Γιατί είμαι φεμινιστής…

Ο εκπαιδευτικός Πέτρος Σαπουντζάκης εξηγεί όλους εκείνους τους λόγους που τον κάνουν να λέει με περηφάνεια ότι είναι φεμινιστής

 

Αλιεύει η Ιρέν Κόντου

 

Πρώτα απ’ όλα είμαι φεμινιστής γιατί ο πατέρας μου μας μεγάλωσε έτσι. Ήμασταν τέσσερα αδέρφια, δύο αγόρια και δύο κορίτσια. Θυμάμαι δεκαετία ’70 μας έλεγε ότι δεν υπάρχουν αντρικές και γυναικείες δουλειές. Είχαμε εβδομαδιαίο πρόγραμμα, ποιο παιδί θα πλύνει πιάτα, ποιο θα σκουπίσει, ποιο θα πάει σουπερμάρκετ, γιατί εργάζονταν και οι δύο μας γονείς πρωί και απόγευμα και έπρεπε να τους ελαφρύνουμε όσο μπορούσαμε, ανάλογα με την ηλικία μας. Θυμάμαι επίσης στις ατελείωτες οικογενειακές συζητήσεις να σχολιάζουμε σεξιστικές συμπεριφορές, ή πολιτικά θέματα όπως η αλλαγή του οικογενειακού δικαίου που έφερε το ΠΑΣΟΚ. Έντονα πολιτικοποιημένη περίοδος!

Βέβαια αυτό στην πράξη δεν ήταν τόσο ειδυλλιακό όσο ακούγεται. Ούτε η κοινωνία είχε αλλάξει, αλλά ούτε και όλες οι αντιλήψεις και συμπεριφορές μας είχαν «καθαριστεί» από πατριαρχικά κατάλοιπα και σεξισμό. Ούτε σήμερα άλλωστε δεν έχει επιτευχθεί αυτό, ακόμα και στους πιο πολιτικοποιημένους χώρους. Ήταν και η ίδια η έννοια της «θηλυπρέπειας», που έφερε ακόμα αρνητικό βάρος. Οι αξιόλογες γυναίκες ήταν οι δυναμικές, ανεξάρτητες, κουλτουριάρες φίλες του πατέρα μου. Περισσότερο δηλαδή είχαν αποκτήσει ουδέτερο πρόσημο ως προς το φύλο, στάσεις που σχετίζονταν με την εργασία, τις ευθύνες, την ανεξαρτησία, την δυναμικότητα, την εκπαίδευση, στάσεις που πριν ήταν χαρακτηριστικά των ανδρών. Αν και θυμάμαι τον πατέρα μου να ασχολείται με την φροντίδα της αδερφής μου όταν ήταν μωρό ή να μαγειρεύει, η θηλυκότητα στον άντρα παρέμενε μεγάλο ταμπού. Η μάνα μου από την άλλη ήταν πιστή γυναίκα, είχε μάθει στο μοντέλο της υπακοής στον άντρα και ήταν φεμινίστρια όσο υπάκουε στον άντρα της. Εξαιρετικό αυτό! Όταν άρχισαν να απομακρύνονται και να χαλάει η σχέση τους, η μάνα μου κατηγόρησε γι’ αυτό αυτήν ακριβώς την πολιτικοποίηση, που μέρος της ήταν και ο φεμινισμός. Και επέστρεψε με ολοκληρωτική αφοσίωση πλέον στον χώρο της πίστης, περιμένοντας τον άντρα της να μετανιώσει και να γυρίσει κοντά της.

