Εγκλημα και ισόβια Τιμωρία

Λέσλι βαν Χάουτεν και Πατρίσια Κρενγουίνκελ, συνεργάτιδες του Μάνσον

Γράφει η Δώρα Στυλιανίδου

Η δεκαετία του 1960 στην Αμερική σείεται απο βίαιες αναταραχές , πολιτικές δολοφονίες και τον πόλεμο του Βιετνάμ ενω απο το 1966 ο Τίμοθι Λήρι προτρέπει την νεολαία με το “Turn on, tune in, drop out.”.μαστουρώσου, χαλάρωσε και παράτα τα όλα, Περιπλανώμενοι νέοι (drifters) αρχίζουν να πηγαινοέρχονται με ωτοστόπ πάνω-κάτω τις ακτές της Καλιφόρνια και συρρέουν κατά χιλιάδες στο Σαν Φρανσίσκο, ψάχνοντας για ναρκωτικά και ελεύθερο σεξ. Η Λέσλι βαν Χάουτεν και η Πατρίσια Κρενγουίνκελ ακολουθούν τον ίδιο δρομο.

Το 1967 έχοντας περάσει την μισή ζωή του στη φυλακή για ληστείες, μικροαπατεωνιές και μαστροπία γυναικών, ο Τσάρλς Μάνσον κατέληξε στο Σαν Φρανσίσκο. Ο “Τσάρλι” που ήταν 32 χρονών, ειχε βιώσει την εγκατάλειψη από την μητέρα του που αδυνατούσε, παιδί και η ίδια, στα 14 χρόνια της να μεγαλώσει ένα παιδί, εξαρτημένη οικονομικά και συναισθηματικά απο διάφορους άντρες. Ο Μάνσον κακοποιήθηκε στο αναμορφωτήριο και στη φυλακή έμαθε να ειναι σκληρός και εκδικητικός και να ελέγχει τους άλλους για να επιβιώσει. Οι γυναίκες γίνονται τα πιο ευάλωτα θύματα του .

Η Λέσλι βαν Χάουτεν (Leslie van Houten) που γεννήθηκε το 1949 στην Καλιφόρνια ήταν παιδί χωρισμένων γονιών και μεγάλωσε σε μια μεσο-αστική θρησκευόμενη οικογένεια. Οταν ήταν 15 χρονών άρχησε την χρήση LSD, χασίς και άλλων παραισθησιογόνων, και στα 17 η μητέρα της την ανάγκασε να κάνει έκτρωση σε προχωρημένη κυοφορία. Η Λέσλι εξοργίζεται με την μητέρα της και δεν την συγχωρεί ποτέ. Μετά απο αποτυχημένες απόπειρες να βρει μια κατεύθυνση στη ζωή της, έχοντας δοκιμάσει να γίνει γραμματέας, εγκαταλείπει τα πάντα και πηγαίνει να ζήσει σε ένα χίππικο κοινόβιο.Λίγο αργότερα θα γνωρίσει τον Μάνσον και θα τον ακολουθήσει υπνωτισμένη.

Η Πατρίσια Κρενγουίνκελ (Patricia Krenwinkel) γεννήθηκε κι αυτή στη Καλιφόρνια, στο Λος Αντζελες, το 1947, και ειχε επίσης δύσκολη εφηβεία. Στο σχολείο τα παιδιά την κορόιδευαν επειδή ήταν παχιά και είχε υπερβολική τριχοφυία Μετά το διαζύγιο των γονιών της παρέμεινε με τον πατέρα της, δίδαξε κατηχητικό και ήθελε να γίνει καλόγρια. Γρήγορα όμως παράτησε τις σπουδές της στο κολέγιο, εγκατέλειψε το σπίτι της και όταν γνώρισε τον Μάνσον έφυγε μαζί του, αντικαθιστώντας τη θέληση της με τη δική του. Η Σούζαν Άτκινς γεννήθηκε κι αυτή στη Καλιφόρνια το 1948 απο αλκοολικούς γονείς και μετά τον θάνατο της μητέρας της έμεινε με τον πατέρα της και τον αδελφό της. Όταν ο πατερας της τους εγκατέλειψε ,η Σούζαν έπρεπε να τα βγάλει πέρα μόνη της ,φροντίζοντας τον αδελφό της. Κάποια στιγμή πήγε στο Σαν Φρανσίσκο όπου γνώρισε τον Μάνσον και του παραδόθηκε ανευ όρων.

