Η μεγαλοφυΐα και η ευτέλειά της

Μετάφραση: Δήμητρα Κοκκινίδου

Ο Αρτούρ Ρεμπό είναι ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Δημιουργοί, όπως ο Αντρέ Μπρετόν, ο Χένρι Μίλερ και ο Ούγκο Πρατ, αναγνωρίζουν ότι επηρεάστηκαν από το έργο του νεαρού Γάλλου συμβολιστή, ωστόσο ο Ρεμπό πλούτισε χάρη στο εμπόριο όπλων και στο δουλεμπόριο.

Ένας άλλος που αναγνώριζε ότι είχε επηρεαστεί από τον Ρεμπό ήταν ο Τζιμ Μόρισον. Ο αρχηγός των Ντορς είναι ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της λαϊκής κουλτούρας και μουσικός αστέρας, τον οποίο το έγκριτο περιοδικό «Rolling Stone» συμπεριέλαβε «στους εκατό καλύτερους τραγουδιστές όλων των εποχών», ωστόσο ήταν ένας «αχρείος μέθυσος». Μ’ αυτόν τον τρόπο τον περιέγραψε ο Ρέι Μάνζαρεκ, ο μπασίστας του συγκροτήματος, στη γεμάτη κατηγορίες αυτοβιογραφία του, επιβεβαιωμένες από την Πατρίσια Κένελι, σύντροφο του Μόρισον, με την οποία ο τελευταίος είχε μια θυελλώδη σχέση με συχνές τις βρισιές και τους ξυλοδαρμούς.

Ας μας το επιτρέψει ο Δον Βίτο, στο «Λεωφορείον ο πόθος» και στο «Λιμάνι της αγωνίας» ο Ελία Καζάν μας χάρισε τις καλύτερες ερμηνείες του Μάρλον Μπράντο. Υπήρξε ένας από τους διασημότερους σκηνοθέτες της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ, ωστόσο ήταν καταδότης. Στο απόγειο της μακαρθικής παράνοιας ο Καζάν κατέστρεψε τη σταδιοδρομία οκτώ εργαζομένων στην κινηματογραφική βιομηχανία κατηγορώντας τους ως συνοδοιπόρους του κομμουνισμού. Και δεν μετάνιωσε ποτέ. Μάλιστα με καταχώρισή του σε εφημερίδα καλούσε τους συναδέλφους του ν’ ακολουθήσουν το παράδειγμά του στο όνομα της διαφύλαξης της φιλελεύθερης, καπιταλιστικής Αμερικής και χρόνια μετά, το 1999, όταν τιμήθηκε με Όσκαρ για το σύνολο του έργου του, δεν έδειξε την ελάχιστη μεταμέλεια, ούτε καν όταν είδε στις πρώτες σειρές της πλατείας ηθοποιούς, όπως ο Εντ Χάρις, ο Σον Πεν και ο Τζορτζ Κλούνεϊ (ο πατέρας του ήταν ένας από αυτούς τους οποίους υπέδειξε ως κατασκόπους ο γερουσιαστής Μακάρθι), να παραμένουν καθιστοί και ν’ αρνούνται να χειροκροτήσουν.

Σε ό,τι αφορά τον Μάρλον Μπράντο, γνώριζαν ότι ήταν πραγματικός σατράπης; Ο Ρόμπερτ ντε Νίρο διηγείται ότι κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του «The score» χρειάστηκε να του διαβιβάσει τις οδηγίες του Φρανκ Οζ, σκηνοθέτη της ταινίας, μέσω γουόκι τόκι. Ο Οζ ήταν ένας από τους κουκλοπαίκτες του «Muppet show» και ο Μπράντο αρνήθηκε να παρευρίσκεται ο πρώτος στο πλατό, όταν έπαιζε εκείνος, γιατί «θέλει να μου πιάσει τον κώλο και να με κατευθύνει όπως τις μαριονέτες του».

Η συμβολή του Μάρτιν Χάιντεγκερ στην αναλυτική σκέψη είναι ανυπολόγιστη. Ο Γερμανός φιλόσοφος είναι ένας από τους σπουδαιότερους στοχαστές του εικοστού αιώνα, ένας από τους πατέρες της σύγχρονης φιλοσοφίας, ωστόσο ήταν ακραιφνής ναζί. Υπάρχουν στοιχεία που αποδεικνύουν ότι συμμετείχε στη λεγόμενη Επιτροπή Φιλοσοφίας του Δικαίου υπό την προεδρεία του Χανς Φρανκ («του χασάπη της Πολωνίας»), αποστολή της οποίας ήταν να θέσει το θεωρητικό υπόβαθρο των ιδεών του Τρίτου Ράιχ.

