Η Ιστορία μιας Οροθετικής που Διαπομπεύτηκε και Ψάχνει Ακόμη Δικαίωση

Η φωτογραφία είναι από δημοσίευμα του Μωβ σχετικά με την αθώωση, στις 16 Δεκεμβρίου

Γράφει η Μαρία Λούκα

Ένα από τα θύματα μιας από τις πιο ντροπιαστικές ιστορίες της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, μιλάει στο VICE: «Μέσα σε μια μέρα έχασα την υγεία και την ελευθερία μου»

Συναντηθήκαμε ένα ανοιξιάτικο απόγευμα στο κέντρο της Αθήνας. Απέναντί μου, είχα μια νέα, όμορφη, ευγενική και λίγο αμήχανη γυναίκα. Το σώμα της είχε ξεπλύνει τα σημάδια της χρήσης και της εξάρτησης, είχε διανύσει το πέρασμα από τη σκιά στην υπόσταση, είχε υφάνει ξανά ένα πέπλο δύναμης και νεότητας. Είχε απομείνει, όμως, η πιο δυσδιάκριτη, η πιο βαθιά και ορθάνοιχτη ουλή της διαπόμπευσης. Εκείνη που πονούσε πολύ. «Μέσα σε μια μέρα έχασα την υγεία μου και την ελευθερία μου», είπε. Την ίδια μέρα που όλοι και όλες εμείς χάσαμε κάτι από τη συλλογική μας αξιοπρέπεια, από τον τρόπο που ορίζουμε το ανθρώπινο και από την ίδια την έννοια της δημοκρατίας.

H διαπόμπευση

Πριν από πέντε χρόνια, το Μάιο του 2012, παραμονές των κοινοβουλευτικών εκλογών, η χώρα έζησε μια από τις πιο βρόμικες και ανατριχιαστικές ιστορίες στο σμπαραλιασμένο τοπίο της κρίσης. Δύο υπουργεία, το υπουργείο Υγείας, επί Ανδρέα Λοβέρδου (με υφυπουργό τον Μάρκο Μπόλαρη, βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα) και Δημόσιας Τάξης, επί Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, το ΚΕΕΛΠΝΟ σε ρόλο ιατρικής Αστυνομίας, οι αστυνομικές και δικαστικές Αρχές, καθώς και η πλειονότητα των media και δη των τηλεοπτικών, συνέπραξαν για την υλοποίηση μιας άθλιας, ρατσιστικής και σεξιστικής επιχείρησης: 32 οροθετικές γυναίκες, οι περισσότερες τοξικοεξαρτημένες, συνελήφθησαν άδικα, κατηγορήθηκαν αναίτια, διαπομπευτήκαν αισχρά και φυλακίστηκαν έξω από κάθε όριο λογικής. Οι φωτογραφίες τους και τα προσωπικά τους στοιχεία έγιναν φέιγ βολάν και αναπαράχθηκαν με τρομολαγνική λαιμαργία από τα media, για να στοιχειοθετηθεί το σκοταδιστικό και αντιεπιστημονικό αφήγημα της «υγειονομικής βόμβας» και να γαργαληθούν τα πιο ταπεινά αντανακλαστικά της κοινωνίας. Η πιο χυδαία σύγχρονη απόπειρα ποινικοποίησης της οροθετικότητας συντελέστηκε στη θυσιαστική σκηνή της ελληνικής κρίσης και ο ρατσισμός έγινε κομμάτι της εξουσίας, ανοίγοντας ένα ολισθηρό μονοπάτι για τον κοινωνικό εκφασισμό.

Η αθώωση

Στις 3 Μαΐου, ολοκληρώθηκε ο πρώτος κύκλος των δικαστικών εκκρεμοτήτων: Και οι 32 κοπέλες έχουν αθωωθεί. Τέσσερις από αυτές δεν πρόλαβαν να ακούσουν την απόφαση του δικαστηρίου. Χάθηκαν σ’ αυτήν τη διαδρομή του εξευτελισμού, είτε αυτοκτονώντας είτε ως απόρροια του εγκλωβισμού τους στον λαβύρινθο των εξαρτήσεων. Η Α. είναι μια από τις 32 οροθετικές γυναίκες που διαπομπευτήκαν το 2012. «Καθαρή» και ελεύθερη πλέον, μιλάει στο VICE για την εμπειρία της.

Η ιστορία της Α.