Ο Μάνσον “ψάρευε” συνεχώς καινούργιες κοπέλες για να μπούνε στην “Οικογένεια¨, όπως αποκαλούσε το περιπλανώμενο κοινόβιό του. Χρησιμοποιούσε τις γυναίκες για να προσελκύσει περισότερους άντρες στην σέχτα του, που διαρκώς μεγάλωνε, με νέους που έψαχναν για σεξ, ναρκωτικά και την ψευδαίσθηση ότι ανήκουν σε μια αγαπημένη οικογένεια όπου όλα ηταν ελεύθερα, και τους οποίους χρησιμοποιούσε για να κάνουν απατεωνιές και ληστείες που απέφεραν έσοδα για να επιβιώνουν και να αγοράζουν ναρκωτικά. Οι γυναίκες δεν είχαν καμμιά αξία, ήταν εκεί για να ευχαριστούν τους άνδρες, αλλά ταυτόχρονα τις εκπαίδευε για να είναι σκληρές και ανελέητες και να κάνουν τα πάντα γι αυτόν. Ο Μάνσον έλεγχε απόλυτα τους οπαδούς του αποφασίζοντας πόσο LSD θα πάρουν και με ποιόν θα κάνουν σεξ στα ομαδικά όργια όπου ήταν ο ίδιος επικεφαλής ,παίρνοντας λιγώτερα ναρκωτικά απ’ όλους για να τους ελέγχει καλύτερα.Χρησιμοποιούσε την χρήση ουσιών σε συνδιασμό με μια ασυνάρτητη και ανελέητη πλύση εγκεφάλου για την αξία του να πάψεις να υπάρχεις και της απομόνωσης απο την κοινωνία. Η αντικοινωνική του συμπεριφορά έτρεφε την παράνοια του, και μαζί του παρανοούσαν και οι οπαδοί του, απόλυτα εξαρτημένοι απο αυτόν, πιστεύοντας ότι ο υπόλοιπος κόσμος ήταν εναντίον τους. Έχοντας πείσει τον εαυτό του ότι σε μια μεγάλη φυλετική εξέγερση των μαύρων θα πάρει την εξουσία μαζι με όλη την “Οικογένεια”, εκπαιδεύει τους όπαδούς του στη χρήση των όπλων επιλέγοντας προσεκτικά τους πιο “πιστούς¨ σαν μελλοντικούς φονιάδες. Οι τρεις κοπέλες Σούζαν Ατκινς, Πατρίσια Κρενκγουίνκελ και Λέσλι βαν Χάουτεν που ειναι απόλυτα υποταγμένες στη θέληση του, γίνονται στα χέρια του άβουλοι δολοφόνοι, “άδεια δοχεία “ όπως θα καταθέσει αργότερα η Λέσλι βαν Χάουτεν.

Το βράδυ της ενάτης Αυγούστου 1969 ο Μάνσον στέλνει τον Τέξ Γουάτσον, την Σούζαν Ατκινς και την Πατρίσια Κρενγουίνκελ να σκοτώσουν όσους είναι μέσα σε μια βίλα σε ενα προάστειο του Λος Αντζελες. Έχει επιλέξει αυτό το σπίτι με κίνητρο την εκδίκηση, πιστεύει ότι εκεί μένει ενας μάνατζερ της μουσικής που τον κορόιδεψε και δεν ηχογράφησε σε δίσκο τα τραγούδια του. Όμως εκει μένει η ηθοποιός Σάρον Τέιτ, 8 μηνών έγγυος και το συγκεκριμένο βράδυ φιλοξενει τρεις φίλους της. Αν και επικεφαλής της σφαγής ειναι ο Τεξ Γουάτσον, η Ατκινς μαχαιρώνει και αυτή την Σάρον Τέιτ και η Κρενγουίνκελ την Αμπιγκέιλ Φόλτζερ και με ματωμένα χέρια γράφει στο τοίχο “Θάνατος στα Γουρούνια” με το αίμα του θύματος.

