Οι γνωστές και άγνωστες αγωνίστριες του 1821

Γράφει η Βέρα Σιατερλή

Η θέση των γυναικών κατά την περίοδο της Επανάστασης του 1821 ήταν πολύ υποβαθμισμένη σε σχέση με τη θέση των ανδρών. Είναι απαραίτητη για την συνειδητοποίηση των χαρακτηριστικών της γυναικείας δραστηριότητας η παρουσίαση της συνεισφοράς στoν Απελευθερωτικό Αγώνα του μισού και ιστορικά παραγνωρισμένου πληθυσμού…

Οι γυναίκες συμμετείχαν «ψυχή τε και σώματι» στην αγώνα. Όσες γυναίκες διακρίθηκαν στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 κέρδισαν το σεβασμό και άτυπα καθιέρωσαν την ισοτιμία των φύλων στο πεδίο των μαχών.
Με την γενναιότητα, το ασύγκριτο θάρρος τους και τις θυσίες τους αποτελούν σύμβολα ηρωισμού που συνεχίζουν να εμπνέουν σε εθνικά κρίσιμες περιόδους, γεγονός που οι ιστορικοί της εποχής δεν κατέγραψαν στην ιστορία της ελληνικής επανάστασης. Βέβαια αυτό για την εποχή ήταν παγκόσμιο σαν φαινόμενο που ακόμη δεν έχει ξεπεραστεί εντελώς. Συνέπεια αυτής της ανδροκρατούμενης αντίληψης ήταν να χαθούν πολύτιμες πληροφορίες για τη συμβολή της Ελληνίδας στον αγώνα του ’21.
Χιλιάδες γυναίκες γνωστές και άγνωστες στην Ιστορία, αγωνίστηκαν είτε με τα όπλα, είτε με τα δρεπάνια και τα κλαδευτήρια και βρήκαν ηρωικό θάνατο.

Πολλές πληροφορίες μπορούμε να βρούμε στα τα δημοτικά μας τραγούδια, τα οποία εξιστορούν γλαφυρά τον ηρωισμό που χαρακτήριζε τις γυναίκες της επανάστασης. Ανάμεσα στους άντρες μαχητές, καπετάνισσες έπαιρναν μέρος σε στρατιωτικά συμβούλια, χειρίζονταν τα όπλα με δεξιοτεχνία, αρματώνονταν και πολεμούσαν.

Με ρόλους άλλοτε ενεργητικούς άλλοτε παθητικούς, οι γυναίκες του 21 ήξεραν να κρατήσουν ψηλά την ηρωική μοίρα που τους αναλογούσε. Δεν ήθελαν μια ζωή ταπεινωμένη γιατί τις χαρακτήριζε η περηφάνια, το σθένος και η γενναιότητα. Δοξασμένα παραδείγματα αποτελούν οι Σουλιώτισσες, οι Μεσολογγίτισσες, οι Μανιάτισσες.

Οι αγώνες αυτοί καταξίωσαν τις γυναίκες του ’21, αρχίζοντας από την ανυπακοή στον κατακτητή, μέχρι τον ένοπλο αγώνα και το ολοκαύτωμα.
Οι πλέον γνωστές είναι ελάχιστες. Από αυτές σε ονοματοθεσία οδού, γραμματόσημο και χαρτονομίσματα τιμήθηκε η μπουρλοτιέρισα των Ελλήνων:

Η Μπουμπουλίνα

Δυναμική και ανεξάρτητη καπετάνισσα, υπήρξε «η αμαζόνιος διακόσμησις του πολεμικού πίνακος του 1821»(Δ. Κόκκινος Ιστορικός). Όλη η Ευρώπη έμεινε έκπληκτη από την πολεμική της δράση και την αφοσίωσή της στην πατρίδα. Δίκαια ονομάστηκε θηλυκός Κολοκοτρώνης (λένε ότι δεν άφηνε ποτέ το σπαθί της).