«Ήμουν χρήστρια 12 χρόνια, τα περισσότερα διαχειριζόμουν τη χρήση, ήμουν ενεργή κοινωνικά, δούλευα, έβγαζα καλά λεφτά. Ωστόσο, υπήρχε μια διετία που με πήρε η κάτω βόλτα και μάλιστα πολύ γρήγορα. Πέρα από την ηρωίνη που χρησιμοποιούσα ως κύρια ουσία, έπαιρνα και κάποια χάπια, τα οποία προμηθευόμουν από τη μαύρη αγορά. Έτσι και εκείνη τη μέρα, είχα κατέβει στην πλατεία Βάθης, είχα δώσει λεφτά σ’ έναν τύπο και περίμενα έξω από ένα καφενείο –ήταν συγκεκριμένα καφενεία στη Βάθης που έκαναν αυτήν τη δουλειά– να μου φέρει τα χάπια. Ήρθαν οι μπάτσοι, ζήτησαν ταυτότητα, την έδωσα. Μου είπαν να πάμε στο Τμήμα για εξακρίβωση. Αυτή ήταν μια πολύ συνηθισμένη διαδικασία για τους χρήστες, σχεδόν καθημερινή. Πήγα λοιπόν. Έκαναν εξακρίβωση. Δεν βρήκαν κάτι εναντίον μου. Μου είπαν ότι πρέπει να μου κάνουν και κάποιες εξετάσεις. Εκεί ξεκίνησαν τα παρατράγουδα. Εγώ, βέβαια, δεν καταλάβαινα ακόμη τίποτα. Ήμουν αλλού. Σκεφτόμουν ότι θα χάσω τα λεφτά μου για τα χάπια και τέτοια. Μου πήραν αίμα από το δάχτυλο και περίμενα. Μετά από λίγη ώρα, μου ανακοίνωσαν ότι είμαι θετική στον ιό HIV. Δεν ήξερα τίποτα, εκείνη τη στιγμή το έμαθα. Ένιωσα ένα κενό, σαν να πάγωσαν όλα. Μετά δε θυμάμαι τι έγινε, πώς έφυγα από κει, πώς βρέθηκα στη ΓΑΔΑ».

«Μου ανακοίνωσαν ότι είμαι θετική στον ιό HIV. Δεν ήξερα τίποτα,

εκείνη τη στιγμή το έμαθα»

Τον Απρίλιο του 2012, είχε υπογραφεί η υγειονομική διάταξη 39 Α, βασισμένη σε Αναγκαστικό Νόμο του 1940, σύμφωνα με την οποία το υπουργείο Υγείας θα μπορούσε να προχωρήσει σε εξαναγκαστικό υγειονομικό έλεγχο οποιουδήποτε ατόμου. Ήδη από τότε, έγκριτοι νομικοί διατράνωναν την έωλη και διάτρητη διαδικασία. Ωστόσο, με πρόσχημα την προστασία της δημόσιας υγείας, η οποία πλέον μετατοπιζόταν από το πεδίο της πρόνοιας και της περίθαλψης στο πεδίο της καταστολής και της πειθάρχησης, χτίστηκε το υπόβαθρο, για τη διοχέτευση του ηθικού πανικού. Οι πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, οι άνθρωποι που είχαν απολέσει την ικανότητα να προστατέψουν τους εαυτούς τους, αυτοί που είχαν αποβληθεί από τον κοινωνικό ιστό, βρέθηκαν στο στόχαστρο των διώξεων. Μέσα σε λίγες μέρες, εκατοντάδες τοξικοεξαρτημένες ή άστεγες γυναίκες προσάγονται, ελέγχονται, χωρίς τη θέληση τους, ως πιθανοί φορείς του HIV και όσες είναι θετικές προφυλακίζονται και δίνονται τα στοιχεία τους στη δημοσιότητα. Εκτός από τη πρώτη κοπέλα που βρέθηκε σε οίκο ανοχής ως θύμα trafficking, καμία άλλη δε συνελήφθηκε σε διαδικασία που να σχετίζεται με το σεξ. Παρ’ όλα αυτά κατηγορήθηκαν ως «εκδιδόμενες» και παραπέμφθηκαν με την κατηγορία της «βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης». Μια κατηγορία που ακόμη κι αν ίσχυε –αποδείχθηκε περίτρανα στο δικαστήριο ότι δεν ίσχυε– έριχνε το βάρος της μη χρήσης προφυλακτικού σ’ αυτές, για να βγάλει λάδι τους «οικογενειάρχες» πελάτες που, όπως είναι γνωστό, είναι εκείνοι που απαιτούν τη μη χρήση προφυλακτικού από τις κοπέλες που καταναγκαστικά ή εξαναγκαστικά ασκούν πορνεία.

