτυπα της πρώτης έκδοσης εξαντλούνται μέσα σε μια βδομάδα, σχόλια ενθουσιώδη και χλευαστικά δημοσιεύονται, το Βατικανό σπεύδει να βάλει το βιβλίο στη «μαύρη λίστα».

Θεωρήθηκε η μητέρα του φεμινισμού από το 1968 και μετά, με φιλοσοφικά γραπτά, τα οποία – αν και ήταν ανεξάρτητα – συνδέθηκαν με τον υπαρξισμό του Σαρτρ.

Το γεγονός πως η αυτή η σημαντικότατη φεμινίστρια έχει αποτυπωθεί στη συνείδηση πολλών ως η σύντροφος ενός σπουδαίου άντρα, παρόλο που η σχέση της Μποβουάρ με τον Σαρτρ, τόσο στον έρωτα όσο και στη φιλοσοφία, είναι ιδιαίτερη, αμφίδρομη και ανεξάρτητη μάλλον απηχεί την προσπάθεια αποδυνάμωσης του φεμινιστικού της έργου. Ως ζευγάρι, μένουν σε διαφορετικά σπίτια και ως ερωτικοί σύντροφοι, διατηρούν ανοιχτές ερωτικές σχέσεις με άλλους ανθρώπους, ενίοτε και όλοι μαζί, καταστάσεις που η Μποβουάρ θα εξιστορήσει μέσα από το λογοτεχνικό της έργο.

Οι γυναίκες, γράφει η Μποβουάρ στον πρόλογο του Δεύτερου Φύλου, «δεν διαθέτουν δική τους ιστορία και θρησκεία, δεν έχουν σαν τους προλετάριους μια ενότητα εργασίας και συμφερόντων. Δεν υπάρχει καν μεταξύ τους η φυσική προσέγγιση του χώρου που κάνει τους μαύρους της Αμερικής, τους Εβραίους των γκέτο, τους εργάτες του Σεν Ντενί ή των εργοστασίων της Ρενό να αποτελούν ιδιαίτερη κοινότητα. Ζουν κατεσπαρμένες ανάμεσα στους άνδρες, συνδεδεμένες εξαιτίας της κατοικίας, της εργασίας, των οικονομικών συμφερόντων, της κοινωνικής τους θέσης με ορισμένους άνδρες -τον πατέρα ή τον σύζυγο- πιο στενά από ό,τι με τις άλλες γυναίκες. Ο δεσμός που ενώνει τη γυναίκα με τους καταπιεστές της δεν συγκρίνεται με κανέναν άλλο».

Δηλαδή επισημαίνει ότι η γυναικεία αλληλεγγύη αντιμετωπίζει πολύ μεγάλα εμπόδια. Τα κινήματα του ’70 και του ’80 έδειξαν πως η υπέρβαση των εμποδίων αυτών είναι εφικτή. Οι γυναίκες έχουν αποκτήσει πλέον τη «δική τους ιστορία», στην οποία ένα από τα μεγάλα ορόσημα είναι το δικό της βιβλίο το «Δεύτερο Φύλο».

Εκεί υποστηρίζει ότι η θηλυκή ταυτότητα, όπως έχει διαμορφωθεί ιστορικά, είναι δημιούργημα της κοινωνίας και όχι αναπόδραστη φυσική αναγκαιότητα. Θεωρεί ότι η βιολογική διαφορά, την οποία και δεν παραβλέπει καθόλου, χρησιμοποιήθηκε για να αιτιολογείται η αρσενική κυριαρχία. Αν σε κάποιες ιστορικές περιόδους η υποταγή των γυναικών υπήρξε αναγκαία για να αναπτυχθούν οι αρχαϊκές κοινωνίες, όταν αυτή η αναγκαιότητα έπαψε να υπάρχει η ιδεολογία της γυναικείας κατωτερότητας εξακολούθησε να αναπαράγεται μέχρι τη σημερινή εποχή.

