Ζει ακόμα, και γράφει την ιστορία του γάμου και του χωρισμού της

Η ιστορία μιας γυναίκας που έζησε για πολλά χρόνια μια κακοποιητική σχέση με τον σύζυγό της, η ιστορία της αντίστασής της, η ιστορία της αντιμετώπισής της από τους θεσμούς, καθώς και ο εγκληματικός τρόπος εφαρμογής του προβληματικού θεσμού της δικαστικής διαμεσολάβησης.

Της ζητήσαμε να γράψει την ιστορία που μας αφηγήθηκε όταν επικοινώνησε με το Μωβ και αποφάσισε να το κάνει για το καλό άλλων γυναικών που βρίσκονται στην ίδια θέση με αυτήν. Είναι λίγο μακροσκελής, αλλά αξίζει τον χρόνο που απαιτείται για να διαβαστεί. Αλλάξαμε κάπως ονόματα και τοποθεσίες, διατηρώντας τη γενική εικόνα. Το όνομα της κυρίας είναι στη διάθεση κάθε δημόσιας αρχής που θα ήθελε να εξετάσει πώς εφαρμόζεται αυτός ο νόμος.

Σ.Β.

Γράφει η Αλεξάνδρα

Η ιστορία μου ξεκίνησε το 2005, όταν γνώρισα τον πρώην σύζυγό μου. Σερβιτόρα εγώ τότε, χωρισμένη με ένα παιδί 5 ετών, πάλευα να “επιβιώσω”. Αυτός εργαζόταν στην περιοχή και ήταν πελάτης στο εστιατόριο. Η γνωριμία μας δεν άργησε να εξελιχθεί σε ειδύλλιο και πολύ σύντομα καταλήξαμε να συζούμε. Εγώ, αυτός και το παιδί μου.

Οι γονείς μου από την αρχή που τον γνώρισα έφερναν πολλές αντιρρήσεις και καυγάδιζαν καθημερινά μαζί μου και μαζί του, γιατί δεν τους άρεσε ο χαρακτήρας του. Τον πρώτο καιρό όλα ήταν “ωραία”. Με έκανε να νιώθω “ξεχωριστή” και μου άρεσε το γεγονός ότι φερόταν στο παιδί σαν να ήταν δικό του. Αυτή όμως η “ρόδινη” περίοδος έληξε σύντομα, καθώς έμεινα έγκυος στο πρώτο μας παιδί, οπότε άρχισε να αλλάζει η συμπεριφορά του. Όσο προχωρούσε η εγκυμοσύνη, οι καυγάδες με τους γονείς μου γίνονταν όλο και πιο έντονοι και άρχισε να φέρεται πολύ άσχημα στο παιδί από τον πρώτο μου γάμο. Φρόντιζε δε τις ώρες που έλειπα για ψώνια να του μιλά υποτιμητικά και να το βρίζει, και πολλές φορές το κλείδωνε στο δωμάτιό του μέχρι να επιστρέψω. Εγώ δεν είχα ιδέα για ό,τι συνέβαινε, καθώς το παιδί τον φοβόταν και δεν μου έλεγε τίποτα. Δύο μήνες πριν γεννήσω, μου έθεσε το εξής δίλημμα: Ή θα έφευγε το παιδί μου από το σπίτι ή θα χωρίζαμε.

Λογομαχήσαμε πολύ έντονα, με αποτέλεσμα να με χτυπήσει για πρώτη φορά με μπουνιές στην κοιλιά και να καταλήξω με πρόωρες συσπάσεις στο νοσοκομείο για δύο εβδομάδες, όπου και ευτυχώς έμεινα, χωρίς να έχει πάθει κάτι το μωρό. Αυτός έκλαιγε σαν μικρό παιδί και έδειχνε πλήρη μεταμέλεια. Όταν ήρθε η ώρα να γεννήσω, ζήτησα από τη μητέρα μου να μου κρατήσει το παιδί μου μέχρι να βγω εγώ από το νοσοκομείο. Επιστρέφοντας στο σπίτι, αυτός δεν ήθελε να επιστρέψει και το παιδί, με αποτέλεσμα να μαζέψει τα πράγματά του και να τα στείλει στους γονείς μου. Φοβισμένη και απελπισμένη εγώ, ξέροντας πλέον ότι μπορεί να με χτυπήσει ξανά και νιώθοντας ότι δεν θα έχω το κουράγιο να ορθοποδήσω (γιατί είχα πλέον και ένα μωρό να φροντίσω) “δέχθηκα” αυτή την κατάσταση, πέφτοντας συγχρόνως σε κατάθλιψη για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Η μεγάλη μου ταραχή όμως ήρθε μετά από μερικούς μήνες, όπου μου ανακοίνωσε ότι θα φεύγαμε από το χωριό μου και θα μετακομίζαμε σε μια κοντινή πόλη, γιατί δεν ήθελε να έχουμε “επαφές” με την οικογένειά μου. Τρελάθηκα, θύμωσα και υποχώρησα άλλη μια φορά, από φόβο γιατί με απειλούσε ότι αν δεν το δεχόμουν, θα έπαιρνε το μωρό μας και θα εξαφανιζόταν (κάτι το οποίο ήμουν σίγουρη ότι θα μπορούσε να το κάνει).

Έτσι, μετακομίσαμε σε μια πόλη, σε ένα σπίτι κυριολεκτικά στη μέση του “πουθενά”, απαγορεύοντάς μου συγχρόνως να μιλώ στους γονείς μου και να αναζητήσω δουλειά (είμαι καθηγήτρια ξένων γλωσσών), καθώς η “δουλειά” μου θα ήταν να φροντίζω αυτόν και την κόρη μας.

Το πρώτο διάστημα κύλησε σχετικά ομαλά, τα σαββατοκύριακα ερχόταν και το πρώτο μου παιδί και μας έβλεπε, αλλά αυτό κράτησε για πολύ λίγο. Μέχρι τότε δεν είχε γίνει δικαστήριο για την επιμέλεια του πρώτου μου παιδιού, οπότε όταν ξεκίνησε αυτή η διαδικασία άρχισε να φέρεται παράλογα. Από τη μια δεν ήθελε να μετακομίσει το μεγάλο παιδί μου μαζί μας και από την άλλη πήγαινε στο χωριό και καυγάδιζε με τους γονείς μου, με αποτέλεσμα να απαγάγει δύο φορές το παιδί μου από τους γονείς μου, μόνο και μόνο για να τους εκφοβίσει και να δημιουργήσει τρόμο. Το αποτέλεσμα ήταν να χάσω την επιμέλεια του παιδιού, γιατί ο δικαστής έκρινε ότι το “περιβάλλον” το δικό μου δεν ήταν ιδανικό για τη σωστή ανάπτυξη της “ψυχικής υγείας” του παιδιού.