Η κατηγορία που αποδείχθηκε περίτρανα στο δικαστήριο ότι δεν ίσχυε, έριχνε το βάρος της μη χρήσης προφυλακτικού σ’ αυτές, για να βγάλει λάδι τους «οικογενειάρχες» πελάτες τους

«Αργά το βράδυ, ήμουν στη ΓΑΔΑ με άλλες κοπέλες. Μου δίνουν να υπογράψω το κατηγορητήριο μου. Έλεγε ότι ήμουν εκδιδόμενη, ότι γνώριζα πως ήμουν φορέας και σκόπιμα μετέδιδα τον ιό στους πελάτες μου. Αντέδρασα στην αρχή. Μια συγκρατούμενή μου με παρότρυνε να υπογράψω, για να ξεμπερδέψουμε. Γενικά, μας είχαν δημιουργήσει την προσδοκία ότι, αν υπογράφαμε, θα μας άφηναν. Εγώ είχα αρχίσει ήδη να έχω στερητικά. Το πνεύμα μου και το σώμα μου δε με βοηθούσαν να σκεφτώ καθαρά τι πρέπει να κάνω. Τώρα που τα σκέφτομαι καταλαβαίνω πως προσπάθησαν μέσω του τρόμου να εκμεταλλευτούν αυτήν την υπόθεση. Αν δεις τις φωτογραφίες των άλλων κοριτσιών και τη δικιά μου, είναι απορίας άξιο πώς μπορεί να υποθέσει κάποιος ότι ήμασταν εκδιδόμενες. Είχαμε τα μαύρα μας τα χάλια: Σώματα διαλυμένα, κορμιά μελανιασμένα, γεμάτα πληγές από την ενδοφλέβια χρήση. Καμιά μας δεν ήταν ικανή για πορνεία. Ζούσαμε για να πίνουμε και πίναμε για να ζούμε. Το συνειδητοποιώ αυτό σήμερα. Βλέπω αυτήν τη φωτογραφία και θυμάμαι τι μου έκαναν τα ναρκωτικά», λέει η Α. και συνεχίζει περιγράφοντας τις συνθήκες διαβίωσης τους στο κρατητήριο της ΓΑΔΑ.

«Αν δεις τις φωτογραφίες των άλλων κοριτσιών και τη δικιά μου, είναι απορίας άξιο πώς μπορεί να υποθέσει κάποιος ότι ήμασταν εκδιδόμενες. Είχαμε τα μαύρα μας τα χάλια»

«Εγώ είχα φάει σκάλωμα, ρώταγα συνέχεια αν θα πεθάνω και αν θα μπορέσω να κάνω παιδί. Δε μας είχαν ενημερώσει για τίποτα, ότι υπάρχει αγωγή, ότι μπορείς να διαχειριστείς τον HIV και να έχεις μια καλή ζωή. Απλά μας πέταξαν στα μούτρα το AIDS και μας έβαλαν στο κρατητήριο. Εκεί, ήμασταν 11 γυναίκες μαζί και κοιμόμασταν η μια πάνω στην άλλη σε τέσσερα στρώματα. Όλες με στερητικά, σε άθλια κατάσταση, να ξερνάμε, να είμαστε κλειδωμένες, να μη μας επιτρέπεται να πάμε τουαλέτα, να μας δίνουν φαγητό από τα κάγκελα. Ενώ γνώριζαν ότι ήμασταν οροθετικές και είχαμε πεσμένο ανοσοποιητικό, μας παράτησαν έτσι για μέρες. Μέχρι και κρούσμα φυματίωσης εμφανίστηκε μεταξύ μας. Ακόμη, όμως, δεν ήξερα τίποτα για τη δημοσίευση των φωτογραφιών. Τις επόμενες μέρες που πιάσανε και άλλα κορίτσια, μας έλεγαν κάτι για φωτογραφίες. Ξεκίνησα να καταλαβαίνω ότι κάτι γίνεται, αλλά δε μπορούσα να διανοηθώ τον εαυτό μου μέσα σ’ αυτό. Έρχονταν η μητέρα μου στο επισκεπτήριο και μου έλεγε ελάχιστα πράγματα, για να μένω ήσυχη, για να με προστατέψει».

