Οι κακοποιημένες γυναίκες διχάζουν τη Δικαιοσύνη

Συντάκτρια: Ντίνα Ιωακειμίδου

Στις εκδηλώσεις που θα πραγματοποιηθούν σήμερα, 25 Νοεμβρίου, Παγκόσμια Ημέρα για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών, γυναικείες και φεμινιστικές οργανώσεις αναδεικνύουν το δικαίωμα της αυτοάμυνας των γυναικών. Τι συμβαίνει όταν οι γυναίκες φτάνουν ενώπιον της Δικαιοσύνης είτε καταγγέλλοντας βιασμό είτε σεξουαλική επίθεση είτε ενδοοικογενειακή βία; Πάλεψε, φύγε ή πάγωσε; Τι επιτρέπεται εντέλει στις γυναίκες;

Προπαραμονή Πρωτοχρονιάς του 1990 στις πέντε τα ξημερώματα μια νέα γυναίκα διασχίζει με αυτοκίνητο τη διαδρομή από τη Μαλακάσα στο κέντρο της Αθήνας.

Είναι χτυπημένη παντού στο πρόσωπο και στο σώμα της και δίπλα της, στη θέση του συνοδηγού, βρίσκεται ένας άντρας νεκρός. Ο σύζυγός της.

Η Γεωργία Παπαδάτου, η 37χρονη γυναίκα με το μωλωπισμένο και πρησμένο από τα χτυπήματα σώμα, κατευθύνεται προς τη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών και παραδίδεται στην αστυνομία.

Εναντίον της ασκείται ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση και παραμένει προφυλακισμένη για έναν χρόνο, έως τη διεξαγωγή της δίκης της, οπότε και αθωώνεται ομόφωνα καθώς το δικαστήριο δέχτηκε πώς η κατηγορούμενη βρέθηκε σε κατάσταση άμυνας. Απόφαση που αποτέλεσε σταθμό στα δικαστικά χρονικά.

Η Γ. Παπαδάτου υπήρξε επί σειρά ετών θύμα μιας βάναυσης, κακοποιητικής σχέσης.

Το μοιραίο εκείνο βράδυ ο σύζυγός της εμφανίστηκε στη χαρτοπαιχτική λέσχη, όπου εκείνη εργαζόταν για να βοηθήσει την οικογένειά της, και την υποχρέωσε να τον ακολουθήσει.

Στη διαδρομή ο Παπαδάτος τη χτυπούσε και την καθύβριζε, ενώ σε μια ερημική περιοχή στάθμευσε και αφού την έγδυσε της είπε «απόψε θα πεθάνεις».

Την κατέβασε από το αυτοκίνητο, την έδεσε με ένα σύρμα στο πορτ μπαγκάζ και ξεκίνησε. Την έσυρε για λίγα μέτρα και στη συνέχεια την έβαλε ξανά μέσα στο αυτοκίνητο εξακολουθώντας να βιαιοπραγεί.

Στο ύψος της Μαλακάσας ο Παπαδάτος σταματά την οδήγηση για ακόμη μία φορά και ετοιμάζεται να κινηθεί απειλητικά εναντίον της, και η γυναίκα αντιδρά. Τον πνίγει με την ίδια του τη γραβάτα.

Η πρώτη αντίδραση των ανακριτικών αρχών είναι ότι υπάρχει συνεργός στο έγκλημα, ενώ οι μάρτυρες κατηγορίας δήλωσαν πως την αγαπούσε…

Γυναικείες οργανώσεις είχαν κινητοποιηθεί την περίοδο εκείνη δημοσιοποιώντας τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης στην κοινή γνώμη διεκδικώντας την αθώωση της κατηγορουμένης. Όπερ και εγένετο, καθώς ομόφωνα τακτικοί και λαϊκοί δικαστές δέχτηκαν πως η κατηγορούμενη βρέθηκε σε κατάσταση άμυνας.

