Διεθνής Εταιρεία για τη Μελέτη του Τραύματος και της διάσχισης.

Το παρόν δημοσίευμα γίνεται με αφορμή  το νέο νομοσχέδιο σχετικά με την αναγκαστική συνεπιμέλεια και το σύνδρομο γονεϊκής αποξένωσης πού προσπαθούν κρυφά να περάσουν από την κυβέρνηση. Ένα από τα απαραίτητα στοιχεία για την ύπαρξη του συνδρόμου γονεϊκής αποξένωσης είναι και το σύνδρομο  ψευδών αναμνήσεων. Σύμφωνα με τους ιδρυτές του συνδρόμου  ψευδών αναμνήσεων, δεν μπορούσε να υπάρξει ανάκληση αναμνήσεων παιδικής κακοποίησης  και οι αναμνήσεις αυτές ήταν ψευδείς.
Σημειωτέον ότι αφορμή  για τη δημιουργία του Ιδρύματος από τον Freyd υπήρξε το γεγονός των καταγγελιών της ενήλικης κόρης του για κακοποίηση από τον ίδιο, ενώ η θεωρία του συνδρόμου χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον ως υπερασπιστικό μέσο στις αίθουσες των δικαστηρίων από τους παιδόφιλους.
Το κλείσιμο του εν λόγω ινστιτούτου σηματοδοτεί το τέλος μιας αβάσιμης επιστημονικά θεωρίας που ταλάνιζε τον επιστημονικό χώρο της μνήμης για πολλά χρόνια  και έβγαζε λόγω σκοπιμότητας ψεύτες τα θύματα-επιζώντες και όσους τους βοήθησαν, δημιουργώντας γενικότερα ένα κλιμα προστασίας των παιδόφιλων. Α.Χ.

Μετάφραση Άντζελα Χατζηιωαννίδου

Στα τέλη Δεκεμβρίου 2019, το Ίδρυμα False Memory Syndrome (FMSF) (Ίδρυμα Ψευδών Αναμνήσεων) ανακοίνωσε την παύση του, στο τέλος του ημερολογιακού έτους, όχι με ένα χτύπημα, αλλά με ένα κλαψούρισμα και μόνο μια μικρή σημείωση στο κάτω μέρος της αρχικής σελίδας του ιστότοπού τους.

Όπως είναι γνωστό, το FMSF δημιουργήθηκε από την Pamela και τον Peter Freyd, αφού ο σύζυγος της ενήλικης κόρης τους, καθηγήτριας Jennifer Freyd, κατηγόρησε ιδιωτικά τον Peter Freyd ότι την κακοποίησε σεξουαλικά όταν ήταν παιδί. Ο Peter και η Pamela Freyd, μαζί με τον Ralf Underwager, ψυχολόγο και Λουθηριανό υπουργό, και τη σύζυγό του Hollida Wakefield, ενώθηκαν με τους κατηγορούμενους γονείς και στη συνέχεια ξόδεψαν σημαντική ενέργεια συγκεντρώνοντας μια ευρύτερη ακαδημαϊκή και πνευματική ομάδα για να προσθέσουν αξιοπιστία στους ισχυρισμούς τους ότι οι πελάτες στη θεραπεία «συνέθεταν» ιστορίες κακοποίησης. Ισχυρίστηκαν, με αυξανόμενο σθένος, ότι τα τώρα ενήλικα παιδιά τους ήταν θύματα θεραπευτών που ενθάρρυναν την ανάκτηση «ψευδών αναμνήσεων». Ιδιαίτερο επίκεντρο του FMSF ήταν η διάγνωση της Διασχιστικής Διαταραχής Ταυτότητας και των αντιπαραθέσεων σχετικά με την υποτιθέμενη κακοποίηση.

Η σύσταση της Συμβουλευτικης Επιτροπής

Το FMSF, που επιθυμεί να εμφανιστεί όπως κάθε άλλη επαγγελματική ένωση, ίδρυσε μια «Επιστημονική και Επαγγελματική Συμβουλευτική Επιτροπή». Μια γρήγορη ματιά στο Διοικητικό Συμβούλιο δείχνει ότι δημιουργήθηκε μια μάλλον πρόχειρα και γρήγορα φτιαγμένη ομάδα διαφορετικών μελών. Ο κατάλογος περιελάμβανε, αδιανόητα, τον Aaron T. Beck, που θεωρείται ευρέως ως ο ιδρυτής της σύγχρονης γνωστικής θεραπείας. Ένα άλλο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου ήταν η Elizabeth Loftus, της οποίας η έρευνα για την ψευδή μνήμη έχει θεωρηθεί από τους ερευνητές της μνήμης ως επιρροή, αλλά όλο και πιο αμφιλεγόμενη, με τους αρχικούς ισχυρισμούς να θεωρούνται υπερβολικά μεγαλοποιημένοι (Crook & McEwen, 2019; Blizard & Shaw, 2019). Μάλλον περίεργα, ένα άλλο (μέλος) ήταν ένας μάγος, διασκεδαστής και διασημότητα «σκεπτικιστής», ο Τζέιμς Ράντι.

