Η πατριαρχία σκοτώνει τον πλανήτη –  οι γυναίκες μόνο μπορούν να τον σώσουν

Πριν λίγες μέρες η Σύνοδος των G7 αποφάσισε τη μείωση των εκπομπών άνθρακα και τη σταδιακή κατάργηση των ορυκτών καυσίμων μέχρι το τέλος αυτού του αιώνα. Πρόκειται για μια ιστορική απόφαση – καθώς τα ορυκτά καύσιμα έχουν αποτελέσει τον μοχλό κίνησης της ανεξέλεγκτης καπιταλιστικής ανάπτυξης – που όμως πολλοί πιστεύουν ότι από μόνη της δεν είναι αρκετή για να ελέγξει και να ελαχιστοποιήσει στο μέλλον τη λεηλασία της Φύσης από τον άνθρωπο και τις επιπτώσεις της στους πιο ευάλωτους πληθυσμούς της γης, κυρίως τις γυναίκες και τα παιδιά. Παράλληλα φέτος συμπληρώνονται 20 χρόνια από την Διακήρυξη του Πεκίνου που αφορά στην αποκατάσταση των ανισοτήτων ανάμεσα στα δυο φύλα, όπου ανάμεσα στις παραμέτρους που συγκροτούν την υποδεέστερη θέση των γυναικών στον κόσμο είναι και αυτή του περιβάλλοντος. Πολύ πρόσφατα, το Ευρωπαϊκό Λόμπι Γυναικών οργάνωσε ένα διαδικτυακό εργαστήριο (webinar) με κύριο θέμα συζήτησης «Γυναίκες και περιβάλλον: ποιά η σχέση;» [ο σύνδεσμος εδώ: http://www.womenlobby.org/spip.php?article7245&lang=en], με αξιόλογες τοποθετήσεις σε μια σειρά θεμάτων που συνδέουν τη γυναίκα με το φυσικό περιβάλλον και τη διαχείρισή του.

Φαίνεται λοιπόν πως έχει ξεκινήσει μια πιο συστηματική συζήτηση για τη σχέση των δυο φύλων με το περιβάλλον και τους φυσικούς πόρους γενικότερα, συχνά μέσα στο πλαίσιο της πολύπλευρης κρίσης του παγκοσμιοποιημένου καπιταλιστικού συστήματος. Ένα χαρακτηριστικό δείγμα αυτού του προβληματισμού είναι το άρθρο του Nafeez Ahmed που ακολουθεί.

Χριστίνα Κούρκουλα


Η παγκόσμια επιδημία της βίας κατά των γυναικών και ο συστηματικός αποκλεισμός τους από τις δομές εξουσίας είναι εγγενείς στην βίαιη εκμετάλλευση της Γης και των φυσικών της πόρων από τον άνθρωπο, υποστηρίζει ο Nafeez Ahmed. Ο αγώνας για τη σωτηρία της Γης πρέπει να αρχίσει από την ενδυνάμωση των γυναικών και αυτό σημαίνει να σταματήσουμε τη συνενοχή μας στην καταπίεση και την υποτέλεια.

Η συστημική περιθωριοποίηση και η καταπίεση των γυναικών δεν είναι ένα τυχαίο χαρακτηριστικό της πολιτισμικής μας κρίσης. Είναι από τη φύση τους συνδεδεμένα με το ανδροκρατικό σύστημα της βίας απέναντι στον φυσικό κόσμο στο σύνολό του.

—————————————————————————————————————

Κάθε χρόνο την 8η του Μάρτη γιορτάζεται η Διεθνής Ημέρα της Γυναίκας, αλλά παρά τον εορτασμό και την αναγνώριση των γυναικών όλη την ημέρα στα μέσα μαζικής ενημέρωσης ολόκληρου του πλανήτη, δεν έχει δοθεί προσοχή με ποιόν τρόπο η συστημική περιθωριοποίηση των γυναικών αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτού που εγώ αποκαλώ «κρίση του πολιτισμού».

Οι προσπάθειες από τα Ηνωμένα Έθνη και άλλους φορείς για να επισημανθεί η κεντρικότητα των γυναικών στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής είναι αξιέπαινες, αλλά απλά δεν προχωρούν αρκετά στην αντιμετώπιση του βαθμού στον οποίο ανδροκρατικοί παγκόσμιοι θεσμοί και δομές είναι άμεσα υπεύθυνες για την αποδυνάμωση των γυναικών.

Μία κρίση, ή πολλές;

Οι παγκόσμιες κρίσεις που αντιμετωπίζουμε σήμερα είναι λεγεώνας, αλλά η ανόμοια φύση τους είναι απατηλή. Αν κοιτάξουμε πιο βαθιά, αυτές οι φαινομενικά διαφορετικές κρίσεις της κλιματικής αλλαγής, της αστάθειας της ενέργειας, της έλλειψης τροφίμων, της οικονομικής κατάρρευσης και των βίαιων συγκρούσεων, στην πραγματικότητα δεν είναι ξεχωριστά θέματα. Μάλλον, αυτέςί είναι από τη φύση τους αλληλένδετα συμπτώματα μιας βαθύτερης παγκόσμιας δυσλειτουργίας. Ουσιαστικά, όλες αυτές οι κρίσεις πηγάζουν από το πρόβλημα ότι το παγκόσμιο σύστημά μας, όλο και περισσότερο, παραβιάζει τα φυσικά όρια του περιβάλλοντός μας.