«Μέσα στο βανάκι, άκουσα έναν αστυνομικό να λέει ότι έπιασε το ίδιο στυλό με εμένα και μήπως κολλήσει, σε μια συγκρατούμενή μου έλεγε, “να δούμε τώρα ποιος θα σε ξαναγαμήσει”»

Σε κατάφωρη παραβίαση κάθε έννοιας ιατρικού απορρήτου, τεκμηρίου αθωότητας και δημοσιογραφικής δεοντολογίας, αυτά τα κορίτσια χρησιμοποιήθηκαν εντελώς εργαλειακά, για την αναβίωση του κυνηγιού μαγισσών, τα σώματά τους –πολλαπλώς τραυματισμένα – σημασιοδοτήθηκαν ως εστίες «κοινωνικής μόλυνσης» και η ίδια η ύπαρξή τους έχασε την υπόστασή της. Τα στιγμιότυπα με αστυνομικούς που φορούν γάντια να τις περιφέρουν με χειροπέδες σε ανακριτικά γραφεία, υπό τις αστραπές δεκάδων αδιάκριτων φλας, που έριχναν βίαια φως στα χλωμά και κατεβασμένα πρόσωπα τους, όχι μόνο αναζωπύρωσαν όλα τα στερεότυπα για την οροθετικότητα, αλλά έκαναν εμβληματικό τον εξορισμό τους στο περιθώριο. Ό,τι είχε δομηθεί με κόπο για την αποδαιμονοποίηση της οροθετικότητας, γκρεμίστηκε σ’ ένα καρέ. «Όταν τα θυμάμαι, σκέφτομαι πάλι καλά που δεν έχω τρελαθεί. Μερικές φορές, νιώθω ότι το ζω σαν να μην έχει συμβεί σε μένα, σαν να ‘χει συμβεί σε άλλον άνθρωπο. Φορούσαν όλοι γάντια. Μπήκαμε στο γραφείο της ανακρίτριας και ήταν καλυμμένο με πλαστικά, οι καρέκλες που καθόμασταν, το σημείο που ακουμπούσαμε τα χέρια μας. Όλοι τους με γάντια και εμείς με μάσκες. Για τα μάτια του κόσμου όλα, για να δείξουν ως θέαμα τα τέρατα που είναι επικίνδυνα για τη δημόσια υγεία. Μέσα στο βανάκι, άκουσα έναν αστυνομικό να λέει ότι έπιασε το ίδιο στυλό με εμένα και μήπως κολλήσει, σε μια συγκρατούμενή μου έλεγε, “να δούμε τώρα ποιος θα σε ξαναγαμήσει”. Μιλάμε για πολύ bulling», διηγείται η Α.

Το πανό  είναι από μαζική κινητοποίηση έξω από τον ανακριτή όπου αρχικά τις πήγαν

Μετά τη ΓΑΔΑ, οδηγήθηκαν στη φυλακή, λες και δεν ήταν ασθενείς σε ευάλωτη κατάσταση που έχριζαν θεραπείας, αλλά εγκληματίες. «Μετά τη σκηνή της ανάκρισης που οι ίδιες ήταν με στερητικά, νηστικές και βρώμικες και οι δικαστικοί με γάντια –μια τραγική στιγμή για τις ίδιες και τη δημοκρατία– οδηγήθηκαν στη φυλακή. Πήγαμε και τις είδαμε στον Κορυδαλλό και ήταν ακόμη σε κατάσταση σοκ. Καταπίνανε μπαταρίες και σαμπουάν, δε μπορούσαν να συγκρατήσουν τα ούρα τους. Κάποια στιγμή, τρεις-τέσσερις μαζί έκοψαν τις φλέβες τους και δημιούργησαν μια λίμνη αίματος, σαν τελετή δράματος», θυμάται η Σίσσυ Βωβού που συμμετείχε στην Πρωτοβουλία Αλληλεγγύης στις Διωκόμενες Οροθετικές. Μια κίνηση που μαζί με τη δράση ανθρωπιστικών οργανώσεων λειτούργησαν ως φωνή ορθολογισμού και ανθρωπισμού τότε στη γενικότερη παραφωνία του μίσους. Η Α. έμεινε λίγο καιρό στη φυλακή. Αποφυλακίστηκε με τον όρο να μπει σε κλειστό πρόγραμμα απεξάρτησης, όπως και έγινε.