Συγχρόνως, εκείνο το διάστημα μένω έγκυος και στη δεύτερη κόρη μας, η οποία μεγαλώνοντας παρουσίασε διαταραχή στην άρθρωση, οπότε αρχίσαμε μαθήματα σε ένα κέντρο λογοθεραπείας. Επειδή αυτά τα μαθήματα στοίχιζαν και θα διαρκούσαν για αρκετόν καιρό, αυτός έβριζε συνεχώς εμένα και τη δεύτερη κόρη μας, καθώς θεωρούσε ότι εγώ είμαι άχρηστη ως μητέρα και το παιδί μας ότι ήταν ένα “τούβλο”, “άχρηστο” πλάσμα, το οποίο μόνο λεφτά του στοίχιζε και τίποτα άλλο.

Πέρασαν έτσι δύο χρόνια και μένω έγκυος στην τρίτη μας κόρη. Τότε ήταν που η χώρα μας είχε μπει σιγά-σιγά στην “κρίση” και πολλές εταιρίες, η μια πίσω από την άλλη, άρχισαν να κλείνουν. Μια από αυτές ήταν και η δική του εταιρία, όπου δούλευε, καθώς του ανακοίνωσαν ότι θα έκλεινε σύντομα και θα έπρεπε να αναζητήσει αλλού εργασία. Ήταν μόλις είχα γεννήσει την τρίτη και τελευταία μας κόρη. Η συμπεριφορά του τότε χειροτέρεψε, άρχισε να εξαφανίζεται ώρες από το σπίτι και όταν επέστρεφε ήταν, πάντα, μέσα στην ένταση και στο θυμό.

Όταν ήμουν λεχώνα “40 ημερών”, έσπασα μια μέρα κατά λάθος το μπιμπερό του μωρού. Αυτός θύμωσε τόσο πολύ μαζί μου και το αποτέλεσμα ήταν να με πετάξει με τα εσώρουχα στο δρόμο και να με κλειδώσει έξω από το σπίτι. Τα παιδιά έκλαιγαν από μέσα και εγώ τον εκλιπαρούσα να μου ανοίξει. Μου άνοιξε η πρώτη μας κόρη, και αφού το κατάλαβε ο πατέρας της, την χτύπησε άσχημα στο πρόσωπο και εμένα μου έσπασε το δάχτυλό μου στο χέρι, φεύγοντας συγχρόνως και από το σπίτι όπου επέστρεψε μετά από μια εβδομάδα.

Εγώ εκείνες τις ημέρες είχα απευθυνθεί σε δικηγόρο για βοήθεια, αλλά δεν κίνησα καμιά νομική διαδικασία εναντίον του. Ένιωθα ότι αν έκανα την κίνηση να φύγω, θα με καταδίωκε. Χρήματα δεν είχα δικά μου, και οι γονείς μου μου είπαν γυρίσει την πλάτη, έτσι δεν ήξερα πού να πάω με τα παιδιά μου για να “σωθώ”. Αφού γύρισε πίσω, για ένα διάστημα ήμασταν “ήρεμοι”. Εγώ τότε προσπάθησα, και κατάφερα, να βρω δουλειά σε ένα εστιατόριο, αλλά δεν έμεινα πολύν καιρό, γιατί μου άρχισε τις σκηνές ζηλοτυπίας και μου απαίτησε να παραιτηθώ, αλλιώς θα έπαιρνε τα παιδιά και θα έφευγε. Παραιτούμαι και εγώ (ενώ ήξερα ότι δεν είχαμε χρήματα για να συντηρήσουμε την οικογένειά μας) και επέστρεψα στη “μίζερη” καθημερινότητά μας.

Δυο μήνες μετά, κλείνει η εταιρία όπου δούλευε και μου ανακοινώνει ότι θα μετακομίσουμε στον τόπο καταγωγής του, σ’ ένα μικρό χωριό. Με “βαριά” καρδιά και γνωρίζοντας ότι έτσι θα είμαι ακόμα πιο μακριά από το πρώτο μου παιδί, αποφασίζω να τον ακολουθήσω. Μετακομίζοντας εκεί, βρίσκω κατευθείαν δουλειά και προσλαμβάνομαι με 5μηνη σύμβαση στο Δήμο, και αυτός πρόσεχε τα παιδιά μέχρι να επιστρέψω από τη δουλειά. Οι γονείς του, του είχαν ξεκαθαρίσει ότι έχουν δικές του δουλειές και δεν έχουν πρόθεση να βοηθήσουν με τα παιδιά. Άντεξε να προσέχει τα παιδιά μας μόνο για δύο μήνες. Τότε ξεκίνησε να τα παρατάει μόνα τους (η μεγάλη μας τότε ήταν εννιά, η δεύτερη 6 και η τρίτη 2,5 ετών) και πήγαινε για καφέ όλη μέρα και για ψάρεμα, τηλεφωνώντας σχεδόν καθημερινά στο Δήμο και βρίζοντας τους υπαλλήλους ότι θα έπρεπε να με αφήσουν να πηγαίνω στο σπίτι νωρίς για να φροντίζω τα παιδιά, καθώς εκεί δεν έκανα κάτι σπουδαίο και τα “έξυνα” όπως έλεγε. Στο τέλος αναγκάστηκα να παραιτηθώ από το Δήμο, καθώς είχε ενοχληθεί και ο δήμαρχος από τη συμπεριφορά του και έμεινα σπίτι για να φροντίζω τα παιδιά μας.

Τα χρήματα όμως τελείωναν. Αυτός δουλειά δεν είχε και εγώ βρήκα πάλι δουλειά, αυτή τη φορά ως καμαριέρα σε ξενοδοχείο. Υπέγραψα σύμβαση για 4 μήνες και πληρωνόμουν καλά. Τον πρώτο καιρό, επειδή τα χρήματα ήταν καλά, δεν έφερνε αντίρρηση μετά από ένα μήνα όμως δεν άντεξε και άρχισε πάλι να φέρεται άσχημα. Παράταγε τα παιδιά μόνα στο σπίτι από το πρωί (εγώ δούλευα 7.30 με 17.00) χωρίς φαγητό και πήγαινε για καφέ και ψάρεμα. Με έπαιρνε τηλέφωνο και με έβριζε, λέγοντάς μου ότι τον κατέστρεψα γιατί δεν μπορούσε να βρει δουλειά και μου ζήταγε να παραιτηθώ. Στο σπίτι χτύπαγε τις 2 μεγαλύτερες κόρες μας και απαιτούσε να του κάνουν όλες τις δουλειάς του σπιτιού, γιατί όπως έλεγε ήταν “υποχρεωμένες”.

Αναγκάστηκα και παραιτήθηκα και από αυτή τη δουλειά, γιατί τρελαινόμουν στην ιδέα ότι τρεις “ψυχούλες” απροστάτευτες ήταν μόνες στο σπίτι και δεν τις φρόντιζε κανείς. Τότε γνώρισα μια κυρία όπου έχει φροντιστήριο αγγλικών και αποφάσισα να συνεργαστώ μαζί της. Το ωράριο ήταν πιο ευέλικτο και έτσι με βόλευε για τα παιδιά. Συγχρόνως άρχισα και κάποια ιδιαίτερα μαθήματα αγγλικών γιατί είχα γνωρίσει αρκετό κόσμο και άρχισα να δουλεύω και επιπλέον ώρες εκτός φροντιστηρίου. Αυτό ενόχλησε τον πρώην σύζυγό μου, καθώς θεωρούσε ότι έτσι θα βρω “εξωσυζυγική” σχέση και μου ζήτησε να σταματήσω τη δουλειά για άλλη μια φορά.

