Μπουρκίνι και γυναικεία δικαιώματα στην Ευρώπη

Γράφει η Σίσσυ Βωβού

Αναδημοσίευση από yabasta.gr

Διάβασα το ενδιαφέρον άρθρο της Sarah Macna στο yabasta, πριν λίγες μέρες, για το μπουρκίνι και την απαγόρευσή του από τη γαλλική κυβέρνηση. Όπως είναι εύλογο, η συγγραφέας συνδυάζει την απαγόρευση αυτή με την ισλαμοφοβία την οποία εκπέμπει με πολλούς τρόπους το γαλλικό κράτος, την οποία και καταδικάζει, και αναφέρει στο τέλος, το γνωστό παλιό και πολύ ωραίο σύνθημα του φεμινιστικού κινήματος: «Μην μας απελευθερώνετε, το έχουμε αναλάβει οι ίδιες!»

Το γυναικείο και φεμινιστικό κίνημα έχει αγωνιστεί για δεκαετίες στη σύγχρονη εποχή και για εκατονταετίες παλιότερα για τα δικαιώματα των γυναικών, για την απελευθέρωση των γυναικών, για την ισότητα των φύλων, ενάντια στην πατριαρχία, ενάντια στις διάφορες εκκλησίες, ενάντια στις συντηρητικές πολιτικές εξουσίες. Η νομοθεσία αλλάζει διαρκώς μέσα από τους αγώνες των γυναικών που κατέκτησαν θέσεις στην κοινωνία, έστω κι αν βρίσκεται μακράν ακόμα, δυστυχώς, από την ισότητα αλλά και την κοινωνική δικαιοσύνη.

Επομένως τα εκάστοτε κατασταλάγματα της νομοθεσίας δεν έπεσαν από τον ουρανό, αποτέλεσαν κατακτήσεις και δικαίωση σχετικών διεκδικήσεων και γι’ αυτό το λόγο αποτελούν σκαλοπάτια για να πάμε ψηλότερα. Παραδείγματος χάριν, η πρώτη προστατευτική νομοθεσία στην Αγγλία, κατά το 1910 ή περίπου, για το θέμα της κακοποίησης των γυναικών έλεγε ότι ο σύζυγος δεν μπορεί να δέρνει τη γυναίκα του με ξύλο το οποίο είναι παχύτερο από τον αντίχειρά του. Και για τη σεξουαλικότητα είναι βέβαια γνωστό ότι ήταν για τη γυναίκα όπως και για τον άνδρα “καθήκον συζυγικό” και καμιά γυναίκα δεν μπορούσε να αρνηθεί την επαφή όταν ήθελε ο σύζυγος. Από τότε έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι, και φθάσαμε στη νομοθεσία που καταδικάζει οποιαδήποτε μορφή κακοποίησης, σωματική ή ψυχολογική, που ποινικοποιεί (σε κάποιες χώρες) το βιασμό στο γάμο και τόσα άλλα.

Άρα, δεν καταγγέλλουμε όλους τους νόμους, κάποιους τους επικαλούμαστε έστω κι αν θέλουμε να τους βελτιώσουμε. Είναι βέβαια γνωστό ότι δύσκολα εφαρμόζονται οι προστατευτικοί νόμοι, αλλά και για την εφαρμογή χρειάζονται αγώνες. Και οι νόμοι αυτοί θεσμοθετήθηκαν από καπιταλιστικές και ιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις, βελτιώνοντας μέσα από τους γυναικείους αγώνες την κατάσταση των γυναικών.

Οι διαφορετικές ταχύτητες στην κατάκτηση των γυναικείων δικαιωμάτων είναι ένα θέμα που ήρθε στην επικαιρότητα στην Ευρώπη, μέσα από τις συνήθειες, τους κώδικες ενδυμασίας, τα ήθη των γυναικών που προέρχονται από διάφορες χώρες και τις κρατούσες πατριαρχικές μορφές. Κι εκεί υπάρχει πολυμορφία, τόσο στις χώρες προέλευσης όσο και στις χώρες διαμονής στην Ευρώπη. Κι εκεί υπάρχει αγώνας για αλλαγή κι εκεί υπάρχουν φεμινίστριες με το δικό τους χρώμα, κι εκεί υπάρχουν οι ισορροπίες στις μικρο-κοινωνίες ανάμεσα στο συμβιβασμό και την αλλαγή.

Ή θα κολυμπήσεις με μπουρκίνι, διατάζει ο άντρας, ή δεν θα πας στη θάλασσα. Ή θα κολυμπήσω με μπουρκίκι, σκέφτονται κάποιες γυναίκες, ή δεν θα πάω στη θάλασσα γιατί ντρέπομαι και προσβάλλομαι να φανεί το σώμα μου.

