Θέμιστες, κενά νόμων και επιλογές της Πηνελόπης στην Ομηρική Οδύσσεια

 

Η νομικός, Άννα Κοντοθανάση, αναλύει τους θεσμούς που  αναφέρονται στην Οδύσσεια και αφορούν το περιουσιακό, πολιτικό και οικογενειακό δίκαιο σε σχέση με τις γυναίκες. Τι περιουσιακές, οικογενειακές και πολιτικές επιπτώσεις θα έχει πιθανός νέος γάμος της Πηνελόπης; Η προίκα που πήρε από τον πατέρα της όταν παντρεύτηκε τον Οδυσσέα, σε ποιον ανήκει; Είναι μόνο πολιτική η επιδίωξη των μνηστήρων να νυμφευτεί κάποιος από αυτούς τη γυναίκα του άφαντου βασιλιά, ή έχει και περιουσιακό αντίκτυπο ο γάμος μαζί της; Οι μνηστήρες αναφέρουν, καθώς σχεδιάζουν να σκοτώσουν τον Τηλέμαχο, πως μετά θα μοιράσουν την περιουσία του Οδυσσέα και ότι τον «οίκο» θα τον πάρει όποιος παντρευτεί την Πηνελόπη. Εδώ προκύπτουν δύο ερωτήματα – ποια είναι τα δικαιώματα της Πηνελόπης στον οίκο, αλλά και τι ακριβώς είναι ο ομηρικός οίκος, το σπίτι ή και κάτι άλλο; Τελικά, τι σημαίνει η φράση του Τηλέμαχου προς την Αθηνά ότι η μητέρα του «ούτε τον άχαρο το γάμο αρνείται, ούτε να παντρευτεί μπορεί»; Τι την φοβίζει και δεν μπορεί να παντρευτεί; Να μερικά ερωτήματα,και πολλά άλλα ζητήματα, που αναλύονται. Ένα κείμενο-κόσμημα για το Μωβ.

Γράφει η Άννα Κοντοθανάση, Νομικός[1]

Φωτογραφία: 

Η Πηνελόπη αγκαλιάζει τον Οδυσσέα

17th century etching
Theodor van Thulden (1606 – 1669)
Fine Arts Museums of San Francisco

 

  1. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

 

Πλήθος επιστημονικών κλάδων έχουν αντλήσει από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια αρκετά στοιχεία (και άλλες τόσες απορίες) αναφορικά με τους κοινωνικούς, πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς που ίσχυαν στη γεωμετρική/ομηρική εποχή και που στα έπη αποτυπώνονται ως θεσμοί των Μυκηναίων – άλλοτε ορθώς, άλλοτε μέσω του αναχρονισμού ή της διαστρωμάτωσης πολιτισμικών στοιχείων μέσω προσθηκών στα κείμενα των επών.

Αυτό που θα μας απασχολήσει εδώ, είναι οι θεσμοί που αναφέρονται στην Οδύσσεια και αφορούν το περιουσιακό, πολιτικό και οικογενειακό δίκαιο σε σχέση με τις γυναίκες. Ειδικότερα, αυτό που απασχολεί τους σύγχρονους αναγνώστες και σύγχρονες αναγνώστριες της Οδύσσειας από την πρώτη κιόλας ραψωδία, είναι το εξής:

– Γιατί η Πηνελόπη, τώρα που όλοι πιθανολογούν με βεβαιότητα ότι ο άντρας της είναι νεκρός, δεν παντρεύεται κανέναν άντρα; Η αφάνεια του Οδυσσέα («άιστος και άπυστος») την καθιστά -κατά τα λεγόμενα των μνηστήρων και του Τηλέμαχου- ελεύθερη να παντρευτεί, ενώ και ο ίδιος ο Οδυσσέας κατά την αναχώρησή του της είχε ορίσει, αν δεν γυρίσει από τον πόλεμο, να παντρευτεί όταν ενηλικιωθεί ο γιος τους. Ο Τηλέμαχος μόλις ενηλικιώθηκε, αλλά η ίδια δεν αποφασίζει να παντρευτεί.

– Εάν δεν θέλει να παντρευτεί, γιατί δεν αποκρούει με σαφή τρόπο την προοπτική του γάμου, ώστε οι μνηστήρες που διεκδικούν καταχρηστικά και εκβιαστικά την εύνοιά της να φύγουν από το σπίτι όπου ζει με τον γιο της και να πάψουν να σπαταλούν τη βασιλική περιουσία σε καθημερινά ολοήμερα συμπόσια;

Είναι βέβαια εκ των προτέρων απαραίτητο να αναγνωρίσουμε πως τα πρόσωπα του έπους είναι μυθικά. Οι σκέψεις και πράξεις τους εξυπηρετούν την ιδεολογική-εκπαιδευτική στόχευση του μύθου, γι’ αυτό και είναι τόσο σφιχτά δεμένες με το προαποφασισμένο τέλος του, κατά τρόπο ώστε να φαίνεται εξαρχής αδιέξοδο το «άλλως δύνασθαι πράττειν» χωρίς να θυσιαστούν αν όχι υπέρτερα (σύμφωνα με τις αξίες της εποχής), τουλάχιστον ίσης αξίας αγαθά, όπως η ευημερία των τέκνων και των προσώπων του οίκου καθώς και η διατήρηση της περιουσίας.

Η πιο πάνω διαπίστωση διαγράφει κατά κάποιο τρόπο και το πεδίο των πληροφοριών και των συμπερασμάτων που θα περιέχονται σε αυτό εδώ το άρθρο. Συναφώς αναφέρω πως πρόθεση του άρθρου δεν είναι η παγίδευση στα διλήμματα του μύθου που κάνουν αναπόδραστη την πατριαρχία. Είναι μάλλον η ανάδειξη των πραγματικών περιορισμών που αφορούσαν τις γυναίκες της ομηρικής/γεωμετρικής εποχής, αλλά και η επιβεβαίωση της υπόθεσης εργασίας πως ακόμη και από αυτό το πρότυπο καρτερικής γυναίκας που δίνεται μέσα από τη σκιαγράφηση της Πηνελόπης, δεν λείπουν στοιχεία αυτενέργειας και προσπάθειας εκ μέρους της να εκμεταλλευτεί τα κενά των άγραφων νόμων προς εξυπηρέτηση των προσωπικών της επιδιώξεων. Πως δηλαδή το πρότυπο των ανθρώπων της ομηρικής κοινωνίας δεν ήταν η τυφλή υποταγή, αλλά και η αυτενέργεια και η επιδίωξη στόχων ελευθερίας – τέτοιας βέβαια που να μη θίγει τους ακρογωνιαίους θεσμικούς λίθους.