Αργότερα όσο μεγάλωνα, ενώ θεωρούσα ότι είχα φυσική και δεδομένη την φεμινιστική μου στάση, αναγνώρισα πρώτα απ’ όλα ότι ο εσωτερικευμένος μπάτσος που επόπτευε την αρρενωπότητά μου ήταν τόσο δυναμικός και πανταχού παρών, που δεν μπορούσα καν να τον ελέγξω. Ούτε βήμα δεν μπορούσα να κάνω χωρίς να δώσω αρρενωπές συντεταγμένες στα πόδια μου, ούτε τσιγάρο δεν μπορούσα να σηκώσω αν δεν ρύθμιζα επιμελώς την στάση του κεφαλιού, την θέση του αγκώνα, την κλίση του καρπού, ώστε να είναι αρρενωπά. Η δε φωνή μου, όλο κατέβαινε και κατέβαινε και είχε γίνει τόσο ραδιοφωνική που συναγωνιζόταν Αμερικάνους εκφωνητές δεκαετίας 50. Δεν είναι ότι ήμουν μισογύνης ακριβώς, αλλά τρόπον τινά, για να μπορώ να είμαι φεμινιστής, έπρεπε να διατηρώ την δύναμη με την οποία με εφοδίαζαν τα εύθραυστα αρρενωπά χαρακτηριστικά μου. Κάτι σαν προστάτης, δηλαδή. Ανωτέρου, πάντα. Και ήταν εξουθενωτικό αυτό, στράβωνε όλη την ύπαρξή μου και επιβάρυνε με ενεργειακό κόστος κάθε κίνησή μου. Δεν μπορούσα απλά να υπάρχω, έπρεπε να υπάρχω «ως άντρας». Παρόλα αυτά, συνέχιζα την θεωρητική αμφισβήτηση του πατριαρχικού μοντέλου και την πολιτικοποίηση. Δηλαδή ήμουν στο θεωρητικό εντελώς φεμινιστής, αλλά στο σωματικό εντελώς μπάτσος.

Ο φεμινισμός για εμένα μέχρι εκείνη την στιγμή ήταν σχεδόν μία διαδικασία μέσα από την οποία οι θηλυκές εκφάνσεις (και στις γυναίκες και στους άντρες) εφοδιάζονταν με αρσενικά χαρακτηριστικά, ώστε να χειραφετηθούν και να ανέβουν επίπεδο.

Όταν άρχισε να έρχεται η κρίση γκρεμίστηκαν όλα τα κρυφά όνειρα που είχα για οικονομική κυριαρχία και ανωτερότητα μέσα από ατομική επιχειρηματικότητα. Πάπαλα, ότι έχτιζα κάποιες δεκαετίες τα πήρε ο αγέρας κι έμεινα με χρέη. Τότε λοιπόν, το 2009, είπα να ασχοληθώ με ακτιβισμό και να σταθώ έμπρακτα και όχι μόνο θεωρητικά απέναντι σε όσα έβλεπα. Διάλεξα το πεδίο του φύλου και της σεξουαλικότητας στην εκπαίδευση. Αργότερα έμαθα ότι αυτό ονομάζεται κοινωνική επιχειρηματικότητα.

Μέσα λοιπόν από την κοινωνική επιχειρηματικότητα των Οργανώσεων της Κοινωνίας των Πολιτών, με πιο απλά λόγια μέσα από τον ακτιβισμό των οργανώσεων, ήρθα σε διάλογο με σώματα που δεν είχαν διαδική αντίληψη για τα φύλα, ούτε ιεραρχούσαν τις εκφράσεις. Άνοιξα λοιπόν λίγο τα ματάκια μου και γνώρισα έναν νέο φεμινισμό που δεν απευθυνόταν μόνο στις γυναίκες, που ερμήνευε την ομοφοβία και τρανσφοβία της κοινωνίας μας. Και προσπαθώ να τα κρατάω ανοιχτά γιατί μαθαίνω συνέχεια πραγματάκια. Ο πολιτισμός μας είναι τόσο δομημένος πάνω στην ιεράρχηση των φύλων, των σωμάτων και των επιθυμιών, που έχω πολλά να δω ακόμα.

Ο φεμινισμός σήμερα για εμένα δεν είναι μία στατική κατάσταση, δεν μπορεί να είναι κεκτημένο. Δεν κατέχω πεντιγκρί πιστοποίησης «Είμαι φεμινιστής», ούτε και θα μπορούσα. Είμαι φεμινιστής με την έννοια της διαρκούς εποπτείας. Μου αρέσει η ενόχληση της «πολιτικής ορθότητας» (άθλιος όρος), «γιατί ρε φίλε πρόσεχε τι λες». Ναι, πρέπει διαρκώς να προσέχουμε, αν θέλουμε να παρατηρούμε τι κάνουμε. Ναι, η κούρσα του χιούμορ μας και των αυτόματων αντανακλαστικών μας καλό είναι να πέφτει σε καμιά λακκούβα, να σπάει κανέναν άξονα. Καλύτερα από το να σπάει ζωές ανθρώπων.

i. Πέτρος Σαπουντζάκης είναι εκπαιδευτικός και μέλος του Πολύχρωμου Σχολείου (www.rainbowschool.gr)