Ελλείμματα φεμινισμού: Ελλείμματα δημοκρατίας, αποτελεσματικότητας, ευαισθησίας

Δεν είναι λίγες οι φορές που βουλεύτριες δήλωσαν «παρούσες» σε ψηφοφορίες της βουλής για να τις διορθώσουν οι καταμετρητές επί το ορθόν –κατ’ εκείνους– που είναι το «παρών»!

Η νεοσύστατη Βουλή αριθμεί μόνο 57 γυναίκες, 19% του συνόλου, έναντι 70 στην προηγούμενη, ποσοστό 23,33%. Δεδομένης της εκλογικής διαδικασίας με λίστα, πρόκειται για σαφή επιλογή των κομμάτων (για την ακρίβεια των αρχηγών τους) και όχι αποτέλεσμα ανεξέλεγκτων κοινωνικών φαινομένων.

Η διαφορά οφείλεται κυρίως στον ΣΥΡΙΖΑ (!), που μείωσε το ποσοστό του σε 22,55%, από 30,20% στις εκλογές Ιανουαρίου 20151. Όσον αφορά στην κυβέρνηση, επτά γυναίκες είναι αναπληρώτριες ή υφυπουργοί και καμία γυναίκα υπουργός.

Τα παραπάνω δεν αποτελούν έκπληξη, αλλά φυσική απόρροια του φεμινιστικού ελλείμματος στον ΣΥΡΙΖΑ και στην κοινωνία. Το τελικό συμπέρασμα, επίσης, είναι ότι οι ποσοστώσεις αποτελούν την αναγκαία ασφαλιστική δικλείδα για το δικαίωμα συμμετοχής των γυναικών στη δημόσια σφαίρα.2

Το ζήτημα της ποσόστωσης

Το ζήτημα της ποσόστωσης γυναικών στα κέντρα λήψης αποφάσεων των κομμάτων συζητήθηκε έντονα και για πρώτη φορά στην Ελλάδα το1987, μετά τη διάσπαση της ανανεωτικής αριστεράς σε ΕΑΡ και ΚΚΕ εσ.- Α.Α. Στα ιδρυτικά συνέδρια των δύο κομμάτων τέθηκε η σχετική πρόταση. Τελικά, μόνο στο ΚΚΕ εσ.- Α.Α. ψηφίσθηκε ποσόστωση συμμετοχής γυναικών τουλάχιστον 30% σε όλα τα όργανα του κόμματος.3 Αργότερα, ΣΥΝ και ΠΑΣΟΚ θεσμοθέτησαν, επίσης, ποσόστωση 30% για συμμετοχή γυναικών στις Κ.Ε. Αντιδράσεις υπήρχαν και υπάρχουν ακόμα, από άνδρες και γυναίκες που θεωρούν τις εν λόγω ποσοστώσεις πολυτέλεια, αντιδημοκρατικό μέτρο και εμπόδιο στην άσκηση «αμιγούς» πολιτικής. Γυναίκες, επίσης, ισχυρίζονται ότι το μέτρο δημιουργεί θυματοποίηση και κάποιες φεμινίστριες (όλο και λιγότερες) το αποδοκιμάζουν για το διοικητικό του χαρακτήρα.

Το 2008, ψηφίσθηκε νόμος για υποχρεωτική συμμετοχή από κάθε φύλο κατά τουλάχιστον 1/3 στον συνολικό αριθμό υποψηφίων. Η ρύθμιση αφορούσε κάθε εκλογική περιφέρεια και δυσαρέστησε πολλούς κομματάρχες που, ξαφνικά, δεν υπήρχε θέση για αυτούς στα ψηφοδέλτια και δυσκόλεψε τη ζωή των ανδροκρατούμενων κομμάτων. Η λύση, όμως, βρέθηκε το 2012, όταν ο νόμος «διορθώθηκε» με την πρόβλεψη το ποσοστό του 1/3 να ισχύει όχι για κάθε περιφέρεια, αλλά για όλη την επικράτεια στο σύνολο των υποψηφίων κάθε κόμματος. Έτσι, «βολεύονταν» όλοι οι άνδρες σε εκλόγιμες θέσεις «σίγουρων» περιφερειών και οι γυναικείες υποψηφιότητες συνωστίζονταν σε περιφέρειες με μηδενικές πιθανότητες εκλογής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, εκ του αντιθέτου, αποτελεί η εκτίναξη του αριθμού των βουλευτριών του ΣΥΡΙΖΑ, στις εκλογές του 2012, σε περιφέρειες που η εκλογή δεν ήταν αναμενόμενη και οι υποψήφιοι άνδρες είχαν αδιαφορήσει.

