Εμφυλες αντηχήσεις της Οκτωβριανής Επανάστασης στην Ελλάδα

Συνέντευξη με την ιστορικό και δημοσιογράφο Αγγέλικα Ψαρρά, με αφορμή το βιβλίο της «Κι έγινα μπολσεβίκα. Έμφυλοι απόηχοι του Οκτώβρη στην Ελλάδα»

Τη συνέντευξη πήρε η Σοφία Ξυγκάκη

Πέρυσι ήταν η επέτειος των 100 χρόνων από την Οκτωβριανή Επανάσταση. Όλο το 2017, πολλά βιβλία για τη Ρώσικη Επανάσταση εκδόθηκαν, επανεκδόθηκαν ή επανήλθαν στις προθήκες των βιβλιοπωλείων, πάμπολλα αφιερώματα πραγματοποιήθηκαν, εκθέσεις, συζητήσεις, διοργανώθηκαν, η τέχνη, οι ιδέες και οι πολιτικές παρακαταθήκες του σοσιαλισμού βρέθηκαν στο επίκεντρο του προβληματισμού στις σημερινές συγκυρίες. Ηχηρή ήταν η διαρκής απουσία ενδιαφέροντος για κεφαλαιώδη ζητήματα που αφορούν τις έμφυλες όψεις της επανάστασης και τις αντηχήσεις τους στην Ελλάδα και αφορμή, ένα χρόνο αργότερα, να μιλήσουμε γι’ αυτές με την ιστορικό και δημοσιογράφο Αγγέλικα Ψαρρά. Το βιβλίο της «Κι έγινα μπολσεβίκα. Έμφυλοι απόηχοι του Οκτώβρη στην Ελλάδα», έκδοση της «Εφημερίδας των Συντακτών» 2017*, συγκεντρώνει τέσσερα εξαιρετικά ενδιαφέροντα κείμενα της, ήδη δημοσιευμένα σε διαφορετικά συλλογικά έργα και που, όπως γράφει η ίδια στον πρόλογό της «επιχειρούν να ψηλαφήσουν τις διεργασίες οι οποίες οδήγησαν στη συγκρότηση και, στη συνέχεια, την παγίωση της εγχώριας κομμουνιστικής εκδοχής για το “λυτρωμό” ή το “ξεσκλάβωμα” των γυναικών, με άλλα λόγια για την απελευθέρωσή τους».

Καταρχάς, ο τίτλος και ο υπότιτλος του βιβλίου σου ξαφνιάζουν.
Είναι, πιστεύω, αυτονόητο πως τα μεσοπολεμικά κομμουνιστικά κινήματα, ανάμεσά τους και το ελληνικό στις διαφορετικές εκδοχές του, προϋπέθεταν την επανάσταση του Οκτώβρη και συνδέθηκαν στενά με όσα την ακολούθησαν. Πράγματα γνωστά, χιλιοειπωμένα. Κι όμως, αν τοποθετήσουμε στο κέντρο της αναζήτησής μας τις γυναίκες που την εποχή εκείνη στρατεύτηκαν στην υπόθεση του κομμουνισμού, θα διαπιστώσουμε πως κρίσιμες πτυχές της σχέσης τους με την επαναστατική επαγγελία παραμένουν αδιερεύνητες. Ανάμεσά τους, οι ενδεχόμενες κατά φύλο διαφοροποιήσεις στην πρόσληψη της επανάστασης και, προφανώς, οι έμφυλες συνέπειες των πολιτικών διευθετήσεων που σφράγισαν τις μετεπαναστατικές εξελίξεις.

