Επιβιώνοντας χάρη στην καλοσύνη των άλλων

O πόλεμος μαινόταν στην Συρία όταν η 29χρονη Κούρδισσα Φαϊζά, έχασε την δουλειά της στο Χαλέπι, όπου είχε μετακομίσει μετά τον γάμο της. Περίμενε το πρώτο της παιδί όταν στα δεινά του πολέμου ήρθαν να προστεθούν οι απειλές ενός “συζύγου – σατράπη” πως μόλις γεννήσει θα της πάρει το μωρό. Την άφησε μόνη σε μια συνοκία που εκκενώθηκε από τους κατοίκους της και από όπου εκείνη βρήκε το κουράγιο να δραπετεύσει κινώντας το ταξίδι για την Ευρώπη. Γέννησε την κόρη της στην Ελλάδα, όπου της χορηγήθηκε άσυλο, αλλά δεν της προσφέρθηκε καμιά βοήθεια ή μέριμνα. Η Φαϊζά, μόνη, δίχως σταθερή στέγη, πόρους ή χρήματα, εξαρτάται από την καλοσύνη των άλλων για να επιβιώσει η ίδια και η κόρη της Αρίν. Κουρασμένη από την συνθήκη της, αναρωτιέται τι νόημα έχει η αναγνώρισή της ως πρόσφυγα “όταν αυτό δεν μας επιτρέπει να ζούμε με αξιοπρέπεια”.

“Όταν έμεινα έγκυος ήμουν ευτυχισμένη παρότι είχα μείνει χωρίς δουλειά, είχα αναγκαστεί να εγκαταλείψω τις σπουδές μου και ο πόλεμος είχε κάνει τη ζωή μας πολύ δύσκολη. Μόλις είχα παντρευτεί και πίστευα πως μαζί θα αντιμετωπίζαμε την πρόκληση να μεγαλώσουμε ένα παιδί σε μια χώρα που σπαράζεται από τον εμφύλιο. Τότε έμαθα ότι ο άντρας μου με είχε εξαπατήσει: ήταν ήδη παντρεμένος και είχε άλλη σύζυγο και οικογένεια. Ήξερα τους κινδύνους να μείνω μόνη σε αυτές τις συνθήκες και με τους εξτρεμιστές να πολιορκούν τις γειτονιές μας, αλλά δεν δίστασα να ζητήσω διαζύγιο. Εκείνος έφυγε από το σπίτι απειλώντας με ότι θα με παρακολουθεί όπου κι αν πάω και μόλις γεννήσω, θα μου πάρει το παιδί.

“Ήμουν σχεδόν επτά μηνών όταν άρχισαν σφοδροί βομβαρδισμοί στο Χαλέπι. Η συνοικία μου είχε εκκενωθεί και από τους 3.500 κατοίκους δεν είχαν μείνει παρά καμιά δεκαριά σπίτια κατοικημένα. Ήμουν μόνη και εγκλωβισμένη. Ένα από τα αδέλφια μου, που είχε λιποτακτήσει από τον στρατό, κατάφερε να έρθει να με πάρει από εκείνη την κόλαση. Νοικιάσαμε ένα αυτοκίνητο και φύγαμε χαράματα από την πόλη. Ντύθηκα στα μαύρα από την κορφή ως τα νύχια. Το Ισλαμικό Κράτος έλεγχε πλέον την βασική έξοδο για την Τουρκία και απήγαγε και σκότωνε όποιον είχε υπηρετήσει στον στρατό, έστω κι αν είχε λιποτακτήσει. Φοβόμουν πως μπορεί να έβγαζαν τον αδελφό από το αυτοκίνητο και να τον σκότωναν. Σαν να μην έφτανε αυτός ο τρόμος, αεροπλάνα άρχισαν να βομβαρδίζουν ό,τι αυτοκίνητο προσπαθούσε να φύγει από την περιοχή. Ήμασταν άμαχοι, το ήξεραν πολύ καλά και όμως μας έριχναν”.

“Μόλις περάσαμε τα σύνορα, εκεί, ανάμεσα στους χιλιάδες πρόσφυγες, είδα τον άντρα που είχα παντρευτεί με την οικογένειά του. Άρχισαν πάλι οι απειλές. ‘Ημουν τρομοκρατημένη: αν γεννούσα εκεί θα μπορούσε να απαγάγει το μωρό. Φύγαμε με τον αδελφό μου για την Σμύρνη όπου μείναμε σχεδόν ένα μήνα περιμένοντας ο μεγάλος μας αδελφός, που δουλεύει στον Λίβανο, να μπορέσει να μας στείλει χρήματα για να φύγουμε. Δανείστηκε, αλλά τα 1.500 ευρώ που κατάφερε να συγκεντρώσει έφταναν μόνο για ένα άτομο. Φοβόμουν πολύ να κάνω αυτό το ταξίδι μόνη, αλλά δεν είχα άλλη διέξοδο. Φτάσαμε μέσα Μαρτίου του 2014 στην Ελλάδα με ένα μικρό σκάφος: πέντε άντρες, μια έφηβη και εγώ στον όγδοο μήνα της εγκυμοσύνης μου”.