Ακόμα και σε σύγχρονες κοινωνίες, όπου στο νομικό επίπεδο οι διακρίσεις έχουν καταργηθεί, οι γυναίκες αντιμετωπίζουν συχνά την επιλογή να ενσαρκώσουν έναν από τους δύο κυρίαρχους κοινωνικά ρόλους: την θηλυκότητα μιας barby ή την εργαζόμενη «άφυλο υποκείμενο». Για την Μποβουάρ η γυναίκα προφανώς δεν έχει την υποχρέωση να διαλέξει ανάμεσα στην ισότητα και τη διαφορετικότητα.

Το 1984, το φεμινιστικό περιοδικό «ο Αγώνας της Γυναίκας» με αφορμή τότε τα 35 χρόνια από την έκδοση του «Δεύτερου Φύλου» δημοσίευσε συνεντεύξεις της Σιμόν ντε Μποβουάρ, που είχαν δοθεί στο γαλλικό Τύπο της εποχής, καθώς και μία κριτική ανάλυση του βιβλίου.

Η Μποβουάρ φέρεται να δήλωσε ότι θα άλλαζε ένα κεφάλαιο του βιβλίου:

«Αν ήταν να ξαναέγραφα το βιβλίο σήμερα δεν θα άλλαζα παρά μόνο ένα κεφάλαιο. Ακόμα και σήμερα παίρνω γράμματα από γυναίκες που μου λένε ότι το βιβλίο μου τους άλλαξε τη ζωή. Σήμερα όμως θα άλλαζα τον ισχυρισμό ότι ένα σοσιαλιστικό κράτος θα επίσπευδε τη χειραφέτηση των γυναικών. Δεν ήταν παρά αυταπάτη. Τα τελευταία τριάντα χρόνια συνειδητοποίησα ότι δεν υπάρχει κάτι που να είναι σοσιαλιστικό κράτος και ότι οι γυναίκες ανεξάρτητα από καθεστώτα, πρέπει να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους και να πολεμήσουν για ίσα δικαιώματα σε όλους τους τομείς».

Η Σιμόν ντε Μποβουάρ δεν έπαιξε ιδρυτικό ρόλο στην ανάδυσή του σύγχρονου φεμινιστικού κινήματος, τη δεκαετία του ’70. Έδωσε όμως όλη την υποστήριξή της στις μαχητικές φεμινίστριες του Κινήματος για την Απελευθέρωση της Γυναίκας (MLF) και συμμετείχε στις κινητοποιήσεις τους. Στο βιβλίο της δεν είχε προβλέψει τη δυναμική εμφάνιση των κινημάτων αυτών, που έβαλαν τη σφραγίδα τους στις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Το «Δεύτερο Φύλο» όμως έπαιξε ρόλο μαμής στη γέννησή τους.

Ο αγώνας για τη γυναικεία απελευθέρωση, σε αντίθεση με άλλους αγώνες, φάνηκε να πραγματώνεται, τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο, εκτοπίζοντας έτσι τον μαχητικό φεμινισμό. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, βλέπουμε όχι μόνο να επανέρχονται οι σεξιστικές αντιλήψεις και πρακτικές στις οικονομικά αναπτυγμένες χώρες (αρκεί να σκεφτούμε το trafficking και την εξάπλωση της καταναγκαστικής πορνείας), αλλά και να σημειώνεται οπισθοχώρηση στα θέματα της άμβλωσης καθώς και στις συνθήκες ζωής και στα δικαιώματα των γυναικών σε μεγάλα τμήματα του μουσουλμανικού κόσμου. Το ότι δεν αναδύεται μια αποτελεσματική αντίσταση σε αυτές τις εξελίξεις δείχνει πόσο δύσκολη είναι η κοινή δράση των γυναικών ενάντια στην καταπίεση της πατριαρχίας.

Στις 14 Απριλίου 1986 η Σιμόν ντε Μποβουάρ πεθαίνει από πνευμονία και θάβεται στο νεκροταφείο Μονπαρνάς του Παρισιού, δίπλα στον αγαπημένο της Σαρτρ.