Αυτή τη φορά όμως δεν τον “υπάκουσα”. Συνέχισα τα μαθήματά μου και ένα βράδυ, όταν επέστρεψα από μάθημα, μάζεψε τα πράγματά του και έφυγε από το σπίτι. Έλειψε για ένα μήνα χωρίς να δώσει σημεία ζωής. Εκείνο το διάστημα με στήριζε η μητέρα του και μου τόνιζε συνεχώς ότι πρέπει να κάνω υπομονή και υποχωρήσεις για να επιστρέψει σπίτι, καθώς είχαμε μαζί τρία παιδιά και δεν θα έπρεπε να “διαλύσουμε” την οικογένειά μας. Εγώ απογοητευμένη, διαλυμένη πλέον ψυχολογικά και σωματικά, άρχισα να σκέφτομαι ότι πλέον θα πρέπει να κοιτάξω τον εαυτό μου και τα παιδιά μου, χωρίς να στηρίζομαι σε ΚΑΝΕΝΑΝ ΑΛΛΟΝ.

Οι μέρες κύλησαν και μετά από ένα μήνα επέστρεψε σπίτι, όχι μετανιωμένος ΒΕΒΑΙΑ, αλλά θυμωμένος και με αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά. Ήταν πλέον εκτός εαυτού, χτύπαγε τα παιδιά με το παραμικρό, δεν μας άφηνε να βγούμε από το σπίτι ούτε για να πάμε στις κούνιες και επέμεινε ότι θα έπρεπε να σταματήσω να δουλεύω, καθώς θεωρούσε ότι είχα βρει εραστή. Η αποκορύφωση ήρθε παραμονή Πρωτοχρονιάς του 2014 όπου είχα πάρει τις κόρες μου και πήγαμε στους κουμπάρους μας να πούμε τα κάλαντα. Εκείνες τις ημέρες των Χριστουγέννων, πέρα από το γεγονός ότι πάταγε ελάχιστα στο σπίτι (τα Χριστούγεννα π.χ. έφυγε από το σπίτι χωρίς να φάμε οικογενειακά γιατί είχε θυμώσει μαζί μου που πήγα εκκλησία το πρωί και άργησα να επιστρέψω) είχε κρύψει ένα λάπτοπ που είχαμε και είχε απαγορεύσει στα παιδιά να το χρησιμοποιούν για να βλέπουν παιδικά.

Εγώ λοιπόν, παραμονή Πρωτοχρονιάς, πριν πάμε για κάλαντα, είχα βρει το λάπτοπ και έβαλα στα κορίτσια μου να παρακολουθήσουν κάποια παραμύθια και αφού τελείωσαν, το έβαλα πίσω εκεί όπου το είχε κρυμμένο. Φεύγουμε για τα κάλαντα, και μετά από δύο ώρες δέχομαι μια κλήση στο τηλέφωνο, όπου ούρλιαζε και φώναζε “Ότι θα με τακτοποιήσει γι αυτό που έκανα, λέγοντάς μου συγχρόνως να μην τολμήσω να πάω σπίτι. Πανικοβάλλομαι, νιώθω ότι κάτι κακό έχει γίνει, και παίρνω τις κόρες μου και πάω σπίτι. Φτάνοντας σπίτι, αυτός είχε ήδη φύγει, ευτυχώς, αλλά αυτό που αντικρύσαμε εγώ και οι κόρες μου μας στιγμάτισε για πάντα: διαλυμένα έπιπλα, κομμένα καλώδια, σπασμένες κορνίζες και το ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ ΑΠ’ ΟΛΑ ΕΝΑ ΣΤΙΛΕΤΟ ΚΑΡΦΩΜΕΝΟ πάνω σ’ ένα ρολόι τοίχου. Τα παιδιά άρχισαν να ουρλιάζουν, να κλαίνε και να με εκλιπαρούν να φύγουμε.

Αυτή ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Θυμωμένη πλέον, εξοργισμένη, απογοητευμένη αλλά πολύ ψύχραιμη, η πρώτη μου κίνηση ήταν να τραβήξω με τη φωτογραφική μηχανή που είχα επάνω μου όλο αυτό το ΧΑΟΣ. Μετά μαζεύω κάποια ρούχα των παιδιών και δικά μου, παίρνω κάποια προσωπικά μου έγγραφα μαζί (γιατί ήξερα ότι ήταν ικανός να μου τα καταστρέψει) και καλώ τους κουμπάρους μου, όπου και ήρθαν με αυτοκίνητο να με πάρουν από το σπίτι. Αφήνω τα παιδιά στους κουμπάρους μου και αποφασίζω για πρώτη φορά να απευθυνθώ στην αστυνομία για βοήθεια. Εκεί έκανα μήνυση για “ενδοοικογενειακή” βία και πρόκληση υλικών ζημιών στο σπίτι και προσκόμισα και τις φωτογραφίες για αποδεικτικό στοιχείο.

Δικηγόρο δεν είχα τότε. Αυτός είχε εξαφανιστεί, οπότε γλίτωσε το αυτόφωτο και εγώ πήρα το ίδιο βράδυ τις κόρες μου και κρυφτήκαμε σε κάτι ενοικιαζόμενα δωμάτια, λίγα χιλιόμετρα έξω αό το χωριό. “Γιόρτασα” την αλλαγή του χρόνου σ’ ένα δωμάτιο 2 επί δύο, εγώ και οι κόρες μου κλαίγοντας και προσπαθώντας να σκεφτώ τι θα μπορούσα να κάνω από εδώ και πέρα για να “γλιτώσουμε” καθώς έβλεπα ότι ο άνθρωπος αυτός πλέον ήταν ικανός για πολλά άσχημα πράγματα. Έμεινα εκεί για 3-4 ημέρες. Όλο αυτό το διάστημα, αυτός έψαχνε μανιωδώς να μας βρει και τα κατάφερε κάποια στιγμή. Ήταν μεσάνυχτα της 4ης Ιανουαρίου, όπου ενώ κοιμόμασταν στο δωμάτιο εγώ και οι μικρές μου, άκουσα κάποιον να χτυπά την πόρτα και να κλαίει με λυγμούς. Καταλάβαμε κατευθείαν ότι ήταν αυτός και οι κόρες μου ζήτησαν να ανοίξω την πόρτα, γιατί δεν άντεχαν άλλο να τον ακούν να κλαίει. Ανοίγοντας, “έμοιαζε” σε απόγνωση (δεν ήταν όμως) και με παρακάλεσε να γυρίσουμε σπίτι και άλλα θα άλλαζαν. Οι κόρες μου συμφώνησαν και έτσι, το επόμενο πρωί, γυρίσαμε πάλι σπίτι. Η ηρεμία κράτησε 3 ημέρες.