Ο Underwager, ένα από τα ιδρυτικά μέλη του FMSF και αρχικό μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, ο οποίος έβγαλε σημαντικά χρηματικά ποσά ενεργώντας ως ειδικός μάρτυρας για την υπεράσπιση σε υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, ήταν αναμφισβήτητα το πιο αμφιλεγόμενο. Όταν ασχολήθηκε με το σχηματισμό του FMSF, ήταν ήδη γνωστός για τις απόψεις του κατά της προστασίας των παιδιών, ως ένας από τους ιδρυτές του VOCAL – ακρωνύμιο που αντιπροσωπεύει τις λέξεις Θύματα των Νόμων Κακοποίησης των Παιδιών, μια ομάδα υποστήριξης ατόμων που ισχυρίστηκαν ότι ήταν ψευδώς κατηγορούμενοι. Είχε ήδη ανοιχτά δηλώσει στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και στο δικαστήριο ότι το 60% των γυναικών που κακοποιήθηκαν σεξουαλικά στην παιδική ηλικία ανέφεραν ότι η εμπειρία ήταν «καλή για αυτές».

Ο Underwager έδωσε στοιχεία για την υπεράσπιση σε περισσότερες από 200 υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών στις ΗΠΑ, τον Καναδά, τη Μεγάλη Βρετανία, τη Νέα Ζηλανδία και την Αυστραλία. Η ψυχολόγος, Anna Salter δημοσίευσε μια ακαδημαϊκή κατεδάφιση των συστηματικά δημοσιευμένων ψευδών δηλώσεών του σχετικά με το θέμα. Ο Underwager υπέβαλε αρκετές ανεπιτυχείς αγωγές κατά της Salter. Η εξερεύνησή της για τα ηθικά ζητήματα που περιβάλλουν το έργο του Underwager και του Wakefield, και η ενόχλησή τους από αυτήν αξίζει ανάγνωση (Salter, 1998).

Το 1993, μαζί με τη σύζυγό του, Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου Hollida Wakefield, ο Underwager έδωσε συνέντευξη στο ολλανδικό περιοδικό υπέρ της παιδεραστίας περιοδικό : The Journal of Pedophilia .

Ο Underwager διακήρυξε επίσημα, «Οι παιδόφιλοι μπορούν να δηλώσουν υπεύθυνα με τόλμη και θαρραλέα τι επιλέγουν. Μπορούν να πουν ότι αυτό που θέλουν είναι να βρουν τον καλύτερο τρόπο για να αγαπήσουν. Είμαι επίσης θεολόγος και ως θεολόγος, πιστεύω ότι είναι το θέλημα του Θεού να υπάρχει εγγύτητα και οικειότητα, ενότητα της σάρκας, μεταξύ των ανθρώπων. Ένας παιδεραστής μπορεί να πει: ‘Αυτή η εγγύτητα είναι δυνατή για μένα μέσα στις επιλογές που έχω κάνει.’»

Ως αποτέλεσμα της συνέντευξης (στο περιοδικό) Paidika, ο Underwager αναγκάστηκε να παραιτηθεί από το συμβούλιο του FMSF, αλλά η συζυγος του Wakefield παρέμεινε ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου.

Τα προφίλ της Συμβουλευτικης Επιτροπής του FMSF δείχνουν πόσο προσωπική και μερικές φορές κακή ήταν η συμμετοχή τους. Ένα μέλος του διοικητικού συμβουλίου, John Hochman MD έγραψε, όταν μιλούσε για την θεραπεία των ατόμων που ανέφεραν ιστορικό παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης, «Το πραγματικό μήνυμα που πωλείται από αυτούς τους νέους μεσίες της θεραπείας είναι η απόλυτη λύση για όλα τα αξιοθρήνητα ανθρώπινα προβλήματα. Είναι όλα λάθη κάποιου άλλου”. Είναι δύσκολο να καταλάβω ότι αυτές οι λέξεις προέρχονται από έναν επαγγελματία ψυχικής υγείας.

Ένα άλλο μέλος, η Δρ Rosalind Cartwright PhD, περιγράφει την επιθυμία της να εμπλακεί ως εξής: «Ένας φίλος και συνάδελφος είχε μια ενήλικη κόρη που τον κατηγόρησε για παιδική σεξουαλική κακοποίηση κατά την διάρκεια της θεραπείας”. Λέει,« Η καλύτερη κρίση μου ήταν ότι αυτό ήταν απίστευτο για το άτομο που ήξερα και αυτό μπορούσε να το προκαλέσει μόνο ο θεραπευτής” Μόνο να αναρωτηθεί μπορεί κανείς αν είχε την ψυχολογική εκπαίδευση ή την γνώση του πόσο κοινό είναι οι δράστες να παρουσιαστούν και να λειτουργήσουν αρκετά διαφορετικά στο σπίτι της οικογένειας, σε αντίθεση με την επαγγελματική τους σφαίρα. Και πώς στο καλό, καταλήγει στο συμπέρασμα της, ότι «ο θεραπευτής επηρέασε τη μνήμη», με πιθανώς καμία επαφή με την κόρη ή τον θεραπευτή, είναι δύσκολα κατανοητό. Αυτή η ίδια εταιρία που κατηγόρησε τους θεραπευτές ότι «δημιουργούσαν ψευδείς αναμνήσεις» σαφώς δεν είχε τύψεις για το ότι χρησιμοποιούσε τις προσωπικές απόψεις της, με την προφανή απουσία πραγματικών πληροφοριών, για να δυσφημίσει τους επιζώντες. Δεν είναι περίεργο που τόσο λίγοι επιζώντες αναφέρουν κακοποίηση ή αναζητούν θεραπεία, ακόμη και δεκαετίες αργότερα.