«Εγώ είχα κάνει αίτηση στον ΟΚΑΝΑ το 2006 και μέχρι το 2012 που με συνέλαβαν, ήμουν σε λίστα αναμονής. Δεν ήμουν σε φάση να μπω σε κλειστό πρόγραμμα. Το έκανα αναγκαστικά, επειδή αλλιώς θα έπρεπε να μείνω στη φυλακή. Να σου πω την αλήθεια, το έκανα και από φιλότιμο, αφού η υπεύθυνη του προγράμματος έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της, για να με πάρει από τη φυλακή, δε μου πήγαινε η ψυχή να πάω να πιω ξανά. Στη συνέχεια, βέβαια, βρήκα λόγους και για τον εαυτό μου. Ανακάλυψα ότι δεν ήθελα να πεθάνω τόσο νέα. Όταν κάνεις απεξάρτηση, όλα τα νιώθεις σε πολλαπλάσιο βαθμό, το θυμό σου, τη λύπη σου. Ξυπνάνε τα συναισθήματα που ήταν κοιμισμένα για χρόνια. Εγώ σ’ αυτό το στάδιο συνειδητοποίησα τι ακριβώς είχε συμβεί. Τότε, μετά από επτά-οκτώ μήνες είδα τη φάτσα μου στο ίντερνετ. Έπρεπε σ’ αυτή τη συνθήκη να διαχειριστώ τη διαπόμπευση. Ήταν πολύ δύσκολο. Τότε έκανα απόπειρα αυτοκτονίας, όταν έμεινα καθαρή. Αν δε με προλάβαιναν, θα ήμουν μια ακόμη κοπέλα από τις οροθετικές του 2012 που αυτοκτόνησε. Παρόλο που έχουν περάσει πέντε χρόνια, ακόμη με δυσκολεύει. Δεν ξέρω αν θα ξεπεράσω ποτέ αυτό που έγινε. Την ασθένεια μπορώ να τη διαχειριστώ, κάνω αγωγή, έχω μη ανιχνεύσιμο πλέον ιικό φορτίο. Όλο το υπόλοιπο μ’ έχει πονέσει πολύ. Για μεγάλο χρονικό διάστημα ένιωθα τον εαυτό μου σαν μίασμα. Πήγαινα στο κομμωτήριο και ένιωθα ότι έπρεπε να πω στην κομμώτρια πως είμαι οροθετική, μήπως τραυματιστεί με το ψαλίδι, με φιλούσε κάποιος στο μάγουλο σε μια κοινωνική εκδήλωση και έτρεχα να δω το πρόσωπο μου, αν είχε κανένα σπυράκι ή κάποια πληγή. Είχα εσωτερικεύσει την ενοχή για τον εαυτό μου. Θεωρούσα ότι ανά πάσα στιγμή μπορώ να μεταδώσω τον ιό, ότι μπορεί ο οποιοσδήποτε να με κατηγορήσει ότι τον μόλυνα. Μιλάμε για παράνοια, αλλά εγώ αυτά τα βίωνα ως πραγματικά γεγονότα» θυμάται η Α.

«Ανακάλυψα ότι δεν ήθελα να πεθάνω τόσο νέα. Όταν κάνεις απεξάρτηση, όλα τα νιώθεις σε πολλαπλάσιο βαθμό, τον θυμό σου, τη λύπη σου»

Η ανωτέρω φωτογραφία συνόδευε δημοσίευμα του Μωβ της 29-11-14, για την αυτοκτονία της Κατερίνας

Σ’ αυτήν τη διαδικασία, η αξία της ανθρώπινης ζωής και της αξιοπρέπειας ελαστικοποιήθηκε και απομειώθηκε. Τέσσερις από τις γυναίκες που διαπομπεύτηκαν πέθαναν μετέωρες ανάμεσα στην ανυποληψία και τον στιγματισμό. Η Κατερίνα αυτοκτόνησε τον Νοέμβριο του 2014. Νωρίτερα είχε κάνει απόπειρα αυτοκτονίας ο πατέρας της. Στα θραύσματα λόγου που άφησε, προτού πεθάνει, έγραφε: «Η βλάβη που μας έγινε θα κυνηγάει αιώνια εμάς και τα παιδιά μας». Το Μάιο του 2016, γνωστοποιήθηκε και ο θάνατος της Μαρίας. Η μητέρα της με επιστολή προς την Εφημερίδα των Συντακτών ανέφερε μεταξύ άλλων: «Έγινε πια κι αυτό και τώρα ο κύριος Λοβέρδος μπορεί να κοιμάται ήσυχος. Η κοινωνία σχεδόν καθάρισε από αυτές τις κοπέλες κι αυτό το φρόντισε ο ίδιος. Εξευτέλισαν το παιδί μου, ήρθαν στο χωριό και το ΚΕΕΛΠΝΟ εξέτασε το εγγόνι μου μέσα στο σχολείο, μας εκθέσαν όλους, μας ξεφτίλισαν». Άλλες κοπέλες παραμένουν αγκιστρωμένες στον πλαστικό και αγκαθωτό κόσμο των ναρκωτικών, βολοδέρνουν σαν φαντάσματα στις «κακόφημες» γειτονιές της πόλης, ραγισμένες και λαβωμένες, με πολύ λιγότερα κίνητρα από πριν να ξεφύγουν. Ολόκληρες οικογένειες σπιλώθηκαν και σακατεύτηκαν.