Του Αι-Γιαννιού πήρα τις κόρες μου και πήγα επίσκεψη σε μια φίλη μου γιατί γιόρταζε ο γιος της. Καθίσαμε δύο ώρες. Γυρίζοντας σπίτι, αυτός είχε εξαγριωθεί γιατί είχαμε αργήσει και μου παίρνει τα κλειδιά του σπιτιού, κλειδώνοντάς μας συγχρόνως μέσα και απαγορεύοντάς μου να ξαναβγώ έξω. Τα παιδιά την επόμενη ημέρα είχαν σχολείο και αφού δεν μπορούσαμε να πάμε, καλώ την πεθερά μου και της ζητώ να μας ξεκλειδώσει, περιγράφοντάς της συγχρόνως τι είχε γίνει και ζητώντας της να με φιλοξενήσει για λίγες μέρες σ’ ένα σπίτι που είχε μέσα στο κέντρο, μέχρι να καταλαγιάσουν τα πράγματα. Αυτή δέχεται, και έτσι μετακομίζω σ’ εκείνο το σπίτι για ένα μήνα. Αυτός την πρώτη μέρα που φύγαμε θύμωσε και ήρθε έξω από αυτό το σπίτι και με έβριζε και με απειλούσε να του ανοίξω. Εγώ κάλεσα την αστυνομία, όπου και ήρθε, και έτσι μπορέσαμε για δύο μέρες να ησυχάσουμε από το φόβο και το άγχος.

Μετά από 3 μέρες, με καλεί η αστυνομία, καθώς επίσης και αυτόν, και κανονίζουν να υπογράψουμε ένα χαρτί “ποινικής διαμεσολάβησης” κανονίζοντας συγχρόνως να πάμε στον εισαγγελέα όπου θα μας μιλούσε. Χωρίς δικηγόρο, πηγαίνω στον εισαγγελέα και μας ζητά να “ηρεμήσουν” τα πράγματα γιατί υπήρχαν και τρία παιδιά στη μέση. Εγώ εξηγώ την όλη κατάσταση και ζητώ βοήθεια, και ο εισαγγελέας το μόνο που αποφάσισε και ζήτησε ήταν ότι έπρεπε να φύγει αυτός για έξι μήνες από το σπίτι και να ζητήσει ψυχολογική βοήθεια.

Επιστρέφοντας στο χωριό, περίμενα λίγες ημέρες μέχρι να μετακομίσει, και αφού σιγουρεύτηκα ότι είχε φύγει, επέστρεψα στο σπίτι μου με τα παιδιά μου. Αυτός όμως δεν είχε μετακομίσει τελικά σε “σπίτι” και κάθε μέρα άραζε (όλη μέρα) έξω από το σπίτι μας και παρακολουθούσε ποιος έρχονταν και ποιος έφευγε από το σπίτι. Βλέποντας όλη αυτήν την κατάσταση, αποφάσισα επιτέλους να απευθυνθώ σε δικηγόρο. Ήταν μια κοπελίτσα από το χωριό η οποία ήταν πολύ συνεργάσιμη, μόλις όμως αποφάσισε να μιλήσει σ’ αυτόν για να ξεκινήσει με το διαζύγιο, την απείλησε ότι θα της κάνει τη ζωή “ανυπόφορη” άι έτσι μετά από λίγες ημέρες συνεργασίας μαζί της, αποφάσισε να παραιτηθεί γιατί μου εξήγησε ότι αυτός ο άνθρωπος της προκαλούσε φόβο και άγχος.

Μόνη ξανά, χωρίς δικηγόρο, συνέχισα να ζω στο σπίτι με τις κόρες μου και αυτός στο αυτοκίνητο έξω από το σπίτι. Κάποια στιγμή μου ζήτησε να δει τα παιδιά. Εγώ συμφώνησα με την προϋπόθεση να συναντιόμασταν έξω, σε καφετέρια. Αυτό συνέβη 2-3 φορές, με τα παιδιά πάντα να είναι τρομαγμένα και φοβισμένα και εγώ να μην απομακρύνομαι ούτε λεπτό από κοντά τους, γιατί είχα το φόβο ότι θα μου τα απαγάγει (το είχε δηλώσει άλλωστε πολλές φορές ότι θα το κάνει και ήμουν σίγουρη γι’ αυτό). Κάποια μέρα δεν άντεξε και άρχισε να χτυπά την πόρτα του σπιτιού μας (είχα αλλάξει κλειδαριά) ζητώντας μου να μπει μέσα να δει τα παιδιά. Εγώ συμφώνησα ότι θα τον άφηνα για μισή ώρα και μετά θα έπρεπε να φύγει.

ΜΕΓΑ ΛΑΘΟΣ! Μπήκε στο σπίτι, κατανάλωσε άφθονη ποσότητα αλκοόλ που υπήρχε στο ψυγείο και όρμησε να με χτυπήσει. Εκείνη τη στιγμή μπήκαν τα παιδιά μου μπροστά και τον απέτρεψαν. Εκείνος θύμωσε περισσότερο και καλεί μόνος του την αστυνομία να έρθει να τον “μαζέψει” γιατί είχε σκοπό να με σκοτώσει. Οι αστυνομικοί κατέφθασαν σε λίγα λεπτά και τον πήραν. Στην αστυνομία δεν έκανα μήνυση εναντίον του γιατί δεν είχα δικηγόρο να με συμβουλέψει για το πώς έπρεπε να κινηθώ νομικά και απλά ζήτησα να μην με ενοχλεί.

Εκείνες τις ημέρες, και αφού σιγά σιγά μαθαίνονταν στο χωριό τι γινόταν μεταξύ μας, με πλησίασε μια κοινωνική λειτουργός και με έφερε σε επαφή με το πιο κοντινό “Συμβουλευτικό Κέντρο” και με την πρόνοια να ζητήσω βοήθεια. Στο συμβουλευτικό κέντρο με συμβούλεψαν να βρω οπωσδήποτε δικηγόρο και παράλληλα άρχισα συνεδρίες με την ψυχολόγο που έχουν εκεί, γιατί ήμουν σε απόγνωση και σε άθλια ψυχολογική κατάσταση. Τα παιδιά μου πλέον άρχισαν να έχουν εφιάλτες και μου ζητούσαν επίμονα να αλλάξουμε σπίτι γιατί πλέον δεν ένιωθαν σιγουριά και ασφάλεια εκεί που ζούσαμε. Ένιωθαν πλέον ότι ο μπαμπάς τους θα μου κάνει κακό και φοβόντουσαν ακόμα και να πάνε σχολείο. Εγώ όντως άρχισα να ψάχνω σπίτι με τη βοήθεια των φίλων μου. Βρήκα κάτι ιδανικό για εμένα και τα παιδιά μου και άρχισα σιγά σιγά, κρυφά τις νύχτες, να μεταφέρω έπιπλα και ρούχα προκειμένου να μην με πάρει χαμπάρι αυτός.