Η παγκόσμια τάξη των πλούσιων βιομηχάνων υπερσυσσωρεύει και υπερκαταναλώνει τον περιβαλλοντικό πλούτο και τις πρώτες ύλες. Κατά τη διαδικασία ξοδεύει τεράστιες ποσότητες ολοένα και πιο ακριβών και βρώμικων ορυκτών καυσίμων, παράγοντας άνευ προηγουμένου ποσότητες αποβλήτων και άνθρακα στο περιβάλλον, έτσι που να αποσταθεροποιεί τα οικοσυστήματα και, κατά ειρωνικό τρόπο, κλιμακώνοντας έτσι τις δαπάνες διαβίωσης και υπονομεύοντας την ικανότητά μας να συνεχίσουμε με τέτοιους τεράστιους ρυθμούς υπερκατανάλωσης.

Αυτό διευρύνει τις παγκόσμιες ανισότητες, δημιουργώντας περισσότερη φτώχεια και υστέρηση, ενώ στραγγίζει την ικανότητα των κρατών να συνεχίσουν να παρέχουν δημόσιες υπηρεσίες. Αυτό με τη σειρά του επιδεινώνει την κοινωνική αναταραχή, και σε ορισμένες περιπτώσεις, πυροδοτεί την έκρηξη εμφυλίων και διεθνικών πολέμων.

Η συμβατική άποψή μας όσον αφορά αυτές τις κρίσεις ως ξεχωριστές, αποτελεί από μόνη της ένα σύμπτωμα μιας επιστημολογικής κρίσης, ριζωμένης στην κατακερματισμένη μας άποψη για τη ζωή και τη φύση. Αντίθετα, η ενέργεια, η οικονομία και το περιβάλλον δεν είναι ξεχωριστά. Είναι απλώς εννοιολογικές αφαιρέσεις που έχουμε δημιουργήσει για να κατανοήσουμε θέματα που είναι πλήρως και απόλυτα αλληλένδετα.

Η αποσπασματική και υπερ-απλουστευτική κοσμοθεωρία μας παίζει μεγάλο ρόλο σε αυτό. Δεν είναι μόνο ότι οι επιστήμες μας είναι τόσο εξειδικευμένες που μας λείπουν τα πλαίσια μιας συνολικής μεγάλης εικόνας για να συνδέσουμε τις τελείες μεταξύ της φυσικής, της βιολογίας, της κοινωνίας, του βιοφυσικού περιβάλλοντος, της οικονομίας, του πολιτισμού και τόσων άλλων θεμάτων. Αυτή η αδυναμία να δούμε το όλον αντί για τα μέρη σημαίνει ότι δεν βρίσκουμε απλώς εμπόδια στην κατανόηση του κόσμου, αλλά παρεμποδίζεται και η ικανότητά μας να ανταπεξέλθουμε στις κρίσεις που τώρα επιταχύνονται.

Σε ότι αφορά την «κρίση του πολιτισμού», αυτή η αποσπασματική αναγωγή σημαίνει ότι βλέπουμε τους εαυτούς μας όχι τόσο ενσωματωμένους στον φυσικό κόσμο, αλλά ως κυρίαρχους της φύσης. Έτσι, υπό το δόγμα της νεοκλασικής, τώρα νεοφιλελεύθερης οικονομίας, έχουμε θεοποιήσει τον εμπειρικά απατηλό τίτλο της «ατέρμονης υλιστικής ανάπτυξης», παρότι είναι στην πραγματικότητα ανέφικτη.

Έχουμε καθυποτάξει το σύνολο του φυσικού κόσμου, συμπεριλαμβανομένων σχεδόν όλων των έμβιων και μη όντων του πλανήτη στις αδιαμφισβήτητες επιταγές της «αγοράς». Αυτό έχει οδηγήσει στην εμπορευματοποίηση των πάντων και την προβολή μιας αυτό-διαιώνισης της κουλτούρας του μαζικού καταναλωτισμού, ενισχύοντας τον εθισμό μας στην ατέρμονη ανάπτυξη, καθώς και την τύφλωση μας απέναντι στην αυτοκτονική τροχιά που αναπαράγει.

Αυτό το διαζύγιο μεταξύ των ανθρώπων και της φυσικής τάξης αντικατοπτρίζεται στην εσωτερική δυναμική του παγκόσμιου συστήματος: η αυξανόμενη ανισότητα μεταξύ πλούσιων και φτωχών, η διεύρυνση της εχθρότητας μεταξύ Μουσουλμάνων και μη Μουσουλμάνων, η εμβάθυνση των διακρίσεων μεταξύ λευκών και μη λευκών και φυσικά, οι επίμονες έμφυλες ανισότητες μεταξύ ανδρών και γυναικών.

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, βλέπουμε ότι η αδυσώπητη λεηλασία των συστημάτων που υποστηρίζουν τη ζωή στον πλανήτη, συνδέεται με την τάση μας στο να χωρίζουμε, να αποκλείουμε και να «βλέπουμε ως διαφορετικές», συχνά με τρόπους που είναι τόσο υποχθόνιοι που είναι δύσκολο ακόμα και επώδυνο να αναγνωρίσουμε, αυτές τις διαδικασίες. Αλλά μέχρι σήμερα, μια από τις πιο κυρίαρχες αλλά μη αναγνωρισμένη διαδικασία είναι η πατριαρχία.

Η κλιματική αλλαγή έχει φύλο

Οι φυσικές καταστροφές που προκύπτουν από την κλιματική αλλαγή είναι σε άνοδο. Ο αριθμός των καταστροφών από το 2000 έως και το 2009 είχε τριπλασιαστεί σε σύγκριση με αυτές μεταξύ του 1980 και του 1989, οι περισσότερες εκ των οποίων οφειλόταν σε κλιματικά φαινόμενα. Ωστόσο, τα περισσότερα θύματα τέτοιων καταστροφών είναι πάντοτε γυναίκες.

