Ο σεξισμός των “άλλων”

Συχνά διατυπώνονται διαμαρτυρίες για σεξιστικές συμπεριφορές στο δημόσιο χώρο και το δημόσιο λόγο, αλλά και για διακρίσεις σε βάρος των γυναικών που προέρχονται από δημόσιους φορείς, π.χ. κόμματα, κυβέρνηση, οργανισμούς, φορείς της πολιτείας.

Κατά περίεργη σύμπτωση η συντριπτική πλειοψηφία αυτών των καταγγελιών συνδέεται με “το δικό μας” χώρο, ο οποίος δέχεται τα πυρά, ενώ αποσιωπούνται οι επιθέσεις και οι αδικίες εναντίον γυναικών σε διαφορετικούς ή αντίπαλους χώρους. Η αντισεξιστική ρητορική, συνεπώς, εργαλειοποιείται, και μετατρέπεται σε όχημα πολιτικής απαξίωσης των αντιπάλων και ενίσχυσης του “δικού μας” πολιτικού χώρου.

Ίσως είναι κουραστικό να επαναλαμβάνουμε ότι η πατριαρχία είναι ένα ξεχωριστό σύστημα καταπίεσης και καθυπόταξης των γυναικών, διαχρονικό, ίσως από την αρχή του πολιτισμού ή κάποιο στάδιό του. Απλώς τροποποιείται και εντάσσεται στο κοινωνικό γίγνεσθαι ανάλογα με τις εξελίξεις, τους αγώνες και τις αντιστάσεις των γυναικών, παίρνει διαφορετικές μορφές, σημειώνονται εξελίξεις ή οπισθοδρομήσεις στις ζωές των γυναικών και στη θέση τους στην κοινωνία. Πάντως παραμένει, όπως εκτιμούμε, η αντίληψη ότι οι γυναίκες είναι κατώτερες, ότι είναι φτιαγμένες για την ιδιωτική σφαίρα της ζωής, ότι είναι κτήματα κάποιου άνδρα και ότι το σώμα τους επίσης καθορίζεται από αποφάσεις άλλων.

Κανένα σύστημα εξουσίας, ούτε φυσικά η πατριαρχία, μπορεί να διαιωνίζεται αν δεν είναι ηγεμονική στο σύνολο σχεδόν των ανθρώπων, πέρα από τάξεις εδώ, η άποψη ότι είτε είναι καλό και χρήσιμο σύστημα, είτε δεν είναι και τόσο καλό αλλά δεν αλλάζει, άρα πρέπει να το δεχθούμε. Και όταν λέμε ανθρώπων, εννοούμε ανδρών και γυναικών, αφού η πλειοψηφία των γυναικών επίσης δέχεται σε κάποιους βαθμούς και με κάποιους τρόπους την “κατωτερότητά” μας. Όσο δε για τις γυναίκες που έχουν “ξεφύγει” από το πρότυπο της καταπίεσης και έχουν αναδειχθεί στο δημόσιο χώρο, συχνά, δυστυχώς, παίρνουν το ρόλο να “συνετίσουν” τις άλλες γυναίκες που διεκδικούν, και να δικαιολογήσουν το σύστημα που τις ανέδειξε αλλά και να φανούν χρήσιμες στην πηγή που τους έδωσε τη δύναμη.

Η τελευταία αφορμή για αυτό το άρθρο είναι ένα δημοσίευμα της Ειρήνης Αγαθοπούλου, που είναι τώρα πρόεδρος του Κέντρου Έρευνας για Θέματα Ισότητας στην “Εποχή” της 4-10-2015.