Την επόμενη μέρα θα πεθάνει το ζευγάρι Λήνο και Ρόζμαρι Λαμπιάνκα σε έναν άλλο δρόμο και θα λάβει μέρος και η Λέσλι βαν Χάουτεν μαχαιρώνοντας πολλές φορές την Ρόζμαρι Λαμπιάνκα που πιθανόν να ήταν ήδη νεκρή.Τα εγκλήματα ήταν εξαιρετικά άγρια και βασανιστικά για τα θύματα, γιατί παρόλα τα απανωτά μαχαιρώματα άργησαν να πεθάνουν. Διαδόθηκε η φήμη ότι επρόκειτο για ανθρωποθυσίες απο σατανιστές.

Μετά την σύλληψη τους (και του Μάνσον που δεν έχει σκοτώσει κανένα), καταδικάζονται σε θάνατο για τη δολοφονία συνολικά 7 ανθρώπων αλλά το 1971 η ποινή του θανάτου καταργείται για εκείνη τη  χρονιά στη Καλιφόρνια και ο Μάνσον, ο Τεξ Γουάτσον και οι τρεις κοπέλες καταδικάζονται σε ισόβια κάθειρξη. Η υπόθεση παίρνει γιγαντιαίες διαστάσεις και προβάλεται απο τα ΜΜΕ και τον εισαγγελέα Βίνσεντ Μπουλιόσι σαν το μεγαλύτερο και πιο ειδεχθές έγκλημα στην ιστορία της Αμερικής. Η εκμετάλευση αυτών των εγκλημάτων απο ταινίες, βιβλία, και αμέτρητα live show αποφέρει μεγάλα κέρδη. Ο Μάνσον γίνεται εμπορεύσιμο προιόν. Η ψύχωση του κοινού που καλλιεργήθηκε προσεκτικά από τα ΜΜΕ, δεν είχε τέλος. Ο Βίνσεντ Μπουλιόσι γίνεται διάσημος και γράφει ένα βιβλίο που θα του αποφέρει πολλά χρήματα το “Χέλτερ-Σκέλτερ” όπου διαμορφώνει την θεωρία του ότι ο Μάνσον εμπνεύσθηκε απο το ομώνυμο τραγούδι των Μπήτλς τον φυλετικό πόλεμο λευκών -μαύρων, που ειχε προβλέψει και τον επερχόμενο Αρμαγεδώνα.

Ενω μέσα στην φυλακή ο Μάνσον παρέμεινε φανατικά αμετανόητος και δεν παραδέχτηκε ποτέ ότι αυτός έδωσε την διαταγή για τους φόνους, ο Τεξ Γούτσον και οι τρεις νεαρές κρατούμενες μετανόησαν ειλικρινά, έκαναν μεγάλες αλλαγές και μέσα απο τα χρόνια βρήκαν τον εαυτό τους.

Πρώτα απο όλα μπήκαν στα θεραπευτικά προγράμματα απεξάρτησης και συνεχούς επανένταξης απο τα ναρκωτικά και το αλκοόλ, στους Ναρκομανείς Ανώνυμους και τους Αλκοολικούς Ανώνυμους και παράλληλα έκαναν ψυχοθεραπεία και ο συνδυασμός όλων αυτών τις βοήθησε να παραδεχθούν τα εγκλήματα και να αναλάβουν την ευθύνη τους.

Η Σούζαν Ατκινς πρόσφερε μεγάλο θεραπευτικό έργο μεσα στη φυλακή, βοηθώντας τις συγκρατούμενες της. Εκπαιδεύτηκε σαν βοηθός δικηγόρου και βοηθούσε σε όλες τις εκδηλώσεις. Πριν το θάνατό της, υπήρξε η μακροβιώτερη κρατούμενη στα σωφρονιστικά ιδρύματα της Καλιφόρνια. Τώρα πια τον τίτλο αυτό τον έχει η Πατρίσια Κρενγουίνκελ. Η Σούζαν Ατκινς πέθανε το 2009 μέσα στη φυλακή απο καρκίνο του εγκεφάλου. Μέχρι το τέλος της αρνήθηκαν να βγει και να πεθάνει έξω παρόλο που ήταν ακινητοποιημένη στο κρεββάτι με κομμένο το ένα πόδι της. Η τελική παράκληση της για ευσπλαχνία δεν εισακούσθηκε ποτέ. Ειχε κάνει άπειρες αιτήσεις μεσα απο τα χρόνια για αναστολή, αλλά δεν της δόθηκε, και το τραγελαφικό είναι ότι στο νεκροκρέββατο της, με ενα όγκο στο κεφάλι και ένα πόδι, η Άτκινς χαρακτηρίσθηκε απο το εκδικητικό σύστημα “επικίνδυνη”.για την κοινωνία.