Η απόφαση, λέμε, πρέπει να είναι των ίδιων των γυναικών και έτσι πράγματι πρέπει να είναι, αλλά, επειδή δεν κατοικούμε στον Άρη, γνωρίζουμε ότι για κάθε απόφαση τέτοιου είδους υπάρχουν ρητές ή υπόρρητες συγκρούσεις και συμβιβασμοί. Δεν γνωρίζουμε σε ποιο βαθμό υποχρεώνονται πολλές γυναίκες να φορέσουν το μπουρκίνι και σε ποιο βαθμό εξαναγκάζονται άμεσα. Αλλά επίσης ακόμα περισσότερο δεν γνωρίζουμε σε ποιο βαθμό οδηγούνται έμμεσα στη “δική τους απόφαση” να φορέσουν ένα ένδυμα που, αν μη τι άλλο, σίγουρα εμποδίζει την κολύμβηση.

Για τα δικά μας, γνωρίζουμε με ποιον τρόπο μέσα από το lifestyle καθιερώνονται κάποια ρούχα “μη ρούχα”, κάποια αόρατα στρινγκ ή γενικότερα ο κώδικας “ενδυμασίας” ή “γδυσίματος” στη δική μας νέα γενιά αλλά και στις μεγαλύτερες. Πόσα τέτοια περιοδικά μυαλο-πλένουν τις γυναίκες με τις τελευταίες “δημιουργίες” του τάδε οίκου μόδας, που αν δεν τις φορέσεις, έστω και σε κινέζικα αντίγραφα, είσαι “εκτός”.

Το τι διαμορφώνει τη συνείδηση και προπαντός την ορατή πράξη των ανθρώπων, σε όλα τα πεδία βέβαια, είναι αντικείμενο φιλοσοφικής ενασχόλησης και συζήτησης από την αρχή του πολιτισμού και της κουλτούρας. Το δικό μου μότο, με τα παραπάνω σκεπτικά, είναι ότι πρέπει να διεκδικούμε να αποφασίζουμε αυτόνομα για τα ενδύματά μας και ότι άλλο αφορά τη ζωή μας, αλλά και να μην παραβιάζονται κεκτημένα κοινωνικά δικαιώματα. Γι’ αυτό και τάσσομαι αναφανδόν εναντίον της απαγόρευσης του μπουρκίνι, επειδή δεν περιλαμβάνει την πλήρη κάλυψη του προσώπου, κάτι το οποίο αποτελεί πράγματι παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως το να βλέπεις καθαρά τον κόσμο και να βλέπει ο κόσμος το πρόσωπό σου.

Αντίθετα, πιστεύω ότι η μπούρκα και το νικάμπ, που καλύπτουν πλήρως το πρόσωπο εκτός από το σώμα, είναι παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων γι’ αυτές που τα φορούν, δεν ξέρουμε αν είναι με τη θέλησή τους αλλά το θεωρώ μάλλον απίθανο. Αλλά και με τη θέλησή τους να είναι, δίνουν ένα μεσαιωνικό μήνυμα σε μια ανεπτυγμένη κοινωνία δικαιωμάτων, η οποία, να μην ξεχνάμε, πρόβλεπε κάλυψη ακόμα και μεγάλου μέρους του προσώπου πριν κάτι αιώνες, κάτι που στο μεταξύ ξεπέρασε. Και επομένως, αν αυτά τα δύο ενδύματα απαγορευθούν θα είναι καλό γι’ αυτές που τα φορούν ή τους τα φορούν, αλλά και για το δημόσιο χώρο. Να μην ξεχνάμε ότι στην Ευρώπη απαγορεύεται και η κλειτοριδεκτομή, που είναι ακρωτηριασμός, και καλώς απαγορεύεται. Έτσι κι αλλιώς, ευτυχώς, σε ολόκληρη την Αφρική υπάρχει αγώνας και από οργανώσεις και από οργανισμούς, ο οποίος είχε το θετικό αποτέλεσμα να ψηφίσει το κοινοβούλιο της Αφρικανικής Ένωσης στις 8 Αυγούστου την απαγόρευση της κλειτοριδεκτομής σε όλη την ήπειρο [1].

Αντίθετα, το χιτζάμπ, δηλαδή η μαντίλα που δεν καλύπτει το πρόσωπο αλλά μόνο το κεφάλι δεν πρέπει με κανένα επιχείρημα να διώκεται στο δημόσιο χώρο. Η γυναίκα που την φοράει έχει τη δυνατότητα να δει και να την δουν, να οδηγήσει, να ψωνίσει, να εργαστεί ανεμπόδιστα, να μετέχει σε κοινωνικές εκδηλώσεις. Συνεπώς και με αυτό το κριτήριο θεωρώ λαθροχειρία ή πολιτιστικό σχετικισμό όταν κάποιοι άνθρωποι ή οργανώσεις δικαιωμάτων ή κάποιες γυναικείες οργανώσεις συγχέουν το χιτζάμπ με τη μπούρκα και το νικάμπ, προκειμένου να καταγγείλουν τις ιμπεριαλιστικές πολιτικές, παραγνωρίζοντας τις επιπτώσεις του κάθε ενδύματος στην αυτονομία και την κοινωνικότητα των γυναικών. Η απαγόρευση της μαντίλας στα γαλλικά σχολεία που έγινε πριν λίγα χρόνια συνδέθηκε με τον κοσμικό χαρακτήρα του σχολείου, ο οποίος είναι μια κατάκτηση της δημοκρατίας στην Ευρώπη και μακάρι να είχαμε κοσμικά σχολεία και στη χώρα μας. Οι κοπέλες μπορούν να φορούν το μαντίλι τους μόλις βγαίνουν από το σχολείο, και αν κάποιος τους στερεί το δικαίωμα της μόρφωσης γι’ αυτό το λόγο, αυτός πρέπει να συνετιστεί και να αλλάξει γνώμη, και όχι να στερήσει από τα κορίτσια το δικαίωμα του σχολείου.