Η Λένι Ρίφενσταλ έφερε επανάσταση στο ντοκιμαντέρ. Η Γερμανίδα φωτογράφος και σκηνοθέτρια άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε την οπτικοακουστική παραγωγή χάρη σε τίτλους όπως «Οι ολυμπιακοί αγώνες» και «Ο θρίαμβος της θέλησης», ωστόσο υπήρξε η μεγαλύτερη προπαγανδίστρια της ναζιστικής Γερμανίας. Είχε φιλικές σχέσεις με τον Χίτλερ και, μολονότι απαλλάχθηκε από κάθε κατηγορία, το έργο της συνέβαλε στη διάδοση και στην κάθαρση του μηνύματος του εθνικοσοσιαλισμού.

«Δεν θ’ ανήκω σε κανέναν, μόνο σ’ εσένα. Μέχρι τα κόκκαλά μου να γίνουν στάχτη και η καρδιά μου να πάψει να κτυπά». Ο Πάμπλο Νερούντα έγραψε μερικούς από τους ωραιότερους στίχους της παγκόσμιας λογοτεχνίας και, όταν ξέσπασε η καταιγίδα, έγινε η φωνή της Χιλής ενάντια στον φασισμό του Πινοσέτ. Είναι μια από τις επιφανέστερες μορφές της σοσιαλιστικής διανόησης της Λατινικής Αμερικής, ωστόσο βίασε μια έφηβη: «Ένα πρωί, αποφασισμένος για όλα, την άρπαξα με δύναμη από τον καρπό και την κοίταξα κατάματα. Αφέθηκε στα χέρια μου χωρίς ούτ’ ένα χαμόγελο και ύστερ’ από λίγο βρισκόταν γυμνή στο κρεβάτι μου. Ό,τι ακολούθησε ήταν η συνεύρεση ενός άνδρα μ’ ένα άγαλμα. Είχε τα μάτια ανοικτά σε όλη τη διάρκεια της πράξης, απαθής. Με σιχαινόταν και είχε δίκιο. Η εμπειρία δεν επαναλήφθηκε», παραδέχτηκε ο κάτοχος του Νόμπελ λογοτεχνίας στο βιβλίο του «Ομολογώ ότι έζησα».

Ο Πάμπλο Πικάσο επίσης κατέχει τιμητική θέση στη συλλογική μνήμη της Αριστεράς. Ο ζωγράφος είναι ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες όλων των εποχών και η «Γκερνίκα» υπήρξε η πιο δυνατή φωνή της Ισπανικής Δημοκρατίας ενάντια στους πραξικοπηματίες, ωστόσο ήταν βάναυσος και μισογύνης. Δύο από τις ερωμένες του αυτοκτόνησαν και άλλες δύο κατέληξαν στο ψυχιατρείο. Ο καταγόμενος από τη Μάλαγα έβρισκε διασκεδαστικό να βασανίζει συνεχώς, φυσικά και συναισθηματικά, τις συντρόφους του, ώστε να τις μετατρέπει σε ενεργούμενα αποξενωμένα από τη δική τους ηδονή. Το απολάμβανε όταν εκείνες τον αποκαλούσαν «σεβασμιότατο» και του φιλούσαν το χέρι, σαν να ήταν ανώτερος κληρικός. Μια άλλη ενασχόλησή του ήταν να κανονίζει να συναντιούνται στο σπίτι του η Όλγα Χόχλοβα, μια από τις συζύγους του, και η Μαρί Τερέζ, η δεκαεπτάχρονη ερωμένη του, για να μαλώνουν για χάρη του. «Μ’ αρέσουν αυτές οι παλιανθρωπιές, είναι σαν τις σκανδαλιές που έκανα όταν ήμουν παιδί», αφηγείται ο Αντόνιο Ολάνο στο βιβλίο του «Οι γυναίκες του Πικάσο».

Μεταξύ των άσπονδων φίλων του κυβιστή ξεχωρίζει σαν πίνακάς του ο Σαλβαντόρ Νταλί. Ο Νταλί από το Φιγέρας είναι ο διασημότερος από τους σουρεαλιστές ζωγράφους. Μια εκλεκτική προσωπικότητα που δυναμίτισε τα θεμέλια του περιορισμένου κόσμου της τέχνης, ωστόσο ήταν υπερόπτης και φασίστας. Μαζί με τον Μπουνιουέλ, μια άλλη μεγαλοφυΐα αμφίβολης ηθικής, γύρισε την ταινία μικρού μήκους «Ανδαλουσιανός σκύλος», όπως αποκαλούσαν οι δυο τους περιφρονητικά τον Λόρκα και τον Ραφαέλ Αλμπέρτι, συγκατοίκους τους στη φοιτητική εστία της Μαδρίτης, τους οποίους υποτιμούσαν λόγω της καταγωγής, της προφοράς και της τάξης τους. Όταν ήρθε η στιγμή να διαλέξει, ο Νταλί τάχθηκε με το μέρος του Φράνκο και του Χίτλερ με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό του από το σουρεαλιστικό κίνημα. O Αντρέ Μπρετόν τον αποκαλούσε «Ávida Dollars» (σημ. μετ. «φραγκοφονιά», κατά λέξη «άπληστο για δολάρια») – αναγραμματισμός του ονόματός του, ο οποίος παρέπεμπε στη φιλοχρηματία του.