Και αυτό καθώς η ίδια η έννομη τάξη, το άρθρο 22 του Ποινικού Κώδικα, ορίζει με σαφήνεια ότι η άμυνα αποτελεί λόγο άρσης του άδικου χαρακτήρα μιας πράξης και επίσης ότι η άμυνα είναι η αναγκαία προσβολή του επιτιθέμενου στην οποία προβαίνει το άτομο για να υπερασπιστεί τον εαυτό του ή άλλον από άδικη και παρούσα επίθεση που στρέφεται εναντίον του.

Ο νόμος και τα στοιχεία

Το 2006 ψηφίστηκε στην Ελλάδα ο νόμος 3500 για την ενδοοικογενειακή βία ο οποίος ορίζει ότι «η άσκηση βίας κάθε μορφής μεταξύ των μελών της οικογένειας απαγορεύεται».

Η βία αποτελεί την πρώτη αιτία θανάτου παγκοσμίως για τις γυναίκες.

Η βία κατά των γυναικών συνιστά το πλέον διαδεδομένο έγκλημα στον κόσμο, ενώ κάθε 45 δευτερόλεπτα βιάζεται μία γυναίκα. Διεθνώς στο 40% των δολοφονιών γυναικών δράστης είναι ο σύζυγος ή ο σύντροφος.

«Μία στις πέντε γυναίκες στην Ε.Ε. των 28 κρατών-μελών έχει υποστεί σωματική ή σεξουαλική βία από νυν ή τέως σύντροφο και μία στις δέκα γυναίκες δηλώνει ότι βίωσε κάποιας μορφής σεξουαλική βία από ενήλικα πριν συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας της», ενώ περίπου 13 εκατομμύρια γυναίκες στην Ε.Ε. έχουν πέσει θύματα σωματικής βίας κατά τους 12 μήνες που προηγήθηκαν της έρευνας που διενήργησε το 2014 το FRA (European Union Agency for Fundamental Rights).

Ωστόσο, όπως επισημαίνεται στην έρευνα «αυτό που προκύπτει είναι μια εικόνα εκτεταμένης κακοποίησης η οποία επηρεάζει τις ζωές πολλών γυναικών αλλά συστηματικά δεν καταγγέλλεται στις Αρχές καθώς μόλις το 14% των γυναικών κατήγγειλαν στην αστυνομία το πιο σοβαρό περιστατικό βίας από τον στενό σύντροφο».

Μια ανθρωποκτονία σε ήρεμη ψυχική κατάσταση

Πώς πρέπει να αντιδράσει μια γυναίκα που η ζωή της κινδυνεύει; Να φύγει, να παλέψει ή να παγώσει;

«Μόνο η διαφυγή εν τέλει αναγνωρίζεται. Αν αμυνθείς, αν παλέψεις για τη ζωή σου ή αν παγώσεις σε περίπτωση βιασμού, στο τέλος κατηγορούμενη θα βρεθείς» όπως τονίζει στις «Νησίδες» η δικηγόρος Ιωάννα Στεντούμη, συνήγορος υπεράσπισης της 22χρονης Παναγιώτας που καταδικάστηκε πριν από λίγο καιρό σε 15 χρόνια κάθειρξη.

Η 22χρονη Παναγιώτα είναι Ρομά και έχει ελαφρά νοητική στέρηση. Η μητέρα της είναι καρκινοπαθής και άνεργη ενώ ο πατέρας της αλκοολικός. Η βία συνιστούσε την καθημερινότητά της μέσα στο σπίτι της.

«Ολο το σπίτι ήταν σπασμένο», σημείωσαν χαρακτηριστικά αναφερόμενες στην υπόθεση φεμινιστικές συλλογικότητες σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στις 10 Νοεμβρίου στον χώρο «Νosotros» με θέμα «Γυναίκες που αμύνθηκαν και διώκονται».

Η Παναγιώτα έμπαινε στη μέση για να σώσει τη μητέρα της από τα χέρια του πατέρα της.

Η Παναγιώτα είχε εγκαταλείψει το σχολείο και έκανε μερικά μεροκάματα στα καλαμπόκια ή ζητούσε τη βοήθεια της εκκλησίας για να τραφεί.

Μην αντέχοντας το καθημερινό σκηνικό της βίας μέσα στο σπίτι, κοιμόταν το τελευταίο διάστημα στον δρόμο. Κουβαλούσε μαζί της ένα οικιακό μαχαίρι για λόγους ασφαλείας.