Ας ξαναγυρίσουμε όμως στους περιορισμούς. Τι περιουσιακές, οικογενειακές και πολιτικές επιπτώσεις θα έχει πιθανός νέος γάμος της Πηνελόπης; Η προίκα που πήρε από τον πατέρα της όταν παντρεύτηκε τον Οδυσσέα, σε ποιον ανήκει; Είναι μόνο πολιτική η επιδίωξη των μνηστήρων να νυμφευτεί κάποιος από αυτούς τη γυναίκα του άφαντου βασιλιά, ή έχει και περιουσιακό αντίκτυπο ο γάμος μαζί της; Οι μνηστήρες αναφέρουν, καθώς σχεδιάζουν να σκοτώσουν τον Τηλέμαχο, πως μετά θα μοιράσουν την περιουσία του Οδυσσέα και ότι τον «οίκο» θα τον πάρει όποιος παντρευτεί την Πηνελόπη. Εδώ προκύπτουν δύο ερωτήματα – ποια είναι τα δικαιώματα της Πηνελόπης στον οίκο, αλλά και τι ακριβώς είναι ο ομηρικός οίκος, το σπίτι ή και κάτι άλλο; Τελικά, τι σημαίνει η φράση του Τηλέμαχου προς την Αθηνά ότι η μητέρα του «ούτε τον άχαρο το γάμο αρνείται, ούτε να παντρευτεί μπορεί»; Τι την φοβίζει και δεν μπορεί να παντρευτεί;

 

  1. ΑΓΡΑΦΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΗΣ ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ

 

Σε ποιους κανόνες δικαίου, ποιας εποχής και ποιου τόπου αναφέρεται το ομηρικό έπος; Οι ιστορικοί του δικαίου συγκλίνουν στην άποψη πως αφορά τους άγραφους κανόνες που λειτουργούσαν στη γεωμετρική περίοδο (8ος αιώνας π.Χ.), εποχή που έζησε ο Όμηρος.

Θα πρέπει όμως να δοθεί εδώ μία αναγκαία απάντηση στο εξής κρίσιμο ερώτημα: Είναι οι θεσμοί απαράλλακτα ίδιοι για όλα τα πολιτισμένα μέρη που αναφέρονται στο έπος; Οι Φαίακες έχουν τους ίδιους θεσμούς με τους κατοίκους της Ιθάκης; Οπωσδήποτε έχουν ορισμένες εξαιρετικά διακριτές διαφορές. Οι Ιθακήσιοι αντανακλούν της εποχή και τον τόπο του Ομήρου (Ιωνία), δηλαδή στην κοινωνία τους η θέση των γυναικών είναι υποδεέστερη αυτής των αντρών. Αντίθετα, οι Φαίακες φαίνονται φορείς του δωρικού πολιτισμού της Κρήτης, επηρεασμένου καταφανώς από τον προηγούμενο κρητικό πολιτισμό.

Πηγές μας για την έρευνα κάποιων από τα ερωτήματα που τέθηκαν, είναι πρωταρχικά τα ίδια τα ομηρικά έπη (Ιλιάδα-Οδύσσεια), καθώς και οι νόμοι της Εγγύς Ανατολής όπως αυτοί προκύπτουν από τη βιβλιογραφία των ιστορικών του δικαίου. Συμπληρωματική βοήθεια, όπου μπορούν να ενταχθούν στο σχετικό «δικαιικό» σύστημα, προσφέρουν και οι νόμοι της Γόρτυνας, χωρίς να παραβλέπουμε ότι είναι μεταγέστεροι (6ος αι. π.Χ.) και ότι η Γόρτυνα ήταν πόλη της δωρικής Κρήτης, στην οποία οι θεσμοί ιδιοκτησίας και κληρονομιάς ήταν αρκετά διαφορετικοί. Παράλληλα, το αττικό δίκαιο των κλασικών χρόνων επιβεβαιώνει όσον αφορά τις οικογενειακές σχέσεις και τα σχετικά με αυτές δικαιώματα και υποχρεώσεις, την μακραίωνη επιβίωση των άγραφων νόμων και την αποτύπωσή τους σε γραπτά κείμενα

 

2.1. Θέμις, ο άγραφος κανόνας δικαίου

 

Θα πρέπει να παρατηρήσει κανείς αρχικά πως τους κανόνες διαβίωσης της κοινότητας στην ομηρική κοινωνία, τους υπαγόρευαν καθ’ ολοκληρίαν οι άγραφοι νόμοι, γνωστοί ως θέμιστες («θέμις εστί»). Ό,τι όμως είναι αντίθετο προς τα έθιμα και τα καθιερωμένα από τις συνήθειες και τις παραδόσεις, είναι άδικο («ού θέμις εστί»).

Δίκαιος για τα ομηρικά έπη είναι ο άνθρωπος που ενεργεί σύμφωνα με τα έθιμα και τις παραδόσεις. Μόνον αυτός που ενεργεί και συμπεριφέρεται σύμφωνα με τις «θέμιστες» είναι, για τις αντιλήψεις των ομηρικών Ελλήνων, πολιτισμένος και κοινωνικός άνθρωπος. Οι άνθρωποι που δεν έχουν παραδόσεις και έθιμα και δεν βασίζουν τη συμπεριφορά τους σ’ αυτήν, όχι μόνο δεν είναι δίκαιοι, αλλά αντίθετα θεωρούνται άγριοι, βάρβαροι και απολίτιστοι. Για παράδειγμα, οι Κύκλωπες λογίζονταν αθέμιστοι, διότι «να βουλευτούν δεν έχουν σύναξες κι ουδέ από νόμους ξέρουν», σύμφωνα με τη νεοελληνική απόδοση των Καζαντζάκη-Κακριδή.

Η απονομή δικαιοσύνης γίνεται από τους «δικασπόλους» με την ανώτατη εγγύηση ορθής κρίσης του βασιλιά. Σε μεγάλο όμως βαθμό, η ποινική καταστολή αποτελεί ιδιωτική υπόθεση του θιγομένου και της οικογενείας του, σε βαθμό που η εκδίκηση είναι ο πλέον αναφερόμενος θεσμός απάντησης στο βαριάς μορφής έγκλημα. Άλλος θεσμός είναι η αποζημίωση, στην περίπτωση που δεν θέλουν ή δεν μπορούν ο θιγόμενος κι οι οικείοι του να εκδικηθούν, ή αν δεν πρόκειται για βαριάς μορφής εγκλήματα.

Η εκδίκηση έπρεπε να τελεστεί σύμφωνα με τους εθιμικούς νόμους και τον ηθικό κώδικα που είχαν διαμορφώσει. Υπάρχουν λοιπόν και οι εθιμικοί νόμοι που καθορίζουν τον τρόπο της εκδίκησης και είναι και αυτοί δοσμένοι από τους θεούς, οι οποίοι όχι μόνο την επιτρέπουν μα και την επιβάλλουν ως καθήκον. Ο ίδιος ο Δίας αναγνωρίζει πως, σύμφωνα με τον άγραφο νόμο, ο Ορέστης έπρεπε να πάρει εκδίκηση για τον φόνο του πατέρα του και πως αυτή η εκδίκηση θα έφτανε οπωσδήποτε. Η Αθηνά αναγνωρίζει πως τον Αίγισθο τον βρήκε ο θάνατος που του έπρεπε και εύχεται έτσι να χάνεται καθένας που κάνει τέτοιες πράξεις. Ο Αχιλλέας θα έπαιρνε με το σπαθί του εκδίκηση για την προσβολή που του έκανε ο Αγαμέμνονας, αν δεν τον συγκρατούσε η Αθηνά.