Το γεγονός ότι τέτοια αποσπάσματα έχουν παραμείνει στα Προφίλ των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, που είναι ευδιάκριτα στο κοινό μέχρι σήμερα, είναι ίσως η αληθινή ένδειξη ότι αυτός ο οργανισμός έχει μείνει πίσω, δεν έχει επαφή με την έρευνα και δεν έχει επαφή με το κοινό όσον αφορά τόσο τους επιζώντες όσο και την εγκυρότητα της θεραπείας για τους επιζώντες. Το γεγονός ότι 23 από τα 48 μέλη του διοικητικού συμβουλίου είναι αποθανόντα και φαίνεται ότι δεν έχουν αντικατασταθεί, είναι ένας άλλος δείκτης.

Το FMSF έγινε διάσημο για το ότι προέτρεπε τους οπαδούς του να μηνύσουν τους θεραπευτές και ήταν θετικό απέναντι σε εκείνους που προπηλάκισαν τα γραφεία των θεραπευτών. Το FMSF ποτέ δεν κατάφερε να γίνει αποδεκτό το αόριστα λεγόμενο «Σύνδρομο Ψευδούς Μνήμης» από ένα γενικό διαγνωστικό σύστημα.

Προσωπικές επιθέσεις του FMSF

Ενώ παρουσιαζόταν, σε ένα επίπεδο, μια προσπάθεια να είναι επιστημονική και κλινική, επίσης, τουλάχιστον ορισμένοι από τους ιδρυτές χρησιμοποιούσαν το FMSF για να συκοφαντούν τους κατήγορούς τους, να τους εκφοβίσουν ή να τους χειραγωγήσουν. Η ίδια η καθηγήτρια Jennifer Freyd τεκμηριώνει τις πράξεις της μητέρας της, Pamela Freyd, καθώς ξεκίνησε για μια φρενήρη υπεράσπιση του συζύγου της. Ένα γραφικό παράδειγμα περιγράφεται στο βιβλίο Blind to Betrayal (Freyd & Birrell, 2013). Το βιβλίο περιγράφει λεπτομερώς τον τρόπο με τον οποίο η Pamela Freyd έγραψε μια διακριτικά καλυμμένη, «ανώνυμη» έκθεση για τις κόρες της που φέρεται ως «ψευδείς κατηγορίες», αλλάζοντας αρκετές λεπτομέρειες για να συκοφαντήσει το χαρακτήρα της κόρης της, αλλά όχι αρκετά για να κάνει την έκθεση πραγματικά ανώνυμη. Έπειτα δημοσίευσε το άρθρο, με μια επιστολή από τον εαυτό της πάνω στο επιστολόχαρτο του FMSF στους συναδέλφους της καθηγήτριας Freyd, προσδιορίζοντας την Freyd και προσπαθώντας να την υπονομεύσει, ακριβώς τη στιγμή που αξιολογείτο για προαγωγή! 
Στη συνέχεια, η καθηγήτρια Freyd υπενθυμίζει ότι, αντί να απενεργοποιηθούν ορισμένοι από τους συναδέλφους της από μια τέτοια κατάχρηση εξουσίας, εντάχθηκαν στην Συμβουλευτική Επιτροπή! Σε μια άλλη ανατροπή, η Pamela Freyd στη συνέχεια προσκάλεσε την κόρη της στο Επιστημονικό και Επαγγελματικό Συμβουλευτικό Συμβούλιο FMSF (Freyd & Birrell, 2013).

Το FMSF άρχισε τότε να επιτίθεται σε επαγγελματίες που εργάζονται με επιζώντες και επιζώσες παιδικής κακοποίησης. Οι θεραπευτές και θεραπεύτριες κατηγορήθηκαν, χωρίς αποδεικτικά στοιχεία, ότι ενθάρρυναν τους πελάτες να δημιουργούν αναμνήσεις για κακοποίηση. Αυτή την ιστορία την κατάπιαν ολόκληρη μεγάλα τμήματα του επαγγέλματος και του κοινού. Κανείς δεν φάνηκε να σταματά και να αναρωτιέται γιατί, αν ήταν δυνατό να δημιουργηθούν ψευδείς αναμνήσεις, οι θεραπευτές γιατί δεν έτρεχαν να δημιουργήσουν ψευδείς αναμνήσεις από ευτυχισμένες παιδικές ηλικίες. Δεν θα θέλαμε να απολαύσουμε την επιτυχία μας καθώς οι πελάτες έτρεχαν χαρούμενοι και «θεραπευμένοι»;