Στα 17 της παντρεύτηκε τον σπετσιώτη πλοίαρχο Δημήτριο Γιάννουζα, από τον οποίο ονομάζετο και Δημητράκαινα. Το 1797 ο σύζυγός της σκοτώθηκε σε συμπλοκή με αλγερινούς πειρατές και η Λασκαρίνα σε ηλικία 26 ετών μένει χήρα με τρία παιδιά, τον Ιωάννη, τον Γεώργιο και την Μαρία.

Το 1801 παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο τον σπετσιώτη πάμπλουτο εφοπλιστή Δημήτριο Μπούμπουλη, από τον οποίο έλαβε το όνομα Μπουμπουλίνα, με το οποίο έγινε γνωστή. Και ο δεύτερος σύζυγός της σκοτώθηκε σε σύγκρουση με αλγερινούς πειρατές το 1811, μεταξύ Μάλτας και Ισπανίας. Μαζί του απέκτησε τρία παιδιά, την Ελένη, την Σκεύω και τον Νικόλαο.

Με την περιουσία του συζύγου της, που ξεπερνούσε τα 300.000 τάλιρα, η Μπουμπουλίνα ασχολήθηκε με τα ναυτιλιακά κι έγινε μέτοχος σε διάφορα σπετσιώτικα πλοία. Βέβαια στην αρχή Υδραίοι και Σπετσιώτες καραβοκύρηδες ήταν αντίθετοι με την εθνική εξέγερση γιατί πίστευαν ότι οι Έλληνες δεν ήταν ακόμη επαρκώς προετοιμασμένοι για να αντιμετωπίσουν τον οθωμανικό στρατό. Ήταν λογικό να φοβούνται την επικείμενη επανάσταση αφού μια ενδεχόμενη αποτυχία θα έπληττε τα συμφέροντά τους. Στην Κωνσταντινούπολη φαίνεται ότι μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1819, αλλά το γεγονός αμφισβητείται, καθώς είναι γνωστό ότι η οργάνωση δεν έκανε ποτέ μέλη της γυναίκες. Μόλις η Μπουμπουλίνα επέστρεψε στις Σπέτσες διέταξε τη ναυπήγηση του πλοίου «Αγαμέμνων», το οποίο καθελκύστηκε το 1820 και ήταν το μεγαλύτερο πλοίο που έλαβε μέρος στην Επανάσταση.

Ξόδευε την περιουσία της, όχι μόνο για τη διατήρηση των πλοίων της, αλλά και για τα στρατεύματα στην ξηρά. Συμμετείχε με το πλοίο της «Αγαμέμνων» στον αποκλεισμό του Ναυπλίου και ανεφοδίασε με δικές της δαπάνες τους υπερασπιστές του Άργους. Σε μια έφοδο των Τούρκων υπό τον Κεχαγιάμπεη σκοτώθηκε ο γιος της Ιωάννης Γιάννουζας.
Στη συνέχεια έλαβε μέρος στον αποκλεισμό της Μονεμβασίας, στην πολιορκία και την άλωση του Ναυπλίου και της Τριπόλεως, στην οποία εισήλθε πάνω σε λευκό ίππο και έσωσε τα χαρέμια του Χουρσίτ Πασά από τη μήνη των πολιορκητών.

Μετά την άλωση του Ναυπλίου, το Νοέμβριο του 1822, η Μπουμπουλίνα εγκαταστάθηκε στην πόλη (έδρα της προσωρινής κυβέρνησης), όπου έζησε έως τα μέσα του 1824. Εκδιώχθηκε από το Ναύπλιο κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, όταν πήρε το μέρος του φυλακισμένου Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, με τον οποίο είχε συγγενέψει, από το γάμο της κόρης της Ελένης με τον γιο του Πάνο. Οι κυβερνητικοί σκότωσαν τον γαμπρό της και από την ίδια αφαίρεσαν το κομμάτι γης που της είχαν δώσει για τις υπηρεσίες της στον Αγώνα.