Ωστόσο, το να παρθεί η τιμωρητική εκδίκηση (αυτοδικία) δεν ήταν ούτε απλό ούτε εύκολο. Αφού δεν υπήρχε οργανωμένο κράτος ώστε να τιμωρεί αυτό τον παραβάτη του νόμου, και το έθιμο ανάθετε την τιμωρία του στον αδικημένο, την οικογένεια και το γένος του, αυτοί οι τελευταίοι έπρεπε να έχουν βασικά τη δύναμη για να επιβάλουν την αυτοδικία και ταυτοχρόνως την ηθική συμπαράσταση των άλλων ανθρώπων. Μόνο τότε η εκδίκησή τους θα ήταν σύμφωνη με το αίσθημα δικαίου, αλλιώς θα ήταν άδικη και παράνομη.

Στην αρχή της Οδύσσειας, η Αθηνά παρουσιάζεται στον Τηλέμαχο με τη μορφή του Μέντη. Τον συμβουλεύει να σκοτώσει τους μνηστήρες για τις άνομες πράξεις τους, τις προσβολές που κάνουν σ’ αυτόν και την οικογένειά του, και του θυμίζει τη δόξα του Ορέστη. Όμως ο Τηλέμαχος αδυνατεί να τα βγάλει πέρα μόνος, οπότε καλεί τον λαό σε συνέλευση. Εκεί, πρώτα εξηγεί στους συμπολίτες του ότι ο ίδιος δεν διαθέτει την ισχύ που απαιτείται για να αντιπαλέψει το αίσχος που διεξάγεται στο αρχοντικό του. Στη συνέχεια τους θέτει προ των ευθυνών τους, αναρωτώμενος πώς γίνεται να μην αγανακτούν και να παραμένουν απαθείς, υπενθυμίζει δε ότι σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις έως κι οι θεοί οργίζονται. Τέλος, τους ικετεύει για βοήθεια στο όνομα του Ολύμπιου Δία και της Θέμιδας «που το λαό μαζώνει και πάλι τον σκολνά απ’ τη σύναξη». Η προσπάθειά του αποδεικνύεται μάταιη: Ο λαός δεν κινητοποιείται, καθώς δεν θέλει να έρθει σε σύγκρουση με τους άλλους αριστοκράτες που έχουν στασιάσει και ζητούν τη βασιλική εξουσία. Το ζήτημα λοιπόν της ύβρεως που έχει προκύψει, οφείλει να το διευθετήσει με αυτοδικία ο ίδιος και η οικογένειά του.

Η Θέμις, προσωποποιημένη θεότητα, κατοικεί στον Όλυμπο και υπάγεται στις βουλήσεις του Δία. Παράλληλα, η θέμις ως θεσμός-άγραφος νόμος επικρατεί στην κοινωνία ως επιβεβλημένος από τη συνήθεια (και φυσικά τη βασιλική ισχύ) εσωτερικευμένος κανόνας δικαίου. Δεν είναι τυχαίο πως στην ακμή της αθηναϊκής δημοκρατίας και την άνθιση της λογοκρατίας, η λέξη «νόμος» (νέμω και νέμομαι, διανέμω και έχω μερίδιο στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις) αντικατέστησε τη λέξη «θέμις».

Με το να είναι άγραφοι οι κανόνες δικαίου, φυσικά τους καθιστούσε πιο ευάλωτους στο δίκαιο του ισχυροτέρου που τους ερμήνευε κατά το δοκούν. Έτσι οδηγούσαν σε μια γενικότερη ανασφάλεια δικαίου, όπως παρατηρούμε να διέπει το ομηρικό έπος. Αυτήν ακριβώς την ανασφάλεια δικαίου, όπως και το κενό εξουσίας, θεωρώ πως εκμεταλλεύτηκε η Πηνελόπη, καθώς άλλα όριζαν για την επιλογή συζύγου οι άγραφοι κανόνες και άλλα έκανε η ίδια, όπως θα δούμε στη συνέχεια.

 

2.2. Ο θεσμός της βασιλείας

 

Από τα ομηρικά έπη και την πλούσια βιβλιογραφία, προκύπτει πως στα χρόνια εκείνα υπήρχε ένας ανώτατος βασιλεύς (σκηπτροφόρος, άναξ) και πολλοί μικρότεροι βασιλείς (αριστοκράτες, σε αυτούς συγκαταλέγονται οι μνηστήρες της Οδύσσειας).

Ο άναξ εγγυάται την έννομη τάξη και τον σεβασμό στους θεούς. Του αποδίδεται θεϊκή καταγωγή και έχει την πρωτοβουλία σύγκλησης του συμβουλίου των αρχόντων-αριστοκρατών, όπως και του «δήμου» (δηλ. του λαού). Δικαίωμα σύγκλησης του συμβουλίου έχουν κι οι αριστοκράτες, όχι όμως -όπως φαίνεται- του δήμου. Ο άναξ είναι επίσης ο ανώτατος στρατιωτικός διοικητής και ο εκπρόσωπος της θεϊκής βούλησης, την οποία όμως πρέπει να ερμηνεύει με σεβασμό στους θεούς και τους άγραφους νόμους. Οι αριστοκράτες εκφράζουν τη γνώμη τους όταν ρωτηθούν, ενώ παρόμοιο δικαίωμα έχει φαινομενικά και ο λαός, ο οποίος όμως -όπως είδαμε παραπάνω- επιλέγει να μείνει άπραγος και να… κοιτάξει το σπιτάκι του.

Το αξίωμα του άνακτος κληροδοτείται στον πρωτότοκο γιο. Η συγγένεια πάντως δεν αρκεί από μόνη της για να αναγορευτεί ο πρωτότοκος γιος σε άνακτα – πρέπει επιπροσθέτως να διαθέτει σθένος, πυγμή, φρόνηση, ικανότητα διοίκησης, πρωτοβουλία και φυσικά να έχει με το μέρος του το ισχυρότερο κομμάτι των άλλων βασιλέων. Σε αντίθετη περίπτωση, οι τελευταίοι ξεσηκώνονται και προσπαθούν να διαμοιραστούν το βασιλικό αξίωμα (και περιουσία). Στην περίπτωση της Οδύσσειας, λοιπόν, η κληρονομικότητα αμφισβητείται καθώς δεν συνοδεύεται από ισχύ. Παράλληλα, πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν ότι το κύρος του Οδυσσέα ως στρατιωτικού ηγέτη (άρα το «βαρύ όνομα» που θα ’πρεπε να κληροδοτήσει στον Τηλέμαχο) έχει τρωθεί σημαντικά, καθώς δεν έχει γυρίσει πίσω ούτε αυτός ούτε κανείς από τους -τότε σαραντάχρονους έως εξηντάχρονους- άντρες που αποτελούν το στρατό του.