Εκείνο το διάστημα, επειδή συνεργαζόμουν με το φροντιστήριο αγγλικών, είχα γράψει την κόρη μου τη μεγάλη για να παρακολουθεί μαθήματα, γιατί εγώ ήμουν σε άθλια ψυχολογική κατάσταση και δεν μπορούσα να την διδάξω. Μια μέρα, ενώ ήμουν έξω από το φροντιστήριο σε μια πλατεία και περίμενα να σχολάσει η κόρη μου από το μάθημα, εμφανίστηκε αυτός έτοιμος για καυγά. Είχα αγκαλιά τη μικρότερη κόρη μου (3 ετών τότε) και καθόμουν μαζί και με τη δεύτερη κόρη μου σ’ ένα παγκάκι και περιμέναμε. Ξαφνικά σταματά αυτός με το μηχανάκι, άρχισε να κατευθύνεται προς εμένα και να φωνάζει ότι τον έχω καταστρέψει και ότι θα πλήρωνα γι’ αυτό.

Εγώ φοβήθηκα με τα παιδιά και δεν σηκώθηκα να φύγω, αλλά δυστυχώς με πρόφθασε και μου αρπάζει από τα χέρια μου τη μικρή μου, φωνάζοντας συγχρόνως: “Εγώ τη βούτηξα, εσύ κάνε ότι νομίζεις, πάντως πίσω δεν θα την πάρεις”. Άρχισα να ζητώ βοήθεια από τους περαστικούς, αλλά κανείς δεν ήθελε να αναμιχθεί. Τρέχω προς το μέρος του, προσπαθώντας να πάρω το παιδί, το οποίο ούρλιαζε και με φώναζε να το σώσω. Κατορθώνω να το τραβήξω και εκείνη τη στιγμή αρχίζει να με γρονθοκοπά στο πρόσωπο και στο κεφάλι. Εγώ άρχισα να ζαλίζομαι αλλά είχα βάλει σκοπό να σώσω το παιδί μου και έτσι δεν υποχώρησα. Εκείνη τη στιγμή μου παίρνει το κινητό τηλέφωνο γιατί προσπαθούσα να καλέσεω την αστυνομία και το κάνει χίλια κομμάτια. Τα παιδιά έκλαιγων, ούρλιαζαν, κι εγώ τα παίρνω αγκαλιά και τρέχω προς το φροντιστήριο να πάρω τη μεγάλη μου κόρη και να πάμε στην αστυνομία. Η αστυνομία, βλέποντας την κατάσταση που ήμουν, με συμβουλεύουν να κάνω μήνυση και να πάω στο νοσοκομείο να με εξετάσουν. Είχα μώλωπες στο κεφάλι και στο πρόσωπο και μια ελαφριά διάσειση. Παίρνω το χαρτί από το νοσοκομείο, καταθέτω τη μήνυση και τον συλλαμβάνουν με αυτόφωρο.

Στη δίκη που έγινε (είχα έρθει σε επαφή με έναν δικηγόρο και με είχε αναλάβει) κατάφερα να του απαγορεύσουν να με πλησιάζει στα 50 μέτρα για ένα διάστημα. Είχα καταθέσει και αίτηση για να αποκτήσω την μόνιμη επιμέλεια των παιδιών μου και έγινε το δικαστήριο λίγες μέρες μετά τον ξυλοδαρμό. Είχα μάτρυρα υπεράσπισης μια πολύ καλή μου φίλη, η οποία με γνώριζε καλά. Δυστυχώς όμως, από την ημέρα που έγινε το δικαστήριο η ζωή της έγινε κόλαση. Ο πρώην μου την ακολουθούσε παντού και την απειλούσε ότι θα το “πληρώσει” που ήρθε ως μάρτυρας στο δικαστήριο. Η κοπέλα φοβόταν να πάει στην αστυνομία, γιατί δεν ήθελε να έχει μπλεξίματα μ’ αυτόν και έτσι μου ζήτησε να μην της ξαναζητήσω οποιαδήποτε άλλη χάρη που να αφορά δικαστήριο.

Τον ίδιο μήνα μετακόμισα με τα κορίτσια μου σε άλλο σπίτι, όπου μένουμε μέχρι σήμερα. Το Πάσχα (ένα μήνα μετά το δικαστήριο με τα ασφαλιστικά) είχα πάει με τις κόρες μου για να φάμε στο σπίτι των κουμπάρων μου. Αυτός, έχοντας ψάξει σ’ όλο το χωριό κι αφού ανακάλυψε ότι ήμασταν εκεί, ήρθε και προκάλεσε μεγάλο καυγά ανάμεσα σε εμένα και τους κουμπάρους μου και σ’ αυτόν. (Το δικαστήριο έγινε 1,5 χρόνο μετά και η ποινή φυλάκισής του ήταν 12 μήνες με αναστολή).

Πέρασαν κάποιοι μήνες σχετικά ήσυχα και με την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς, προκάλεσε και άλλο επεισόδιο, αυτή τη φορά μπροστά στο δημοτικό σχολείο. Ήταν 14 Σεπτεμβρίου. Τα δύο μεγαλύτερα παιδιά μου ήταν σχολείο και η μικρότερή μου ήταν στο σπίτι με μια κοπέλα που την πρόσεχε, γιατί εγώ εκείνο το διάστημα δούλευα στην Πολεοδομία με 5μηνη σύμβαση. Με καλεί στο κινητό η κοπέλα την ώρα που πήγαινε να πάρει τα παιδιά μου στο σχολείο, και μου λέει ότι το μικρότερο παιδί μου το είχε πάρει ο πατέρας της με τη βία και δεν της το έδινε πίσω.

Καλώ επιτόπου την αστυνομία και τρέχω προς το σχολείο, όπου βλέπω το παιδί μου να κλαίει και να φωνάζει “μαμά” και κανείς να μην αντιδρά γιατί την είχε ο πατέρας της αγκαλιά. Πλησιάζω, ζητώ το παιδί πίσω και μου ρίχνει μπροστά σε όλους μια γροθιά, φεύγοντας συγχρόνως σε αντίθετη κατεύθυνση από το σχολείο, με το παιδί στην αγκαλιά του, να εκλιπαρεί και να φωνάζει ότι ήθελε τη μαμά του. Εκείνη τη στιγμή προσπαθώ να πιάσω το παιδί και με βουτά από τα ρούχα, σέρνοντάς με 10 μέτρα στο δρόμο, χτυπώντας με συγχρόνως. Ευτυχώς, ένας αστυνομικός που ήταν εκτός υπηρεσίας επεμβαίνει και αρχίζει να τον κυνηγά, ενώ συγχρόνως φθάνει περιπολικό με 2 αστυνομικούς, οι οποίοι ενώ τον ακινητοποίησαν δεν μπορούσαν να του πάρουν το παιδί γιατί το κράταγε σφικτά και έριχνε γροθιές να τους αποκρούσει.