Μάλλον ενοχλητικά, ολόκληρα τμήματα των μέσων μαζικής ενημέρωσης και της κοινότητας κατηγόρησαν έναν ολόκληρο επαγγελματικό τομέα για σοβαρό παράπτωμα, χωρίς αντικειμενική εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων. Ωστόσο, δεν θα μπορούσαν να το κάνουν χωρίς την υποστήριξη μιας ομάδας επαγγελματιών ψυχικής υγείας και ερευνητών που ενέκριναν τους ισχυρισμούς τους. Πολλοί κλινικοί γιατροί, οι οποίοι ενεργούσαν σύμφωνα με τις αποδεκτές οδηγίες και αντιμετώπιζαν περίπλοκες υποθέσεις, κακοποιήθηκαν, παραβιάστηκαν τα γραφεία τους, αντιμετώπισαν νομική παρενόχληση και υπέστησαν κατηγορίες και επίθεση από συναδέλφους. Ενώ ως πεδίο δεν μπορούμε να ελέγξουμε τις ενέργειες των μέσων μαζικής ενημέρωσης ή του κοινού, υπάρχει γενική συμφωνία ότι είναι μέρος της επαγγελματικής ηθικής μας ότι διατηρούμε υψηλά πρότυπα επαγγελματικού λόγου, συμπεριλαμβανομένης της απαγόρευσης των δημόσιων κατηγοριών και της κακοποίησης άλλων επαγγελματιών συναδέλφων.

Ψεύτικες Εταιρείες Μνήμης ξεφυτρώνουν διεθνώς

Ακολουθώντας από το σχηματισμό του FMSF το 1992, μια αυστραλιανή συνδεδεμένη κοινότητα, η Αυστραλιανή Ένωση Ψευδων Μνημών ιδρύθηκε το 1993. Είναι ανενεργή για πολλά χρόνια. Η τελευταία φορά που υπήρχε μια ενημερωμένη καταχώριση στον ιστότοπό τους ήταν περίπου 20 χρόνια πριν. Ο κορυφαίος εκπρόσωπος στην Αυστραλία εκ μέρους της Australian False Memory Association, ένας ψυχίατρος, ο Δρ Gerome Gelb, αποκαλύφθηκε για τρομερή λογοκλοπή και στη συνέχεια συνελήφθη για οπλοφορία με γεμάτο πιστόλι στο δικαστήριο της Μελβούρνης το 2007. Η άδεια του ως ψυχιάτρου είχε ανασταλεί δύο φορές – μία φορά για σεξουαλική επαφή με έναν ασθενή και μετά για αδικήματα οπλοφορίας και οπλοχρησίας. (Harrison & Butcher, 2007; McArthur, 2009).

Η Βρετανική Εταιρεία Ψεύτικης Μνήμης ιδρύθηκε επίσης το 1993. Ο ιδρυτής του κινήματος «ψευδούς μνήμης» στη Βρετανία ήταν ένας κατηγορούμενος πατέρας, Ρότζερ Σκότφορντ, και φαίνεται ότι είχε το όφελος να έχει σημαντικούς προσωπικούς οικονομικούς πόρους.
Παρά το θάνατο των κοινοτήτων ψεύτικης μνήμης των ΗΠΑ και της Αυστραλίας, σε ορισμένες άλλες χώρες (το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γερμανία, τη Γαλλία) παραμένουν ενεργά τα παρακλάδια του αρχικού FMSF. Ωστόσο, στην πορεία αρκετές κοινότητες «Ψεύτικης Μνήμης» (το Ισραηλινό FMS, η κοινωνία σεξουαλικών κατηγοριών της Νέας Ζηλανδίας (COSA), μαζί με άλλες μικρές ομάδες στο Βέλγιο, τον Καναδά, τις Κάτω Χώρες και τη Σουηδία) είχαν αρκετά σύντομες υπάρξεις. Ο εθνικός οργανισμός NZ, COSA ιδρύθηκε το 1994 και έκλεισε το 1999, αν και το υποκατάστημα του Ώκλαντ συνέχισε το 2000.

Ορισμένοι άλλοι που συνδέονται στενά με το FMSF (συμπεριλαμβανομένων των δορυφορικών οργανισμών) έχουν κατηγορηθεί αξιόπιστα για σεξουαλική κακοποίηση παιδιών ή / και ότι εμπλέκονται σε σοβαρές παραβιάσεις των ορίων. Είναι μια συναρπαστική και ενοχλητική ιστορία, που συνεχίζει να εξελίσσεται.

Έρευνα μνήμης ως ατύχημα

Πολύ γρήγορα, ανάμεσα σε όλα αυτά, οι πολυπλοκότητες της μνήμης και της μνήμης τραύματος μπερδεύτηκαν ακόμα περισσότερο. Τα φυσιολογικά σφάλματα των ειδικών στοιχείων της μνήμης ή η δυσκολία πρόσβασης σε μια μνήμη, συχνά συνδυάστηκαν για να γίνουν «ψευδείς αναμνήσεις», οδηγώντας σε μια υπόθεση ότι ολόκληρες οι αναμνήσεις ήταν λανθασμένες.