Από οικονομική άποψη, στον άνακτα ανήκε ο βασιλικός οίκος που απαρτιζόταν από κινητά και ακίνητα πράγματα, ανθρώπους υποτελείς φόρου και υπόχρεους κάθε είδους εισφορών, καθώς και δούλους/δούλες. Επίσης, στον άνακτα και τους αριστοκράτες βασιλεις δινόταν το μεγαλύτερο μέρος της λείας («γέρας») από τις πολεμικές επιχειρήσεις.

Όσον αφορά τους «κλήρους» που αναφέρονται στην Οδύσσεια, αυτοί δεν έχουν παντού το ίδιο περιεχόμενο:

– Εκεί που κυριαρχεί το δωρικό δίκαιο (ενδεχομένως Φαιακία), πρόκειται για την παροχή γης προς χρήση και κάρπωση – όχι κατά κυριότητα, καθώς στις δωρικές περιοχές η γη ήταν ιδιοκτησία του κράτους. Έτσι, μαθαίνουμε από τους νόμους της δωρικής Γόρτυνας πως το δικαίωμα ισόβιας χρήσης και κάρπωσης της γης αποτελεί μέρος της ιδιωτικής περιουσίας του άντρα αλλά και της γυναίκας, εάν η τελευταία τον έχει κληρονομήσει. Όταν πεθάνει ο γονιός, μεταβιβάζεται και σε γιους και σε κόρες. Εάν δεν υπάρχουν τέτοιοι/τέτοιες, ο κλήρος επιστρέφει στην πόλη κι αυτή το διαθέτει σε γείτονες ή σε αυτούς που τον καλλιεργούν.

– Στους τόπους όπου επικρατεί το ιωνικό δίκαιο και ο ιδιωτικός χαρακτήρας της έγγειας ιδιοκτησίας, πρόκειται για τη διαμοίραση της πατρικής περιουσίας μεταξύ αρρένων κληρονόμων μέσω της μεταβίβασης κυριότητας.

Στην περίπτωση του άνακτα των ιωνικών παραλίων, αναφέρεται επίσης ένας θεσμός που δεν ξέρουμε αν αντιστοιχεί σε προϋπάρχοντες δωρικούς ή ιωνικούς άγραφους κανόνες δικαίου: το «τέμενος». Ένα μέρος από την εύφορη εκτός πόλεως γη απονέμεται στον εκάστοτε άνακτα, μάλλον για χρήση και κάρπωση και όχι εφ’ όρου ζωής, όπως γινόταν με τον κλήρο. Τα τεμένη, καθώς δεν ακολουθούν τους γενικούς όρους κληρονομικής διαδοχής για τους οποίους θα μιλήσουμε εκτενέστερα πιο κάτω, ανήκουν στο αξίωμα κι όχι στον φορέα του. Μεταβιβάζονται από τον προηγούμενο βασιλιά στον επόμενο, ασχέτως του πώς ο τελευταίος ανέβηκε στον θρόνο (και πώς αργότερα θα κατέβει απ’ αυτόν).

Για να δέσουμε τα όσα είπαμε εδώ με την ομηρική αφήγηση, οι μνηστήρες αρχικά διεκδικούν τη βασιλική εξουσία και τα τεμένη. Όχι τον «οίκο», για τον οποίο αναγνωρίζουν ότι ανήκει κληρονομικά στον Τηλέμαχο. Κατόπιν, όσο αντιλαμβάνονται ότι αυτός με την ενηλικίωσή του (στα είκοσι) θα ζητήσει και τη βασιλική εξουσία και περιουσία, αποφασίζουν να τον σκοτώσουν ώστε να πάρουν και τον οίκο του. Φυσικά, σχεδιάζουν αυτό να φανεί ως ατύχημα για να μην προκαλέσουν λαϊκό ξεσηκωμό, καθώς η βασιλοκτονία θεωρείται ισοδύναμη της σημερινής εσχάτης προδοσίας.

Από την πλευρά της Πηνελόπης, της είναι αδύνατον να αποφασίσει ότι με ενδεχόμενο γάμο ο Τηλέμαχος θα αποστερηθεί τη βασιλική εξουσία και περιουσία, πολλώ δε μάλλον ότι θα συναινέσει σε αυτό, παντρευόμενη τον νέο βασιλιά και γεννώντας του απογόνους (οι μελετητές συνάγουν πως είναι τριανταεπτά ετών στο έπος) οι οποίοι θα κληρονομήσουν αυτό που ανήκει δικαιωματικά στον γιο της. Ακόμα περισσότερο, φοβάται πως ο νέος βασιλιάς θα σκοτώσει τον Τηλέμαχο.

 

2.3. Η βασίλισσα

 

Πρόσωπο σεβαστό, με κύρος που εκπηγάζει τόσο από την πατρική της καταγωγή και περιουσία όσο και από τον γάμο της με τον θεϊκό βασιλιά, η βασίλισσα διατηρεί εξουσία καθαρά συμβολική στο πολιτικό πεδίο. Όποιος επιδιώκει να γίνει βασιλιάς με τρόπο πέραν της κληρονομικής διαδοχής, θέλει να παντρευτεί τη χήρα του βασιλιά για να δείξει (μέσω της συναίνεσης τού μέχρι τότε εξίσου σεβαστού με τον βασιλιά προσώπου) μια ομαλή μετάβαση μεταξύ παλιάς και νέας βασιλείας.

Τα καθήκοντα της βασίλισσας είναι η διοίκηση του οίκου και των ανθρώπων που τον εξυπηρετούν, η επίβλεψη της ανατροφής των ανήλικων παιδιών και η οικοτεχνία, ο ρόλος δηλαδή που αντιστοιχεί σε κάθε γυναίκα της κοινωνίας και της εποχής της όταν δεν είναι δούλα. Όταν λείπει ο βασιλιάς και ο μελλοντικός κληρονόμος του είναι ανήλικος, όπως ο Τηλέμαχος όταν ο Οδυσσέας έφυγε για τον πόλεμο, ο βασιλιάς ορίζει τον διαχειριστή της περιουσίας για λογαριασμό του και η βασίλισσα ασχολείται με τα ίδια όπως πριν καθήκοντα, με ευρύτερο όμως περιεχόμενο στην έννοια της διοίκησης του οίκου.

 

  1. «ΘΕΣΜΙΚΕΣ» ΠΤΥΧΕΣ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ

 

Ο γάμος γίνεται στα 16 τουλάχιστον χρόνια της νύφης και στα 20 του γαμπρού. Ο γαμπρός προσφέρει «έδνα», δώρα κινητά στον μέλλοντα πεθερό για να κατοχυρώσει τον γάμο. Αυτά δεν επιστρέφονται στις περιπτώσεις που ο γάμος ματαιωθεί χωρίς υπαιτιότητα της γυναίκας και της οικογένειάς της.