Η πρόεδρος πλέον του ΚΕΘΙ υπονόμευσε μόνη της το ρόλο του οργανισμού που εποπτεύει, αφού συγχωρεί και δικαιολογεί σημαντικές παραλείψεις της κυβέρνησης η οποία την διόρισε σε αυτή τη θέση. Επαινεί στο άρθρο της την προηγούμενη κυβέρνηση, γιατί έβαλε γυναίκα πρόεδρο της Βουλής αλλά και γυναίκες να καταλαμβάνουν υπουργικό αξίωμα. “Πιστέψαμε, λέει, ότι κάτι αλλάζει σ’ αυτή τη χώρα, και πως οι γυναίκες αρχίζουν να κατακτούν αυτό που δικαιούνται, τόσο στην πολιτική, όσο και στην κοινωνία”. Δεν πρόσεξε ίσως, ότι καμία γυναίκα δεν ήταν υπουργός της προηγούμενης κυβέρνησης, αλλά ήταν 6 όλες κι όλες σε θέσεις υφυπουργού και αναπληρώτριας υπουργού, σε ένα κυβερνητικό σχήμα 40 ατόμων. Όσο για την πρόεδρο της Βουλής, για την οποία επιχαίρει η κ. Αγαθοπούλου, ξεχνά ότι ήταν συνήγορος κατά συρροήν βιαστή τουριστριών για 6 χρόνια, μέχρι που έγινε βουλεύτρια, και ότι βασάνιζε τις βιασμένες γυναίκες στο δικαστήριο, στρεψοδικούσε, κωλυσιεργούσε και αρνησιδικούσε διαρκώς, και ότι επίσης έχει καταγγείλει τις γυναικείες οργανώσεις που βρίσκονταν για συμπαράσταση στα θύματα του βιασμού. Παραλείπει επί του συγκεκριμένου και κάτι άλλο που θα αναφέρουμε παρακάτω.

Συνεχίζει μιλώντας για σεξιστικό παραλήρημα από τα ΜΜΕ και από συναδέλφους βουλευτές, εναντίον των βουλευτριών, ξεχνώντας ότι αυτά είναι καταγγελτέα μεν φαινόμενα αλλά όχι πλειοψηφικά, επομένως δεν αναπαριστά την πραγματικότητα σφαιρικά και δεν σημειώνει την πρόοδο, κάτι για το οποίο έχουμε σκληρά παλέψει, αλλά η ίδια μάλλον το βρήκε έτοιμο.

Παρακάτω μας λέει για την πρόοδο στο θεσμικό κομμάτι, την οποία η ίδια υπονομεύει όταν δηλώνει ότι οι μόνο 15% γυναίκες στην κυβέρνησή της, σε θέση υφυπουργού μάλιστα, αποτελεί θετική εξέλιξη, αρνούμενη το στοιχειώδες 1/3 που έχει θεσμοθετηθεί για τα ψηφοδέλτια και ξεχνώντας ότι είναι από τα χαμηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη.

Και για να μην επιχαίρει η κ. Αγαθοπούλου αλλά να πάρει το θέμα στα σοβαρά, ας της υπενθυμίσουμε ότι οι αριθμοί πάνε πίσω, κάτι που δεν σημείωσε. Και τι μας νιάζουν οι αριθμοί;

Και πάνε πίσω με ευθύνη των κυβερνώντων κομμάτων, που έκαναν το “λάθος” να αφήσουν τους αριθμούς να “φουσκώσουν” στο παρελθόν. Συγκεκριμένα, η βουλή του Σεπτεμβρίου 2015 έχει 19% γυναίκες, του Ιανουαρίου 2015 είχε 23,33%, του Ιουνίου 2012 είχε 21% και του 2009 17,33%. Έχουμε μια φανερή οπισθοδρόμηση με τη λίστα, περίπου 5 χρόνια πίσω. Και εις κατώτερα, λοιπόν.

Επίσης, μπερδεύει τις σεξιστικές επιθέσεις εναντίον των γυναικών με τις πολιτικότατες επιθέσεις, δίκαιες ή άδικες μπορεί κάθε μια να το κρίνει, για τις φτηνές συνταγές μαγειρικής της κ. Φωτίου στους ανθρώπους που ξέρουν καλύτερα από αυτήν να μαγειρεύουν φτηνά, αφού δεν τους παίρνει για κάτι καλύτερο ή πιο νόστιμο. Και στο συγκεκριμένο, βάζει τις γυναίκες στο απυρόβλητο ως προς την πολιτική που εφαρμόζουν, εν ονόματι του φύλου τους. Πολλά είναι τα σχετικά παραδείγματα συγκάλυψης πολιτικών ατοπημάτων από γυναίκες εν ονόματι του φύλου τους, κάτι που δεν βοηθάει τον αγώνα εναντίον των σεξιστικών διακρίσεων.

Ξεχνά όμως η κ. Αγαθοπούλου και τη μεγαλύτερη σεξιστική επίθεση που έγινε μέσα στη Βουλή, από την εκλεκτή της πρόεδρο, εναντίον της κ. Μπακογιάννη, όταν η τελευταία κατήγγειλε ότι ζήτησε να της υπογράψει για να πάει στο Συμβούλιο της Ευρώπης ως εντεταλμένη που ήταν, και η απάντηση της πρώην προέδρου ήταν ότι “κι εσάς ο άντρας σας έκρυψε από την Εφορία το ένα εκατομμύριο”. Όσο λοιπόν ο άντρας της Μπακογιάννη κρύβει ή κλέβει, η Μπακογιάννη δεν έχει δικαίωμα να πάει στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Αυτό δεν μας το είπε η κ. Μπακογιάννη, το είδαμε με τα ματάκια μας στη σχετική συνεδρίαση της Βουλής. Αυτός είναι ο σκληρότερος θεσμικός σεξισμός που έχει εκφωνηθεί στην ελληνική Βουλή κατά την προηγούμενη θητεία.