Ακόμα και σήμερα, η συζήτηση για την ανάκτηση μνήμης και την έρευνα ψευδούς μνήμης τείνει να στερείται αντικειμενικού επιστημονικού διαλόγου. Οι συζητήσεις χαρακτηρίζονται συχνά από ανθρώπους που κυνηγούν με θεωρητική ακαμψία και εμπλέκονται σε προσωποποιημένη επίθεση, αντί να χρησιμοποιούν επιστημονικές συζητήσεις για περαιτέρω γνώση (Andrews & Brewin, 2017). Είναι επίσης πιθανό το πεδίο να έχει υποστεί και το «φαινόμενο συρταριού αρχείων», όπου δεν δημοσιεύονται μη σημαντικά αποτελέσματα, καθώς και από προκατάληψη εκδότη (Brewin & Andrews, 2016; Andrews & Brewin, 2017). Είναι εξίσου σημαντικό να σημειωθεί ότι το εύρος της μελέτης έχει περιοριστεί και δεν έχει διερευνήσει όλες τις πτυχές της δημιουργίας ψευδούς μνήμης, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας των δραστών να χειραγωγούν τη μνήμη των παιδιών ως μέρος της αποφυγής της ανίχνευσης (Becker-Blease & Freyd, 2017).

Οι ερευνητές ψευδούς μνήμης φάνηκαν να έχουν κάνει ανακριβείς υποθέσεις για το τι συμβαίνει στη θεραπεία ή στις νομικές έρευνες. Δεν υπάρχει τίποτα που να συμβαίνει στη θεραπεία, ούτε σε νομική έρευνα, κάτι που να ωθήσει ένα αξιόπιστο μέλος της οικογένειας για πει ψέματα, στους πελάτες, μαζί με ενδεχομένως την παροχή κάποιων ιατρικών φωτογραφιών! Ίσως το μεγαλύτερο πρόβλημα από όλα ήταν ο συνεχιζόμενος διαχωρισμός μεταξύ ερευνητών στον τομέα και κλινικών ιατρών, όπου έκαναν έρευνα περιορισμένης εφαρμογής στο σύγχρονο κλινικό περιβάλλον. Εν τω μεταξύ, δύο γενιές θεραπευτών έχουν εντρυφήσει σε ελλιπείς και προκατειλημμένες πληροφορίες σχετικά με την ανακτημένη μνήμη, τις ψευδείς αναμνήσεις και ακόμη και την ίδια τη μνήμη τραύματος.

Πώς συνέβησαν όλα αυτά;

Για λίγο, η δύναμη του FMSF ήταν τέτοια που φαινόταν ότι οι μόνοι άνθρωποι στον κόσμο με ψευδείς αναμνήσεις ήταν αυτοί που ανέφεραν παιδική κακοποίηση. Φαινόταν επίσης, και πάλι για λίγο, ότι οι κατηγορούμενοι κακοποιοί τους μπορούσαν να έχουν ακριβείς αναμνήσεις μόνο όταν αρνούνται την κακοποίηση. Ότι αυτό το είχε απορροφήσει το κοινό, τα μέσα ενημέρωσης και πολλοί επαγγελματίες και πρέπει να εξεταστεί.

Αν και δεν είναι ασυνήθιστο για ένα σύνδρομο να έχει το δικό του θεμέλιο, είναι ασυνήθιστο για ένα ψευδές ή ανύπαρκτο σύνδρομο να έχει τη δική του βάση. Κατά κάποιον τρόπο το σύνδρομο ψεύτικης μνήμης κατάφερε να κάνει ακριβώς αυτό. Το πώς και γιατί κατορθώθηκε αυτό, αξίζει σημαντική σκέψη και εξερεύνηση. Είναι καθήκον όχι μόνο του περίπλοκου πεδίου τραύματος και διάσχισης, αλλά και του έργου των μέσων ενημέρωσης, του νομικού επαγγέλματος και πολλών άλλων τομέων ψυχικής υγείας να το διερευνήσουν.

Δεδομένης αυτής της νοσηρής δυναμικής και των μάλλον καταχρηστικών τακτικών του FMSF, αναρωτιέται κανείς πώς ο οργανισμός απέκτησε το προφίλ και την εμφανή αξιοπιστία που είχε (τουλάχιστον σε ορισμένους κύκλους). Πράγματι, φαίνεται ότι αυτό δεν θα ήταν δυνατό χωρίς την υποστήριξη ορισμένων ιδιαίτερα γενναιόδωρων δωρητών. Ποιοι ήταν και ποια ήταν τα κίνητρά τους, αξίζει σίγουρα να εξεταστούν, ιδίως υπό το πρίσμα όσων έχουμε μάθει τα τελευταία χρόνια σχετικά με τη σεξουαλικά κακοποιητική συμπεριφορά ορισμένων από τους πλουσιότερους άντρες της Αμερικής.

