Ενα κείμενο στη μνήμη της Καίτης Παπαρρήγα – Κωσταβάρα

της Κατερίνας Καπερναράκου

Οι παγκόσμιες ημέρες έχουν ένα πολύ σημαντικό ρόλο να διαδραματίσουν, ανεξαρτήτως της κριτικής, η οποία κατά καιρούς διατυπώνεται γι’ αυτές. Η 8η Μαρτίου, η Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας λειτουργεί ως επέτειος διεκδικήσεων για την ισονομία και την ισοπολιτεία των γυναικών και ως αφορμή να θυμηθούμε λαμπρές προσωπικότητες, οι οποίες πρωτοστάτησαν σε αυτές. Πριν από λίγο καιρό έφυγε από κοντά μας μία από αυτές, η Καίτη Παπαρρήγα – Κωσταβάρα, ιδιαίτερα σημαίνων άνθρωπος για την ισότητα των δυο φυλών, την αξιοπρέπεια, την κοινωνική δικαιοσύνη, τα ανθρώπινα δικαιώματα σε Ελλάδα και Ευρώπη, ένας άνθρωπος, που συνδιαμόρφωσε τη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα.

Όταν χρειάζεται να γράψεις ένα κείμενο για μία τόσο πολυσχιδή γυναίκα – πρότυπο με πλούσια κοινωνική και πολιτική δράση, πληθωρική και μαχητική, διανοούμενη, μία γυναίκα με ηθική ακεραιότητα, με υψηλή αίσθηση του καθήκοντος και σθένος απέναντι στα ανθρώπινα δεινά, μια γυναίκα που είχες την τύχη και την ευλογία να γνωρίζεις και προσωπικά και να συνεργαστείς μαζί της, τότε ξέρεις εξαρχής το ατελέσφορο της προσπάθειας. Γιατί απλά η παλλόμενη ζωή της δεν κλείνεται εν είδει απολογισμού σε λίγες λέξεις.

Η δικηγόρος και κοινωνιολόγος Καίτη Παπαρρήγα – Κωσταβάρα με πλούσια θεωρητική σκευή, που απέκτησε εντός και εκτός Ελλάδος στα νομικά, την κοινωνιολογία, το ευρωπαϊκό και ποινικό δίκαιο και τις γυναικείες σπουδές , διετέλεσε μεταξύ πολλών άλλων, πρόεδρος της Κίνησης Δημοκρατικών Γυναικών, που ιδρύθηκε μετά την πτώση της Χούντας, επικεφαλής της εθνικής αντιπροσωπείας και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ευρωπαϊκού Λόμπυ Γυναικών (ΕΛΓ) με έδρα τις Βρυξέλλες, μέλος της επιτροπής ενημέρωσης για τις διεκδικήσεις του ΕΛΓ  κατά την τροποποίηση της Συνθήκης του Μάαστριχτ, εθνική εμπειρογνώμονας για θέματα βίας κατά των γυναικών στο Συμβούλιο της Ευρώπης, ιδρυτικό στέλεχος του Δικτύου για την καταπολέμηση της ανδρικής βίας κατά των γυναικών, συντονίστρια του Ελληνικού Εθνικού Παρατηρητηρίου για την αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών και συντάκτρια της πρώτης έκθεσης για το θέμα. Υπήρξε ακάματη δικηγόρος υπεράσπισης των γυναικών θυμάτων βιασμού σε όλες τις σημαντικές δίκες από το 1975 ως το 1999, μέλος των νομοπαρασκευαστικών επιτροπών για το οικογενειακό δίκαιο και την αντιμετώπιση της έμφυλης βίας. Αρχής γενομένης από το θέμα της διατριβής της «Ο Βιασμός: το έγκλημα, η δίκη και οι κοινωνικές αντιλήψεις», συνέγραψε πλήθος άρθρων και βιβλίων σε συλλογικούς τόμους («Η παγκοσμιοποίηση και οι επιπτώσεις της στις γυναίκες’», «Βία κατά των γυναικών – Ανοχή Μηδέν» κ.α), υπήρξε εισηγήτρια σε συνέδρια, επιμορφώτρια σε σεμινάρια δικηγόρων, δικαστικών και αστυνομικών σε θέματα βίας κατά των γυναικών και παροχή βοήθειας, καθώς και επιστημονική υπεύθυνη πολλών κοινοτικών προγραμμάτων για την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών, την ευαισθητοποίηση και ενημέρωση για την ενδοοικογενειακή βία, το τράφικινγκ, την σεξουαλική παρενόχληση, την άρση των διακρίσεων, καθώς και την εξισορρόπηση και συμφιλίωση οικογένειας και εργασίας.