Με τι τρόπο;
Μεταφέροντας το κομμουνιστικό όραμα από το χώρο της ουτοπίας στο πεδίο της πολιτικής, ο Οκτώβρης μιλούσε στις ελληνίδες κομμουνίστριες για τον καταλυτικό ρόλο των ομοφύλων τους στην επαναστατική διαδικασία και τις διαβεβαίωνε πως το κομμουνιστικό σχέδιο είναι ανέφικτο δίχως τη συμμετοχή τους. Ταυτόχρονα, η σοβιετική εμπειρία δεν συνιστούσε απλώς εγγύηση για τη μελλοντική γυναικεία απελευθέρωση, αλλά πρότεινε και τα εργαλεία για την πραγμάτωσή της: διευκολύνοντας τις γυναίκες να διεκδικήσουν μια διακριτή θέση στην κομμουνιστική γενεαλογία, τους υποδείκνυε τον ορθό στρατηγικό στόχο που μεταφραζόταν πολιτικά στην εκμάθηση τεχνικών υπαγωγής του φύλου στην τάξη.
Με άλλα λόγια, τις εκπαίδευε να αποθέτουν τις ελπίδες τους στην κοινή πάλη με τους άντρες συντρόφους τους. Ούτως ή άλλως, η σοβιετική εκδοχή για τη λύση του «γυναικείου ζητήματος» και οι, συχνά ανομολόγητες, αλλά πάντως εξόφθαλμες, μεταλλαγές των περιεχομένων της στο χρόνο δεν αποτυπώνονταν μόνο στις «γυναικείες» κομματικές πολιτικές. Συνεπάγονταν έμφυλες ρυθμίσεις και στο επίπεδο της εσωκομματικής, αλλά και της προσωπικής και οικογενειακής ζωής των κομμουνιστών, αντρών και γυναικών.
Περιττό να το σημειώσω, οι ιστοριογραφικές εκκρεμότητες για ζητήματα σαν κι αυτά παραμένουν πολλές.

Τι ιστορία τελικά αφηγείται το ΚΚΕ με τη στάση του απέναντι στις γυναίκες;
Αρκεί, θα έλεγα, μια ματιά στην αριστερή ιστοριογραφία όσο και στις αριστερές μνημονικές τελετουργίες, παλιότερες και συγκαιρινές: κάθε τι που σχετίζεται με τις γυναίκες ή/και το φύλο αντιμετωπίζεται ως ένα επιμέρους κεφάλαιο της ιστορικής αφήγησης, ένα παρακολούθημά της, αν θέλεις, παρακολούθημα αναγκαίο, πάντως ανήμπορο να αφήσει πάνω της το αποτύπωμά του. Την ίδια ώρα, οι ηγεμονικές αναγνώσεις του χρονικού της σύνδεσης των γυναικών με το κομμουνιστικό όραμα και τις κομμουνιστικές πολιτικές στην Ελλάδα έχουν συγκροτήσει έναν ιστοριογραφικό κοινό τόπο, σύμφωνα με τον οποίο η σχέση του ΚΚΕ με το λεγόμενο γυναικείο ζήτημα ακολούθησε μια ευθύγραμμη ανοδική πορεία. Στην πορεία αυτή, οι δύο μεσοπολεμικές δεκαετίες καταλαμβάνουν τη θέση μιας λίγο πολύ γραφικής προϊστορίας, αδύναμης να προαναγγείλει την έκρηξη που θα συνόδευε την παρουσία των γυναικών στην αντίσταση. Στη συνέχεια, οι θυσίες των γυναικών στην κατοχή, η συμβολή τους στα γεγονότα του Δεκέμβρη, το τίμημα που κατέβαλαν την εποχή της «λευκής τρομοκρατίας», η δράση τους στον Δημοκρατικό Στρατό, το μερίδιό τους στις εκτελέσεις, τον εγκλεισμό, τις εξορίες και την αναγκαστική υπερορία συνιστούν τα επιμέρους κεφάλαια μιας ενιαίας αφήγησης, βασισμένης σε δύο αλληλοσυμπληρούμενες και εναλλασσόμενες έννοιες: την έννοια του ηρωισμού και εκείνη του μαρτυρίου. Με τον διττό χαρακτήρα της ­-συλλογική λαϊκή αντίδραση και ταυτόχρονα εξατομικευμένος ηρωισμός-, η συμμετοχή των γυναικών στους εθνικοαπελευθερωτικούς και λαϊκούς αγώνες προσλαμβάνεται έτσι καθησυχαστικά ως απόρροια των αστέρευτων δυνάμεων που κρύβει μέσα του το γυναικείο φύλο και την ίδια στιγμή ως αναντίλεκτη απόδειξη για όσα θαυμαστά εκπορεύονται από την ενότητα του λαού, επομένως και των φύλων, στις κρίσιμες για το έθνος ώρες. Μοιάζει μη πολιτική -ή πέραν της πολιτικής- η συρρίκνωση αυτή της ιστορίας σε μαρτυρολόγιο, αλλά δεν είναι: αναμφίβολα, πολιτικές επιλογές κρίνουν κατά περιόδους ποιοι και ποιες έχουν θέση στο προσκλητήριο των νεκρών, αλλά και ποιες πράξεις τους δικαιούνται να θεωρηθούν αξιομνημόνευτες.