Τις τελευταίες ημέρες τριγυρνούσε με μια 17χρονη φίλη της. Τις πρώτες πρωινές ώρες στις 22 Ιουνίου του 2016 τις πλησίασε ο 46χρονος Ν.Ζ. σε κατάσταση προχωρημένης μέθης.

«Εσένα σε ξέρω. Θα σε γ…» είπε πιάνοντας τα στήθη της μιας κοπέλας. Η Παναγιώτα αντιδρά και ο Ν.Ζ. τη βουτάει από τα μαλλιά.

«Πρόσεξε, κρατάει μαχαίρι» φωνάζει η 17χρονη. Η Παναγιώτα αμύνεται και τον χτυπά στον θώρακα με το μαχαίρι που κρατούσε. Στη συνέχεια τρέπονται σε φυγή.

Το τμήμα Ασφαλείας Κορίνθου εξιχνίασε μέσα σε λίγη ώρα την υπόθεση αξιοποιώντας υλικό από κάμερα της περιοχής καθώς και μια μαρτυρία.

«Η Παναγιώτα μπήκε στη μέση για να σώσει τη φίλη της. Επραξε το ίδιο που έπραττε όταν έμπαινε στη μέση για να σώσει τη μητέρα της από τα χέρια του πατέρα της. Πρόκειται για χαρακτηριστική περίπτωση μετάθεσης», είπε χαρακτηριστικά η Φιλίππα Διαμάντη κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης στο «Νοsotros».

O πατέρας της Παναγιώτας δέχτηκε ύστερα από πολλές πιέσεις να καταθέσει στο δικαστήριο ομολογώντας ότι κακοποιούσε την ίδια και τη μητέρα της. Η σύζυγός του τον δικαιολόγησε, δηλώνοντας πως είναι πολύ καιρό άνεργος…

Ο πρόεδρος ρώτησε: «Γιατί δεν χτυπήσατε ποτέ τον πατέρα σας;»

«Γιατί τον φοβόμουν», απάντησε η 22χρονη.

Η εισαγγελέας είπε: «Δεν μπορεί να αντιληφθεί την αξία της ανθρώπινης ζωής» και, επίσης, «εντάξει, είπε κάτι παραπάνω το θύμα»

Το καφκικό Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Ναυπλίου επέρριψε όλες τις ευθύνες στην 22χρονη, εγκαλώντας την μάλιστα για «πλημμελή επιτήρηση από το οικογενειακό της περιβάλλον, εγκατάλειψη της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και συναναστροφές με άτομα που υποκόσμου».

Εντέλει, την καταδίκασε σε 15 χρόνια για ανθρωποκτονία σε ήρεμη ψυχική κατάσταση που, ωστόσο, δεν συνοδεύτηκε από ταπεινά κίνητρα καθώς της πράξης δεν ακολούθησε κλοπή (πορτοφολιού, κινητού του θύματος).

Η έδρα λειτούργησε με όλα τα στερεότυπα ως προς την ταξική και κοινωνική θέση. Δεν ελήφθη υπόψη ότι η Παναγιώτα είναι θύμα πολλαπλών διακρίσεων, ότι είναι Ρομά, από φτωχή οικογένεια, ότι είναι θύμα ενδοοικογενειακής βίας.

Στο διά ταύτα, δεν αναγνωρίστηκε καν το γεγονός ότι πανικοβλήθηκε, αλλά απεφάνθη ότι συνειδητά επέλεξε να σκοτώσει. Δεν ελήφθη καν υπόψη ότι δεν υπάρχει ιστορικό βίαιων πράξεων της Παναγιώτας κατά το παρελθόν.

«Πολύ συχνά στις δίκες που διεξάγονται για υποθέσεις βιασμών οι ερωτήσεις από την έδρα ή από την πολιτική αγωγή επικεντρώνονται στο “γιατί δεν έφυγες;” “γιατί πάγωσες;” “τι φόραγες;” Το θύμα αντιμετωπίζεται ως υπεύθυνο για τη μοίρα του. Μια φοβική κοινωνία που εν πολλοίς θεωρεί τον βιασμό δικαιολογημένο. Οι δικαστές υιοθετούν τα ίδια στερεότυπα και τις ίδιες προκαταλήψεις με τον ευρύτερο πληθυσμό» μας τονίζει η συνήγορος υπεράσπισης κ. Στεντούμη.

