Ίμα Σουμάκ 1924 – 2008

Συντάσσει η Βέρα Σιατερλή

Η Ίμα Σουμάκ πέρασε από την αμερικάνικη showbiz σαν αξιοπερίεργο παραδείσιο πουλί και μετά απομακρύνθηκε και ξεχάστηκε και βέβαια δεν είναι η μόνη. Ο χώρος της showbiz του Χόλυγουντ με δυσπιστία αντιμετώπιζε τις μαυρομάλλες αμερικάνες και ευρωπαίες ενώ για τις «άλλες» όσες με αδιαμφισβήτητο ταλέντο αλλά και δημοτικότητα προσέγγιζαν, άφηνε χώρο μόνο για ethnik ρόλους περιστασιακά, δεν τις ενσωμάτωνε ποτέ όσο εξαιρετικές ικανότητες κι αν διέθεταν. 

Η Ίμα Σουμάκ (Yma Sumac) γεννήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 1922 στο χωριό Ιτσοκάν, που βρίσκεται στα ύψη των Άνδεων. Το πραγματικό όνομά της ήταν Ζοΐλα Αουγκούστα Εμπεατρίς Τσαβαρί ντε Καστίγιο. Υιοθέτησε το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Ίμα Σουμάκ, που στη ινδιάνικη γλώσσα των Quechua σημαίνει «Πόσο όμορφη». Τα πρώτα μουσικά της ακούσματα ήταν οι ήχοι του δάσους, τα πουλιά, τα θροΐσματα των δέντρων, ο άνεμος, οι φωνές των ζώων. «Αυτά προσπαθούσα να μιμηθώ. Ήταν το παιχνίδι μου. Δεν ήξερα, ούτε καταλάβαινα ότι η φωνή μου ήταν διαφορετική» εξομολογείται.

Γρήγορα άρχισε να μιμείται με τη φωνή της τους φυσικούς ήχους και να τραγουδά θρησκευτικά τραγούδια των προγόνων της. Προτού κατακτήσει τον κόσμο είχε γίνει ο θρύλος του τραγουδιού στα χωριά των Άνδεων. Λόγω της καταγωγής της από τους Ίνκας, όπως διέδιδε ή ίδια, αλλά και της ασύλληπτης φωνής της, τη θεωρούσαν πρόσωπο ιερό και την αποκαλούσαν «Κόρη του Ήλιου».

Την ανακάλυψε το 1942 ο μαέστρος Μόιζες Βιβάνκο, ο επονομαζόμενος «Τζορτζ Γκέρσουιν του Περού». Εκείνος ήταν 17 κι εκείνη 13. Παντρεύτηκαν και την έκανε γνωστή σε όλο τον κόσμο. Τη δεκαετία του ’50 η Ίμα Σουμάκ εγκαταστάθηκε στο Λος Άντζελες, όπου έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής της.

Το ρεπερτόριό της περιλάμβανε παραδοσιακά τραγούδια του Περού και της Λατινικής Αμερικής, ενώ φλέρταρε και με την τζαζ. Η ίδια και πολλοί φανατικοί θαυμαστές της ισχυρίζονταν ότι η φωνή της εκτείνονταν σε πέντε οκτάβες. Γερμανοί ειδικοί που μέτρησαν την έκταση της φωνής της, τη βρήκαν στις 4,5 οκτάβες. Αυτό της δημιούργησε προβλήματα ρεπερτορίου, καθώς κανένας συνθέτης δεν έγραφε τραγούδια για τέτοιο εύρος φωνής. Μία αντιπροσωπευτική ανθολογία του έργου της με τίτλο Queen of Exotica κυκλοφόρησε το 2005.

Η πρώτη της εμφάνιση γίνεται στο κρατικό ραδιόφωνο το 1942. Εκεί, κεντρίζει το ενδιαφέρον όχι μόνο το μουσικό αλλά και το ερωτικό του μαέστρου Μόισες Βιβάνκο και το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου παντρεύονται. Το 1943 ηχογραφούν στην Αργεντινή 18 περουβιανά παραδοσιακά τραγούδια με την ορχήστρα του Βιβάνκο, Compania Peruana de arte. Το 1946 το ζευγάρι βρίσκεται στη Νέα Υόρκη και μαζί με τον ξάδερφο της Σουμάκ Τσολίτα Ριβέρο παρουσιάζονται στο απαιτητικό κοινό της μεγαλούπολης ως Inca Taki Trio. Η σοπράνο υπογράφει το πρώτο της συμβόλαιο με την Capitol records και κυκλοφορεί το πρώτο της άλμπουμ με τίτλο Voice of the Xtabay. Το 1949 φέρνει στη ζωή τον γιο της Τσαρλς και το 1950 πραγματοποιεί την πρώτη της παγκόσμια περιοδεία κάνοντας ντεμπούτο στο Royal Albert Hall μπροστά στη βασίλισσα της Αγγλίας. Το 1951 βρίσκεται στο Μπρόντγουεϊ πρωταγωνιστώντας στο μιούζικαλ Flahooley χωρίς όμως να έχει ιδιαίτερη επιτυχία και το 1954 εμφανίζεται στην ταινία Τhe secret of Incas.