Χαρακτηριστική είναι η πονηριά της Πηνελόπης που προς το τέλος, καθώς δεν ξέρει ότι ο ξένος που φιλοξενεί είναι ο άντρας της, δηλώνει -σπρωγμένη από όνειρο που τη φοβίζει- ότι αποφάσισε να παντρευτεί. Ζητά λοιπόν έδνα από όλους τους μνηστήρες, εκατόν οκτώ τον αριθμό, έχοντας κατά νου ότι στο τέλος ο γάμος θα ματαιωθεί, αφού θα τους ζητήσει ως αγώνα δοκιμασίας και πρόκρισης να τεντώσουν το τόξο του Οδυσσέα και να περάσουν το βέλος από τις τρύπες δώδεκα τσεκουριών (πράγμα που ξέρει ότι μόνο ο αγνοούμενος Οδυσσέας θα μπορούσε).

Το σχέδιο της Πηνελόπης, η οποία φοβάται πιθανή αιματοχυσία λόγω της συνεχώς αναβλητικής στάσης της, είναι να ρίξει στους μνηστήρες την υπαιτιότητα, να τους κάνει να πιστέψουν ότι φταίνε αυτοί διότι δεν πέρασαν τη δοκιμασία! Καθώς αυτοί θα ντραπούν αλλά και θα δυσφημιστούν για την αποτυχία τους, θα ξεκουμπιστούν κι εκείνη επιπλέον θα κρατήσει ελεύθερη τα πολύτιμα χρυσά δώρα για να εδραιώσει την ισχύ του γιου της.

Ο Οδυσσέας χαμογελά επιδοκιμαστικά καταλαβαίνοντας τη στρατηγική της, μόνο που αυτός έχει μία απλούστερη καθότι βίαιη: Θα τους σκοτώσει όλους (μνηστηροφονία), λαμβάνοντας διά της εκδίκησης αποζημίωση για την εν γένει ηθική βλάβη αυτού και της οικογένειάς του. Και θα κρατήσει και τα δώρα, ως αποζημίωση για τα έξοδα της πολυτελούς διαβίωσης που αυτοί διήγαν τα τελευταία τρία χρόνια μες στο αρχοντικό του.

 

3.1. Η προίκα

 

Η προίκα συνίστατο σε κινητή και ακίνητη περιουσία (αλλά και εξουσία σε ανθρώπους, κατά τα ως άνω λεγόμενα για τον οίκο) που δινόταν από τον πατέρα της νύφης στον γαμπρό. Αυτή συνιστούσε δ ώ ρ ο, όχι υποχρέωση του πατέρα. Δεν αποδιδόταν στον γαμπρό κατά κυριότητα αλλά κατ’ επικαρπία – η κυριότητα ανήκε στον πατέρα της νύφης. Ο σύζυγος με τη σειρά του όφειλε να διαχειρίζεται τους κάθε φύσης νομικούς καρπούς των ακινήτων προς το συμφέρον της συζύγου (το τι έκανε στην πράξη, είναι ευνόητο πως απείχε από την ευχή της συνετής διοίκησης, αν αυτός δεν το επιθυμούσε).

Σε περίπτωση που ο άντρας έδιωχνε τη γυναίκα του (έτσι ήταν νοητό το διαζύγιο στην ομηρική εποχή) ή εκείνη πέθαινε, όφειλε να γυρίσει πίσω στον πεθερό την προίκα της. Στην περίπτωση της χηρείας ή αφάνειας του άνδρα και για όσο δεν παντρευόταν ξανά η γυναίκα, η προίκα έμενε κατά επικαρπία σε αυτήν, τη δε διαχείριση αναλάμβανε ο κοντινότερος ενήλικος συγγενής της (στην περίπτωση της Πηνελόπης, ο άνθρωπος που ο Οδυσσέας είχε ορίσει ως διαχειριστή του οίκου του και που έχαιρε της εμπιστοσύνης της Πηνελόπης, όπως προκύπτει από το έπος).

Σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς του δικαίου, η προίκα της Πηνελόπης -κόρης του βασιλιά των Αρκάδων Λυκάονα και ανηψιάς του βασιλιά της Σπάρτης Τυνδάρεω- δεν ήταν καθόλου αξιοκαταφρόνητη. Ένας βασιλιάς σίγουρα θα είχε προικίσει την κόρη του όπως άρμοζε, δίνοντας στον γαμπρό του επιπρόσθετα περιουσιακά στοιχεία ώστε να ανακηρυχθεί άναξ (ή να εδραιωθεί ως τέτοιος) και να έχει την κόρη του κυριολεκτικά βασίλισσα. Έτσι σκεφτόταν και ο Φαίακας βασιλιάς Αλκίνοος, όταν πρότεινε στον Οδυσσέα τη διαχείριση ολόκληρων χωριών και νησιών ως προίκα για την κόρη του Ναυσικά, σε περίπτωση που αυτός αποφάσιζε να μείνει οριστικά στη Φαιακία.

Αντικείμενο λοιπόν της διεκδίκησης των μνηστήρων, αλλά και της άρνησης της Πηνελόπης, υπήρξε και η προίκα της. Η Πηνελόπη δεν ήταν καθόλου βέβαιη πως θα την διαχειριζόταν οιοσδήποτε από αυτούς με σύνεση και σεβασμό προς αυτήν.

Επιπρόσθετα, σε κανέναν κανόνα δικαίου ή στο έπος δεν αναφέρεται πως ο πατέρας της νύφης υποχρεούτο να προικίσει εκ νέου την κόρη σε περίπτωση δεύτερου γάμου. Συμπεραίνουμε από τα στοιχεία του έπους αλλά και των θεσμών πως αποτελούσε κατάχρηση δικαιώματος, ύβριν, η απαίτηση των μνηστήρων να γυρίσει η Πηνελόπη στον πατέρα της ώστε να την προικίσει, όπως αναφέρει ο Αντίνοος. Κι όλα αυτά ενώ ταυτόχρονα βρίσκονταν στο σπίτι της, σαν να ήθελαν να εκβιάσουν αυτήν και τον πατέρα της να δώσει ξανά προίκα, προκειμένου να σταματήσει η κατάληψη αλλά και ο διασυρμός της ως μόνης γυναίκας που φιλοξενεί 108 ξένους άντρες στο σπίτι του άντρα και του γιου της.

Μία τέτοια προσβολή αλλά και ανάδειξη των κινήτρων τους δεν μπορούσε να γίνει δεκτή από την Πηνελόπη, όσο κι αν αυτή ήταν ερωτικά και συντροφικά στερημένη. Η αξιοπρέπειά της ήταν ανώτερο αγαθό γι’ αυτήν, και για το λόγο αυτό έστηνε διάφορες παγίδες και ύφαινε σχέδια εξαπάτησης και ταπείνωσης των μνηστήρων.