Οικογενειακό δίκαιο

Η τροποποίηση του οικογενειακού δικαίου, που αποτυπώθηκε στο νόμο 1329 του 1983  και προβλέπει την ισότητα των γυναικών εντός της οικογένειας, φέρει την σφραγίδα της Καίτης Παπαρρήγα – Κωσταβάρα, όπως εξίσου σημαντικότατη ήταν και η συμμετοχή της στις νομοπαρασκευαστικές επιτροπές για την αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών (2000-2004) και για την έμφυλη βια (2010-2012). Επιπλέον, συμμετείχε στην διυπουργική επιτροπή μελέτης και επεξεργασίας σχεδίου νόμου για την αποποινικοποίηση των αμβλώσεων (1985-1986). Ό,τι λοιπόν σήμερα θεωρείται εδραιωμένο και κεκτημένο ως δικαίωμα από τις νεώτερες γενιές γυναικών χρειάστηκαν άνθρωποι σαν την Καίτη Παπαρρήγα – Κωσταβάρα να το καταστήσουν αυτονόητο.

Κατόρθωσε να συμπυκνώσει στο πρόσωπό της χαρακτηριστικά, που δύσκολα απαντώνται σε συνδυασμό. Ως απόλυτα συνειδητή ενεργή πολίτης ήταν παρούσα στα κοινά από διαφορετικά μετερίζια και από πολύ νεαρή ηλικία: μέσω του ακτιβισμού των γυναικείων οργανώσεων και μέσω της συμμετοχής της σε θεσμικά εθνικά και ευρωπαϊκά όργανα, αλλά και ως επαγγελματίας δικηγόρος στις δίκες των βιαστών. Σε μία πολύ πρώιμη για τα κοινωνικά δεδομένα εποχή, υπερέβη τα ψευδοδιλήμματα και εφάρμοσε πιστά και με συνέπεια όσα πρέσβευε, συνδυάζοντας την επαγγελματική, πολιτική και κοινωνική της δράση με τη δημιουργία οικογένειας.

Άνθρωπος ιδιαίτερα σεμνός, εργάστηκε άοκνα με ιδιαίτερη ζωντάνια, μαχητικότητα, ζωτικότητα και αποφασιστικότητα για την απελευθέρωση των γυναικών, η οποία ήταν και η μοναδική της φιλοδοξία. Δεν κεφαλαιοποίησε το μεγαλειώδες έργο της, διεκδικώντας θέσεις και πλούτο, ενώ αρνήθηκε σταθερά να πολιτευθεί, αν και την προσέγγισαν όλα τα κόμματα. ‘Ελεγε,  «πως αν μπεις σε ένα κόμμα, τότε θα πρέπει να ασπαστείς και τις γραμμές του» κι εκείνη προτιμούσε την ανεξαρτησία της. Η δράση της υπήρξε ανιδιοτελής , το έργο της προσφορά και δεν αμείφθηκε ποτέ για την υπεράσπιση των θυμάτων βιασμού στις δίκες.

Το σθένος της απαράμιλλο και το φρόνημά της ακαταμάχητο σε όλη της τη ζωή. Κορίτσι μικρό ακόμα, στην Κατοχή, μετέφερε  σε ένα καλαθάκι, κρυμμένες κάτω από συκόφυλλα χειροβομβίδες για τους αντάρτες και μηνύματα σε τσιγαρόχαρτα κρυμμένα μέσα στις μπούκλες της κι έτσι περνούσε τα γερμανικά μπλόκα. «Δεν ένιωσα ποτέ μου φόβο», έλεγε και το ίδιο είπε και στον καρκίνο, που την χτύπησε τέσσερις φορές από το 1974. «Ας περιμένει», έλεγε. «Εχω τρία παιδιά να μεγαλώσω, έχω πράγματα να κάνω..».

Μας αποχαιρέτισε – παρά τους αφόρητους πόνους – με διάνοια διαυγή, ενήμερη για τις εξελίξεις εντός και εκτός Ελλάδας, με χαμόγελο, ευγένεια, μεγάλη καρδιά, διαβάζοντας έως την τελευταία στιγμή και μία κουβέντα – παρακαταθήκη: «Δεν ξέρω πώς να παραιτούμαι».

www.kathimerini.gr