Σωστό συνεπώς να στηλιτεύουμε τον ιμπεριαλισμό και τους πολέμους της γαλλικής κυβέρνησης ανά την υφήλιο, όπως κάνει το προηγούμενο άρθρο στο yabasta, αλλά να βλέπουμε και την αυταξία των γυναικείων δικαιωμάτων, γιατί τίποτα δεν είναι αυτονόητο.

Για παράδειγμα, η Βρετανία ως ιμπεριαλιστική δύναμη των προηγούμενων αιώνων, έχει κάνει άπειρα περισσότερους πολέμους απ’ ότι η Γαλλία, και όμως, με την πολιτική της πολυπολιτισμικότητας που διατηρεί, δεν δημιουργεί προβλήματα στις διάφορες εθνικές ομάδες που ακολουθούν τους δικούς τους κώδικες ενδυμασίας. Αξιοσημείωτο για μένα παράδειγμα ήταν όταν πριν λίγα χρόνια (ίσως και ακόμα) οι οδηγοί και εισπράκτορες των λεωφορείων που ήταν Σιχ Ινδοί φορούσαν το παραδοσιακό τους καπέλο, αντί το καπέλο της στολής τους.

Επίσης για να μην ξεχνούμε την σχετική αυτονομία των γυναικείων δικαιωμάτων από τις πολιτικές παρατάξεις, να πούμε ότι οι προοδευτικές κυβερνήσεις στη Λατινική Αμερική, που μάλιστα είναι εκεί πολλά χρόνια, δεν έχουν αποποινικοποιήσει την έκτρωση: Εκουαδόρ, Βραζιλία, Βενεζουέλα, Βολιβία και ίσως και άλλες. Και αυτό παρά τις επίμονες απαιτήσεις των γυναικείων οργανώσεων. Στην Ευρώπη αυτά έχουν κατακτηθεί στις περισσότερες χώρες και προχωράμε ακόμα.

Καταλήγω κι εγώ την ανάλυσή μου με την καταγγελία της ισλαμοφοβίας η οποία ήταν και ο διακηρυγμένος στόχος της απαγόρευσης του μπουρκίνι, που ευτυχώς αναστάλθηκε προσωρινά, και ελπίζουμε οριστικά. Τα γυναικεία δικαιώματα τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει πεδίο μάχης των διάφορων εξουσιών, είτε αφορούν την ένδυση είτε την έκτρωση, όπως γίνεται και με τη μεγάλη μάχη στην Πολωνία. Σε κάθε περίοδο κρίσης οι εξουσίες προσπαθούν να “πάρουν πίσω” κατακτήσεις και εγκαλούν τις γυναίκες ως υπεύθυνες γιατί παραμελούν τα παιδιά τους και την οικογένεια που είναι “ο προορισμός τους”, γιατί ζητούν διαζύγια, γιατί αρνούνται στον αραβο-μουσουλμανικό κόσμο τους κώδικες ενδυμασίας, είτε γιατί δεν κάνουν αρκετά παιδιά για να πληθύνεται το “έθνος”.  Τα δικαιώματα αυτά πρέπει να διεκδικούνται και να γίνεται προσπάθεια επέκτασής τους ή επαναφοράς τους, όπως π.χ. στο Ιράν που οι μουλάδες τους έβαλαν με το ζόρι το τσαντόρ και οι γυναίκες αγωνίζονται εναντίον αυτής της υποχρέωσης για πάνω από 30 χρόνια ή όπως στην Τυνησία που απέτρεψαν πριν τρία χρόνια μια αντιδραστική συνταγματική μεταρρύθμιση για τα γυναικεία δικαιώματα. Στη γειτονική μας Τουρκία, από την άλλη, πάμε ολοταχώς για συνταγματική υποβάθμιση των γυναικών, που είχε αρχίσει πριν το πραξικόπημα. αφού πρώτα η κυβέρνηση Ερντογάν είχε επιτρέψει τη μαντίλα μέσα στο Κοινοβούλιο και στο δημόσιο τομέα, που την είχε καταργήσει ο Κεμάλ Ατατούρκ από το 1934.

Υπερασπίζουμε, λοιπόν, τα γυναικεία δικαιώματα χωρίς συμψηφισμούς λόγω πολιτικών προσανατολισμών, παντού και πάντα, και στην Ευρώπη και σε όλες τις ηπείρους. Δεν ξεχνάμε ότι τα γυναικεία δικαιώματα είναι βαθύτατα πολιτικός προσανατολισμός.