Κατά μέσον όρο, οι φυσικές καταστροφές σκοτώνουν συνεχώς περισσότερες γυναίκες από άνδρες, σε ορισμένες περιπτώσεις φθάνουν ως και το 90% των γυναικείων θανάτων. Σύμφωνα με στοιχεία των Ηνωμένων Εθνών, οι γυναίκες αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο θανάτου από φυσικές καταστροφές 14 φορές περισσότερο από τους άνδρες. Οι γυναίκες επίσης υποφέρουν δυσανάλογα περισσότερο από τις συνέπειες αυτών των καταστροφών, με αυξανόμενη την απειλή της σεξουαλικής επίθεσης, εμποδίζοντας τα κορίτσια να πηγαίνουν στο σχολείο, και ούτω καθεξής. Μπορεί να υπάρχουν πολλοί λόγοι για την μεγαλύτερη ευπάθεια των γυναικών: λιγότερες οικονομικές ευκαιρίες, πιο περιορισμένη πρόσβαση σε τεχνολογίες όπως τα κινητά τηλέφωνα (πράγμα που σημαίνει μικρότερη πιθανότητα λήψης έγκαιρων προειδοποιήσεων), λιγότερη ελευθερία κινήσεων λόγω πολιτισμικών κανόνων, και ούτω καθεξής.

Έτσι, ένας από τους κύριους λόγους που η κλιματική αλλαγή πλήττει δυσανάλογα τις γυναίκες οφείλεται στο γεγονός ότι οι γυναίκες έχουν ήδη περιθωριοποιηθεί. Αυτό σημαίνει ότι οι επιπτώσεις της αλλαγής του κλίματος όσον αφορά τα ακραία καιρικά φαινόμενα, τη λειψυδρία, και τις αποτυχίες των καλλιεργειών, πλήττει περισσότερο τις γυναίκες.

Η φτώχεια έχει φύλο

Μια από τις σαφέστερες εκδηλώσεις της συστημικής αποδυνάμωσης των γυναικών είναι η φτώχεια. Σχεδόν ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, που ορίζεται από την Παγκόσμια Τράπεζα ως εισόδημα 1,25 δολάρια την ημέρα, ενώ, το ετήσιο εισόδημα των 50 πλουσιότερων ανθρώπων του κόσμου είναι περίπου το ίδιο με το συνολικό εισόδημα αυτού του ενός δις ανθρώπων που βρίσκονται στο κατώτατο όριο διαβίωσης. Το 70% του φτωχότερου ενός δισεκατομμυρίου είναι γυναίκες, σύμφωνα με το Πρόγραμμα Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών (1995).

Λόγω των περιορισμένων συνόλων δεδομένων και της ανεπάρκειας της συνεχιζόμενης έρευνας, δεν είναι απολύτως σαφές σε ποιο βαθμό το ποσοστό έχει ανεβεί πρόσφατα. Είναι όμως αναμφισβήτητο ότι οι γυναίκες στον λιγότερο ανεπτυγμένο κόσμο είναι σε μεγάλο βαθμό σε πολύ χειρότερη θέση οικονομικά από τους άνδρες Η αλήθεια είναι ότι τα επίπεδα της φτώχειας είναι συνήθως πολύ υψηλότερα από ό, τι εκτιμάται συμβατικά. Στην έκθεσή του προς τον γενικό γραμματέα του ΟΟΣΑ για το 2013, για παράδειγμα, ο οικονομολόγος Stephen Klasen του Πανεπιστημίου του Γκέτινγκεν διαπίστωνε ότι το στάνταρ τού ένα δολάριο την ημέρα «έφτανε τα όρια της χρησιμότητας και της σημασίας του. Αυτό είναι εν μέρει λόγω της αύξησης του αριθμού των φτωχών στις χώρες μεσαίου εισοδήματος, όπου η κατά κεφαλήν κατανάλωση και τα εθνικά όρια της φτώχειας είναι αρκετά πάνω από τα 1,25 δολάρια την ημέρα».

Σε μια πρόσφατη δημοσίευση, ο επικεφαλής της Παγκόσμιας Τράπεζας οικονομολόγος Kaushik Basu παραδέχτηκε ότι «πολλοί επικρίνουν ως σοκαριστικά χαμηλό» τον ορισμό της φτώχειας από την Τράπεζα. Ωστόσο, η Τράπεζα δεν κάνει τίποτα για να τροποποιήσει τον αμφίβολο ορισμό της. Η παράλειψη αυτή της επιτρέπει να υποστηρίζει ότι εκατομμύρια άνθρωποι που βρίσκονται πάνω από το επίπεδο των 1,25 δολαρίων μπορούν τώρα να θεωρηθούν ότι έχουν ξεφύγει από τη φτώχεια, ακόμη κι αν στην πραγματικότητα παραμένουν φτωχοί.

Ο Basu επίσης χαρακτηρίζει τη συνέχιση της φτώχειας ως «συλλογική αποτυχία». Αυτά τα λόγια αν και φαίνονται σκληρά, επισκιάζουν το γεγονός ότι κατηγορώντας «όλους», στο τέλος δεν κατηγορεί κανέναν. Στην πραγματικότητα, αυτή η «αποτυχία» μπορεί να αποδοθεί πολύ συγκεκριμένα στις σθεναρές νεοφιλελεύθερες πολιτικές της ίδιας της Τράπεζας. Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές αφορούν περικοπή των κρατικών δαπανών για την υγεία, την εκπαίδευση και άλλες δημόσιες υπηρεσίες, άνοιγμα των χωρών σε γρήγορη ιδιωτικοποίηση και ξένες επενδύσεις, και κατά συνέπεια, στην επιτάχυνση του δημόσιου χρέους. Το αποτέλεσμα, χωρίς καμιά απόκλιση, είναι η επιβράδυνση της πραγματικής ανάπτυξης, σύμφωνα με έκθεση των Ηνωμένων Εθνών, και η «μείωση της προόδου για όλους σχεδόν τους κοινωνικούς δείκτες που είναι διαθέσιμοι για τη μέτρηση της υγείας και των εκπαιδευτικών επιτευγμάτων».

