Οι πρώτες Ελληνίδες στην ψηλότερη κορυφή στην Αλάσκα

Οι πρώτες Ελληνίδες που έφτασαν στα 6200 μέτρα της ψηλότερης κορυφής στην Αλάσκα

Ρωτήσαμε τις ορειβάτισσες Χριστίνα Φλαμπούρη και Βανέσα Αρχοντίδου πώς είναι να βγάζεις selfie στην κορυφή του όρους Ντενάλι, σε ένα σημείο που 9 στους 10 που το πατάνε είναι άνδρες. Κι εκείνες τα κατάφεραν στις 4 του περασμένου Ιουλίου…

Γράφει η Αλεξάνδρα Καστάνια 25.08.2017

«Μόλις βρεθήκαμε ενάμισι μέτρο κάτω από την κορυφή πλέον, πιάσαμε η μία το χέρι της άλλης και, όπως είχαμε συμφωνήσει από την αρχή του ταξιδιού, ανεβήκαμε ταυτόχρονα σε αυτήν. Ήταν η στιγμή που οι κόποι μας δικαιώνονταν». Η Χριστίνα Φλαμπούρη και η Βανέσα Αρχοντίδου είναι οι πρώτες Ελληνίδες που κατάφεραν να ανέβουν στο όρος Ντενάλι της Αλάσκας, το ψηλότερο στη Βόρεια Αμερική κι ένα από τα ψηλότερα στον κόσμο, έπειτα από μια διαδρομή που, λόγω των χαμηλών θερμοκρασιών και των τεχνικών εμποδίων, θεωρείται εξίσου δύσκολη με την ανάβαση στο Έβερεστ.

Η ενασχόληση της 29χρονης Χριστίνας και της 40χρονης Βανέσας με την ορειβασία ξεκίνησε πριν από μερικά χρόνια, όταν, εργαζόμενες και οι δύο στον τομέα του μάρκετινγκ μεγάλων εταιρειών, αναζητούσαν μια δραστηριότητα που θα τους έδινε τη δυνατότητα να αποδράσουν για λίγο από το απαιτητικό καθημερινό πρόγραμμά τους. Έτσι, ακολουθώντας την παρότρυνση φίλων, αποφάσισαν να συμμετάσχουν στις εκδρομές του Ελληνικού Ορειβατικού Συλλόγου Αχαρνών και του Αθηναϊκού Ορειβατικού Συλλόγου αντίστοιχα και να δοκιμάσουν την ανάβαση σε κοντινά όρη, όπως ο Ολίγυρτος και ο Όλυμπος. «Στο βουνό, αποκομίζει κανείς εικόνες και εμπειρίες που εντυπώνονται στο μυαλό για πάντα», αναφέρει η Βανέσα. «Επιπλέον, μαθαίνει να διαχειρίζεται και να υπερνικά τους φόβους του, κάτι το οποίο είναι χρήσιμο και στην επαγγελματική και προσωπική ζωή», συμπληρώνει η Χριστίνα. Οι δυο τους γνωρίστηκαν στη διάρκεια μιας ορειβατικής αποστολής στη Μαλαισία και, διαπιστώνοντας ότι έχουν κοινούς στόχους, έγιναν συνοδοιπόροι στα επόμενα ταξίδια.

Η ανάβαση στο όρος Ντενάλι αποτελούσε πρόκληση τόσο για τη Βανέσα όσο και για τη Χριστίνα, εφόσον αυτό συγκαταλέγεται στα επτά ψηλότερα στον κόσμο, ενώ δεν είχε καταφέρει άλλη Ελληνίδα να ανέβει στην κορυφή. «Η κατάκτηση των λεγόμενων “seven summits”, δηλαδή των επτά σημείων με το μεγαλύτερο υψόμετρο σε όλες τις ηπείρους είναι το όνειρο των περισσότερων ορειβατών. Ήταν, λοιπόν, και το δικό μας, παρότι δεν τολμούσαμε να το παραδεχτούμε ούτε στον εαυτό μας, καθώς ασχολούμασταν με την ορειβασία σχετικά λίγα χρόνια και όχι επαγγελματικά», εξηγεί η Χριστίνα. Ωστόσο, η διαδρομή ως την κορυφή του Ντενάλι παρουσιάζει αυξημένες δυσκολίες, εφόσον η θερμοκρασία το καλοκαίρι κατεβαίνει στους -30 βαθμούς και το χειμώνα στους -60, ενώ κάθε ορειβάτης καλείται να κουβαλήσει μόνος του τον εξοπλισμό του σε αντίθεση με άλλα βουνά όπου βοηθητικές ομάδες το αναλαμβάνουν. Η προετοιμασία που χρειάστηκε, λοιπόν, ήταν απαιτητική: Έρευνα για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου όρους, διατροφή ενδυνάμωσης του οργανισμού, προπόνηση τουλάχιστον τέσσερις φορές την εβδομάδα, ιατρικοί έλεγχοι. Λίγους μήνες πριν την αναχώρηση, μάλιστα, η Χριστίνα υπέστη έναν αρκετά σοβαρό τραυματισμό στον ώμο, αλλά αρνήθηκε να ακυρώσει τη συμμετοχή της στην αποστολή. Έτσι, συνοδευόμενες και από δύο άνδρες ορειβάτες, τον Φώτη Γκούντα και τον Γιώργο Μαρίνο, ξεκίνησαν.

