Σώζοντας τη νεκρή μητέρα από τη λήθη

Σώζοντας τη νεκρή μητέρα από τη λήθη, από τους σημαντικότερους πίνακες του 20ου αιώνα

Γράφει η Δώρα Στυλιανίδου

Ένας ξεχωριστός πίνακας στοιχειώνει την δυτική τέχνη. Πρόκειται για τη μητέρα του, που ο καλλιτέχνης ζωγράφισε μεγάλος πια, με τον εαυτό του παιδί να στέκεται δίπλα της. Λίγα χρόνια μετά πέθανε στα χέρια του από την πείνα σε πορεία θανάτου κατά την διάρκεια της γενοκτονίας των Αρμενίων από τους Τούρκους.

Ο ζωγράφος έφτασε στα όριά του, προσπαθώντας να πειθαρχήσει την τρομερή θλίψη που τον τρέλαινε καθώς ζωγράφιζε. Με υπεράνθρωπη προσπάθεια και μόνο με την απελπισμένη δύναμη της θέλησης, κατόρθωσε να ολοκληρώσει τον πίνακα, που του πήρε 16 χρόνια, με τεράστιο προσωπικό τίμημα την τραυματισμένο ψυχισμό του, σημαδεύοντάς τον όλη του τη ζωή.

Η μητέρα στην ζωγραφική υπήρξε ένα τα κορυφαία εικαστικά θέματα που κυριάρχησαν με την αγιογραφία της ανατολικής και δυτικής Ευρώπης, την εξιδανικευμένη απεικόνιση της Παρθένου Μαρίας στο Μεσαίωνα και ύστερα στην Αναγένηση σε πολλά αριστουργήματα της δυτικής ζωγραφικής όπου τονίζεται κυρίως η μητρότητα και η αγάπη για το θείο βρέφος.

Με την άνοδο του καπιταλισμού και της αστικής τάξης, η μητέρα εκθρονίσθηκε από τον κορυφαίο ρόλο της στην ζωγραφική απεικόνιση και αντικαταστάθηκε από πατριαρχικές οικογενειακές σκηνές θαλπωρής όπου η μητέρα ξεχωρίζει, αλλά δεν κυριαρχεί πια στο έργο, με ελάχιστες εξαιρέσεις.

Το 1871 ο αμερικανός James Mc Neil Whistler απεικόνισε τη μητέρα του στο διάσημο πίνακα “Η μητέρα του καλλιτέχνη” με ένα καινούργιο τρόπο, να κάθεται πλάγια στον πίνακα, κυτάζοντας αντίθετα από το βλέμμα του θεατή, σε γκρί τόνους και με το σώμα της να επιμηκύνεται με το μαύρο, αυστηρό φόρεμα των Πουριτανών, σε ένα εκπληκτικό έργο που μπορεί να εκφράζει την αγάπη του γι΄αυτήν, αλλά δεν παύει να είναι απόμακρο και περισσότερο ένα σχόλιο πάνω στην τέχνη.

Όμως “Ο καλλιτέχνης και η μητέρα του” που ζωγράφησε ο Άρσιλ Γκόρκι από το 1926 μέχρι το 1942, από μια μαυρόασπρη φωτογραφία τραβηγμένη το 1912, ήταν ένας πίνακας -βόμβα, που ήταν ικανός να τινάξει το ζωγράφο στον αέρα, αφού πάλευε με αυτή την τρομακτική ανάμνηση. Η μνήμη του γεγονότος που προσπάθησε να θολώσει για να θεραπευτεί από τον πόνο, θα τον καταδιώκει μέχρι το τέλος της ζωής του. Η Σούσαν, η αρμένισσα μητέρα του, θα κατοικεί τα όνειρα και τους εφιάλτες του.

Ο ζωγράφος θα μας κληροδοτήσει πριν πεθάνει νέος, τα πιο εξαίσια, ονειρικά έργα της πατρίδας που έχασε για πάντα και που απαρνήθηκε για να κάνει μια νέα αρχή και της μητέρας του που ήταν η πηγή της έμπνευσης και της δημιουργικότητάς του που δεν θα μπορούσε ποτέ να απαρνηθεί.

Η Σουσάνιγκ ντε Μαρντεροσιάν ήταν η όμορφη κόρη ενός ιερέα της Γρηγοριανής αποστολικής εκκλησίας, γόνος μιας μακριάς αρμενικής θρησκευτικής παράδοσης, που παντρεύθηκε 16 χρονών έναν έμπορο και ξυλουργό, τον Σέντραγκ. Ήταν ευσεβής πιστή με μια αριστοκρατική χάρη αν και χωριάτισσα από το χωριό Κορκόμ, που έβλεπε στη λίμνη Βαν της τουρκικής Αρμενίας. Εκεί γέννησε το αρσενικό παιδί που πήρε το όνομα Vosdanik Manoog Adoian που έμελλε να γίνει ο μεγάλος ζωγράφος Αρσίλ Γκόρκι.