Η επιτυχία του FMSF δεν θα ήταν σίγουρα δυνατή χωρίς τη βοήθεια των διεθνών μέσων μαζικής ενημέρωσης και δημοσιογράφων που ήταν πρόθυμοι να δημοσιεύσουν έναν εντυπωσιακό τίτλο παρά να διερευνήσουν τις πολυπλοκότητες της κακοποίησης παιδιών. Ζούμε τώρα σε μια εποχή όπου η οργανωτική και θεσμική κακοποίηση είναι ευρέως αναγνωρισμένη, όπου ισχυροί άντρες μπορούν να φλερτάρουν με το ιστορικό της παιδικής κακοποίησης και όπου τα κοινωνικά μέσα έχουν εξαπολύσει επιθέσεις εναντίον του κινήματος #MeToo. Ενόψει αυτών των στοιχείων για σεξουαλική κακοποίηση παιδιών, θα είναι ενδιαφέρον να δούμε αν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης εξετάζουν το ρόλο τους στη δημιουργία μιας οργάνωσης που έκανε πολλά για να καταστείλει τα θύματα της παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης, ενισχύοντας και ενθαρρύνοντας όσους κατηγορούνται για τέτοια εγκλήματα.

Και εμείς πρέπει επίσης να εξετάσουμε τον εαυτό μας και να μάθουμε από το παρελθόν. Αν και αναμφίβολα με καλή πρόθεση, αφήσαμε τους εαυτούς μας ευάλωτους στην επίθεση, διαφορετικά το FMSF πιθανότατα δεν θα είχε κερδίσει ποτέ τη μόχλευση που έκανε.

Τώρα πού;

Είναι ένας σημαντικά διαφορετικός κόσμος το 2020 από τον κόσμο που επέτρεψε τη δημιουργία του FMSF το 1992 και η αλήθεια είναι ότι αυτός ο οργανισμός αγωνίζεται ενάντια σε μια σειρά αποδείξεων εδώ και αρκετό καιρό. Το κουδούνι χτύπησε και ίσως η πρώτη πένθιμη κωδωνοκρουσία να ήταν η επιμονή του φεμινιστικού κινήματος, το οποίο έδωσε μια ευρύτερη φωνή σε εκείνους και εκείνες που ισχυρίστηκαν ότι η σεξουαλική κακοποίηση ήταν ένα πραγματικό και έγκυρο πρόβλημα. Η δεύτερη πένθιμη κωδωνοκρουσία ήταν η διάδοση πληροφοριών σχετικά με την κακοποίηση μεσα στα ιδρύματα. Μια ολόκληρη γενιά ήταν σε θέση να μαρτυρήσει το γεγονός ότι μια παγκόσμια κοινότητα κακώς αμφισβήτησε τις ιστορίες πολλών χιλιάδων παιδιών που κακοποιήθηκαν σε εκκλησίες, σχολεία και άλλα ιδρύματα για αμέτρητες δεκαετίες. Σε ένα άλλο θάνατο, υπήρξε όλο και περισσότερο μια αυξανόμενη δημόσια εστίαση στην οικογενειακή κακοποίηση μεταξύ των γενεών, η οποία πρόσθεσε περαιτέρω αξιοπιστία στην κακοποίηση παιδιών εντός οικογενειών (Middleton, 2013).

Σήμερα ζούμε σε έναν κόσμο όπου οι εκτεταμένες κακοποιήσεις που σχετίζονται με εκκλησίες, σχολεία, ορφανοτροφεία, το προσκοπικό κίνημα, αθλητικές οργανώσεις, ομάδες παιδεραστών στο Διαδίκτυο, λατρείες, στρατός, για να μην αναφέρουμε την οικογένεια, έχουν επαληθευτεί πολλές φορές, όπου το κίνημα # MeToo έχει απήχηση, και όπου σκεφτόμαστε την πραγματικότητα της εμπορίας νέων για σεξουαλικούς σκοπούς από έναν άντρα που ήταν φίλος όχι με ένα, αλλά με δύο Αμερικανούς προέδρους, για να μην αναφέρουμε ένα μέλος της Βρετανικής Βασιλικής Οικογένειας.

Λοιπόν, τι να κάνετε για τη μικρή ανακοίνωση που κρύβεται στο κάτω μέρος της αρχικής σελίδας του FMSF; Είναι ένα κατάλληλο, αν και μάλλον καθυστερημένο, τέλος για μια οργάνωση που προκάλεσε τόσο πολύ πόνο σε τόσους επιζώντες και επιζώσες.

Οι επιφυλακτικοί άνθρωποι ανάμεσά μας δηλώνουν ότι με την κατάρρευση του FMSF ήρθε η ώρα για να παρακολουθήσουμε και να επαγρυπνούμε. Προβλέπουν ότι το θηρίο της άρνησης θα αυξηθεί ξανά. Πιθανόν, να είναι σωστοί. Υπάρχουν ισχυρές δυνάμεις που επιθυμούν να καταστείλουν τις φωνές των γυναικών και των παιδιών, που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των επιζώντων σεξουαλικής βίας. Οι πολιτιστικές πιέσεις για αμφιβολία για τη μαρτυρία των γυναικών και των παιδιών χρονολογούνται από τη Βίβλο, και παλαιότερα. Μπορεί επίσης να υπάρχει μεγάλη ψυχολογική άνεση στην άρνηση. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το Ίδρυμα έχει διαλυθεί, έτσι ώστε να μπορούν να σχηματιστούν άλλοι οργανισμοί και ομάδες, με ένα προφίλ πιο εύγευστο για τα σημερινά μέσα ενημέρωσης.