 

3.2. Η μοιχεία

 

Ανδρική μοιχεία είναι ευνόητο πως δεν υπήρχε, καθώς είχαν δικαίωμα σε παλλακίδες – υπήρχε μάλιστα ξεχωριστό μέρος για να κοιμούνται οι νυμφευμένοι άντρες και να δέχονται τις παλλακίδες τους, ο «ανδρωνίτης». Στο έπος βρίσκουμε τον ανδρωνίτη, αλλά και μία ενδιαφέρουσα πληροφορία: Ο Λαέρτης, πατέρας του Οδυσσέα, δεν πλάγιασε με την δούλα Ευρύκλεια (τη γριά πλέον τροφό του Οδυσσέα που τον αναγνωρίζει πρώτη) όταν ήταν νέα και όμορφη, παρόλο που είχε πληρώσει πολύ ακριβά σε βόδια για αυτή, γιατί φοβόταν τη δυσαρέσκεια της γυναίκας του.

Όσον αφορά τη μοιχεία της γυναίκας, σύμφωνα με το θεϊκό άγραφο δίκαιο πληρωνόταν από το τρίτο πρόσωπο ή τον πεθερό «μοιχάγρεια», δηλαδή χρηματική ικανοποίηση του απατηθέντος συζύγου, εκτός αν οι συνθήκες (ή και η έλλειψη χρημάτων) επέβαλλαν τη βία σε βάρος του άνδρα, της γυναίκας ή και των δύο.

Υπάρχουν τρεις τουλάχιστον αφηγήσεις στην Οδύσσεια αναφορικά με την μοιχεία των γυναικών. Θα παρακάμψουμε τη θεϊκή μοιχεία της Αφροδίτης με τον Άρη και θα περιοριστούμε στις ανθρώπινες:

– Η μοιχεία της Ελένης με τον Πάρη. Ο Μενέλαος, αφού ξεσηκώνει όλους τους Αχαιούς (το γένος του υπό την ηγεσία του άνακτα Αγαμέμνονα), αποφασίζει να εκδικηθεί με τη βοήθειά τους τον Πάρη και όλο του το γένος με θάνατο και υποδούλωση (Τρώες, συλλογική ευθύνη). Παράλληλα, η περιουσία των Τρώων και οι γυναίκες τους θα λαμβάνονταν ως μοιχάγρεια για την αποζημίωσή του. Η ηθική του βλάβη δεν συνίστατο μόνο στο ότι ο Πάρης ήταν πρόξενος της μοιχείας της Ελένης, αλλά επίσης -αν όχι κυρίως- γιατί με μία τέτοια πράξη είχε παραβιάσει την ιερή υποχρέωση του ξένου να τιμά τη φιλοξενία, πράγμα που έκανε την πράξη του επονείδιστη. Η δε μοιχαλίδα μπορούσε κατά την κρίση του συζύγου να αποπεμφθεί και να ζητηθεί από τον πεθερό μοιχάγρεια, ή να συγχωρηθεί (όπως έγινε εντέλει με την Ελένη), σε κάθε όμως περίπτωση είχε μειωθεί το ηθικό της κύρος.

– Η μοιχεία της Κλυταιμνήστρας, αδελφής της Ελένης και πρώτης εξαδέλφης της Πηνελόπης, με τον Αίγισθο. Η Κλυταιμνήστρα όχι απλά μοίχευσε, αλλά σφετερίστηκε τη βασιλική εξουσία σκοτώνοντας τον σύζυγό της Αγαμέμνονα. Οι ακροάτριες του έπους (όσες ήταν στα ανάκτορα) άκουγαν πλήθος ηθικών κατηγοριών και διαρκείς απαξιωτικές αναφορές για την Κλυταιμνήστρα, σε όλους σχεδόν τους διαλόγους που γίνονται στις πολιτισμένες περιοχές του Άνω και Κάτω Κόσμου, ακόμα και τη δικαίωση της θανάτωσής της από τον ίδιο της τον γιο! Διαπαιδαγωγούνταν έτσι με την αντίληψη ότι η μοναδική διέξοδος στα δεσμά ενός κακού γάμου είναι η καρτερικότητα – και αν τυχόν δεν πείθονταν, τότε η εκδίκηση των θεών και του γιου θα ήταν βέβαιη, επιβεβλημένη και τρομερή.

Στην Οδύσσεια, η Πηνελόπη αναφέρεται πως προτιμούσε και συμπαθούσε έναν από τους μνηστήρες, τον πιο ήπιο και μετρημένο. Φαίνεται επίσης να φλερτάρει διακριτικά μαζί του, καθώς είναι γυναίκα και η στέρηση της αντρικής παρουσίας για είκοσι χρόνια την ενοχλεί. Παράλληλα, όμως, αναγνωρίζει ότι το αίτημα ακόμη και αυτού του μνηστήρα να την παντρευτεί είναι προσχηματικό, για την κατάληψη της εξουσίας, και χωρίς σεβασμό προς αυτήν, αφού έχει μαζί με τους άλλους κάνει κατάληψη στο σπίτι της και, αντί να φέρνει δώρα, καταναλώνει τα αγαθά της οικογένειάς της. Επομένως, το ότι δεν αποδέχεται την πρόταση γάμου κανενός μνηστήρα, είναι μια απόφαση που πηγάζει περισσότερο από συνειδητή επιλογή και ελάχιστα, αν όχι καθόλου, από φόβο ότι ίσως γυρίσει κάποτε ο Οδυσσέας και βρεθεί ένοχη μοιχείας. Υπενθυμίζουμε προς επίρρωσιν αυτού του συμπεράσματος ότι ο Οδυσσέας, κατά την αναχώρησή του για τον πόλεμο, της είχε δώσει το δικαίωμα να ξαναπαντρευτεί με την ενηλικίωση του γιου τους (εάν φυσικά αυτός δεν είχε επιστρέψει μέχρι τότε).

 

3.3. Αφάνεια του συζύγου

 

Δεν υπάρχει αναφορά σε άλλες πηγές τι γινόταν σε περίπτωση που κάποιος εξαφανιζόταν κάτω από συνθήκες που πιθανολογούσαν τον θάνατό του, ούτε ποιος ήταν ο χρόνος της αφάνειας.

Φαίνεται πως ήταν ζήτημα εμπειρικό που συναγόταν από διάφορα τεκμήρια. Στην περίπτωση της Οδύσσειας, αναφέρεται πως οι μνηστήρες έχουν κάνει κατάληψη στο «μέγαρον» (το παλάτι) τρία χρόνια πριν την έναρξη της αφηγούμενης ιστορίας, δηλαδή δεκαεπτά χρόνια από την έναρξη του Τρωικού Πολέμου και επτά από τη λήξη του. Ακόμα και οι τελευταίοι Αχαιοί από τις άλλες πόλεις έχουν επιστρέψει στα σπίτια τους, όχι όμως ο Οδυσσέας ή κάποιος σύντροφός του. Συνεπώς, οι περισσότεροι στην Ιθάκη εκτιμούν ότι το εκστρατευτικό σώμα του νησιού έχει χαθεί μέχρις ενός στο ταξίδι της επιστροφής.