Η Valentine Moghadam, επικεφαλής της ισότητας των φύλων στο τμήμα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της UNESCO, υποστηρίζει ότι «η νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση που από τη φύση της οδηγεί στη φτώχεια έχει ιδιαίτερα σοβαρές επιπτώσεις στις γυναίκες». Είναι «αναμφισβήτητο» ότι οι γυναίκες βρίσκονται σε μια «μειονεκτική θέση» τέτοια που «μεταξύ των φτωχών οι γυναίκες υποφέρουν διπλά από την στέρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους – πρώτον λόγω της ανισότητας των φύλων, και δεύτερον λόγω της φτώχειας». Πράγματι, παρότι εργάζονται πιο σκληρά από τους άνδρες, καλύπτοντας το 70% των ωρών εργασίας παγκοσμίως, οι γυναίκες κερδίζουν μόνο το 10% του παγκόσμιου εισοδήματος, και περίπου το μισό από αυτό που κερδίζουν οι άνδρες .

Το οικονομικό μειονέκτημα των γυναικών συχνά σημαίνει ότι είναι κοινωνικά πιο ευάλωτες και ως εκ τούτου πιο εύκολα υπόκεινται σε εκμεταλλευτικές συνθήκες εργασίας, καθώς και άλλες μορφές βίας με βάση το φύλο. Όλα αυτά σημαίνουν ότι καθώς η κλιματική αλλαγή επιδεινώνει τις συνθήκες που ευνοούν τη φτώχεια, οι γυναίκες είναι κυρίως αυτές που θα λάβουν τα λιγότερα.

Η κατοχή της τροφής και του νερού έχουν φύλο

Παρόλα αυτά, οι γυναίκες είναι κάθε άλλο παρά παθητικά θύματα και εξακολουθούν κάτω από αυτές τις συνθήκες να παραμένουν πολύ σημαντικές όσον αφορά τις δυνατότητες της θετικής κοινωνικής αλλαγής, λόγω του κρίσιμου ρόλου τους στη διαχείριση των φυσικών πόρων. Ως βασικοί συλλέκτες καυσίμων και νερού για τις οικογένειές τους και κύριοι φροντιστές όσον αφορά τη χρήση της ενέργειας για την προετοιμασία της τροφής, την ανατροφή των παιδιών και τη φροντίδα των ασθενών, οι γυναίκες βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της διατήρησης της υγείας, της προκοπής και της ευημερίας των τοπικών κοινωνιών.

Πολυάριθμες μελέτες δείχνουν ότι η κλιματική αλλαγή τις προσεχείς δεκαετίες θα οδηγήσει σε αύξηση της ξηρασίας, διάβρωση των παράκτιων συστημάτων, οξίνιση των ωκεανών, καταστροφή της βιοποικιλότητας, άνοδο της στάθμης της θάλασσας, και μετατόπιση των εποχών. Κατά συνέπεια, η υπερθέρμανση του πλανήτη θα εντείνει την υδατική καταπόνηση και θα υπονομεύσει τα διατροφικά συστήματα για δισεκατομμύρια ανθρώπους, κυρίως στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες. Αυτό σημαίνει ότι οι γυναίκες, που παίζουν τόσο σημαντικό ρόλο στην παροχή τροφής και νερού, πλήττονται περισσότερο από τις κρίσεις στην τροφή και το νερό, που επιδεινώνονται λόγω της κλιματικής αλλαγής.

Συνολικά, οι γυναίκες κερδίζουν μεταξύ 30 και 80% του ετήσιου εισοδήματος των ανδρών. Από τα 743 εκατομμύρια αναλφάβητων ενηλίκων στον κόσμο, τα δύο τρίτα είναι γυναίκες. Οι γυναίκες αποτελούν το μισό περίπου του εργατικού δυναμικού της γεωργίας στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες, αλλά κατέχουν μόνο περίπου το 10-20% της γης. Είναι, επίσης, συνήθως οι γυναίκες αυτές που διανύουν μεγάλες αποστάσεις καθημερινά, συχνά μόνες, για να φέρουν νερό. Γι αυτόν τον λόγο, είναι επίσης πιο ευάλωτες σε προβλήματα υγείας και ασφάλειας από επιθέσεις. Συνολικά, η κλιματική αλλαγή κάνει τις γυναίκες πιο φτωχές, υποβαθμίζει τις οικονομικές ευκαιρίες τους, παρεμποδίζει την πρόσβασή τους σε τροφή και νερό, καθιστώντας αυτές πιο ευάλωτες στην εκμετάλλευση. Αυτό αναπόφευκτα διαβρώνει την ακεραιότητα, τη συνοχή και τη βιωσιμότητα των οικογενειών και των τοπικών κοινωνιών.

Η βία έχει φύλο

Μία από τις άλλες μεγάλες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, φυσικά, είναι η ικανότητά της να επιταχύνει την αστάθεια και τις συγκρούσεις, καθώς οι κυβερνήσεις, επιμένοντας πεισματικά στις συνήθεις δραστηριότητές τους βρίσκονται αντιμέτωπες με αυξήσεις στην υπεράντληση των πόρων τις οποίες αδυνατούν να διαχειριστούν.