Susan Atkins leaves the grand jury room after testifying against accused murderer Charles Manson, Los Angeles, California, December 1969. The man in the suit to her right is most likely her attorney, Richard Caballero. (Photo by Ralph Crane/Time Life Pictures/Getty Images)

Η Πατρίσια Κρενγουίκελ πήρε δίπλωμα στις Κοινωνικές Υπηρεσίες απο το πανεπιστήμιο του LaVerne και δίδαξε γραφή και ανάγνωση στις αναλφάβητες συγκρατούμενες της. Συνεχίζει να γράφει ποιήματα και μουσική και παραδίδει και μαθήματα χορού. “Μεγάλωσα σε ένα σπίτι γεμάτο σιωπή και ήθελα αγάπη. Αυτό με έκανε ευάλωτη στον Μάνσον και με κατέστρεψε” έχει πει.

Πατρίσια Κρενγουίνκελ, σήμερα

Η Λέσλι βαν Χάουτεν σπούδασε και αυτή στη φυλακή, και εχει γράψει διηγήματα, συμμετείχε στην εφημερίδα της φυλακής, εκτέλεσε καθήκοντα γραμματέα και βοήθησε τις συγκρατούμενες της. Το 2018 η επιτροπή αναστολής τη θεώρησε παραδειγματική κρατούμενη και την πρότεινε για άμεση αποφυλάκιση. Όμως ο κυβερνήτης της Καλιφόρνια αρνήθηκε να υπογράψει το αίτημα με την δικαιολογία ότι “παραμένει επικίνδυνη για την κοινωνία αν αποφυλακισθεί” .Ο Τσάρλς Μάνσον πέθανε τελικά το 2017 σε ηλικία 83 ετών, έχοντας αρνηθεί να παραστεί στις τελευταίες επιτροπές αναστολής, μη θέλοντας να απελευθερωθεί, όπως ειχε δηλώσει.

Λέσλι βαν Χάουτεν, σήμερα

Το υποκριτικό και εκδικητικό αμερικάνικο σωφρονιστικό σύστημα, που στέλνει στην πτέρυγα των μελοθανάτων τους φτωχούς μαύρους και λευκούς κανιβαλίζοντάς τους και μετατρέποντας σε θέαμα την ώρα του θανάτου τους από τον κόσμο που παρακολουθεί την εκτέλεση τους, αντικαθιστώντας απλά το αίμα με αίμα και δεν δίνει καμία λύση στη συνεχώς αυξανόμενη εγκληματικότητα.

Επιπλέον η ισόβια κάθειρξη, για να ειναι υποφερτή και δίκαια όσο γίνεται και να μην καταπατάει τα ανθρώπινα δικαιώματα, δεν πρέπει να ειναι εκδικητική και βασανιστική και πρέπει να δίνει το δικαίωμα της αναστολής σε κρατούμενους και κρατούμενες που έκαναν την μεγάλη αλλαγή μέσα στη φυλακή, έχοντας εκτίσει ένα μεγάλο μέρος της ποινής τους και που δεν θεωρούνται πια επικίνδυνοι για την κοινωνία.

Οι γυναίκες αυτές φυλακίσθηκαν 19 και 20 χρονών και δεν έχουν βγει ούτε μια μέρα στην κοινωνία. Εντούτοις πάλεψαν με τους δαίμονές τους και κατάφερουν να παραμείνουν δημιουργικές και αλληλλέγγυες στις συγκρατούμενες τους.

Επείγει τελικά να αποφυλακισθούν τώρα και, έχοντας κάνει την επανένταξη τους μέσα στη φυλακή, να την κάνουν και εκεί που μετράει περισότερο, στην κοινωνία, και να ζήσουν ελεύθερες. Μακάρι να μην υπάρξουν ποτέ ξανά κρατούμενες σαν την Λέσλι βαν Χάουτεν και την Πατρίσια Κρενγουίνκελ που έχουν μείνει θαμμένες ζωντανές σχεδόν μισό αιώνα.

Πηγές: αγγλική βικιπαίδεια

Άρθρο:  Murder, Love, and Redemption Orange Coast magazine