Με βάση τα παραπάνω, η αφάνεια δεν ήταν θέμα που χρειαζόταν δικαστική κρίση, όπως σήμερα, αλλά πραγματικό γεγονός που καθιστούσε τη γυναίκα χήρα και δυνάμενη να παντρευτεί εκ νέου.

 

3.4. Χηρεία

 

Σε περίπτωση που η χήρα ήταν άτεκνη και δεδομένου ότι δεν κληρονομούσε τίποτε από τον σύζυγό της, γύριζε απλά στο πατρικό της φέροντας μαζί και την (κινητή ή ακίνητη) προίκα της. Έπειτα ο πατέρας φρόντιζε για τον γάμο της εκ νέου, παίρνοντας έδνα από τον μνηστήρα και ενδεχομένως επαυξάνοντας την προίκα, αν αυτή είχε με οποιοδήποτε τρόπο απομειωθεί ή εξαντληθεί κατά τον προηγούμενο γάμο της κόρης του.

Όταν όμως η χήρα είχε ανήλικα παιδιά, δικαιούτο να παραμείνει στο σπίτι των κληρονόμων του νεκρού και να φροντίσει την εκπαίδευση και ανατροφή τους. Το ίδιο δικαίωμα, τουλάχιστον ηθικά, είχε ακόμη και μετά την ενηλικίωσή τους, όπως δείχνει η περίπτωση της Πηνελόπης και του Τηλέμαχου: Ο Τηλέμαχος δηλώνει πως δεν μπορεί να διώξει τη μητέρα του, καθώς ο λαός θα ξεσηκωθεί εναντίον του κατηγορώντας τον ότι της φέρεται άσπλαχνα.

Το παράδοξο στο έπος δεν είναι ότι η Πηνελόπη παραμένει στο σπίτι του, αλλά ότι δηλώνει η ίδια προς το τέλος πως θα παντρευτεί όποιον μνηστήρα τής δώσει έδνα και διακριθεί στο αγώνισμα της τοξοβολίας. Πώς φέρεται σαν αυτεξούσια, ενώ δεν νοείται κάτι τέτοιο για γυναίκα της εποχής και του τόπου της;

 

3.5. Η κληρονομιά

 

Οι γυναίκες της ομηρικής κοινωνίας δεν κληρονομούσαν, γι’ αυτό κι έπαιρναν προίκα ως αντιστάθμισμα της στέρησης του δικαιώματος στην κληρονομική διαδοχή. Αντίθετα, στη δωρική Κρήτη του 6ου αι. ΠΚΕ οι στήλες της Γόρτυνας ορίζουν πως όσον αφορά τους «κλάρους» (κλήρους), οι γυναίκες κληρονομούνται από τα παιδιά τους – ή τους γονείς και τα αδέλφια τους, αν δεν έχουν παιδιά. Κανείς πάντως από τους συζύγους στα ομηρικά έπη αλλά και στις στήλες της Γόρτυνας δεν κληρονομεί την περιουσία του άλλου.

 

  1. ΑΝΑΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ & ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 

Από την καταγραφή των πιο πάνω, προκύπτει πως οι μνηστήρες αυθαιρετούν και δεν επιδιώκουν έναν έντιμο-δίκαιο γάμο με την Πηνελόπη. Στόχος τους είναι να οδηγήσουν τη φαινομενικά αδύναμη βασίλισσα σε έναν άδικο γάμο υπό το κράτος εκβιασμού, ελπίζοντας πως θα καμφθεί απ’ την εικοσαετή μοναξιά της και τις έμμεσες απειλές τους ότι εάν συνεχίσει την παρελκυστική τακτική της, αυτοί θα πάρουν την εξουσία με τη βία σκοτώνοντας τον διάδοχο.

Η Πηνελόπη δεν επιθυμεί να είναι σύζυγος ενός άντρα που δεν τη σέβεται, όπως οποιοσδήποτε από τους μνηστήρες. Δεν θέλει παράλληλα να χάσει ο γιος της τη ζωή, την περιουσία και το βασιλικό του αξίωμα, όπως αντιλαμβάνεται ότι θα συμβεί εάν συναινέσει στον γάμο. Καταφέρνει να παραμείνει ψύχραιμη και εξυφαίνει την αποθάρρυνση των μνηστήρων, με απώτερο στόχο την οριστική και ταπεινωτική απομάκρυνσή τους. Σε πρώτο χρόνο τους καθυστερεί, επικαλούμενη την εθιμική υποχρέωση της νύφης να φτιάξει τα σάβανα του πεθερού της, ακόμη κι αν ο άντρας της έχει πεθάνει. Έτσι ξεγελά 108 άντρες επί τρία χρόνια.

Ωστόσο, η Πηνελόπη δεν έχει να αντιμετωπίσει μόνο την επιβουλή των μνηστήρων, αλλά και την ανωριμότητα του Τηλέμαχου που έχει μόλις ενηλικιωθεί και νομίζει ότι το σωστότερο για τη μητέρα του είναι να επιστρέψει στον πατέρα της, άσχετα εάν δεν της το επιβάλλει για τους λόγους που εξηγήσαμε στο κεφάλαιο 3.4.

Ο Τηλέμαχος αδυνατεί να αντιληφθεί ότι η Πηνελόπη (παραμένοντας στον οίκο του, φροντίζοντας να έχει έμπιστους ανθρώπους διαρκώς γύρω του, επιβεβαιώνοντας το κύρος της ως χήρας του βασιλιά που περιμένει εκείνον να γυρίσει ή κάποιον αντάξιο να τον διαδεχθεί, εντέλει κερδίζοντας χρόνο απέναντι στους μνηστήρες) προστατεύει δραστικά τόσο τον ίδιο, όσο και όλα τα πρόσωπα του οίκου από αυτούς που σχεδιάζουν το κακό του. Ο άπειρος από πολιτικά παρασκήνια νεαρός δεν συνειδητοποιεί πως εάν η μητέρα του αφήσει την Ιθάκη για το πατρικό της στην ορεινή Πελοπόννησο, αυτός πιθανότατα θα χαθεί… μυστηριωδώς, ο δε οίκος θα διαμοιραστεί αμέσως με κάποιον άλλον ηθικό άγραφο κανόνα που θα επικαλεστούν οι ισχυροί και στον οποίο ο λαός θα υποταχθεί.

Αφού οι μνηστήρες ανακαλύπτουν το πρώτο τέχνασμά της, η Πηνελόπη τους μπερδεύει με δύο νέα: Από τη μία δηλώνει πως δεν είναι χήρα διότι ο Οδυσσέας ζει μες στην καρδιά της, από την άλλη τους ζητά να ταξιδέψουν μέχρι την Αρκαδία, να δώσουν έδνα στον πατέρα της και να τον περιμένουν να ορίσει ποιος θα την νυμφευθεί! Όπως αναμένεται, αυτοί δεν αποδέχονται το αίτημά της, καθώς φοβούνται μήπως κατά την πολύμηνη απουσία τους ο Τηλέμαχος εξεγείρει τον λαό εναντίον τους και επιπλέον κερδίσει τη βοήθεια άλλων αρχόντων που δεν λαμβάνουν έως τώρα μέρος στη στάση. Έτσι οι μνηστήρες εκτίθενται στα μάτια όλων των δίκαιων πολιτών ως παραβάτες των εθίμων του γάμου, αθέμιστοι και ατάσθαλοι.