Πολλές μελέτες αποδεικνύουν μια σαφή συσχέτιση μεταξύ της επιτάχυνσης της πρόσφατης κλιματικής αλλαγής και της συχνότητας των βίαιων συγκρούσεων. Αλλά τα μεγαλύτερα θύματα των συγκρούσεων είναι γυναίκες και παιδιά, είτε όσον αφορά τη συστηματική χρήση της σεξουαλικής βίας ως τακτικής πολέμου, ή με το να απευθύνονται σε αδιάκριτες επιθέσεις κατά αμάχων. Η βία κατά των γυναικών τείνει να κορυφωθεί κατά τη διάρκεια συγκρούσεων και πολιτικής αναταραχής. «Τώρα είναι πιο επικίνδυνο να είσαι γυναίκα από το να είσαι στρατιώτης σε πόλεμο», δήλωσε ο υποστράτηγος Patrick Carnmaert, πρώην διοικητής Ειρηνευτικής Επιχείρησης των Ηνωμένων Εθνών.

Ωστόσο, η κλιματική αλλαγή δεν επιτείνει τις συγκρούσεις από μόνη της. Το 2010, μια μελέτη των συγκρούσεων στην Αφρική από τα «Πρακτικά της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών» (PNAS), επεσήμανε ότι ο τρόπος που η κλιματική αλλαγή επηρεάζει την κοινωνία εξαρτάται από την τοπική πολιτική, την οικονομία, και τον πολιτισμό. Ο κύριος λόγος που οι αφρικανικές χώρες είναι τόσο βαθιά ευάλωτες σε πολιτικές αναταραχές και βίαιες συγκρούσεις, δείχνει μελέτη των PNAS, είναι, μεταξύ άλλων παραγόντων, ο βαθμός στον οποίο ο κοινωνικός ιστός έχει απαρνηθεί την επίδραση των νεοφιλελεύθερων καπιταλιστικών μεταρρυθμίσεων που επιβάλλονται από το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα. Αντί να οδηγούν στην «ανάπτυξη», οι προσπάθειες να ενταχθεί η Αφρική στα κυκλώματα του ληστρικού παγκόσμιου χρηματικού κεφαλαίου έχουν σε μεγάλο βαθμό καταστρέψει τις κοινωνίες τους, ανεβάζοντας τα ποσοστά βρεφικής θνησιμότητας, διευρύνοντας τις ανισότητες και δεσμεύοντας τα κράτη της περιοχής με μη βιώσιμο χρέος.

Η νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση έχει δημιουργήσει στον λιγότερο ανεπτυγμένο κόσμο μια νέα οικονομία του πολέμου, παραλύοντας τις τοπικές κοινωνίες και τροφοδοτώντας εθνοτικές και φυλετικές αντιθέσεις. Η κοινωνική κατάρρευση που προκύπτει επιτρέπει την αναβίωση του εξτρεμισμού, καθώς οι άνθρωποι προσκολλώνται στα έθιμα, τις ταυτότητες και τους μύθους, στην αναζήτηση της βεβαιότητας. Αυτό με τη σειρά του, για άλλη μια φορά, τείνει να χτυπήσει τους πιο ευάλωτους πρώτα, ιδιαίτερα τις γυναίκες και τα παιδιά, με τη μορφή εγκλημάτων που τιμωρούν την πολιτισμική απόκλιση, όπως τα εγκλήματα τιμής, η κλειτοριδεκτομή των γυναικών, οι αναγκαστικοί γάμοι, και ούτω καθεξής.

Απόρρητα έγγραφα της Παγκόσμιας Τράπεζας που διέρρευσαν πριν από μερικά χρόνια δείχνουν ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν πλήρη επίγνωση αυτών των αποσταθεροποιητικών επιπτώσεων της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης. Μια στρατηγική στήριξης της χώρας του Ισημερινού από την Τράπεζα από το 2000, για παράδειγμα, προέβλεψε σωστά ότι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις θα προκαλούσαν «κοινωνική αναταραχή». Αυτό ήταν μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου. Όπως το έθεσε ο Joseph Stiglitz, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας, το νεοφιλελεύθερο πακέτο ιδιωτικοποίησης και η απελευθέρωση έχουν πολύ συχνά οδηγήσει σε αυτό που ονομάζει «αναταραχή του ΔΝΤ».

Ο ανεξέλεγκτος παγκόσμιος καπιταλισμός βαθαίνει με αυτόν τον τρόπο τη μεγάλη εξαθλίωση και κοινωνική αποδιάρθρωση, οι οποίες τροφοδοτούν τη σύγκρουση και την αναταραχή και από τις οποίες οι γυναίκες υποφέρουν περισσότερο.

Ο βιασμός κάνει καλό στις επιχειρήσεις

Σε αυτό το μείγμα, ο ρόλος του παγκόσμιου εμπορίου μικρών όπλων είναι ζωτικής σημασίας. Η Sarah Masters, συντονίστρια του δικτύου γυναικών του IANSA (Διεθνές Δίκτυο Δράσης για τα Μικρά Όπλα), επισημαίνει ότι χωρίς τη μαζική διάδοση των ελαφρών όπλων και όπλων μικρού διαμετρήματος, η κακοποίηση και ο βιασμός των γυναικών «σε τόσο μεγάλη κλίμακα σε πολλές συγκρούσεις ανά τον κόσμο» απλά δεν θα ήταν δυνατόν να συμβούν. Τα μικρά όπλα επιτρέπουν όχι μόνο τον βιασμό και άλλες μορφές σεξουαλικής κακοποίησης, αλλά και απαγωγές, αναγκαστική δουλεία και καταναγκαστική πορνεία.