Συνεχίζει η κ. Αγαθοπούλου με τις κομματικές λίστες τις οποίες κατήρτισαν οι κομματικές ηγεσίες, και έβαλαν σε εκλόγιμες θέσεις κυρίως άνδρες, με αποτέλεσμα τα ποσοστά των εκλεγμένων γυναικών να πέσουν κατακόρυφα. Ξεχνά κι εδώ να αναφέρει ποιανού κόμματος τα ποσοστά έπεσαν κατακόρυφα, εμείς θυμόμαστε ότι είναι του ΣΥΡΙΖΑ, αφού από 35% γυναίκες μεταξύ των δικών του βουλευτών το 2012, έπεσε στο 30% τον Ιανουάριο του 2015, αλλά ακόμα χειρότερα σήμερα έπεσε στο 22,75%. Το γιατί είναι απλό: η κομματική πατριαρχία έβαλε τα αγοράκια σε εκλόγιμες θέσεις, αντίθετα με τους και τις ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ που έχουν μεγαλύτερη ευαισθησία στο θέμα πάντα. Βέβαια, παραμένει το κόμμα με τις περισσότερες γυναίκες και το μεγαλύτερο ποσοστό, πράγμα που οφείλεται στον αγώνα των φεμινιστριών τα προηγούμενα χρόνια, αλλά ο πρωθυπουργός “βάζει τις γυναίκες στη θέση τους”, έστω και σταδιακά. Κάποια άλλα κόμματα είχαν λίγο ανοδικά ποσοστά, όπως Νέα Δημοκρατία και Δημοκρατική Συμπαράταξη, έστω και με τη λίστα.

Να θυμηθούμε με την ευκαιρία εδώ, ότι για να περιθωριοποιήσει και παραβιάσει την ποσόστωση των γυναικών, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ παραβίασε το καταστατικό του κόμματος που ψηφίστηκε το 2013 στο ιδρυτικό συνέδριο. Και το παραβίασε την επομένη του συνεδρίου, όταν συγκροτήθηκε η Πολιτική Γραμματεία η οποία είχε 17% γυναίκες, αντί του 33% που πρόβλεπε το καταστατικό. Κάποιες που το αμφισβητήσαμε, τότε, βρεθήκαμε στη Σιβηρία. Άρα, η δουλίτσα έχει σύστημα και βάθος χρόνου.

Καταλήγει η κ. Αγαθοπούλου ζητώντας από την Αριστερά να ρίξει όλο το αξιακό και μεταρρυθμιστικό της βάρος για να εξαλείψει κάθε έμφυλη διάκριση, και λοιπά. Την πιάνουμε αντιφατική, γιατί αν η ίδια η κυβέρνηση έχει 15% γυναίκες υφυπουργούς, και η πρόεδρος του ΚΕΘΙ μάλιστα το βρίσκει θετικό, με τι προσόντα θα απαιτήσει από οποιονδήποτε άλλο θεσμό να κάνει κάτι καλύτερο;

Τέλος, να πούμε ότι για να μαραθεί ο σεξισμός μέχρι και να εξαφανιστεί, χρειάζεται το κυρίαρχο παράδειγμα να είναι αυτό που τιμά τις γυναίκες και όχι αυτό που τις παραγκωνίζει. Χρεάζεται να στηλιτεύονται οι διακρίσεις λόγω φύλου απ’ όπου κι αν προέρχονται. Συνεπώς, η κριτική θεσμικών παραγόντων που υποχρεούνται να έχουν λόγο επ’ αυτών, όπως η κ. Αγαθοπούλου αλλά και απλών φεμινιστριών όπως εμείς, πρέπει να είναι σφαιρική και να μην υποτάσσει το θέμα των γυναικείων δικαιωμάτων στο “πολιτικό κόστος” που θα υποστεί οποιοδήποτε κόμμα αρνείται να προχωρήσει σε βήματα ή και άλματα που απαιτούνται στον τομέα αυτόν.

Σίσσυ Βωβού