«Η οικογένεια μου στάθηκε δίπλα μου από την πρώτη στιγμή, μέχρι σήμερα. Πέρασαν και αυτοί το δικό τους σοκ. Βιώσαμε ένα πένθος οικογενειακό, επειδή εγώ είμαι μοναχοπαίδι και είχα μεγαλώσει πολύ καλά. Η εξάρτηση δεν έχει να κάνει με το πώς έχεις μεγαλώσει σπίτι σου. Στη γειτονιά μου το έμαθαν όλοι. Τους δικούς μου τους ενοχλούσαν συνέχεια οι δημοσιογράφοι. Είχαμε άσχημες συμπεριφορές από κάποιους, για παράδειγμα η γυναίκα του ξαδέρφου μου που έμεναν από πάνω μας τον πήρε να μετακομίσουν, επειδή ο αέρας –έλεγε– είχε μικρόβια. Η μητέρα μου απομακρύνθηκε βίαια από τη δουλειά της, παρότι έκανε χρόνια καριέρα σ’ εκείνη την εταιρεία. Οι γονείς μου, όμως, δεν άφησαν περιθώρια. Έκαναν ό,τι ήταν εφικτό, για να με προστατεύουν. Ευτυχώς, είχα ανθρώπους κοντά μου και γνώρισα και άλλους. Ήταν πολλή σημαντική η αλληλεγγύη τους. Ένιωθες ότι δεν είσαι μόνη σου. Θυμάμαι, όταν βγήκε η απόφαση του δικαστηρίου μας –μετά από πέντε χρόνια ψυχοφθόρας και ισοπεδωτικής διαδικασίας– σηκώθηκαν όλοι όρθιοι και χειροκροτούσαν. Ήταν πολύ συγκινητικό».

«Θυμάμαι, όταν βγήκε η απόφαση του δικαστηρίου, σηκώθηκαν όλοι όρθιοι και χειροκροτούσαν. Ήταν πολύ συγκινητικό»

Η υγειονομική διάταξη ευτυχώς καταργήθηκε από την παρούσα κυβέρνηση. Πριν από λίγες μέρες, επίσης, ολοκληρώθηκε ένα πρώτο σκέλος του δικαστικού αγώνα των οροθετικών γυναικών. Αθωώθηκαν όλες. Βέβαια, η αθώωσή τους –όπως συνήθως συμβαίνει σ’ αυτές στις περιπτώσεις– έκανε πολύ μικρότερο κρότο από τη σύλληψη και τη διαπόμπευσή τους. Ελάχιστοι από αυτούς που τόσα αβίαστα και ανεύθυνα κρέμασαν στα μανταλάκια του κιτρινισμού και της εντυπωσιοθηρίας τις ζωές τους, προχώρησαν σε οποιαδήποτε προσπάθεια αποκατάστασης. Καλά-καλά δεν το έκανε η ίδια η Πολιτεία. Αν εξαιρέσεις τη δημόσια συγνώμη του προέδρου του ΚΕΕΛΠΝΟ Θεόφιλου Ροζενμπεργκ, δεν υπήρξε κανένα άλλο «συγνώμη», κανένα άλλο συμβολικό σινιάλο επανόρθωσης της υπόληψης αυτών των γυναικών. Αρκετές από αυτές έχουν προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ενώ εκκρεμούν και αγωγές, ώστε να αποζημιωθούν για την ηθική βλάβη που υπέστησαν. «Θα έπρεπε να υπάρχει η δυνατότητα να παραπεμφθούν σε δίκη η εισαγγελέας που διέταξε τη δημοσιοποίηση των φωτογραφιών και οι υπηρεσίες που ενεπλάκησαν σ’ αυτήν την υπόθεση, αλλά και να διερευνηθούν και οι πολιτικές ευθύνες. Κουβαλάνε πολύ έντονα αυτό το τραύμα οι κοπέλες. Το πρώτο πράγμα που ζητούν είναι να αποσυρθούν οι φωτογραφίες τους από το διαδίκτυο», υποστηρίζει η Σίσσυ Βωβού. Παρά το γεγονός ότι το δικαστήριο έχει διατάξει την απόσυρση των φωτογραφιών, αυτές παραμένουν εκεί, να ξύνουν αδιάκοπα και ανελέητα μια πληγή που δεν λέει να κλείσει.

