Η αδυσώπητη εμπειρία της γέννας

Γράφει  η Σίσσυ  Βωβού

Η συντριπτική πλειοψηφία από τις γυναίκες, βιώσαμε αυτή την εμπειρία. Μορφωμένες ή αμόρφωτες, πλούσιες ή φτωχές, σε νοσοκομεία ή κάτω από τα δέντρα, περάσαμε την ώρα ή τις ώρες που μας πνίγουν, που μας κόβουν την ανάσα, που μας φέρνουν μπροστά στο θάνατο και στη ζωή.

Καλή λευτεριά, μας εύχονταν για τόσους μήνες οι φίλες, οι φίλοι και οι συγγενείς, γιατί στο σώμα μας φώλιαζε και μεγάλωνε ένα έμβρυο που μπορούσε να γίνει ένας καινούριος άνθρωπος. Και το έμβρυο να συμμετέχει σε όλα, να κινείται, να κλοτσάει καθώς μεγάλωνε. Και τα συναισθήματα ν’ αλλάζουν από ώρα σε ώρα, από λεπτό σε λεπτό, το δέος για το πώς και τι θα είναι αυτό το παιδί, το πώς θα βγει, πώς θα το μεγαλώσω.

Η ώρα αυτή της λευτεριάς μεγαλειώδης, τρομακτική, αδυσώπητη, σαρωτική και ασυγκράτητη.

Όλες, αλλά σε διαφορετικό βαθμό και όλοι, γνωρίζουμε τη δραματικότητα αλλά και τη μεγαλοσύνη της γέννας. Γι’ αυτό και η γκαστρωμένη, ακόμα και στις πιο καταπιεστικές κοινωνίες, έχαιρε κάποιων “προνομίων”, όπως ότι έπρεπε να φάει κάθε τι που επιθυμούσε.

“Γένναγα 48 ώρες το πρώτο μου παιδί, 35 χρόνια πριν, σε νοσοκομείο. Είχα πάθει σοκ και η διαστολή είχε σταματήσει. Οι γιατροί μου έκαναν ενέσεις για να συνέλθω και να συνεχίσω. Τους έλεγα πετάξτε με απ’ το παράθυρο, δεν αντέχω άλλο. Τα κατάφερα, και ήταν πέντε κιλά αγοράκι, πού να βγει! Το αγκάλιασα και το θήλασα αμέσως. Μετά έκλαιγα, δεν ήξερα γιατί, έκλαιγα συνεχώς για δεκαπέντε μέρες. Μου έδωσαν ψυχοφάρμακα για μήνες για να συνέλθω. Ναι το ήθελα κι ας ήμουν μόνο 17 χρόνων, ήμουν και παντρεμένη, αλλά δεν ξέρω γιατί έκλαιγα τόσο πολύ”.

Μια εμπειρία από τις χιλιάδες, τα εκατομμύρια και δισεκατομμύρια, των γυναικών που περνάνε τη βάσανο της γέννας για να φέρουν στον κόσμο το παιδί τους.

Όχι όταν και επειδή το λένε οι γιατροί, τα βιβλία και οι έρευνες, αλλά επειδή είναι κοινή εμπειρία όλων των γυναικών που γέννησαν, και είναι μια εμπειρία που λέγεται, που συζητιέται, που την γνωρίζουν συνήθως όλες και όλοι στο στενό κύκλο.

Και όταν το θέλεις το παιδί, το βάσανο μεγάλο. Όταν δεν το ήξερες, δεν το ήθελες αλλά δεν το κατάλαβες εγκαίρως για να κάνεις έκτρωση, δεν είχες καμία και κανέναν να σε βοηθήσει, τι γίνεται; Πώς το σπρώχνεις μόνη σου για να βγει στον κόσμο όταν φτάσει η ώρα που δεν τη σταματάς;

Αυτό το ξέρουν λίγες, ευτυχώς, και είναι πολύ πιο δραματικό.

Κι αυτό ήρθε πρόσφατα στο δημόσιο ενδιαφέρον με τις δύο βρεφοκτονίες που συνέβησαν όταν πολύ νέες γυναίκες, μόνες, γεμάτες φόβο και ντροπή, βρέθηκαν μπροστά στο αδιανόητο, να έχουν μπροστά τους έναν νέο άνθρωπο και να μην ξέρουν τι να κάνουν τα συναισθήματά τους και το βρέφος.

Ο δημόσιος λόγος αυτός, όμως, “προσαρμόστηκε” στα ήθη της εποχής. Στην ακροαματικότητα των εκπομπών και στην αναγνωσιμότητα του έντυπου και ηλεκτρονικού τύπου.

Μετά τις διαφημίσεις, θα μιλήσουν οι φίλες της 19χρονης για να περιγράψουν τις αντιδράσεις και το χαρακτήρα της. Μην ξεχνάτε ότι ένα σαλόνι σας περιμένει, από ξύλο οξιάς, με στόφα εξαιρετική, και θα γίνει καταδικό σας αν τηλεφωνήσετε στον αριθμό τάδε και είστε εσείς η τυχερή. Μην καθυστερείτε, κυνηγήστε την τύχη σας.

Και τώρα ακούστε τι είπε η 19χρονη στην ανάκριση. Ναι, αυτά είπε, και μπορούμε να τα σχολιάσουμε εδώ, δημοσίως, να ερευνήσουμε την υπόθεση, να ενημερωθούμε.

Έχουμε συνδέσεις και επιτόπια έρευνα. Πώς και γιατί έγινε αυτό; Μιλούν πρόσωπα που την γνώριζαν.

Και τώρα σε σύνδεση ο Τάδε Ταδόπουλος, μιλάει με γείτονες της 19χρονης: Και καλά πώς δεν το είχατε καταλάβει τόσον καιρό; Δεν βλέπατε την κοιλιά της;

Πολλές γεννάμε, οι περισσότερες τα μεγαλώνουμε, οι λιγότερες τα δίνουν για τεκνοθεσία ή στις γιαγιάδες, κάποιες λίγες τα σκοτώνουν.

Αυτό το δώρο που μας έδωσε η φύση, να φέρνουμε στον κόσμο τον καινούριο άνθρωπο, έχει πολλές πλευρές, τις όμορφες και τις σκοτεινές. Μόνο που οι σκοτεινές υπερέχουν όταν αυτό το δώρο είναι ανεπιθύμητο, για προσωπικούς ή κοινωνικούς λόγους.