Το παιδί τραυματίστηκε ελαφρώς, ήταν σε κατάσταση σοκ, ενώ οι αστυνομικοί (που κατάφεραν να του το αποσπάσουν από τα χέρια του μετά από 10 λεπτά) τραυματίστηκαν πολύ σοβαρότερα (μώλωπες, γδαρσίματα, σκισμένα ρούχα) Μου παρέδωσαν το παιδί ενώ συγχρόνως τον συνέλαβαν. Δικάστηκε με 12 μήνες φυλακή και τριετή αναστολή, οπότε μετά από 3 ημέρες ήταν πάλι ελεύθερος και πίσω στο χωριό. Δυστυχώς εκείνο το διάστημα βγαίνει και η απόφαση για την προσωρινή επιμέλεια (την οποία κέρδισα εγώ φυσικά) και συγχρόνως ορίζει το δικαστήριο να πηγαίνω τα παιδιά δύο φορές την εβδομάδα στο σπίτι του, όπου θα τα έβλεπε παρουσία μου για 2 ώρες. Τότε άρχισαν τα μεγαλύτερα προβλήματά μου.

Επειδή ήταν πρόσφατο το περιστατικό με τον ξυλοδαρμό, εγώ φοβόμουν να πηγαίνω τα παιδιά μόνη μου στο σπίτι του και ζήτησα στην κοπέλα που μου τα πρόσεχε να με συνοδεύει κάθε φορά. Ξεκινούν οι επισκέψεις, αλλά δυστυχώς η συμπεριφορά του ήταν πλέον πολύ πιο χειρότερη από το παρελθόν. Αναφέρω ενδεικτικά μερικά περιστατικά: Έφαγα ξύλο από την αδελφή του και εγώ και η συνοδός μου μέσα στο ίδιο του το σπίτι, με απείλησε με μαχαίρι ότι θα με “αποτελειώσει” μπροστά στα παιδιά, βιντεοσκοπώντας μας συγχρόνως και γελώντας, ενώ τα παιδιά έτρεμαν και έκλαιγαν. Δεν μιλούσε καθόλου στα παιδιά όσες φορές πηγαίναμε εκεί και απλά τα αποκαλούσε “πουτανάκια, τσουλιά και άχρηστα σαν τη μάνα τους”. Μας είχε κλειδώσει μέσα στο σπίτι του μια φορά και δεν μας άφηνε να φύγουμε. Άλλη μια φορά απείλησε την “συνοδό” μου ότι θα την “τακτοποιήσει” κι έτσι η κοπέλα αρνήθηκε να ξαναέρθει μαζί μου. Άλλη μια φορά μας εμπόδισε να μπούμε σπίτι του, κατεβάζοντας συγχρόνως το παντελόνι του και φωνάζοντας στα παιδιά μας “Πάρτε ΤΣΟΥΛΕΣ ΑΥΤΟ ΣΑΣ ΑΞΙΖΕΙ”.

Κάθε φορά που αρνιόταν να μπούμε μέσα στο σπίτι, καλούσα την αστυνομία και μου απαντούσα ότι τους τα έχω πρήξει με τα οικογενειακά μου… μετά φρόντιζε αυτός, με μήνυσε και με συλλάβανε. Το έκανε τουλάχιστον 4 φορές, ώσπου δικάστηκα με 6 μήνες ποινή φυλάκισης (γιατί “υποτίθεται” δεν σεβόμουν τη δικαστική απόφαση για την “επικοινωνία” και δεν πήγαινα τα παιδιά να τα δει). Η υπόθεσή μου τελικά μπήκε στο αρχείο.

Οι επιδόσεις των παιδιών όλο αυτό το διάστημα στο σχολείο έπεσαν, οι δάσκαλοι με καλούσαν διαρκώς στο σχολείο για να μάθουν γιατί τα παιδιά μου ήταν μελαγχολικά. Και γενικά ήταν ένα διάστημα που ένιωθα ότι θα χάσω τη γη κάτω από τα πόδια μου. Η αστυνομία με αντιμετώπιζε με ειρωνεία και αδιαφορία, ώσπου στο τέλος απευθύνθηκα στον “Συνήγορο του Πολίτη” και στην αμερικανική πρεσβεία για βοήθεια (είμαι γεννημένη στην Αμερική). Όταν και οι δύο αυτές υπηρεσίες κάλεσαν στο τμήμα (είχε καλέσει και η Πρόνοια γιατί είμαι σε συνεχή επαφή μαζί τους), με πήραν τηλέφωνο από το αστυνομικό τμήμα και μου απαίτησαν να σταματήσω να βάζω όλους αυτούς τους ανθρώπους να τους κάνουν παρατήρηση, γιατί έτσι δυσφημώ το τμήμα.

Εγώ τους εξήγησα από τη μεριά μου, ότι είμαι ΜΟΝΗ στην Ελλάδα, χωρίς συγγενείς κοντινούς, και επειδή φοβάμαι ότι κάποια στιγμή θα κάνει κάτι ακραίο εναντίον εμένα και στα παιδιά, θα πρέπει να λάβω τα μέτρα μου και να ποστατευθούμε. Οι εντάσεις συνεχίστηκαν και τους επόμενους μήνες με τον πρώην, αλλά η κορύφωση έγινε στις 20 Αυγούστου του 2016. Πριν τον Αύγουστο, η Πρόνοια είχε επισκεφθεί το σπίτι μου, προκειμένου να ελέγξει το χώρο όπου ζούμε με τα παιδιά μου. Είχαν καλέσει και τον πρώην στο τηλέφωνο για να περάσουν και από το δικό του σπίτι για έλεγχο, αλλά αυτός δεν απάντησε ποτέ στο τηλέφωνο.

Ο έλεγχος έγινε μετά από δική μου αίτηση στην Πρόνοια, γιατί ζήτησα να υπάρξει έκθεση για να την υποβάλω στο δικαστήριο που θα γινόταν για την οριστική επιμέλεια των παιδιών μου. Ο πρώην, όταν έμαθε το λόγο για τον οποίο η Πρόνοια τον έψαχνε, βγήκε εκτός εαυτού. Καλούσε καθημερινώς στο τηλέφωνο τα παιδιά και απαιτούσε να του πουν τι είπαν στην Πρόνοια. Τα κορίτσια μου, φοβισμένα, του εξηγούσαν κάθε φορά ότι δεν είπαν κάτι κακό και έκλαιγαν μετά από κάθε τηλεφωνική επικοινωνία μαζί του, γιατί τις απειλούσε ότι θα του το ΠΛΗΡΩΣΟΥΝ ΠΟΥ ΜΙΛΗΣΑΝ ΚΑΙ ΗΤΑΝ ΣΙΓΟΥΡΟΣ ΟΤΙ ΤΟΝ ΕΙΧΑΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙ ΩΣ ΤΕΡΑΣ. Και έτσι συνέχιζε κάθε φορά στο τηλέφωνο, λέγοντας: “Τσούλα, ήρθε η ώρα να πληρώσετε με αίμα για όλα αυτά που μου έχετε κάνει.