«Το ότι μετά από πέντε χρόνια που έχει βγει αθωωτική απόφαση, που έχει διαταχθεί η απόσυρση των φωτογραφιών και που έχουν γίνει αυτοκτονίες, υπάρχουν ακόμη αναρτημένες οι φωτογραφίες μας, με ξεπερνάει»

«Όταν συνειδητοποίησα τι είχε συμβεί, μου φάνηκε πολύ άσχημο, αλλά αυτό που συμβαίνει σήμερα μου φαίνεται ακόμη πιο άσχημο. Το ότι μετά από πέντε χρόνια που έχει βγει αθωωτική απόφαση, που έχει διαταχθεί η απόσυρση των φωτογραφιών, που έχουν γίνει αυτοκτονίες, υπάρχουν ακόμη αναρτημένες οι φωτογραφίες μας, με ξεπερνάει. Με ποιο σκεπτικό, με ποια ψυχή, οι άνθρωποι που διαχειρίζονται αυτές τις ιστοσελίδες τις έχουν ακόμη επάνω; Ο ΣΚΑΙ αναπαρήγαγε τις φωτογραφίες μας ακόμη και στην αναγγελία της είδησης για την αθωωτική απόφαση. Δε μπορώ να καταλάβω. Πατάς επί πτωμάτων για λίγη επισκεψιμότητα; Αξίζουν οι ανθρώπινες ζωές τέτοια μεταχείριση; Δε μου λέει κάτι ούτε η συγνώμη του Ρόζενμπεργκ –που εκτίμησα το ότι την είπε- ούτε το ενδεχόμενο αποζημίωσης. Με πειράζει που οι φωτογραφίες είναι ακόμη επάνω. Με εξοργίζει. Με αναγκάζει ένα προσωπικό μου θέμα να μη το κρατήσω προσωπικό. Παραβιάζει τα θεμελιώδη δικαιώματά μου πάνω στην ασθένεια. Με αναγκάζει στον χώρο που εργάζομαι, σ’ ένα καφέ, οπουδήποτε, να κινδυνεύω να βρεθώ υπόλογη, να με κοιτάνε περίεργα, να ψιθυρίζουν, “είναι αυτή ή της μοιάζει;”. Στην προηγούμενή μου σχέση, το αγόρι μου ήξερε τα πάντα, αλλά δεν ήθελε να μάθει κάτι η μητέρα του – λογικό. Ζούσαμε τρία χρόνια με τον τρόμο, μήπως εντοπίσει κάτι. Μέχρι και στη Google προσέφυγαν οι δικηγόροι μας , λες και δεν ήταν αυτονόητο», λέει η Α.

«Αντί η Πολιτεία να στοχοποιεί τους ανθρώπους και να τους βάζει στο περιθώριο, θα ήταν προτιμότερο να κάνει πρόληψη – και πρόληψη δεν σημαίνει να βγάζεις φωτογραφίες ασθενών σε δημόσια θέα»