Στο τέλος η Πηνελόπη, αντιλαμβανόμενη πως η υπομονή των μνηστήρων εξαντλείται και παράλληλα έχουν ετοιμάσει παγίδα θανάτου στον Τηλέμαχο, τους ρίχνει μέσα στο ίδιο τους το ψέμα: Εάν θεωρείτε πως πρέπει να αποφασίσω εγώ αντί του πατέρα μου, και μάλλον αυτό είναι σωστό αφού το ζητάτε τόσοι πολλοί και δυνατοί άρχοντες, τότε δώστε σε μένα τα έδνα και αφήστε να ορίσω εγώ τη διαδικασία επιλογής του νέου μου συζύγου. Είναι η δοκιμασία του τόξου, για την οποία ξέρει εκ των προτέρων ότι μόνο ο αγνοούμενος άντρας της (ή ο γιος της, ως κληρονόμος των φυσικών του χαρισμάτων) θα μπορούσε να τη φέρει εις πέρας. Καθώς αρχίζει να υλοποιείται αυτό το σχέδιο, δίνεται η κατάλληλη ευκαιρία στον Οδυσσέα αλλά και στον Τηλέμαχο να σκοτώσουν τους αντιπάλους τους με το ίδιο το τόξο της δοκιμασίας.

 

  1. ΕΠΙΛΟΓΟΣ

 

Μέσα από αυτές τις γραμμές θέλησα να ξορκίσω με κάποιο τρόπο τη θλίψη που ένιωσα διαβάζοντας την Οδύσσεια και συναισθανόμενη τη μοναξιά και τις αγωνίες της Πηνελόπης, αλλά και παράλληλα να εκφράσω ένα είδος θαυμασμού για την αυτοκυριαρχία και επινοητικότητα ορισμένων γυναικών (συμβολίζονται στην Πηνελόπη) που επιζούσαν μέσα σε τόσο στενά πατριαρχικά δεσμά.

Αυτή τους η επινοητικότητα όχι μόνο δεν τις καθιστούσε παθητικά υπο-κείμενα, αλλά ήταν σαφής η πρόθεσή τους να διαλέξουν τον δρόμο τους, παραμένοντας συγκροτημένες και υφαίνοντας υπομονετικά τα σχέδιά τους.

Το σχέδιο της Πηνελόπης ήταν η οριστική ματαίωση του γάμου με ειρηνικό, αναίμακτο τρόπο. Δεδομένης της σφιχτής ιδεολογικής εξύφανσης του μύθου, δεν μπορεί κανείς να διαβεβαιώσει πως η διεκδίκηση της βασιλικής εξουσίας θα σταματούσε εδώ. Γι’ αυτό και η τελική έκβαση δίνεται αιματηρή και φρενιασμένη από τον πατριάρχη της οικογένειας, συνεπικουρούμενο από τους πιστούς εργάτες της γης και τον γιο του. Σε μια τελετή μύησης στην αντρική ενηλικότητα θαρρείς, ο Τηλέμαχος βοηθά τον πατέρα στον σκοτωμό 108 ανθρώπων. Ύστερα κρεμά και δώδεκα δούλες που πλάγιαζαν με τους μνηστήρες, καθώς και δύο δούλους που συνεργάζονταν μαζί τους.

Εν κατακλείδι κανείς δεν ξεφεύγει από τους θεσμούς, ιδιαίτερα στη μακρινή εκείνη εποχή του Ομήρου, όταν οι άνθρωποι (ιδιαίτερα κι αυστηρότερα οι γυναίκες) έδιναν μεγαλύτερο βάρος στην κοινότητα και τα ήθη και έθιμά της απ’ ό,τι στις ατομικές τους ελευθερίες.

Αν αντίθετα η Πηνελόπη ζούσε στις μέρες μας, πιθανότατα θα έστελνε στον Οδυσσέα ετούτο το γράμμα-ποίημα της Κλαριμπέλ Αλεγκρία:

 

Γράμμα σε ένα αυτοεξόριστο

 

Αγαπημένε μου Οδυσσέα,

δεν είναι πια δυνατό, σύζυγέ μου,

τόσος καιρός που έχει περάσει και πετάξει,

να μη σου γράψω τίποτε για τη ζωή μου στην Ιθάκη.

Από όταν έφυγες, πάνε χρόνια τώρα πολλά,

η απουσία σου ήταν ένας πόνος για τον γιο σου κι εμένα.

 

Μνηστήρες άρχισαν να με περικυκλώνουν.

Ηταν τόσο πολλοί και η πίεσή τους τόση,

που ένας θεός με λυπήθηκε και με συμβούλεψε

να υφάνω ένα φίνο ύφασμα, ατέλειωτο,

για να σε σαβανώσω.

 

Όταν θα κατάφερνα να το ολοκληρώσω,

θα’ πρεπε χωρίς αργοπορία σύζυγο να διαλέξω.

Αυτή η ιδέα με διακατείχε:

Από την αυγή στρωνόμουνα και ύφαινα,

ξήλωνα όμως το πανί το βράδι.

Έτσι πέρασα τρία χρόνια.

Αλλά, λυπάμαι Οδυσσέα, η καρδιά μου διψάει

για ένα νέο άντρα, τόσο ωραίο

όσο ήσουν εσύ στα νιάτα σου,

τόσο ικανό στο τόξο και στο σημάδι, σαν εσένα.

 

… Είναι καλύτερα, Οδυσσέα, να μην ξανάρθεις,

από τον έρωτά μου για σένα δεν μείναν παρά μόνο στάχτες.

Ο Τηλέμαχος είναι καλά, δεν ζητά πια τον πατέρα του.

Καλύτερα για σένα που σε έχουμε για νεκρό.

 

Ταξιδιώτες μου είπαν για την Καλυψώ και για την Κίρκη.

Σκέψου το Οδυσσέα, αν διαλέξεις την Καλυψώ

θα ξαναβρείς τα νιάτα σου,

αν όμως η Κίρκη είναι η εκλεκτή,

θα είσαι ανάμεσα στα γουρούνια της

το πιο αρχοντικό.

 

Ελπίζω να μη σε προσβάλλω.

Και μην ανακατέψεις τους θεούς.

Σκέψου τον Μενέλαο και την Ελένη,

πώς μας έμπλεξαν σε πόλεμο παράλογο,

και ιδού πού βρίσκεσαι εσύ.

 

Σε παρακαλώ λοιπόν, μην έρθεις ξανά.

Η πιστή σου Πηνελόπη.

[1]Ευχαριστώ πολύ τον Παναγιώτη Μπότση, υπεύθυνο επιμέλειας εκδόσεων, για την εξαιρετική επιμέλεια του κειμένου.