Ακόμη και τα λαμπρότερα είδωλα έχουν πήλινα πόδια, γι’ αυτό ας μην ενθουσιαζόμαστε εύκολα ή αντίθετα ας μην ανοίγουμε την πόρτα στο βάθος του διαδρόμου, όπου φυλάσσονται τα πτώματα.

«Ηχεί κιόλας το τύμπανο, ο καταραμένος αιώνας ας ξεσπάσει σε ειρήνη», λέει ένα γνωστό τραγούδι του καρναβαλιού από το Κάντιθ. Ο τελευταίος αιώνας έγινε μάρτυρας της άφιξης του ανθρώπου στη Σελήνη, αλλά και του θανάτου είκοσι εκατομμυρίων ανθρώπων στον αγώνα κατά του φασισμού. Μια εποχή πολωτικών αντιθέσεων που με το αδυσώπητο πέρασμα του χρόνου χάνει σιγά-σιγά τα σημεία αναφοράς της.

Ο Μπερνάντο Μπερτολούτσι ήταν ο τελευταίος που πέρασε στη σφαίρα των αθανάτων. Ο μεγαλύτερος σκηνοθέτης που γέννησε η Ιταλία πέθανε την περασμένη Δευτέρα σε ηλικία 77 ετών, στο σπίτι του στο Μιλάνο, καθηλωμένος σε αναπηρική καρέκλα και νικημένος από την αρρώστια.

Γι’ αυτόν έχουν γραφτεί σχεδόν όλα. Γιος του ποιητή Ατίλιο Μπερτολούτσι, μεγάλωσε σ’ ένα σπίτι όπου σύχναζαν προσωπικότητες από τον κόσμο του πολιτισμού. Μια απ’ αυτές ήταν ο Πιέρ Πάολο Παζολίνι, Ιταλός συγγραφέας και σκηνοθέτης, που στην εποχή του επηρέασε έντονα το έργο του Μερτολούτσι. Αυτός τον μύησε στον κόσμο του κινηματογράφου, ως βοηθό σκηνοθέτη της ταινίας «Ακατόνε», και αυτός του δίδαξε την αξία της αφήγησης μεγάλων ιστοριών με τον τρόπο του τεχνίτη. Όπως και ο Παζολίνι, ο νεαρός Μπερνάρντο χρησιμοποίησε στα πρώτα έργα του ηθοποιούς χωρίς εμπειρία και σκηνικά ακαθόριστα, σαν να βρίσκονταν αυτά σε οποιοδήποτε σημείο της φαντασίας του θεατή.

Σύμφωνα με τους ειδικούς η σημαντικότερη κληρονομιά του είναι το «Χίλια εννιακόσια». Μια επική αφήγηση διάρκειας πέντε ωρών με θέμα την Ιταλία του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα. Η ταξική πάλη ανάμεσα στους αστούς και το προλεταριάτο, τους φασίστες και τους παρτιζάνους, γυρισμένη σε μια ιδιαίτερα ταραγμένη εποχή, τότε που το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα απείχε εκλογικά μόλις μια ανάσα από τους χριστιανοδημοκράτες του Μόρο και του Αντρεότι.

Στην κινηματογραφική μνήμη μένει για πάντα ο λόγος του αγρότη, σε ερμηνεία του Ζεράρ Ντεπαρντιέ, καθώς αυτός κοιτάζει προς την κάμερα: «Οι φασίστες δεν είναι σαν τα μανιτάρια που φυτρώνουν μέσα σε μια νύχτα. Είναι τ’ αφεντικά που έσπειραν φασίστες, τους αγάπησαν, τους πλήρωσαν. Και με τους φασίστες τ’ αφεντικά κερδίζουν όλο και περισσότερα, σε σημείο που να μην ξέρουν πού να βάλουν τα κέρδη. Και γι’ αυτό σχεδίασαν τον πόλεμο και μας έστειλαν στην Αφρική, στη Ρωσία, στην Ελλάδα, στην Αλβανία, στην Ισπανία, πάντα όμως πληρώνουμ’ εμείς. Ποιος πληρώνει; Το προλεταριάτο, οι αγρότες, οι εργάτες, οι φτωχοί!».