Γιατί δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτα για τα πρώτα κορίτσια του ΣΕΚΕ και στη συνέχεια του ΚΚΕ και της ΟΚΝΕ; Γράφεις ότι, από τις μαρτυρίες αυτών των νεαρών κομμουνιστριών που δεν υπήρξαν στη συνέχεια προβεβλημένα στελέχη, προκύπτει πως η ένταξη στο κόμμα συνεπαγόταν ρήξεις σε ό,τι αφορά την οικογένεια, την ερωτική ζωή και τη μητρότητα. Για παράδειγμα, στην εξομολόγηση της μαθήτριας από τη Δράμα που παραθέτεις, αυτή, μετά την πρώτη της επαφή με την κομμουνιστική διδαχή, μιλά για ξύπνημα και αναρωτιέται: «[…]Ο γάμος. Τι χρειάζεται; Ποιον ωφελεί; Η παρθενιά, γιατί ισχύει μόνο για την κοπέλα; Ποιο είναι το όφελος των αντρών από αυτό το καθεστώς; […]». Εδώ δεν πρόκειται και για αφύπνιση φύλου;
Στο κλίμα που ήδη υπαινίχθηκα, δεν είναι παράδοξο που ελάχιστα γνωρίζουμε σήμερα για τις -λιγοστές στην αρχή, κάπως περισσότερες στη συνέχεια- κομμουνίστριες του ελληνικού μεσοπολέμου. Κυρίως εκείνες που από τα χρόνια ακόμη του ΣΕΚΕ ή στις απαρχές του ΚΚΕ στρατεύτηκαν στην υπόθεση του κομμουνισμού, συγκλονισμένες, όπως υποδεικνύουν τα φειδωλά τεκμήρια, από την επανάσταση του Οκτώβρη. Είναι βέβαιο ότι υπήρξαν θύματα, οι πολλές, των αλλεπάλληλων ακυρώσεων της κομματικής ιστορίας για τις οποίες μας υποψίασε εδώ και καιρό ο Άγγελος Ελεφάντης. Αλλά ταυτόχρονα υπήρξαν θύματα, πιστεύω, και της πεποίθησής τους ότι η απελευθέρωση των γυναικών, όπως την ευαγγελιζόταν η επανάσταση των μπολσεβίκων, συνεπαγόταν άμεσες όσο και ριζικές ανατροπές στην προσωπική και οικογενειακή ζωή των γυναικών, ανατροπές που κατά τη δεκαετία του ᾽30 θα θεωρούνταν ήδη ασύμβατες με την ταυτότητα μιας «πραγματικής» κομμουνίστριας. Πειραματισμοί αυτού του τύπου δεν προβλέπονταν από τον έμφυλο κανόνα που καθόρισε από νωρίς τα πρόσωπα, τα γεγονότα και την γκάμα των βιωμάτων που δικαιούνταν μια θέση στις κομματικές δέλτους. Επομένως δεν είναι περίεργο που αυτά τα άγνωστά μας «πρώτα κορίτσια» του ΚΚΕ έμελλε να χάσουν τη μάχη τους με την επίσημη κομματική μνήμη.