Αναμφίβολα, θα συνεχίσουν να γίνονται επιθέσεις εναντίον εκείνων που αναφέρουν κακοποίηση παιδιών, ανεξάρτητα από το αν οι αναμνήσεις «ανακτώνται» ή όχι. Ενώ η πολιτιστική και πολιτική πίεση να αμφισβητήσει τη μαρτυρία γυναικών και παιδιών που αναφέρουν σεξουαλική κακοποίηση προηγείται του FMSF, είναι αυτονόητο ότι το κίνημα της «ψευδούς μνήμης» επέτρεψε στην κοινωνία να αγνοήσει μια ολόκληρη νέα γενιά κακοποιημένων παιδιών. Δεν θέλουμε αυτό να συμβεί ξανά και είναι ζωτικής σημασίας να αναλογιστούμε την ιστορία μας και να είμαστε καλά προετοιμασμένοι για αντίδραση.

Ως μια ομάδα επαγγελματιών που εργάζονται με επιζώντες και επιζώσες και έχουν συνεχή κλινικά, θεωρητικά και εμπειρικά ενδιαφέροντα στη μελέτη της μνήμης, εναπόκειται σε εμάς να συνεχίσουμε να ηγούμαστε στον τομέα με επαγγελματισμό και επιστημονική ακρίβεια. Πρέπει να συνεχίσουμε να στηριζόμαστε στη σύλληψη και τη γνώση του τραύματος, της διάσχισης και της μνήμης, χτίζοντας προσεκτικά, όχι τοίχους, αλλά γέφυρες με τις γνώσεις μας. Πρέπει να συνεχίσουμε να προσέχουμε να μην υπερεκτιμούμε τις γνώσεις μας, να μην ισχυριζόμαστε ότι η φήμη είναι γεγονός, ούτε να παρουσιάζουμε την πεποίθηση ως γεγονός. Είναι σημαντικό για όλους και όλες στον τομέα μας να μελετήσουν την ιστορία μας, να μάθουν από αυτόν τον ενοχλητικό χρόνο και να είναι καλά προετοιμασμένοι για συνεχιζόμενες προκλήσεις. Είναι καιρός να είμαστε προσεκτικοί και συνετοί.

Πρέπει να συνεχίσουμε να συζητάμε για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τις αναμνήσεις στη θεραπεία και να βελτιώσουμε την πρακτική μας, έτσι ώστε να είμαστε σε θέση να υποστηρίζουμε τους επιζώντες, ενώ ακολουθούμε τις βέλτιστες πρακτικές. Αυτή η συζήτηση πρέπει να βασίζεται σε στοιχεία και επιστημονικά, σταθερά να στηρίζεται στη μελέτη της κλινικής δυναμικής και της πρακτικής θεραπείας.
Πρέπει να ενθαρρύνουμε και να υποστηρίξουμε τη μελέτη της μνήμης τόσο σε φυσικές όσο και σε πειραματικές συνθήκες. Πρέπει να καταργήσουμε το συνεχιζόμενο χάσμα μεταξύ ερευνητών πειραματικής μνήμης και εξειδικευμένων κλινικών, έτσι ώστε η έρευνα μνήμης να γίνει πιο σχετική με την κλινική και οι ερευνητές και ερευνήτριες να γνωρίζουν περισσότερο τη σύγχρονη κλινική πρακτική.

Ωστόσο, πολιτικά, είναι καιρός να είμαστε ισχυροί, τόσο ως άτομα όσο και συλλογικά. Οι θεραπευτές και οι θεραπεύτριες, κατά γενικό κανόνα, έχουν συνηθίσει να «στρέφουν το άλλο μάγουλο», αγνοώντας ή εκτονώνοντας την επίθεση. Αναγκαστικά, έχουμε εκπαιδευτεί να αντιμετωπίζουμε τις συγκρούσεις μέσω συζήτησης και λογικής. Ωστόσο, αυτή η προσέγγιση μπορεί να μην είναι πάντα χρήσιμη, όταν δέχονται επίθεση από εκείνους που δεν σέβονται τον επιστημονικό λόγο, ούτε την ηθική πρακτική. Πρέπει να μάθουμε πότε να είμαστε ισχυροί, να απαιτούμε αποδείξεις από εκείνους που μας κατηγορούν για «εμφύτευση ψευδών αναμνήσεων» ή «ιατρογένεση του DID» και να τους καλέσουμε να λογοδοτήσουν για ισχυρισμούς που βλάπτουν τους επιζώντες, καθώς και την κλινική πρακτική των θεραπευτών.

