Νομοσχέδιο για τη συνεπιμέλεια: μια εκπαιδευτική προσέγγιση

Γράφει η Αμάντα Κατερίνη φιλόλογος-εκπαιδευτικός

Έχουν γραφτεί και ειπωθεί πολλά και σημαντικά κατά του νομοσχεδίου για την υποχρεωτική συνεπιμέλεια. Επειδή κοινή συνισταμένη είναι ότι κύριο μέλημα του νομοθέτη θα πρέπει να είναι το συμφέρον του παιδιού, ίσως θα ήταν χρήσιμα και κάποια σχόλια από την πλευρά της εκπαιδευτικής εμπειρίας

Στην πολυετή εκπαιδευτική σχέση μου με παιδιά έχω διαπιστώσει ότι η σχολική επίδοση και η ψυχική τους ανθεκτικότητα σχετίζεται και με τη διαμονή τους σε σταθερό οικογενειακό περιβάλλον. Προκειμένου να εξασφαλιστεί αυτή η συνθήκη, σύμφωνα με τον υπάρχοντα νόμο, τα δικαστήρια αναθέτουν την επιμέλεια σε έναν γονέα, συνήθως στη μητέρα, γεγονός που δεν είμαι βέβαιη ότι αποτελεί αναπαραγωγή στερεοτύπου. Η παιδοψυχιατρική επιστήμη έχει αποδείξει ότι από την εμβρυακή κατάσταση η σχέση μητέρας-παιδιού είναι άρρηκτα συνδεδεμένη, έτσι που η ευαισθησία του νευροφυτικού συστήματος του παιδιού να ανάγεται εν πολλοίς σε ψυχικές διαταραχές της εγκύου.

Ο δεσμός αυτός συνεχίζεται και στη βρεφική ηλικία, όπου το μωρό προσκολλάται σε ένα πρόσωπο, συνήθως στη μητέρα, προκειμένου να αισθανθεί ασφάλεια και να απαλυνθεί ο φόβος του θανάτου, κάτι που συμβαίνει εν γένει στο ζωικό βασίλειο. Η ίδια φωνή, η μυρωδιά, οι χειρισμοί δημιουργούν στο βρέφος αίσθημα εμπιστοσύνης και ασφάλειας. Το βρέφος θέλει το ίδιο πρόσωπο, τον ίδιο χειρισμό. Να το σηκώνει με τον ίδιο τρόπο, να μυρίζει το ίδιο, να ακούει την ίδια φωνή, το ίδιο τραγουδάκι Έτσι αποκτά ασφάλεια, αλλιώς πολλά νομίζουν ότι θα πεθάνουν. (Μ. Γιωσαφάτ) Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι στην περίπτωση που αυτόν το ρόλο αναλαμβάνει η τροφός, η παραμάνα, στα παλαιότερα χρόνια παρέμενε στο σπίτι ως τα γεράματα με χαρακτηριστικά παραδείγματα στην παγκόσμια λογοτεχνία.

Μεγαλώνοντας και εντασσόμενα στο σχολικό περιβάλλον τα άγχη των παιδιών διαφοροποιούνται, όχι όμως και η ανάγκη τους για σταθερό σημείο αναφοράς, που όπως φαίνεται υπονομεύεται από το νομοσχέδιο για υποχρεωτική συνεπιμέλεια. Μετά το διαζύγιο των γονιών, η /ο μαθήτρια/ής καλείται να προσαρμοστεί σε τρία ξεχωριστά υποσυστήματα: σχολείο, οικογένεια με τη μητέρα, οικογένεια με τον πατέρα. Το δέον είναι η σχέση των υποσυστημάτων να είναι σχέση συνεργασίας, εμπιστοσύνης και αποδοχής. Όταν όμως αυτό δε συμβαίνει, το παιδί έρχεται αντιμέτωπο με αντικρουόμενες δυναμικές, οπότε μειώνεται η δυνατότητα προσαρμογής με εμφανή αρνητικά αποτελέσματα στη σχολική επίδοση. Το παιδί που εναλλάσσει συνεχώς την κατοικία του και υποχρεώνεται να γίνεται μέρος διαφορετικού υποσυστήματος κάθε τόσο, συχνά βομβαρδίζεται από διπλά μηνύματα (ιδίως σε περιπτώσεις αντιδικίας).

Πολλές φορές οι εκπαιδευτικοί αντιμετωπίζουμε εντελώς διαφορετικές αφηγήσεις από τους διαζευγμένους γονείς σχετικά με τη χαμηλή επίδοση του παιδιού στο σχολείο ή με ζητήματα συμπεριφοράς, γεγονός που μας δυσκολεύει στην επιλογή των κατάλληλων παιδαγωγικών μέτρων για την αντιμετώπιση των προβλημάτων. Πολύ μεγαλύτερη όμως είναι η δυσκολία και η σύγχυση που δημιουργείται στο παιδί όταν γίνεται συνεχώς δέκτης των διαφορετικών αφηγήσεων των γονέων. Στις περισσότερες περιπτώσεις η μαθήτρια/ής απεκδύεται των ευθυνών της/του, παθητικοποιείται και γίνεται χειριστική/ός.

Η οριοθέτηση της συμπεριφοράς του παιδιού είναι ζητούμενο για την οικογένεια και το σχολείο. Όχι για να έχουμε γονείς και εκπαιδευτικοί το κεφάλι μας ήσυχο, αλλά γιατί αποτελεί καθοριστικό παράγοντα ασφάλειας, αυτοπεποίθησης και κοινωνικοποίησης για το ίδιο το παιδί. Επειδή όμως κάθε οικογένεια έχει τους δικούς της κανόνες, θέτει με διαφορετικό τρόπο δικαιώματα και υποχρεώσεις, δημιουργείται εύλογη ανησυχία σχετικά με την πιθανή σύγχυση του παιδιού στο ζήτημα των ορίων που μπορεί να επιφέρει η εφαρμογή του επικείμενου νόμου, ιδίως σε περιπτώσεις κακοποιητικού γονέα-συντρόφου.

Τέλος από την εκπαιδευτική μας εμπειρία έχουμε διαπιστώσει το τεράστιο έλλειμμα κοινωνικών δομών και πρακτικών, υποστηρικτικών στα παιδιά, αλλά και στους διαζευγμένους γονείς. Προτεραιότητα λοιπόν θα πρέπει να είναι η ενίσχυση του κοινωνικού κράτους όσον αφορά την οικογένεια, την οποία δε θέτει ουσιαστικά το νομοσχέδιο για την υποχρεωτική συνεπιμέλεια.