Αλλά το εμπόριο όπλων προσφέρει πλούσιες επιλογές για το σύμπλεγμα της δυτικοκρατούμενης βιομηχανίας όπλων. Ανάμεσα στους κορυφαίους παγκόσμιους εξαγωγείς μικρών όπλων περιλαμβάνονται οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ιταλία, η Γερμανία, η Αυστρία, η Ελβετία, η Ρωσία, η Γαλλία, το Βέλγιο, η Ισπανία. Η αξία του εμπορίου φορητών όπλων ανέρχεται συνολικά σε 8.500 εκατομμύρια δολάρια ετησίως. Αυτό είναι ένα μόνο μέρος του εμπορίου όπλων γενικότερα, όπου οι κορυφαίες εταιρείες κερδίζουν περίπου 395 δισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο. Οι μεγάλες επεμβάσεις στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν ενίσχυσαν σημαντικά αυτά τα κέρδη των αμυντικών εργολάβων. Συνολικά, οι επιχειρήσεις των ΗΠΑ αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 60% όλων των πωλήσεων από τις 100 κορυφαίες εταιρείες, με την Lockheed Martin και την Boeing στην πρώτη και τη δεύτερη θέση, ενώ ακολουθεί στην τρίτη θέση η BAE Systems της Βρετανίας.

Αλλά ενώ οι επιχειρήσεις αμυντικών όπλων συσσωρεύουν χρήμα, οι επιπτώσεις στις μαχόμενες περιοχές είναι καταστροφικές: Αυτός είναι ο φαύλος κύκλος του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Οι μεταρρυθμίσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΔΝΤ αποδιοργανώνουν τις κοινωνίες και επιταχύνουν τις συγκρούσεις, ενώ διευκολύνουν το άνοιγμα των χωρών στους ξένους επενδυτές, και οι εταιρείες όπλων εφορμούν για να πουλήσουν όπλα σε όλες τις εμπλεκόμενες στη δίνη πλευρές.

Παράλληλα, ο βιασμός και η κακοποίηση των γυναικών γίνονται ενδημικά φαινόμενα. Από τις χώρες που έχουν υποστεί τη δυτική επέμβαση και κατοχή, όπως το Ιράκ, το Αφγανιστάν και η Παλαιστίνη, ως τις λιγότερο αναπτυγμένες περιφέρειες όπως η Αφρική, η βία κατά των γυναικών έχει εδραιωθεί και είναι ενδημική σε όλες τις σφαίρες της ζωής. Στο καθεστώς του Ιράκ που προστατεύεται από τις ΗΠΑ, για παράδειγμα, οι γυναίκες φέρουν το κύριο βάρος της αύξησης της έμφυλης βίας, της ανεπάρκειας των υποδομών, του πολιτικού αποκλεισμού και της φτώχειας. Αλλά ενάντια σε όλες τις αντιξοότητες, οι ιρακινές γυναίκες βρίσκονται στην πρώτη γραμμή του ακτιβισμού για τα ανθρώπινα δικαιώματα, μέσα από τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών και τα κοινωνικά κινήματα.

Αυτό που το κάνει χειρότερο είναι ότι η βία κατά των γυναικών είναι επίσης ενδημική και εκτός των συγκρούσεων. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) διαπίστωσε το 2013 ότι το 35% των γυναικών σε όλο τον κόσμο έχουν υποστεί σωματική ή σεξουαλική βία είτε από κάποιον που γνωρίζουν, ή από ξένο. Μία στις τρεις γυναίκες παγκοσμίως που βρίσκονται σε μια σχέση έχει υποστεί σωματική ή σεξουαλική βία από τον σύντροφό της. Σε περίπτωση που κάποιος σκεφτεί ότι αυτό είναι κυρίως ένα οπισθοδρομικό φαινόμενο του «τρίτου κόσμου», μια πρόσφατη μελέτη στην Ε.Ε. έδειξε ότι μια στις τρεις γυναίκες άνω των 15 ετών σε όλη την Ευρώπη είχε υποστεί κάποια μορφή σωματικής ή σεξουαλικής κακοποίησης. Τα στοιχεία είναι παρόμοια για τις ΗΠΑ, με μία στις τρεις γυναίκες να έχει βιώσει ενδοοικογενειακή βία, ενώ μια στις πέντε να έχει βιαστεί.

Η εξουσία έχει φύλο

Με δεδομένη αυτή την συντριπτικά ασύμμετρη βία που διαπράττεται από τους άνδρες εναντίον των γυναικών, δεν αποτελεί έκπληξη ότι οι γυναίκες σε όλο τον κόσμο υπερ-εκπροσωπούνται σε αρκετά βασικά ζητήματα ψυχικής υγείας. Η κατάθλιψη, για παράδειγμα, είναι δύο φορές πιο συχνή στις γυναίκες από τους άνδρες. Σε γενικές γραμμές, περισσότερες γυναίκες φαίνεται να υποφέρουν και από άλλες κοινές διαταραχές όπως το άγχος και τα «σωματικά ενοχλήματα» – σωματικά συμπτώματα χωρίς ιατρική εξήγηση. Οι άνδρες, από την άλλη πλευρά, είναι τρεις φορές πιο πιθανό να έχουν αντικοινωνική διαταραχή της προσωπικότητας.