Η Φαϊζά έφτασε σε μια έρημη ακτή του Καστελόριζου και οδηγήθηκε σε ένα νοσοκομείο γιατί από την εξάντληση και τον τρόμο είχε σπασμούς. Μόλις συνήλθε μεταφέρθηκε για δύο ημέρες στο κρατητήριο και έπειτα αφέθηκε ελεύθερη και ήρθε στην Αθήνα. Μετά από λίγες ημέρες γέννησε σε ένα δημόσιο νοσοκομείο, αλλά αυτό που φανταζόταν ως μοναδικό χαρμόσυνο βίωμα κατέληξε σε μια οδυνηρή γραφειοκρατική εμπειρία: “Δεν πρόλαβα να χαρώ. Με κρατούσαν στο νοσοκομείο ζητώντας μου να πληρώσω 1.200 ευρώ για να μου δώσουν εξιτήριο. Τελικά δανείστηκα και τους έδωσα 200 ευρώ για να μπορέσω να πάρω την κόρη μου και να φύγω. Αρνήθηκαν όμως, έως ότου τους ξεπληρώσω, να μου δώσουν τα έγγραφα της γέννησής της για να την δηλώσω”.

Ένα μήνα μετά έκανε αίτημα ασύλου, το οποίο σύντομα εγκρίθηκε. “Δεν έχω κανένα λόγο να χαίρομαι”, λέει με σφιγμένα χείλη για την απόφασή της να ζητήσει άσυλο στην Ελλάδα. Ήταν μια επιλογή ανάγκης και το άσυλο που της χορηγήθηκε δεν έχει ουσιαστικά κανένα αντίκρυσμα για την ζωή της, εξηγεί, μιλώντας για ένα σύστημα που λειτουργεί διεκπεραιωτικά και δεν ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες των προσφύγων. “Ήθελα να φύγω, να πάω σε άλλη χώρα, αλλά δεν είχα λεφτά και δεν μορούσα να ταξιδέψω με ένα νεογέννητο. Δεν είχα διέξοδο παρά να ζητήσω άσυλο εδώ. Με αναγνώρισαν ως πρόσφυγα, αλλά δεν μου προσφέρουν τίποτα. Όλους αυτούς τους μήνες φυτοζωούμε. Στην πραγματικότητα είμαι άστεγη, μας φιλοξενούν συμπατριώτες μου για 10-15 μερες, και μετά πρέπει να αλλάξω σπίτι, να με φιλοξενήσει κάποιος άλλος. Δεν έχω την δυνατότητα να δουλέψω, δεν έχω στέγη, ούτε χρήματα ή φαγητό. Δεν έχω τίποτα. Ακόμη και για τις πάνες και το γάλα του μωρού με στέλνουν από την μία οργάνωση στην άλλη. Νιώθω ότι κάνω κύκλους στο πουθενά. Ζω στην ανέχεια αλλά και στον φόβο, γιατί είναι εδώ συγγενείς του άντρα που αρνείται να μου δώσει διαζύγιο και απειλούν ότι θα μου πάρουν το παιδί. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα υπέφερα τόσο κι ότι θα πράγματα θα ήταν τόσο άσχημα εδώ. Κάθε μέρα μου είναι σαν ένας χρόνος. Δεν αντέχω πια. Κουράστηκα την μοναξιά. Κουράστηκα να ζω έτσι. Ονειρεύομαι μόνο να μπορούσα να πάω σε άλλη χώρα”.

Ήταν αυτοί οι λόγοι που έκαναν την Φαϊζά να βρεθεί μαζί με την μικρή Αρίν από την πρώτη στιγμή ανάμεσα στους Σύρους πρόσφυγες που από τις 19 Νοεμβρίου και επί ένα σχεδόν μήνα έμειναν στο Σύνταγμα διαμαρτυρόμενοι για την συνθήκη τους. Περισσότερους από τρεις μήνες μετά την απομάκρυνσή τους από την πλατεία Συντάγματος, τίποτα δεν άλλαξε στη ζωή της Φαϊζά και της μικρής Αρίν. Εξακολουθούν να μην έχουν στέγη και πόρους για να επιβιώσουν. Χρειάστηκε να περάσουν μήνες μετά την χορήγηση του ασύλου ώστε, επιτέλους, προ ημερών, να διαγραφεί το όνομά της από την “λίστα των ανεπιθυμήτων” -όπου καταγράφονται όσοι εισέρχονται παράνομα στην χώρα- και να λάβει τα ταξιδιωτικά της έγγραφα. “Δεν έχω κανέναν εδώ κι ούτε εμπιστεύομαι κανέναν. Κανείς δεν νοιάζεται αν θα ζήσουμε ή θα πεθάνουμε. Μακάρι να έβρισκα χρήματα να πήγαινα στο Βορρά να συναντήσω έστω για λίγο την ξαδέλφη μου, να έχω έναν δικό μου άνθρωπο δίπλα μου”, λέει η Φαϊζά. Κρατώντας σφικτά στην αγκαλιά της την κόρη της μονολογεί: “Όταν μεγαλώσει η Αρίν δεν θα της πω τις περιπέτειες της ζωής μας, την αδιανόητη αυτή πραγματικότητα. Δεν θέλω να θυμάται ούτε να ξέρει τι περάσαμε, τι υποφέραμε. Θέλω μόνο να μπορέσω να της προσφέρω μια καλή ζωή”.

www.unhcr.gr