Να λοιπόν μια νομοθετική πρόταση, κατ’ ελάχιστον, για την κυβέρνηση: επιστροφή στο σχετικό νόμο του 2008. Επίσης, μια ακόμη πιο επείγουσα πρόταση αποτελεί η εφαρμογή παρόμοιου νόμου που αφορά τα Εταιρικά Συμβούλια του Δημοσίου και αγνοείται πλήρως!

Το φεμινιστικό ζήτημα

Στο πλαίσιο της κοινωνίας, ο φεμινισμός αποτελεί ένα περίπλοκο και διαρκές αιτούμενο. Το αρνητικό ρεκόρ, όμως, στο φεμινιστικό προβληματισμό του ΣΥΡΙΖΑ έχει ξεφύγει, προ πολλού, από τα όρια του φυσιολογικού και από τα αξιακά προτάγματά του.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το γεγονός ότι, κανένα μέλος της τελευταίας Πολιτικής Γραμματείας δεν είχε δεχθεί να είναι αρμόδιο για τη φεμινιστική πολιτική, θεωρώντας την ανάξιο ενασχόλησης αντικείμενο, ίσως και δυσφήμιση.

Σήμερα, η ανδροκρατούμενη κυβέρνηση, καθιστά φανερή την έλλειψη αναστοχασμού που διακρίνει την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Ένας αναστοχασμός σού επιτρέπει να θυμηθείς γυναίκες, στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, που, από τα δύσκολα χρόνια των μικρών ποσοστών μέχρι σήμερα, έχουν επιδείξει μεγάλες πολιτικές και οργανωτικές ικανότητες. Αθόρυβα, αποτελεσματικά και διαχρονικά, έχουν «κρατήσει» κομματικές οργανώσεις, δημιουργήσει παρατάξεις, συγκροτήσει επιτροπές γειτονιάς και πρωτοστατήσει σε κινήματα και ευρωπαϊκά φόρα έχοντας, παράλληλα, και ένα πλούσιο επαγγελματικό βιογραφικό. Θα ήταν οι καλύτερες υπουργοί, αγαπητές στο λαό και αποτελεσματικές στο δύσκολο έργο του παράλληλου προγράμματος που έχει υποσχεθεί ο ΣΥΡΙΖΑ και που απαιτεί επιμονή, σημασία στη λεπτομέρεια και χειρουργική ακρίβεια.
Τα τελευταία κρούσματα Καμμένου και Μπόλαρη επιβεβαιώνουν την έλλειψη μνήμης, αναστοχασμού, φεμινιστικής ευαισθησίας. Κατά την δύσκολη πρώτη νύκτα της συζήτησης για το νέο μνημόνιο, νιώσαμε υπερηφάνεια όταν ο σ. Τσακαλώτος, συγκρουόμενος με τον κ. Λομβέρδο, είχε επιλέξει τη διαπόμπευση των οροθετικών γυναικών ως το χειρότερο δείγμα διακυβέρνησής του. Σήμερα, μέσω του κ. Μπόλαρη, η κριτική επιστρέφει στον ΣΥΡΙΖΑ. Ο κ. Μπόλαρης δεν διέταξε την διαπόμπευση, επιχειρηματολόγησε όμως σθεναρά για τη χρησιμότητά της στους …ανυποψίαστους, έντιμους πελάτες. Ποια στρατηγική διεύρυνσης τον επέβαλε ως βουλευτή και –ακόμη χειρότερα- υφυπουργό; Μελετήθηκε το ισοζύγιο αρνητικών και θετικών στοιχείων; Μελετήθηκαν εναλλακτικές λύσεις, έστω προς την κατεύθυνση της διεύρυνσης;

Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αναδιοργανωθεί και οι ΟΜ να αποκτήσουν ρόλο και λόγο.4 Να λοιπόν και μια πολιτική πρόταση, στο πλαίσιο αυτής της αναδιοργάνωσης: να ανοίξει στο κόμμα η συζήτηση για το φεμινιστικό ζήτημα, με οργανωμένο τρόπο και συντεταγμένα.

Ζωή Γεωργίου,
ΟΜ Μηχανικών ΣΥΡΙΖΑ Αττικής

πηγή: Η Εποχή

Σημειώσεις

1. Για περισσότερα επισκεφτείτε την ιστοσελίδα «το μωβ» (www.tomov.gr)
2. «Η εφαρμογή των ποσοστώσεων στην Ευρώπη: η μόνη επιτυχημένη μέθοδος για αύξηση των γυναικών στα Κοινοβούλια», Ο Αγώνας της Γυναίκας, τ. 86, 2009
3. Ζ.Γ., «Κάτι ακόμα για τον σ. Γ. Μπανιά», «Εποχή», 19-1-15
4. Ζ.Γ., «Να μάθουμε να λειτουργούμε με προτεραιότητες», «Αυγή», 15-9-15.