Επιδημιολογικές μελέτες από όλη την αγγλόφωνη Δύση δείχνουν ότι η τάση αυτή είναι πιο οξυμένη στα πλούσια «εγωιστικά καπιταλιστικά» κράτη. Δεν είναι μόνο τα ποσοστά των ψυχικών ασθενειών σε επίπεδα ρεκόρ σε αυτές τις χώρες σε σύγκριση με αλλού, αλλά οι γυναίκες, για άλλη μια φορά, υποφέρουν σε μεγαλύτερους αριθμούς. Οι γυναίκες σε αυτές τις χώρες είναι 75% πιο πιθανό να εμφανίσουν κατάθλιψη και έχουν 60% περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν κάποια αγχώδη διαταραχή συγκριτικά με τους άνδρες, ενώ οι άνδρες εμφανίζουν διαταραχές κατάχρησης ουσιών δυόμισι φορές πιο συχνά από τις γυναίκες. Σύμφωνα με τον κλινικό ψυχολόγο καθηγητή Daniel Freeman του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, «Υπάρχει ένα μοτίβο – οι γυναίκες τείνουν να υποφέρουν από αυτό που αποκαλούμε «εσωτερικά» προβλήματα, όπως κατάθλιψη ή προβλήματα ύπνου. Παίρνουν τα προβλήματα για τον εαυτό τους όπως είναι, ενώ οι άνδρες έχουν εξωτερικευμένα τα προβλήματα τους, μεταθέτοντας τα πράγματα στο περιβάλλον τους, με το αλκοόλ και προβλήματα θυμού». Συχνά οι γυναίκες είναι που στέκονται στη γραμμή του πυρός των παραπάνω χαρακτηριστικών ανδρικών προβλημάτων ψυχικής υγείας.

Αυτή η διαφοροποίηση των δύο φύλων στον τομέα της ψυχικής υγείας σαφώς αντανακλά τη θεμελιώδη διαφορά εξουσίας μεταξύ ανδρών και γυναικών, που γίνεται οξύτερη ανάλογα με τις εθνικές και ταξικές γραμμές. Οποιαδήποτε πτυχή της πολιτισμικής κρίσης εξετάσουμε, οι γυναίκες είναι πρωτίστως αυτές που εισπράττουν τις χειρότερες επιπτώσεις. Αυτό υποδηλώνει ότι η ίδια η πατριαρχία είναι συνάρτηση μιας στέρεα εδραιωμένης και αυτoτροφοδοτούμενης ψυχολογικής παθογένειας που, όπως ο καρκίνος, έχει μολύνει το σύνολο του βιομηχανικού πολιτισμού.

Οι εκκλήσεις για περισσότερη ισότητα των φύλων προς αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος είναι όλες ωραίες και καλές. Αλλά στο μεγαλύτερο μέρος, οι πρωτοβουλίες που οδηγούν εκεί, ενώ ίσως είναι καλοπροαίρετες, συχνά αποτυγχάνουν να αναγνωρίσουν τα συστημικά αίτια αυτής της ανισότητας στις παγκόσμιες – όχι μόνο στις τοπικές πολιτικές, οικονομικές και πολιτισμικές δομές της πατριαρχίας.

Οι γυναίκες συστηματικά περιθωριοποιούνται από καίριες θέσεις εξουσίας και διαδικασίες λήψης αποφάσεων σε κάθε φάσμα της κοινωνίας, σε κάθε μέρος του κόσμου, πλούσιο ή φτωχό. Γίνονται διακρίσεις σε βάρος τους, θεσμικά και άμεσα, στην πολιτική, στην απασχόληση, στις τέχνες, στα μέσα ενημέρωσης και στον πολιτισμό. Αυτό δεν είναι απλώς σε βάρος των γυναικών: η οικονομική περιθωριοποίηση των γυναικών κοστίζει στην παγκόσμια οικονομία τρισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο, ένα τεράστιο πλήγμα για την ακεραιότητα όλων αυτών των δομών.

Ωστόσο, η συντριπτική πλειοψηφία των παγκόσμιων πόρων ανήκουν και ελέγχονται από μια μικρή μειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού, με τη μορφή ενός αλληλένδετου πλέγματος τύπου «περιστρεφόμενης πόρτας» εταιρειών, τραπεζών, κυβέρνησης, άμυνας, βιομηχανιών, μέσων μαζικής ενημέρωσης και άλλων τομέων. Είναι αυτό το πλέγμα, αυτή η ομάδα των 90 κορυφαίων διακρατικών εταιριών-μονόλιθων, στην οποία συμπεριλαμβάνονται οι πιο ισχυρές εταιρείες πετρελαίου και άνθρακα παγκοσμίως, που φέρουν την ευθύνη για τα δύο τρίτα των ανθρωπογενών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Και ποιος διοικεί αυτές τις εταιρείες; Την τελευταία δεκαετία, ο αριθμός των γυναικών στα διοικητικά συμβούλια των ΗΠΑ έχει παραμείνει στάσιμος στο 17%. Ακόμη και σε χώρες με καλύτερη συμμετοχή γυναικών, η διαφορά δεν είναι σημαντική. Η Σουηδία και η Φινλανδία, για παράδειγμα, βρίσκονται γύρω στο 27%.

Συνολικά, οι δεκαετίες της διαφοροποίησης μάς έχουν λίγο πολύ οδηγήσει στο πουθενά, με τα διοικητικά συμβούλια των εταιριών να είναι κατά το 88% λευκοί και 85% άνδρες. Εξετάζοντας πιο λεπτομερώς τις 500 κορυφαίες εταιρείες στο Fortune, μόνο το 4% των CEOs είναι γυναίκες, και όλες είναι λευκές. Δεδομένου ότι αυτές οι γιγάντιες εταιρείες προσπαθούν να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους με οποιοδήποτε ανθρώπινο ή περιβαλλοντικό κόστος, εκμεταλλεύονται την εντατικοποίηση των φυσικών πόρων για επιτάχυνση των επενδύσεων σε προσοδοφόρες αρπαγές γης για καλλιέργεια, ορυκτά προϊόντα, και δόλια ρυπογόνα προγράμματα.

Στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές όπως η Αφρική, όπως αναφέρει η Oxfam, αυτό «έχει άμεσο αντίκτυπο στην χρήση γης που διαχειρίζονται οι γυναίκες, στην επιβίωσή τους, στη διαθεσιμότητα των τροφίμων και στο κόστος ζωής, και τέλος, στην πρόσβαση των γυναικών στη γη για την παραγωγή τροφίμων. Αυτές είναι μόνο οι οικονομικές επιπτώσεις. Η γνώση των γυναικών, η κοινωνικο-πολιτισμική τους σχέση με τη γη, και τη διαχείριση της φύσης είναι επίσης υπό απειλή».

Αντιμετωπίζοντας τον παγκόσμιο μισογυνισμό

Η συστηματική περιθωριοποίηση και καταπίεση των γυναικών δεν είναι ένα τυχαίο στοιχείο της πολιτισμικής μας κρίσης. Είναι ένας αναπόσπαστος και θεμελιώδης πυλώνας της διάχυτης αδικίας του παγκόσμιου συστήματος. Η παγκόσμια επιδημία της βίας ενάντια στις γυναίκες είναι από τη φύση της συνδεδεμένη με το ανδροκρατούμενο μας σύστημα της βίας προς τον φυσικό κόσμο, στο σύνολό του.

Ο βιαστής και ο βασανιστής δεν διαφέρουν από τον αχόρταγο τύραννο, σκλάβο των σαδιστικών ορέξεων του, ο οποίος αδιαφορεί για τον πόνο που προκαλεί κατά τη διαδικασία του κορεσμού τους.

Ακριβώς όπως η βία κατά των γυναικών είναι συνδεδεμένη με την εξουσία, την αυτό-ικανοποίηση μέσω της κυριαρχίας και του ελέγχου, του ακραίου εγωισμού και ναρκισσισμού και την έλλειψη ενσυναίσθησης που συνορεύουν με την ψυχοπαθολογία, με τον ίδιο τρόπο τελικά συνδέεται και η συστημική μας βία απέναντι στη φύση.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της εκμεταλλευτικής καταλήστευσης των παγκόσμιων φυσικών πόρων στην προσπάθειά μας για ατέρμονη υλική ανάπτυξη, το παγκόσμιο σύστημα συνεχίζει τον ασύμμετρο πόλεμο κατά των γυναικών, όπως ακριβώς εκμηδενίζει τα είδη, καταστρέφει τα οικοσυστήματα, και εξαντλεί τους πόρους στο όνομα του κέρδους και της εξουσίας μιας μικρής μειοψηφίας.

Το χάσμα ανάμεσα στα φύλα δεν είναι απλώς μια αντανάκλαση στον καθρέφτη της εκτροπής της ανθρωπότητας από τη φύση: είναι τόσο ένα σύμπτωμα όσο και ο οδηγός αυτής της εκτροπής.

Αλλά δεν είναι λειτουργικό. Ο σύγχρονος παγκόσμιος καπιταλισμός ίσως να κάνει κάποιους άνθρωποι πιο πλούσιους, αλλά κάνει περισσότερους ανθρώπους πιο φτωχούς και πιο δυστυχισμένους, σε ένα πλαίσιο επιτάχυνσης της αβεβαιότητας και των συγκρούσεων. Και μέχρι το τέλος αυτού του αιώνα, αν συνεχίσουμε ότι κάνουμε τώρα, αντιμετωπίζουμε την προοπτική – όπως ομόφωνα δηλώνουν τα καλύτερα επιστημονικά μας μυαλά – ενός πλανήτη μη κατοικήσιμου στο μεγαλύτερο μέρος του.

Το παγκόσμιο σύστημα αποτυγχάνει, και η μαζική δολοφονία, η κακοποίηση και η δολοφονία γυναικών από άνδρες είναι κεντρικής σημασίας σε αυτή την αποτυχία: ο μισογυνισμός είναι αναπόσπαστη λειτουργία της πλανητικής καταστροφής.

Αν θέλουμε να σώσουμε τον πλανήτη, η πατριαρχία πρέπει να πεθάνει. Αυτό σημαίνει την αναγνώριση και την ανάληψη της ευθύνης για το γεγονός ότι η πατριαρχία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των δομών της εξουσίας που εμείς θεωρούμε δεδομένες, σε Ανατολή και Δύση.

Όχι, δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο. Αν ο μισογυνισμός κερδίσει, ο πλανήτης θα πεθάνει.

Nafeez Ahmed, 13, Μαρτίου 2015

————————————————————————————————————

Ο Δρ Nafeez Ahmed είναι ερευνητής δημοσιογράφος, συγγραφέας best seller, και ειδικός σε θέματα διεθνούς ασφάλειας. Είναι τακτικός συνεργάτης του “Ecologist”  όπου γράφει για τη γεωπολιτική που συνδέεται με περιβαλλοντικές, ενεργειακές και οικονομικές κρίσεις. Έχει επίσης γράψει άρθρα, μεταξύ πολλών άλλων, για τoυς: Guardian, The Independent, Sydney Morning Herald, The Age, The Scotsman, Foreign Policy, Prospect, New Statesman, Vice, Le Monde diplomatique,. Το νέο του μυθιστόρημα της που αναφέρεται στο εγγύς μέλλον είναι το ZERO POINT

Website: www.nafeezahmed.com

Μετάφραση: Χριστίνα Κούρκουλα