Και πρώτα από όλες θα ΠΛΗΡΩΣΕΙ η μητέρα σας”. Έτσι ήρθε η μέρα 20 Αυγούστου όπου συνέβη και το πιο ακραίο περιστατικό. Είχαμε πάει με τα παιδιά μου στο σπίτι του για την καθιερωμένη επίσκεψη επικοινωνίας. Μπαίνοντας μέσα τον είδαμε συνοφρυωμένο και νευρικό. Καθόμαστε στο σαλόνι, ενώ τα κορίτσια μου προσπάθησαν να ανοίξουν μαζί του συζήτηση. ΑΥΤΟΣ δεν μιλούσε καθόλου, απλά κρατούσε κάτι στα χέρια του και προσπαθούσε να το κρύψει. Η κόρη μου η μεγάλη ξαφνικά σκύβει επάνω μου και μου λέει στο αυτό ότι είδε ένα μαχαίρι στο χέρι του και μου εκμυστηρεύτηκε ότι φοβόταν πολύ μήπως το χρησιμοποιήσει εναντίον μας. Εγώ προσπάθησα να την καθησυχάσω και ζήτησα να καθήσουν και τα τρία παιδιά κοντά μου, για να είμαι έτοιμη να τα προστατεύσω σε περίπτωση που έκανε κάτι ακραίο. Ξαφνικά, ανοίγει την πόρτα και φεύγει από το σπίτι.

Έλειψε 5 λεπτά. Εγώ κάλεσα το δικηγόρο μου στο ενδιάμεσο για να τον ρωτήσω τι πρέπει να κάνω. Αυτός μου είπε να περιμένω άλλα 5 λεπτά και αν δεν εμφανιζόταν να έφευγα με τα παιδιά. Δεν πρόλαβα να κλείσω το τηλέφωνο και εμφανίζεται. Αυτός πάλι στο σπίτι. ΚΡΑΤΟΥΣΕ ΜΙΑ ΓΥΑΛΙΝΗ ΚΟΡΝΙΖΑ του γάμου μας (βάρος τουλάχιστον 4 κιλά) και την πετά με δύναμη στη μεγάλη μου κόρη στην κοιλιά, λέγοντάς της συγχρόνως ότι αυτό ήταν το δώρο για την γιορτή της (γιόρταζε πριν 5 ημέρες). Το παιδί τρόμαξε, πόνεσε και εγώ απλά πήρα την κορνίζα από την κοιλιά της και την ακούμπησα στο τραπεζάκι του σαλονιού, ενώ την ίδια στιγμή έκανα νόημα στην κόρη μου να μην μιλήσει, γιατί φοβόμουν τα χειρότερα. Σε δευτερόλεπτα μέσα, βουτάει ΑΥΤΟΣ την κορνίζα και μου την φέρνει στο κεφάλι. Νιώθω αίματα παντού στο πρόσωπό μου και ζαλάδα γιατί πίσω στο κεφάλι μου είχε ανοίξει μια τρύπα. Τα παιδιά αρχίζουν να φωνάζουν και να κλαίνε, και αυτός με βουτάει από το λαιμό και αρχίζει να με πνίγει.

Προσπάθησα να αντιδράσω, αλλά σε δευτερόλεπτα μέσα έχασα τις αισθήσεις μου και λιποθύμισα. Όπως μου είπε η μεγάλη μου κόρη, βλέποντας με στο πάτωμα λιπόθυμη και αιμόφυρτη νόμιζε ότι είχα πεθάνει και η πρώτη της αντίδραση ήταν να ρίξει τα γυαλιά από την κορνίζα στο πρόσωπο του πατέρα της, ενώ η δεύτερη κόρη μου τον χτύπησε με κλοτσιά στα γεννητικά όργανα. Η μεγάλη μου κόρη τότε παίρνει από το χέρι και τις δυο τις αδελφές και κατευθύνεται προς την εξώπορτα φωνάζοντας συγχρόνως “βοήθεια”. Ευτυχώς ο πατέρας τους δεν είχε κλειδώσει. Βλέποντας αυτό ο πατέρας τους τα σπρώχνει από την σκάλα και τα κλοτσάει, διαολοστέλνοντάς τες συγχρόνως. Τα παιδιά μου τρομαγμένα, κατουρημένα και χεσμένα (λυπάμαι για την έκφραση αλλά έτσι ήταν στην πραγματικότητα) κατευθύνονται προς το κοντινό σούπερ μάρκετ της γειτονιάς και ζήτησαν βοήθεια από τους ιδιοκτήτες γιατί πίστευαν ότι ήμουν νεκρή. Οι ιδιοκτήτες μαζί με τα παιδιά μου ήρθαν επιτόπου στο σπίτι που βρισκόμουν, χωρίς βέβαια να είναι σίγουροι για το αν ήμουν νεκρή ή ζωντανή. Εγώ εν τω μεταξύ, είχα αρχίσει να ανακτώ τις αισθήσεις μου, γιατί ένιωσα κλοτσιές στο πρόσωπο μου και άκουγα τη φωνή του να μου λέει: “Δεν έχω τα παιδιά, δεν θα ζήσεις ούτε εσύ για να τα έχεις. Σήμερα ΤΕΛΕΙΩΝΕΙΣ.

Τον παρακάλεσα να σταματήσει να με χτυπάει και συγχρόνως, στην προσπάθειά μου να τον ηρεμήσω, του έλεγα ότι θα πάω στην αστυνομία και θα αποσύρω όλες τις μηνύσεις εναντίον του, φτάνει να με αφήσει να ζήσω. Κοίταζα συγχρόνως και τριγύρω να δω πού ήταν τα παιδιά και νόμιζα ότι τα είχε σκοτώσει και αυτό με τρόμαζε ακόμα πιο πολύ. Ξαφνικά, και ενώ με γρονθοκοπούσε στο πρόσωπο, άκουσα ανθρώπους να φωνάζουν το όνομά μου. Αυτός εξοργίστηκε ακόμα πιο πολύ και βουτώντας με από τα μαλλιά με πετάει από τις εξωτερικές σκάλες του σπιτιού, γιατί συνειδητοποίησε ότι θα έμπαιναν μέσα στο σπίτι οι άνθρωποι που πλησίαζαν και θα τον έπιαναν.

Λιποθυμώ στην αγκαλιά του ιδιοκτήτη του σούπερ μάρκετ και βλέπω τα παιδάκια μου να κλαίνε από χαρά γιατί ήμουν ζωντανή. Αυτός αρχίζει να εξαπολύει απειλές στους ανθρώπους που ήλθαν να με βοηθήσουν, λέγοντάς τους ότι “θα το πληρώσουν και θα τους κανονίσει”, ενώ επιτόπου ανεβαίνει στο μηχανάκι του κι εξαφανίζεται. Οι άνθρωποι με πήγαν στο σούπερ μάρκετ για να μου προσφέρουν τις πρώτες βοήθειες και κάλεσαν ασθενοφόρο και την αστυνομία. Τα παιδιά μου, μέχρι να έρθει η πιο κοντινή μου φίλη να τα πάρει, δεν έφευγαν από κοντά μου και εγώ δεν έμπαινα στο ασθενοφόρο μέχρι να βεβαιωθώ ότι θα έφευγαν σώα και ασφαλή με τη φίλη μου.