Από την καταβύθιση στο χιόνι, στη… σέλφι της κορυφής

Το 24ωρο ενός ορειβάτη απαιτεί μεγάλα αποθέματα σωματικής και ψυχικής αντοχής. Στην αποστολή στο Ντενάλι, τα τέσσερα μέλη της ομάδας έκαναν ανάβαση κατά μέσο όρο οκτώ ως δέκα ώρες την ημέρα μεταφέροντας εξοπλισμό βάρους τουλάχιστον 30 κιλών. Το βουνό ήταν πλήρως καλυμμένο με χιόνι, ενώ, σε ορισμένα σημεία, υπήρχε τόσο πυκνή ομίχλη, που δεν ήταν σε θέση να διακρίνουν ούτε πού μπορούσαν να πατήσουν. Σε μεγάλο μέρος της διαδρομής, σχημάτισαν σχοινοσυντροφιά, δηλαδή δέθηκαν μεταξύ τους, ώστε να περάσουν μαζί τα εμπόδια, μειώνοντας στο μέγιστο δυνατό βαθμό τον κίνδυνο. Και το βράδυ, μόλις έστηναν τις σκηνές τους, έλιωναν πάγο για να έχουν πόσιμο νερό και μαγείρευαν δυναμωτικά γεύματα σε ειδικά σκεύη. Επιπλέον, όταν η κακοκαιρία γινόταν πολύ έντονη, αναγκάζονταν να παραμείνουν στο ίδιο σημείο, ώσπου να καταφέρουν να συνεχίσουν. Κάποιες φορές, βέβαια, έφτασαν στα όρια της αντοχής. «Τότε, φέρνεις στο μυαλό σου την εικόνα της επιτυχίας», επισημαίνει η Βανέσα. «Οπτικοποιείς, δηλαδή, στη σκέψη σου τη στιγμή που θα έχεις πετύχει το στόχο και, μη θέλοντας να αφήσεις αυτή την εικόνα να χαθεί, βρίσκεις τη δύναμη για να προχωρήσεις».

Στο μεταξύ, σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής, υπήρχε μόνο μια πολύ μικρή μορφή επικοινωνίας με τις οικογένειές τους. «Βάσει του GPS που είχαμε μαζί μας, οι συγγενείς μπορούσαν να διακρίνουν το στίγμα μας σε μια οθόνη, δηλαδή να μας βλέπουν σαν … κουκίδες που κινούνταν στο χάρτη», αναφέρει η Χριστίνα. «Και το βράδυ, πατούσαμε ένα κουμπί που τους έστελνε το μήνυμα “ok” μέσω μέιλ, ώστε να γνωρίζουν ότι ήμασταν καλά».