Αν και έκανε άλλα δύο παιδιά, η Σουσάν ξεχώρισε τον Γκόρκι από την αρχή, και φρόντισε για την πνευματική του καλλιέργεια. Βλέποντας ότι το χαρισματικό παιδί της είχε κλίση στην ζωγραφική από μικρό, η Σουσάν το ώθησε να ανακαλύψει την ομορφιά των πεδιάδων και των λόφων και να μάθει να εξερευνά την φύση σαν αστείρευτη πηγή έμπνευσης.

Τα ονειρικά περιβόλια και η υπέροχη λίμνη Βαν θα καταγραφούν για πάντα στη μνήμη του αγοριού με το στροβίλισμα εικόνων και χρωμάτων, και με την συνεχή καθοδήγηση της μητέρας με μια αμοιβαία σχέση λατρείας, θα μετουσιωθούν όταν γίνει ζωγράφος στα εξαίσια έργα του όπως ο αφηρημένος εξπρεσιονιστικός πίνακας του “Πως η κεντημένη ποδιά της μητέρας μου ξετυλίγεται στην ζωή μου”.

Αυτή την λατρεμένη μητέρα θα δει να πεθαίνει στα χέρια του ο Γκόρκι από την πείνα, μη μπορώντας, παιδί ακόμη, να κάνει τίποτα για να την κρατήσει στη ζωή. Με λεφτά του πατέρα του φεύγει στην Αμερική όπου θα συσκοτίσει εσκεμμένα το παρελθόν του, κρύβοντας την αρμενική καταγωγή του κάτω από το μυστήριο ενός μύθου, ισχυριζόμενος ότι ήταν Ρώσος και κατάγόταν από τον Γκόρκι τον συγγραφέα, του οποίου θα υιοθετήσει το όνομα και θα γίνει ο “πικραμένος Αχιλλέας” της Ιλιάδας που ξεκινάει πάντα από την αρχή, ο Αρσίλ Γκόρκι.

Η επινόηση μιας νέας μυθικής προσωπικότητας θα τον βοηθήσει να κάνει τη νέα αρχή και τότε θα ξεκινήσει να ζωγραφίσει αυτό τον πίνακα, που του πήρε τόσα πολλά χρόνια και έγινε το πιο διάσημο και γνωστό έργο του.

Κατάφερε να εξορκίσει ο φάντασμα της νεκρής και τις τύψεις που άθελά του κουβάλαγε; μάλλον όχι. Όμως μας κληροδότησε ένα μοναδικό έργο με θέμα την μητέρα, ζωγραφίζοντάς την σαν μια δυτική κυβιστική, εκκοσμικευμένη, “αγιογραφία” κάτωχρη, με τεράστια βαθουλωμένα μάτια και το σημάδι του θανάτου πάνω της.

Η μητριαρχική μητέρα κυριαρχεί στον πίνακα, με το μικρό γιό να στέκεται με σεβασμό πλάι της ενώ εκείνη κάθεται. Η ποδιά της κάτασπρη σαν σάβανο την τυλίγει από τα πόδια μέχρι πάνω. Η πεθαμένη έμεινε εκεί που έπεσε από την εξάντληση και δεν θάφτηκε ποτέ. Σε ένα αγωνιώδες ντελίριο έμπνευσης, άσπρισε με μπογιά τα χέρια της, με το ένα σφιγμένο σαν να βάσταγε κάτι, και πρόσθεσε λευκό και ώχρα στο πρόσωπο, σαν ένα νεκρικό προσωπείο. Η νέα γυναίκα που ποζάρει δίπλα στο γιό της αμέριμνη, είναι πεθαμένη και άταφη μας ψιθυρίζει υπόκωφα ο πίνακας.

Ο Γκόρκι ήξερε ότι είχε φτιάξει ένα αριστούργημα. Θα ακολουθήσουν άλλα, αινιγματικά και λαβυρινθώδη έργα, όπου αναδύονται εικόνες μέσα από άλλες εικόνες, σχήματα, αινιγματικές φιγούρες, με υπέροχα χρώματα, σαν σε συνεχή κίνηση, με τις αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας να στροβιλίζονται στον παράδεισο που έχασε -το χωριό του στην Αρμενία- και την εικόνα της όμορφης γυναίκας που κυριαρχούσε, της μητέρας του. Μετά το θάνατό του αναγνωρίστηκε σαν ο “πατέρας” του αμερικάνικου εξπρεσιονισμού (abstract expressionism) στη ζωγραφική.

Δύσκολα θα βρεθεί άλλος πίνακας που να μπορεί να ανταγωνιστεί την εικόνα της μητέρας ζωγραφισμένης έτσι ώστε να μας καθηλώνει. Μέσα από αυτό το έργο, η Σούσαν που δεν πρόλαβε να γεράσει, θα “ζεί” απόκοσμη, αλλά τόσο αυθεντική, θυμίζοντας την αγάπη, την οδύνη τη γενοκτονία και την απώλεια. Η αινιγματική μητέρα του καλλιτέχνη, παγωμένη στο χρόνο, που τη ρούφηξε η δίνη της ιστορίας, σώζεται από τη λήθη, κυτάζοντάς μας με τα πελώρια βαθουλωμένα μάτια της και στοιχειώνοντας μας για πάντα.

Πηγές βικιπαίδεια ελληνικά/αγγλικά