Η ειρωνεία είναι, ότι ενώ εγώ έμπαινα στο ασθενοφόρο και τα παιδιά μου είχαν φύγει, αυτός είχε πάρει τηλέφωνο την αστυνομία και είχε καταγγείλει ότι είχα αφήσει τα τρία ανήλικα τέκνα μας εκτεθειμένα σε δημόσιο χώρο. Η αστυνομία όντως κάλεσε το μαγαζί για να σιγουρευθεί και ο ιδιοκτήτης τους απάντησε ότι η μητέρα δεν έμπαινε στο ασθενοφόρο μέχρι να σιγουρευθεί ότι τα παιδιά της ήταν σε ασφαλή χέρια. Στο νοσοκομείο τα πράγματα ήταν ακόμα πιο τραγελφικά, γιατί ενώ ήμουν στο χειρουργείο και με έραβαν στο κεφάλι, αυτός καθόταν απέξω και έκλαιγε και έλεγε σε όποιον πέρναγε ότι είναι στενοχωρημένος γιατί έπεσα στο μπάνιο του σπιτιού του και χτύπησα στο κεφάλι (!!!) και έκλαιγε με μαύρο δάκρυ γιατί φοβόταν ότι δεν θα ζήσω. Μέσα στο χειρουργείο, αφού συνήλθα, με ενημέρωσαν ότι πρέπει να πάω Τρίπολη για ακτινογρφία γιατί είχα πολλές κακώσεις στο κεφάλι και επίσης μου δήλωσαν ότι είναι ο πρώην απέξω και ανησυχεί για την κατάστασή μου.

Καλώ την αστυνομία (η οποία δεν είχε εμφανιστεί μέχρι εκείνη τη στιγμή!!! ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ) και ζητώ τη συνοδεία με περιπολικό μέχρι το τμήμα για να καταθέσω μήνυση. Έρχονται μετά από λίγο, με συνοδεύουν έως το τμήμα και ενώ περνούν μπροστά από αυτόν στο νοσοκομείο, δεν τον συλλαμβάνουν με τη δικαιολογία ότι πρέπει να τον μηνύσω πρώτα (!!!) “Δηλαδή αν δεν ζούσα τώρα θα τον αφήνατε έτσι;” τους είπα. Και δεν μου απάντησαν. Κατέβηκα στο τμήμα, έκανα μήνυση και πρώτη φορά μετά από τόσα βάσανα, δίνει εντολή ο εισαγγελέας να καταθέσουν και τα παιδιά μου. Πήγα και στο νοσοκομείο της Τρίπολης, όπου όντως διαπιστώθηκε ότι είχα κακώσεις πολλαπλές στο πρόσωπο και μετά από δύο ημέρες πήγα και στην Κόρινθο για ιατροδικαστική εξέταση, καθώς είχε δώσει εντολή η αστυνομία να με εξετάσουν και εκεί. Τα παιδιά μου μετά από αυτό το περιστατικό έχουν εφιάλτες, είναι μονίμως φοβισμένα και ΕΤΤΧΩΣ κατόπιν εντολής δικαστηρίου, έχει απαγορευθεί στον πατέρα τους να έχει οποιαδήποτε επικοινωνία μαζί τους.

ΔΕΝ ΣΥΝΕΛΗΦΘΗ ΠΟΤΕ γι’ αυτό το περιστατικό και δικάστηκε ένα χρόνο αργότερα με ποινή 2,5 ετών και του απαγόρευσαν για 5 χρόνια να με πλησιάζει στα 50 μέτρα.

Είναι έξω γιατί κάθε φορά που δικάζεται για κάποιο περιστατικό εναντίον μου, ασκεί έφεση και την ΓΛΙΤΩΝΕΙ. Νιώθω ότι η ζωή μου δεν θα ησυχάσει όσο παραμένω σ’ αυτό το μέρος. Και τα παιδιά μου δηλώνουν πλέον ότι είναι ΟΡΦΑΝΑ από πατέρα γιατί τον ΜΙΣΟΥΝ ΘΑΝΑΣΙΜΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΦΟΒΟΥΝΤΑΙ. Βράδυ δεν βγαίνουμε πλέον από το σπίτι, αποφεύγουμε όλες τις κοινωνικές εκδηλώσεις από φόβο μήπως τον πετύχουμε κάπου. Διατροφή δεν δίνει ούτε ένα ευρώ (ενώ το δικαστήριο έχει βγάλει διατροφή για τα παιδιά) και ΓΕΝΙΚΩΣ μέχρι να τελειώσει όλη αυτή η διαδικασία με τα δικαστήρια, είμαστε υποχρεωμένες να ζούμε σ’ αυτή την ΚΟΛΑΣΗ φτώχειας, φόβου και ανασφάλειας μέχρι τη στιγμή που θα μπορέσουμε να φύγουμε οριστικά από αυτόν τον τόπο.

Δε θα ήθελα ΚΑΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ και ΚΑΝΕΝΑ ΠΑΙΔΑΚΙ να βρεθεί στη θέση μας ποτέ και εύχομαι σε όσες γυναίκες περνούν τον Γολγοθά που πέρασα εγώ, να ΔΕΙΞΟΥΝ ΔΥΝΑΜΗ και να πάρουν τη ΖΩΗ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥΣ. ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΡΓΑ.

Υστερόγραφο: Η τοπική κοινωνία κρατά μια στάση επιφυλακτική απέναντι σε μένα και τα παιδιά μου, και όποια βοήθεια έχω δεχθεί είναι πάντα ανώνυμη, γιατί δεν θέλουν να στοχοποιηθούν από τον ΠΡΩΗΝ ΜΟΥ και εφόσον δεν κατάγομαι από το ίδιο μέρος με αυτούς, προτιμούν να μην παίρνουν θέση και αδιαφορούν, δυσχεραίνοντας έτσι ακόμα περισσότερο τη ζωή μας, καθώς είναι δύσκολο να ζητήσω βοήθεια για το οποιοδήποτε θέμα, γιατί γνωρίζω εξαρχής ότι θα μου την αρνηθούν.

* * * *

Δείτε σημαντική έρευνα του Δικτύου Γυναικών Ευρώπης για τα 10 χρόνια λειτουργίας του νόμου 3500/2006, που ολοκληρώθηκε στο τέλος του 2016. Την δημοσιεύσαμε στο Μωβ τον Απρίλιο του 2017.

https://tomov.gr/2017/04/22/%CF%80%CF%8E%CF%82-%CE%B5%CF%86%CE%B1%CF%81%CE%BC%CF%8C%CE%B6%CE%B5%CF%84%CE%B1%CE%B9-%CE%BF-%CE%BD%CF%8C%CE%BC%CE%BF%CF%82-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-35002006-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B5/