Στις 4 Ιουλίου, μετά από δεκαπέντε μέρες ανάβασης, η Βανέσα και η Χριστίνα, μαζί με τους δύο άνδρες ορειβάτες που τις συνόδευαν, έφτασαν στην κορυφή του Ντενάλι σε υψόμετρο 6.200 μέτρων κι έτσι, έγιναν οι πρώτες Ελληνίδες που κατάφεραν να ανέβουν εκεί. «Ο ενθουσιασμός ήταν, φυσικά, το πρώτο συναίσθημα», περιγράφει σήμερα η Χριστίνα. «Έπειτα, όμως, ήρθε ο προβληματισμός, καθώς σκεφτήκαμε ότι, στη συγκεκριμένη κορυφή, η πρώτη γυναίκα (Μπάρμπαρα Γουόσμπερν) ανέβηκε το 1947, ενώ η πρώτη Ελληνίδα το 2017. Γιατί χρειάστηκε να μεσολαβήσουν τόσες δεκαετίες; Επιπλέον, στην κορυφή του Έβερεστ δεν έχει φτάσει ακόμη ορειβάτισσα από τη χώρα μας. Κι αυτό, προφανώς, δεν συμβαίνει διότι οι Ελληνίδες δεν διαθέτουν δεξιότητες, αλλά διότι δεν έχουν την απαραίτητη υποστήριξη για να πετύχουν τόσο υψηλούς στόχους».

«Βάσει του GPS που είχαμε μαζί μας, οι συγγενείς μπορούσαν να διακρίνουν το στίγμα μας σε μια οθόνη, δηλαδή να μας βλέπουν σαν … κουκίδες που κινούνταν στο χάρτη. Και το βράδυ, πατούσαμε ένα κουμπί που τους έστελνε το μήνυμα “ok” μέσω μέιλ, ώστε να γνωρίζουν ότι ήμασταν καλά».

Κατά τη διάρκεια της κατάβασης, συνέβη και ένα απρόοπτο περιστατικό, εφόσον η Βανέσα έπεσε σε ρωγμή του παγετώνα με συνέπεια να βυθιστεί στο χιόνι μέχρι τον θώρακα. Με τη βοήθεια των υπολοίπων, απεγκλωβίστηκε, αλλά το ερώτημα παραμένει: Σε περίπτωση που ένας ορειβάτης βρεθεί σε κίνδυνο, υπάρχει δυνατότητα για βοήθεια; «Σε ορισμένα όρη, όπως οι Άλπεις, υπάρχει. Εκεί, καταφθάνουν ελικόπτερα άμεσης δράσης με τα οποία, αν κάποιος έχει τραυματιστεί, επιστρέφει», απαντά η ίδια. «Στο Ντενάλι, όμως, κάτι τέτοιο δεν ήταν εφικτό, εφόσον το ελικόπτερο φτάνει μόνο σε αρχικό σημείο της διαδρομής. Επομένως, αυτό αποτελούσε μία επιπλέον δυσκολία της αποστολής». Σε κάθε περίπτωση, οι δύο γυναίκες επισημαίνουν ότι ένα από τα μαθήματα ζωής που τους χάρισε η συγκεκριμένη ανάβαση αφορά στις μεγάλες δυνατότητες του ανθρώπινου σώματος. «Προσωπικά, παρότι είχα ξεκινήσει με τραυματισμό, δεν χρειάστηκε να διακόψω την πορεία μου», αναφέρει η Χριστίνα. «Αλλά και τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας έβρισκαν τη δύναμη να συνεχίσουν, παρά την τεράστια καταπόνηση και τη σχεδόν ανύπαρκτη δυνατότητα για ξεκούραση».

«Θέλουμε να κινητοποιήσουμε κι άλλους να κυνηγήσουν τα όνειρά τους»

Η ορειβασία, όπως εξηγούν η Βανέσα και η Χριστίνα, είναι ένα άθλημα με το οποίο μπορεί να ασχοληθεί οποιοσδήποτε χωρίς να είναι απαραίτητα επαγγελματίας αθλητής. «Από έναν απλό περίπατο με φίλους στο βουνό έως την κατάκτηση μιας κορυφής, το συγκεκριμένο σπορ προσφέρει μεγάλο εύρος επιλογών για όλους», εξηγούν. Το πρώτο βήμα για κάθε ενδιαφερόμενο, βέβαια, είναι να έρθει σε επαφή με τους ορειβατικούς συλλόγους και τις σχολές ορειβασίας, ώστε να ενημερωθεί πρωτίστως επάνω σε θέματα ασφάλειας. Ωστόσο, όσον αφορά στη συμμετοχή σε μεγάλες αποστολές, η έλλειψη χρηματοδότησης αποτελεί έναν από τους βασικούς ανασταλτικούς παράγοντες. «Οι περισσότεροι ορειβάτες καλύπτουν τα έξοδα κάθε τέτοιου εγχειρήματος, είτε με δικούς τους οικονομικούς πόρους, είτε με όσους έχουν καταφέρει να αποσπάσουν από ιδιωτικούς φορείς», επισημαίνει η Βανέσα. «Το ποσό που απαιτείται, όμως, δεν είναι χαμηλό. Για παράδειγμα, η αποστολή στο Ντενάλι κόστισε 10.000 ευρώ κατ’ άτομο, ενώ μια αντίστοιχη στο Έβερεστ, ανέρχεται στα 40.000-50.000 ευρώ, καθώς μόνο η άδεια ανάβασης στο συγκεκριμένο βουνό κοστίζει 11.000 ευρώ. Αυτό που χρειάζεται, λοιπόν, είναι περισσότεροι ιδιωτικοί φορείς να ενημερωθούν και να ευαισθητοποιηθούν, ώστε να υποστηρίξουν τους ορειβάτες σε ακόμη πιο πολλούς και υψηλούς στόχους».