H μοναδικότητα και η ιδιαιτερότητα της φωνής της, η οποία ξεπερνούσε τις τέσσερις οκτάβες, καθώς και η φανταχτερή φολκλορική ενδυματολογία της την απογειώνουν και ο κόσμος σπεύδει να την ακούσει και να τη θαυμάσει. Σε όλη τη δεκαετία του ’50 κάνει εμφανίσεις σε πολλά night clubs της Νέας Υόρκης, του Λας Βέγκας και του Λος Άντζελες. Παράλληλα ηχογραφεί μαζί με τα μάμπο που την έκαναν διάσημη («Bo mambo», «Goomba Bomba», «Taki rari», «Pachamama», «Ataypura») ινδιάνικα και περουβιανά τραγούδια με σύγχρονη ορχηστρική προσέγγιση. Οι φήμες για την καταγωγή της οργιάζουν. Άλλοτε τη θέλουν να είναι μια απόγονος του τελευταίου αυτοκράτορα των Ίνκας Atahualpa και άλλοτε η Amy Camys, μια νοικοκυρά από το Μπρούκλιν. Όμως το κοινό την αγαπά και την ακολουθεί χωρίς να ενδιαφέρεται για το τι είναι αλήθεια και τι όχι.

Κάποτε εκμυστηρεύτηκε χαριτολογώντας η διάσημη coloratura της εξωτικής μουσικής: «Στη δεκαετία του ‘50 πήγα στην Ιταλία για μια συναυλία. Με πλησιάζει λοιπόν ένας κριτικός και μου λέει, “μαντάμ Σουμάκ, με όλο τον σεβασμό, εδώ στην Ιταλία έχουμε τους καλύτερους τραγουδιστές του κόσμου. Μην περιμένετε από μένα να σας γράψω μια διθυραμβική κριτική επειδή έτσι σας έχουν μάθει στις υπόλοιπες χώρες”. Σήκωσα το φρύδι μου και δεν είπα τίποτα. Εκείνο το βράδυ, τραγούδησα την άρια της βασίλισσας της νύχτας από τον Μαγικό αυλό του Μότσαρτ. Όταν τελείωσα κι επέστρεψα στο καμαρίνι μου, περίμενα τον κριτικό να έρθει να με δει. Αυτό δεν έγινε ποτέ. Αλλά ήρθε ένας πολύ γνωστός τραγουδιστής της όπερας και μου είπε μεταξύ σοβαρού κι αστείου: «Κυρία Σουμάκ, σας παρακαλώ… να μείνετε στο δικό σας είδος μουσικής. Αν είναι να τραγουδάτε άριες με τον τρόπο που το κάνατε απόψε, εμείς δεν θα μπορούμε να συγκριθούμε μαζί σας. Υποτίθεται ότι είμαστε οι καλύτεροι!”»

Το 1955 χωρίζει από τον σύζυγό της, αλλά στο τέλος της χρονιάς αποφασίζουν να δώσουν μια δεύτερη ευκαιρία στη σχέση τους, παρόλο που ο Βιβάνκο έχει αποκτήσει δίδυμα με μια άλλη γυναίκα. Το 1965 όμως χωρίζουν οριστικά. Δεν ξαναπαντρεύτηκε ποτέ.

Φτάνοντας στη δεκαετία του ‘60 η δημοτικότητα της Σουμάκ μειώνεται και η τραγουδίστρια αποτραβιέται από τα φώτα της δημοσιότητας δίνοντας πια λιγοστές συναυλίες. Το 1972 κυκλοφορεί το άλμπουμ Miracles, αλλά το κοινό δεν ανταποκρίνεται στην προσπάθειά της αυτή.

Η φήμη της χάνει τη λάμψη των προηγούμενων χρόνων και αποσύρεται από την παγκόσμια μουσική σκηνή. Πού και πού επανέρχεται στο προσκήνιο όταν βάζουν τα τραγούδια της σε soundtracks ταινιών όπως στο Big Lebowski. Η απομάκρυνσή της από τα φώτα δεν δείχνει να την ενοχλεί ιδιαίτερα, ίσως να το αποζητά κιόλας. Τώρα πια δεν χρειάζεται να αποδείξει τίποτα και σε κανέναν. Τα έχει βρει με τον εαυτό της κι αισθάνεται περήφανη για την ομολογουμένως σπάνια φωνή της, η οποία παρέμεινε αναλλοίωτη στο πέρασμα των χρόνων.

Η Ίμα Σουμάκ έφυγε από τη ζωή την 1η Νοεμβρίου 2008 στα ογδόντα έξι της χρόνια, καταβεβλημένη από τον καρκίνο, που την ταλαιπωρούσε από τις αρχές του χρόνου. Όλη την απίστευτη έκταση της φωνής της μπορεί να την ακούσει κάποιος στο τραγούδι του 1950 Chuncho (The Forest Creatures).

Πηγές: diastixo.gr, sansimera.gr