Πότε και πώς δημιουργήθηκε το δίπολο «αστικός φεμινισμός» -«προλεταριακός φεμινισμός» και τι αποκαλούσε το κόμμα «διπλή σκλαβιά»;
Θυμίζω πως η έννοια «αστικός φεμινισμός» δεν πρωτοεμφανίζεται στον ελληνικό μεσοπόλεμο. Επινοήθηκε τον καιρό της Δεύτερης Διεθνούς, τότε που, όχι δίχως αμφιταλαντεύσεις, τα ισχυρότερα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, και κυρίως το γερμανικό, αποφάσιζαν να αποκλείσουν κάθε σύμπραξη με τις γυναικείες οργανώσεις της εποχής τους. Συγκροτημένη αντίθεση σοσιαλισμού/κομμουνισμού – φεμινισμού η Ελλάδα δεν θα γνωρίσει πριν από τη δεκαετία του ᾽20, οπότε μιλάμε για μια διαδικασία που εντάσσεται στις τριτοδιεθνιστικές διευθετήσεις του λεγόμενου γυναικείου ζητήματος. Εκείνο που κατά κύριο λόγο με απασχόλησε στο συγκεκριμένο κείμενο ήταν να εντοπίσω τις ενδεχόμενες μεταλλαγές της αντιπαράθεσης αυτής στο χρόνο και να αναρωτηθώ για την ανθεκτικότητα των επιπτώσεών της. Απολύτως σχηματικά, θα έλεγα πως, στην αρχή της μεσοπολεμικής περιόδου, ο «αστικός φεμινισμός» αντιμετωπίζεται ως ταξικός αντίποδας ενός υγιούς «προλεταριακού φεμινισμού», εντεταλμένου να καθοδηγήσει τα βήματα των κομμουνιστριών στο δρόμο της υπεσχημένης κατάργησης της «διπλής σκλαβιάς» τους (καπιταλιστικής και οικιακής). Σύντομα, ωστόσο, τόσο για τους κομμουνιστές όσο και για τις κομμουνίστριες ο φεμινισμός θα ταυτιστεί αποκλειστικά με την «αστική» συνιστώσα του. Με ιδιαίτερα σοβαρές πολιτικές συνέπειες.

Το περιοδικό της Εθνικής Αλληλεγγύης, 21.4.1946 (ΑΣΚΙ)

Ναι, είναι νομίζω αποκαλυπτική η φρασεολογία στο απόσπασμα του Ριζοσπάστη, το 1928, που παραθέτεις, όπου ο συντάκτης, με αφορμή τις συγκεντρώσεις για την ψήφο, ενθαρρύνει τις αναγνώστριες να «αφήσουν τις κυρίες του “καλού κόσμου” με τα κουνήματά τους, τις “νέες ιδέες” του τσιγάρου και της κοκαΐνης, με το “Λύκειο των Ελληνίδων” και τον “Αγώνα της Γυναίκας” […], να φλυαρούν ανάμεσα σε δύο σπασμούς μιας σάπιας ηδονής για τη “φιλανθρωπία” και για την ψήφο, για τα “γράμματα” και για τη μόδα».
Η μεσοπολεμική κομμουνιστική αριστερά υιοθέτησε την τρέχουσα τότε συλλογική αναπαράσταση της φεμινίστριας ως ενός πλάσματος γελοίου και συνάμα επικίνδυνου. Με δυο λόγια, διατύπωσε την άποψη ότι η ενασχόληση των γυναικών με τον φεμινισμό τις οδηγεί αναπότρεπτα στον κοινωνικό συντηρητισμό, την εξαχρείωση και την εκπόρνευση.
Ακόμη και αιτήματα που περιλαμβάνονταν εξαρχής στην κομμουνιστική ατζέντα, κυρίως η ψήφος, έχαναν κάθε νομιμότητα μόλις περνούσαν στα χέρια των φεμινιστριών. Κατά έναν παράδοξο τρόπο, η αντικομμουνιστική ηθικολογία και η αντιφεμινιστική κομμουνιστική ρητορεία οδηγούσαν έτσι σε ένα κοινό αποτέλεσμα, υπονομεύοντας και οι δύο την ενασχόληση των γυναικών με «αιρετικές» εκδοχές της πολιτικής: τον κομμουνισμό για τους αντικομμουνιστές, τον φεμινισμό για τους κομμουνιστές και τις κομμουνίστριες. Έτσι, παρακολουθώντας την εξέλιξη της σχέσης κομμουνισμού – φεμινισμού κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν, σκέφτομαι πως το μνημονικό φορτίο της καρικατούρας του αστικού φεμινισμού που κατασκεύασε και προπαγάνδισε ο κομμουνιστικός λόγος του μεσοπολέμου δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ευκαταφρόνητο.