«Όταν φτάνεις στα όρια της αντοχής, τότε φέρνεις στο μυαλό σου την εικόνα της επιτυχίας. Οπτικοποιείς, δηλαδή, στη σκέψη σου τη στιγμή που θα έχεις πετύχει το στόχο και, μη θέλοντας να αφήσεις αυτή την εικόνα να χαθεί, βρίσκεις τη δύναμη για να προχωρήσεις»

Στο μεταξύ, ο αριθμός των γυναικών που ασχολούνται με την ορειβασία παραμένει αισθητά χαμηλότερος σε σύγκριση με εκείνον των ανδρών τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό, εφόσον το γυναικείο φύλο καλείται να αντιμετωπίσει πολλαπλάσιες δυσκολίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το γεγονός ότι από το σύνολο των ορειβατών που έχουν φτάσει στην κορυφή του Ντενάλι μέχρι σήμερα το 91% ήταν άνδρες και μόλις το 9% γυναίκες. «Πέρα από το εμπόδιο της μεταφοράς του βαρύ εξοπλισμού, μια γυναίκα, ειδικά αν είναι σύζυγος και μητέρα, δέχεται αρνητικά σχόλια από τον κοινωνικό περίγυρο σε περίπτωση που αποφασίσει να συμμετάσχει σε ορειβατική αποστολή, απομακρυνόμενη για εβδομάδες από την οικογένειά της», αναφέρει η Βανέσα, έχοντας και η ίδια δύο παιδιά οκτώ και τεσσάρων ετών. «Επιπλέον, οι άνδρες αθλητές καταφέρνουν να αποσπάσουν ευκολότερα χρηματοδότηση σε σύγκριση με τις γυναίκες. Ωστόσο, εμείς ονειρευόμαστε να δημιουργηθεί μια ομάδα από Ελληνίδες ορειβάτισσες, η οποία θα λάβει όλη τη υποστήριξη που χρειάζεται, ώστε να πατήσει ακόμη και στην κορυφή του Έβερεστ».

Παρότι η Χριστίνα και η Βανέσα μόλις επέστρεψαν από την Αλάσκα, έχουν ήδη αρχίσει να σκέφτονται τον προσεχή προορισμό τους. «Δεν είναι καθόλου νωρίς, καθώς η επιλογή του όρους και η προετοιμασία αποτελούν ολόκληρο πρότζεκτ», εξηγεί η Χριστίνα. «Εξάλλου, η μία ορειβατική αποστολή ανοίγει το δρόμο για την επόμενη». Ωστόσο, όπως επισημαίνουν και οι δύο, συνοψίζοντας, βασικός στόχος της προσπάθειάς τους δεν είναι μόνο η κάλυψη των προσωπικών τους φιλοδοξιών, αλλά και η κινητοποίηση άλλων να κυνηγήσουν ό,τι επιθυμούν, ανεξάρτητα από το επάγγελμα, το φύλο, την ηλικία ή τους οικονομικούς πόρους τους. «Θα μου άρεσε, παραδείγματος χάριν, να δώσω μια ομιλία στο σχολείο των παιδιών μου, να αφηγηθώ ιστορίες από τις αναβάσεις μας και να βάλω στο μυαλό των μαθητών ότι, όπως εμείς καταφέραμε να πραγματοποιήσουμε το όνειρό μας, μπορούν κι εκείνοι να πραγματοποιήσουν τα δικά τους», αναφέρει η Βανέσα.

«Για μένα, αυτό έχει αξία ανεκτίμητη».