«Είναι φανερό ότι οι δικαστικές αρχές δεν έχουν αντιληφθεί ακόμη τον αγώνα που γίνεται παγκοσμίως για την εξάλειψη της σεξιστικής βίας κατά των γυναικών, και με την απόφαση που απήγγειλαν δεν λαμβάνουν υπόψη το δικαίωμα των γυναικών στην αυτοάμυνά τους, έστω κι αν σ’ αυτή την περίπτωση είχε τραγική κατάληξη» επισήμανε σε ανακοίνωσή της η Γενική Γραμματεία Ισότητας.

Το τμήμα Φεμινιστικής Πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ σημείωσε με νόημα: «Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Ναυπλίου – Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Καβάλας πέρυσι τον Απρίλη: Τώρα η γυναίκα καταδικάστηκε σε 15ετή κάθειρξη, τότε οι δράστες του ομαδικού βιασμού αθωώθηκαν. Δύο διαφορετικές υποθέσεις, πολλά διδάγματα. Η μοίρα των γυναικών βρίσκεται συχνά στο περιθώριο και στη σιωπή, ενώ οι γυναίκες θύματα ενδοοικογενειακής βίας, βιασμών και σεξουαλικών επιθέσεων πολλαπλασιάζονται καθημερινά στη χώρα μας».

Το φεμινιστικό σωματείο «Μωβ» βρέθηκε από την πρώτη στιγμή στο πλευρό της Παναγιώτας. Οπως σημειώνει η Σίσσυ Βωβού στο Mov.gr «αυτή η υπόθεση και αυτή η δίκη είχε χαρακτηριστικά αρχαίας τραγωδίας, όπου συμπυκνώνονται πολλά στοιχεία της σημερινής πραγματικότητας, με την περιθωριοποίηση μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας να τέμνεται με την πατριαρχική βία και την ανοχή της από μορφωμένους και αμόρφωτους, από φτωχούς και εύπορους, και με την αντίσταση σ’ αυτήν».

Εγκληματικότητα και Φύλο

O συνηθέστερος λόγος που μια γυναίκα διαπράττει ανθρωποκτονία με θύμα τον σύζυγό της είναι η άμυνα ή η απογοήτευση από κακοποίηση που έχει υποστεί από τον σύζυγο ή τον πατέρα, υποστηρίζει ο Ρ. Flowers, ενώ η κοινωνιολόγος Αnn Goetting το 1987 διεξήγαγε έρευνα με 56 γυναίκες κατοίκους του Ντιτρόιτ που διέπραξαν ανθρωποκτονία με θύμα τον σύζυγό τους κατά τη διάρκεια των ετών 1982-1983.

Ο C. Μann, σε έρευνά του σε ένα δείγμα 114 γυναικών-δραστών ανθρωποκτονιών στο Σικάγο και το Χιούστον, κατά τη διάρκεια των ετών 1979-1983, διαπίστωσε πως οι δύο βασικότερες αιτίες για τη διάπραξη του εγκλήματος ήταν συναισθηματικοί λόγοι και η άμυνα.

Η Susan Osthoff σημειώνει πως πολλές από τις κακοποιημένες γυναίκες που σκοτώνουν τους συντρόφους τους πιστεύουν ότι η ζωή τους ή η ζωή των παιδιών τους είναι σε κίνδυνο, προσθέτοντας μάλιστα ότι ακριβώς επειδή η προσφυγή στη Δικαιοσύνη δεν τις είχε δικαιώσει αποφάσισαν και πήραν τον νόμο στα χέρια τους.