Αγνοούσα πόσες πολλές, και αρκετές αστήρικτες, εκδοχές υπάρχουν για την καθιέρωση της Παγκόσμιας Ημέρας της Γυναίκας…
Η εμμονή μου με την ιστορία, καλύτερα τις ιστορίες, της Ημέρας της Γυναίκας βασίζεται στην υπόθεση ότι η ιστορική προσέγγιση των ετήσιων τελετουργιών που συνδέονται με τη συγκεκριμένη ημερομηνία μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα χρήσιμη για την κατανόηση των όρων με τους οποίους διαμορφώθηκε ιστορικά η σχέση των γυναικών με την πολιτική. Δεν σου κρύβω πως αφετηρία της σχετικής ενασχόλησής μου στάθηκε η συνάντησή μου, εδώ και πολλά χρόνια, με τη συγκεκριμένη ημέρα στα μεσοπολεμικά κομμουνιστικά κείμενα: η ανακάλυψη, με άλλα λόγια, ότι πίσω από μια επέτειο που γνωρίσαμε ως φεμινιστική κρυβόταν μια ημέρα αφιερωμένη από τις κομμουνίστριες και τους συντρόφους τους (και) στην κοινή πάλη τους κατά του φεμινισμού. Εξάλλου ανήκω σε εκείνες που, κάπου εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ᾽80, μετατρέψαμε σε σύνθημα το θυμό μας για τη θεσμική και μιντιακή κατάχρηση της ημέρας: στις 8 του Μάρτη συνεχίζω να μη γιορτάζω και να μη δέχομαι επισκέψεις…

Πολλές θυμωμένες φωνές καταγγέλλουν τον πανηγυριώτικο συχνά χαρακτήρα της Ημέρας αλλά νομίζω ότι τα τελευταία χρόνια, με την επίθεση που δέχονται βασικά κεκτημένα δικαιώματα των γυναικών, οι όλο και μαζικότερες διαδηλώσεις στις 8 Μάρτη είναι ουσιαστικές.
Είναι αλήθεια πως πρόσφατα παρακολουθούμε μια ενδιαφέρουσα «αναβίωση» της ημέρας, καθώς η 8 του Μάρτη υιοθετείται διεθνώς από πολλά και διαφορετικά κινήματα, γυναικεία και όχι μόνο. Είναι, πράγματι, εντυπωσιακή η ανθεκτικότητά της στο χρόνο, η ικανότητά της να μεταμφιέζεται και να διεκδικεί έναν ακόμη κύκλο ζωής. Στη διαδικασία αυτή, και προκειμένου να εξασφαλίσει το μέλλον της, η συγκεκριμένη επέτειος τροποποιεί σιωπηρά και κατά περίπτωση το παρελθόν της, φροντίζοντας να το προσαρμόσει στις ανάγκες του παρόντος της. Αυτό συνέβαινε εξαρχής με την 8 του Μάρτη: οι αλλεπάλληλες μεταμφιέσεις της βασίστηκαν σε διαφορετικές αφηγήσεις για τις απαρχές της, τις ηρωίδες που τιμά, τους λόγους που την καθιστούν αναντικατάστατη. Κατά τη διαδικασία αυτή προτάθηκαν βολικοί ιδρυτικοί μύθοι -με ισχυρότερο στην Ελλάδα εκείνον για την ανύπαρκτη απεργία των εργατριών της Νέας Υόρκης την 8η Μαρτίου 1857-, επιλέχθηκαν οι συμβατές κάθε φορά προμήτορες, αποσιωπήθηκαν ενοχλητικές πτυχές του οδοιπορικού της. Πώς θα μπορούσε αλλιώς να επιβιώνει επί έναν αιώνα μια ετήσια τελετουργία που ξεκίνησε σοσιαλδημοκρατική, εξελίχθηκε σε τριτοδιεθνιστική, (στην Ελλάδα την εισάγει το ΚΚΕ στα 1924), αναβίωσε ως φεμινιστική, εξασφάλισε τη σφραγίδα των Ηνωμένων Εθνών το 1977 και, έκτοτε, μεταλλάχθηκε σε μια ημέρα κανακέματος, αλλά και ξεδόματος των γυναικών, ενώ συνεχίζει να στεγάζει διεθνώς τις πιο αντιφατικές φανερώσεις αυτού που κάποτε ονομάστηκε γυναικείο ζήτημα;