Αυτή η μεστή αναδρομή στην επαναστατική Ιταλία, με διανομή ρόλων χολιγουντιανής επίδειξης, υπήρξε δυνατή χάρη στην επιτυχία την οποία γνώρισε ο Μπερτολούτσι με το «Τελευταίο τανγκό» στο Παρίσι και σ’ έναν Μάρλον Μπράντο σε κατάσταση εξαγνισμού.

Στον Αμερικανό ηθοποιό, ενώ έτρωγε ένα τοστ, ήρθε η ιδέα ν’ αυτοσχεδιάσει μια σκηνή που δεν υπήρχε στο σενάριο. Πρόκειται για τη στιγμή που ο Μπράντο σοδομίζει τη Μαρία Σνάιντερ χρησιμοποιώντας βούτυρο για λιπαντικό. Τα δάκρυα της νεαρής ηθοποιού, μόλις δεκαεννιά χρονών, ήταν αληθινά. «Θα έπρεπε να είχα ειδοποιήσει τον ατζέντη μου ή να είχα φέρει δικηγόρο στο πλατό, γιατί δεν μπορείς ν’ αναγκάσεις κάποιον να κάνει κάτι που δεν υπάρχει στο σενάριο. Ένιωσα ταπεινωμένη και, για να είμαι ειλικρινής, ένιωσα ότι μ’ έναν τρόπο με είχαν βιάσει και οι δύο. Ο Μάρλον μου είπε: «Ηρέμησε, Μαρία, ταινία είναι», αποκάλυψε η Σνάιντερ χρόνια αργότερα.

Αλλά όχι, δεν ήταν μόνο μια ταινία, τουλάχιστον για τη Σνάιντερ, που η ζωή της ακολούθησε ανεπίστρεπτα καθοδική πορεία ύστερ’ από εκείνη την επίθεση. Αρνήθηκε να εμφανιστεί άλλη φορά γυμνή μπροστά στην κάμερα, νοσηλεύτηκε σε διάφορες ψυχιατρικές κλινικές και αποπειράθηκε επανειλημμένα ν’ αυτοκτονήσει, μέχρι που ο καρκίνος έδωσε τέλος στην αγωνία της στα πενήντα οκτώ της χρόνια. «Δεν ήθελα να προσποιηθεί τον βιασμό, ήθελα να τον νιώσει», δήλωσε ο Μπερτολούτσι σε μια συνέντευξή του.

Η χιλιοειπωμένη ιστορία πέρασε απαρατήρητη, μέχρι ν’ ανασυρθεί από τη λήθη και να καταδικαστεί απερίφραστα με την έκρηξη του «Me Too» το 2016.

Η κριτική του φεμινιστικού κινήματος είχε επίσης ως αποτέλεσμα ν’ ανοίξει πάλι μια από εκείνες τις συζητήσεις που διαιωνίζονται χωρίς κατάληξη. Πρέπει να διαχωρίζουμε το έργο από τη ζωή ενός καλλιτέχνη; Μπορούμε να θαυμάζουμε τους πίνακες ενός μισογύνη, τη φιλοσοφία ενός ναζί, τις ταινίες ενός καταδότη, την ποίηση ενός δουλεμπόρου ή τη μουσική ενός θύτη; Μπορούμε να θαυμάζουμε την τεράστια καλλιτεχνική κληρονομιά του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, ενώ αποσιωπούμε το γεγονός ότι υπήρξε συνένοχος κακοποίησης, η οποία κατέστρεψε τη ζωή και τη σταδιοδρομία μιας γυναίκας;

Πικάσο, Ρεμπό, Τζιμ Μόρισον, Νερούντα και, όπως θα έλεγε ο Σαμπίνα, «και όμως σ’ αγαπώ». Αλλά δεν μπορούμε ν’ αποστασιοποιηθούμε από την εποχή στην οποία μας έτυχε να ζήσουμε. Είμαστε μέρος της χρονικής στιγμής που αποφάσισε να θέσει τέρμα στη σιωπή, χρόνια καταδικασμένη στην παρανομία, κυρίως όταν αυτές που σώπαιναν ήταν οι γυναίκες.

Μπορούμε να θαυμάζουμε τα έργα ακόμη και του ίδιου του διαβόλου, αλλά, για να εξαλείψουμε την ατιμωρησία, οφείλουμε να τονίσουμε με την ίδια έμφαση ότι αυτός έχει επίσης κέρατα και ουρά.

(Pablo MM, “El genio y sus miserias”, Contexto y Acción, 1-12-2018, https://ctxt.es/es/20181129/Firmas/23181/bernardo-bertolucci-rimbaud-arte-pablo-mm-mentidero.htm)