Η ίδια έχει αλλάξει ριζικά από το 2012. Έχει ολοκληρώσει με επιτυχία το πρόγραμμα απεξάρτησης και επανένταξης, δουλεύει, είναι ενεργή κοινωνικά, ασχολείται με το φεμινιστικό κίνημα και τα δικαιώματα των γυναικών, έχει ανακτήσει τη χαμένη της διαύγεια για τη ζωή και τον κόσμο και παραμένει πάντα κοντά στην κοινότητα της απεξάρτησης, αντικρίζοντας στις εύθραυστές όψεις των τοξικοεξαρτημένων νέων ένα κομμάτι του δικού της παρελθόντος. «Αντί η Πολιτεία να στοχοποιεί τους ανθρώπους και να τους βάζει στο περιθώριο, θα ήταν προτιμότερο να κάνει πρόληψη – και πρόληψη δεν σημαίνει να βγάζεις φωτογραφίες ασθενών σε δημόσια θέα. Το 2012, αν ήσουν εξαρτημένος, σε οποιοδήποτε φαρμακείο και αν πήγαινες να ζητήσεις μια σύριγγα, σε έδιωχναν. Εσύ όμως σφάδαζες, δεν μπορούσες να αποφύγεις την ανταλλαγή σύριγγας. Όταν βγάζεις στερητικά, πονάνε όλα και πονάνε πολύ. Δεν πίνεις για να ‘σαι χαρούμενος, πίνεις για να πάρεις τα πόδια σου και να καταφέρεις να πας στο σπίτι σου. Δε σκέφτεσαι εκείνη τη στιγμή τις λοιμώξεις, ούτε εγώ τις σκέφτηκα, παρόλο που έχω πάει και σχολείο και πανεπιστήμιο. Η ανάγκη του χρήστη να εξασφαλίσει τη δόση του είναι μεγαλύτερη από τον φόβο. Η Πολιτεία, όμως, θα μπορούσε να τα σκεφτεί όλα αυτά και να προστατέψει αυτήν την ευπαθή ομάδα. Όλο το νομοθετικό πλαίσιο γύρω από την απεξάρτηση είναι λάθος. Δεν ενισχύει τα θεραπευτικά προγράμματα, δεν δίνει κίνητρα στους ανθρώπους να κόψουν τα ναρκωτικά και αυτό είναι κακό, επειδή πεθαίνουν πολλά παιδιά. Τα ναρκωτικά της κρίσης, το σίσα, το τάι, είναι χημικά και απολύτως βλαβερά. Σε λιώνουν. Να, βλέπεις το σημάδι (σ.σ. δείχνει μια ουλή στο πόδι της) και σκέψου ότι εγώ ήμουν ελάχιστο καιρό σ’ αυτά. Διαλύουν το δέρμα σου», επισημαίνει.

Μιλήσαμε πολλή ώρα. Για μένα που έκανα τις ερωτήσεις και την άκουγα, ήταν δύσκολο: κάθε γυναίκα, που προβάλλει τον εαυτό της στις ανήμπορές και καταρρακωμένες εικόνες των γυναικών του 2012, αισθάνεται αηδία και οργή για όσους με τόσο μεγάλη ευκολία κουρέλιασαν την ταυτότητά τους και ανέμισαν τις φωτογραφίες τους σαν λάφυρα. Για εκείνην, εικάζω ότι ήταν δυσβάσταχτο – σκάλιζε την πιο επώδυνη εμπειρία της ζωής της. Ωστόσο, αποφασίσαμε μαζί να πούμε αυτήν την ιστορία, για να μη ξεχαστεί, για να μην επαναληφθεί, για τις γυναίκες που παλεύουν, γι’ αυτές που έχουν παραιτηθεί, γι’ αυτές που χάθηκαν, για τα πένθιμα μουρμουρητά των οικογενειών που βίωσαν την απώλεια και τον εξοστρακισμό και προσπαθούν σήμερα να ανασυγκροτήσουν τις θρυμματισμένες τους οντότητες.

Στον αποχαιρετισμό μου επανέλαβε τη βασική της απαίτηση: «Για μένα ηθική δικαίωση δεν υπάρχει. Αυτό που έζησα, το έζησα. Αυτό που κουβαλάω, το κουβαλάω. Δεν αλλάζει. Αυτό που μπορεί να γίνει είναι να κατέβουν οι φωτογραφίες μας και να μας αφήσουν να ζήσουμε τη ζωή μας, χωρίς ντροπή και ταπείνωση».

*Τα στοιχεία της κοπέλας βρίσκονται στη διάθεση του VICE, αλλά επιλέχθηκε να μην δημοσιευτούν για λόγους προστασίας.

ΠΗΓΗ: VICE, 23-5-2017

Ένα σημαντικό ντοκομαντέρ για την υπόθεση έφτιαξε η Ζωή Μαυρουδή, και είναι ελεύθερο στο διαδίκτυο. Με τον τίτλο “Ερείπια” – Οροθετικές γυναίκες. Το χρονικό μιας διαπόμπευσης, στα ελληνικά και “Ruins” στα αγγλικά.