Παράλληλα, όπως αναφέρει η επίκουρη καθηγήτρια Εγκληματολογίας Αθανασία Συκιώτου, «στις δυτικές κοινωνίες παρατηρείται αύξηση της γυναικείας εγκληματικότητας από τότε που η γυναίκα άρχισε να εισέρχεται ενεργά στον εργασιακό στίβο, ωστόσο η ποσοτική αλλά και η ποιοτική απόκλιση από την αντίστοιχη των ανδρών παραμένει μεγάλη (λιγότερα εγκλήματα, περίπου ποσοστό 7-10% επί του συνόλου των τελεσθέντων αδικημάτων και των καταδικών, και λιγότερο σοβαρά, π.χ. κλοπές καταστημάτων). Οι γυναίκες παραμένουν περισσότερο ηθικοί αυτουργοί πολλών εγκλημάτων που τελούν άντρες (ανθρωποκτονίες, απάτες κ.λπ.). Τα εγκλήματα βίας που τελεί μία γυναίκα στρέφονται κατά κανόνα σε μέλη της οικογένειάς της ή του πολύ στενού περιβάλλοντός της και συνήθως αποτελούν αντίδραση σε μακροχρόνια κακομεταχείρισή της (από σύζυγο ή εραστή) ή εγκατάλειψής της (από σύζυγο ή εραστή)».

Στην έρευνα που διεξήγαγε ο εγκληματολόγος Αγγελος Τσιγκρής, με τίτλο το «Εγκλήματα ανθρωποκτονίας στην Ελλάδα», η οποία στηρίζεται σε αποφάσεις του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας κατά τη διάρκεια των ετών 1986-1995, τονίζει πως «σ’ ένα σχετικά μεγάλο ποσοστό ανθρωποκτονιών οι δράστες και τα θύματα ανήκουν στην ίδια οικογένεια και κατοικούν κάτω από την ίδια στέγη. Συνεπώς, η ανθρωποκτόνος ενδοοικογενειακή βία αποτελεί ένα σημαντικό κομμάτι του συνόλου των ανθρωποκτονιών και αποδεικνύει ότι το εγκληματικό φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας είναι τελικά παραγνωρισμένο στην εγκληματολογική ανάλυση, γεγονός που οφείλεται στην έλλειψη αξιόπιστων στατιστικών στοιχείων».

Το 2005 η διδάκτωρ της Νομικής, Φωτεινή Μηλιώνη, μαζί με τη Ματίνα Παπαγιαννοπούλου διενεργούν εκ μέρους του ΚΕΘΙ έρευνα υπό τον τίτλο «Γυναίκες και ανθρωποκτονία» στις γυναικείες φυλακές Κορυδαλλού.

Όπως προκύπτει από τη μελέτη των 30 περιπτώσεων αλλά και τις 15 συνεντεύξεις που ελήφθησαν για περιστατικά ανθρωποκτονιών που διαπράχθηκαν από γυναίκες μεταξύ του 1989 και του 2001, στην πλειονότητα των περιπτώσεων ήταν οικονομικά εξαρτημένες από τον σύζυγο, δεν ήταν χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, θεωρούν ότι αδικήθηκαν από την έδρα (ειδικά στις περιπτώσεις που στη σύνθεση πλειοψηφούσαν γυναίκες), η συμβολή των ΜΜΕ ήταν εξόχως αρνητική στην υπόθεσή τους, ενώ ένα σοβαρό ποσοστό της τάξεως του 17,4% δήλωσε πως δεν μετανοεί για την πράξη του.

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στις 8 από τις 15 προφορικές συνεντεύξεις διαπιστώθηκε «συστηματική άσκηση σωματικής-ψυχικής βίας».

Αναφέρθηκε ξυλοδαρμός εγκύου μέχρι αποβολής, δημόσιοι ξυλοδαρμοί, ενώ κάποια είπε: «Με χτυπούσε γιατί ήταν κουρασμένος από τη δουλειά». Μάλιστα οι περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας δεν είχαν καν συμπεριληφθεί στις δικογραφίες υποχρεώνοντας τις ερευνήτριες να επισημάνουν πως «για το σύστημα απονομής δικαιοσύνης είναι μη θεατή αυτής της μορφής η βία».

ΠΗΓΗ: Εφημερίδα των Συντακτών, ένθετο ΝΗΣΙΔΕΣ

Το δεύτερο μέρος της έρευνας το ερχόμενο Σάββατο