Αναφορές

Andrews, B. & Brewin, CR (2017). Ψευδείς αναμνήσεις και ελεύθερη ομιλία: Καταργείται η επιστημονική συζήτηση; Εφαρμοσμένη Γνωστική Ψυχολογία, 31: 45–49. DOI: 10.1002 / acp.3285
Becker-Blease, K. & Freyd, JJ (2017). Πρόσθετες Ερωτήσεις σχετικά με την Εφαρμογή της Έρευνας «Ψεύτικης Μνήμης», Εφαρμοσμένη Γνωστική Ψυχολογία , 31: 34-36. DOI: 10.1002 / acp.3266
Brewin, CR & Andrews, B. (2017). Δημιουργία αναμνήσεων για ψεύτικες αυτοβιογραφικές εκδηλώσεις στην παιδική ηλικία: Μια συστηματική ανασκόπηση, Εφαρμοσμένη γνωστική ψυχολογία , 31: 2–23. DOI: 10.1002 / acp.3220
Freyd, J. & Birrell, P. (2013). Τυφλός προς προδοσία: Γιατί ξεγελιόμαστε, δεν ξεγελιόμαστε. John Wiley & Sons, Inc., Hoboken, Νιου Τζέρσεϋ
Harrison, D. & Butcher, S. (2007, 3 Φεβρουαρίου). Η συρρίκνωση, η σύζυγός του, ένα πιστόλι και ο πρώην, The Age. Ανακτήθηκε από: https://www.theage.com.au/national/the-shrink-his-wife-a-pistol-and-the-ex-20070203-ge450j.html
McCarther, G. (2009, 16 Σεπτεμβρίου). Ο ψυχίατρος παραδέχεται ακατάλληλη σεξουαλική σχέση με τον ασθενή. Ανακτήθηκε από: https://www.news.com.au/news/doctor-admits-affair-wrong/news-story/2b8a6f303fa31e259000e4808f7022e2?sv=12e1f0d4921cf87a18278f757f64509f
Middleton, W. (2013) Αιμομιξία γονέα-παιδιού που επεκτείνεται στην ενήλικη ζωή: Μια έρευνα των διεθνών εκθέσεων τύπου, 2007-2011, Journal of Trauma & Dissociation, 14: 2, 184-197, DOI: 10.1080 / 15299732.2013.724341
Salter, A. (1998) «Εξομολογήσεις από έναν καταγγέλλοντα: Τα μαθήματα έμαθαν. Ηθική και Συμπεριφορά . 8 (2), 115–124]

Η καθηγήτρια ψυχολόγος του Πανεπιστημίου του Όρεγκον, καθηγήτρια Jennifer Freyd, η οποία πρωτοστάτησε στη μελέτη του τραύματος προδοσίας, τιμήθηκε στις 2 Απριλίου 2016 στο Σαν Φρανσίσκο με βραβείο Lifetime Achievement από τη Διεθνή Εταιρεία για τη Μελέτη Τραύματος και διασχισης.
«Η καθηγητρια Freyd έκανε και συνεχίζει να κάνει τεράστια συνεισφορά στον τομέα του τραύματος και της διάσχισης», σημείωσε η αναφορά για το βραβείο. «Εισήγαγε το μοντέλο του προδοτικού τραύματος στη βιβλιογραφία, έχει επιβλέψει μεγάλο αριθμό διδακτορικών ερευνητικών έργων, συμμετέχει ιδιαίτερα στην έρευνα της σεξουαλικής βίας στην πανεπιστημιούπολη και είναι συντάκτρια του περιοδικού του Τραύματος και της Διάσχισης από το 2002, έναν ρόλο τον οποίο έχει εκπληρώσει με χάρη και διάκριση.”
«Το βραβείο σας αξίζει απόλυτα», δήλωσε ο Πρόεδρος της Εταιρείας Καθηγητής Warwick Middleton στην Freyd. Ο Middleton, διευθυντής της μονάδας Trauma and Dissociation Unit του Νοσοκομείου Belmont στο Μπρίσμπεϊν της Αυστραλίας, παρουσίασε την Freyd και παρουσίασε το βραβείο κατά τη διάρκεια του 33ου ετήσιου συνεδρίου του συλλόγου.
«Ένα από τα πιο ευχάριστα καθήκοντα που έκανα κατά τη διάρκεια της χρονιάς μου ως Πρόεδρος της ISSTD ήταν ότι μπορούσα προσωπικά να συμμετάσχω στην απονομή και παρουσίαση του βραβείου της Τζένιφερ ISSTD Lifetime Achievement στο Σαν Φρανσίσκο το 2016.» – Warwick Middleton.

Link: https://news.isst-d.org/the-rise-and-fall-of-the-false-memory-syndrome-foundation/21 Ιανουαρίου 2020

Πρώτη φωτό: Η άνοδος και η πτώση του Ιδρύματος για το Σύνδρομο Ψεύτικης Μνήμης
Δεύτερη και τρίτη φωτό: Kate McMaugh, MHSc & Warwick Middleton, MD
Δείπνο των καθηγητών Jennifer Freyd και Warwick Middleton ISSTD Awards, Annual Conference 2016, San Francisco