Το τελευταίο κείμενο του βιβλίου σου, που αναφέρεται στις πολιτικές διαδρομές των γυναικών και των δύο εμπόλεμων πλευρών, τις δεκαετίες ’40 -’50, έχει πολύ ενδιαφέρον και για το πώς οι γυναίκες, μετά την πρωτοφανή σε εμπειρίες και πολυποίκιλη συμβολή τους στον πόλεμο και τον εμφύλιο, στη συνέχεια, «συρρικνώθηκαν» σε μια «παραδοσιακή» συμμετοχή στα κοινά.
Στο κείμενο αυτό επιχειρώ να θέσω ερωτήματα σχετικά με τους όρους και τα όρια της πράγματι πρωτοφανούς «εξόδου» των γυναικών στον δημόσιο χώρο, της συμμετοχής τους, δηλαδή, στο «αντιστασιακό φαινόμενο» και στον εμφύλιο. Προσπάθησα, με άλλα λόγια, να κατανοήσω τις διαδικασίες μέσα από τις οποίες έγινε δυνατό να παγιωθεί η ιδιότητα της πολίτισσας, δηλαδή μια διακριτή, «θηλυκή», εκδοχή της ιδιότητας του πολίτη βασισμένη στην υποτιθέμενη εξειδίκευση των γυναικών σε θέματα της βιολογικής τους αρμοδιότητας. Γιατί, δίχως αμφιβολία, τις παραμονές της απόκτησης των πολιτικών τους δικαιωμάτων, γυναίκες από όλο το πολιτικό φάσμα εμφανίζονται εξοικειωμένες με εκδοχές της πολιτικής δράσης εναρμονισμένες, υποτίθεται, με το φύλο τους. Δεξιές και αριστερές είχαν πλέον εκπαιδευτεί να αντλούν τα επιχειρήματα για την άρση του πολιτικού αποκλεισμού τους από ένα ιδεολογικό οπλοστάσιο παρεμφερές με εκείνο που τον είχε αρχικά νομιμοποιήσει.

Βλέπουμε σε διάφορα κεφάλαια του βιβλίου σου ότι η μητρική ιδιότητα μέσα στο κόμμα, στην Αντίσταση ή στον Εμφύλιο, προβάλλεται και «αξιολογείται» κατά βούληση: για παράδειγμα, μια γυναίκα ήταν πατριώτισσα αφού πολεμούσε, παρόλο που ήταν μάνα ή, αφού ήταν μάνα, κακώς πολεμούσε, θέτοντας τα παιδιά της σε κίνδυνο. Ενώ και σήμερα, η μεγάλη συμμετοχή των γυναικών στα διάφορα αλληλέγγυα κινήματα συχνά αποπολιτικοποιείται και αποδίδεται στη «φυσική» ικανότητα τους να φροντίζουν τους άλλους.
Δεν θα διαφωνήσω, μάλιστα πρόκειται για ένα ζήτημα που μόλις έχει αρχίσει να συζητιέται. Γυρίζοντας, τώρα, στο τέλος της δεκαετίας του ᾽40, θα διαπιστώσουμε τη σταδιακή συρρίκνωση των γυναικείων ταυτοτήτων στη μητρική ιδιότητα των γυναικών και τη μητρότητα ως φαντασιακή γυναικεία κοινότητα να μετατρέπεται σε όχημα ένταξης των πολιτών γένους θηλυκού σε ένα από τα δύο αντιμαχόμενα μεταπολεμικά στρατόπεδα. Στο κλίμα αυτό, οι γυναίκες θα γίνουν δεκτές στον ανδροκρατούμενο πολιτικό χώρο και θα αποκτήσουν την ψήφο σε μια λογική συνέχειας και όχι ρήξης. Αξίζει, πιστεύω, να αναρωτηθούμε για το βάρος αυτής της κληρονομιάς στη σχέση των Ελληνίδων με την πολιτική.

Η πρώτη φωτογραφία του άρθρου: Γυναίκες ψηφίζουν για πρώτη φορά για το Εθνικό Συμβούλιο, που συγκροτείται από την ΠΕΕΑ, 23 Απριλίου 1944 (φωτό: Σπύρος Μελετζής, από το: Σπύρος Μελετζής, «Με τους αντάρτες στα βουνά», Αθήνα 2002)

* Το βιβλίο διατίθεται στα γραφεία της «Εφημερίδας των Συντακτών».
ΠΗΓΗ: Η Εποχή, 4-11-18