Έτσι, η Μπουμπουλίνα επέστρεψε στις Σπέτσες. Τον Μάιο του 1825 ο γιος της Γεώργιος Γιάννουζας κλέφτηκε με την Ευγενία Κούτση, κουνιάδα του ετεροθαλούς αδελφού της Μπουμπουλίνας, Λάζαρου Ορλώφ.
Ο Ορλώφ, πήγε στο σπίτι της Μπουμπουλίνας σε αναζήτηση της Ευγενίας. Σε λογομαχία που ακολούθησε, κάποιος πυροβόλησε και χτύπησε στο μέτωπο την Μπουμπουλίνα, που έπεσε νεκρή (22 Μαΐου). Δεν έχει διαλευκανθεί αν ήταν τυχαίο περιστατικό ή δολοφονία. Τα οστά της εναποτέθηκαν στον ιδιόκτητο ναΐσκο του Αγίου Ιωάννου. Μεταθανάτια έλαβε τον τίτλο του ναυάρχου από τη Ρωσία, πρωτοφανής τιμή για γυναίκα και ένας τίτλος με παγκόσμια μέχρι σήμερα μοναδικότητα για γυναικεία μορφή.

Επειδή συμμετείχε ως ισάξια με τους άλλους οπλαρχηγούς στα πολεμικά συμβούλια και τις αποφάσεις της απονεμήθηκε ο τίτλος της «Καπετάνισσας» και της «Μεγάλης Κυράς».

Η Μαντώ Μαυρογένους

Μια άλλη σημαντική μορφή εκτός από οδός έγινε και ταινία, στα 1971, με πρωταγωνίστρια τη Τζένη Καρέζη. Πρόκειται για την περιβόητη. Μαντώ Μαυρογένους
Γυναίκα κομψότατη και πανώρια, μεγαλωμένη με μόρφωση και ανατροφή ευρωπαϊκή, ευγενική προσωπικότητα με φλογερό πατριωτισμό. Ήταν κόρη του εμπόρου και μέλους της Φιλικής Εταιρείας, Νικόλα Μαυρογένη. Οι γονείς της κατάγονταν από τη Μύκονο αλλά έμεναν στην Τεργέστη ήδη δέκα χρόνια, καθώς ο πατέρας της ήταν σπαθάρης (υπασπιστής) του ηγεμόνα της Μολδαβίας και η μητέρα της, η Ζαχαράτη Χατζή Μπάτη, ήταν δραστήρια γυναίκα που διηύθυνε στην Τεργέστη τις εμπορικές υποθέσεις του άντρα της. Γεννήθηκε στην Τεργέστη το 1796 ή 97, όπου ήταν εγκαταστημένος ο πατέρας της Νικόλαος Μαυρογένης, μέλος της Φιλικής Εταιρείας, στην οποία μυήθηκε και η Μαντώ Μαυρογένους το 1820

Έκτοτε η νεαρή Μαντώ διέθεσε όλη την πατρική περιουσία στον απελευθερωτικό αγώνα, ενώ έλαβε μέρος και η ίδια σε πολλές επιχειρήσεις. Εξόπλισε στόλο από έξι πλοία και τον ένωσε με τις ναυτικές δυνάμεις του Τομπάζη. Αργότερα, συγκρότησε στρατό, που αποτελούνταν από 16 λόχους των 50 ανδρών, ο καθένας και έλαβε μέρος σε επιχειρήσεις στην Κάρυστο το 1822 και χρηματοδότησε την εκστρατεία της Χίου, όμως δεν κατάφερε να εμποδίσει τη σφαγή της Χίου. Πολέμησε στο πλευρό του Γρηγορίου Σάλα στο Πήλιο, στη Φθιώτιδα και στη Λιβαδειά.

Η Μαντώ απηύθυνε έκκληση στις γυναίκες του Παρισιού και του διαφωτισμού στην Ευρώπη ώστε να πάρουν το μέρος των Ελλήνων. Μετακόμισε στο Ναύπλιο το 1823, για να βρίσκεται στον πυρήνα του αγώνα. Την εποχή εκείνη γνώρισε τον Υψηλάντη με τον οποίον και αρραβωνιάστηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα. Έγινε διάσημη σε όλη την Ευρώπη για την ομορφιά και τη γενναιότητά της. Αλλά το Μάιο του ίδιου χρόνου, το σπίτι της κάηκε τελείως και η περιουσία εκλάπη. Μετά από αυτό πήγε στην Τρίπολη για να είναι μαζί με τον Υψηλάντη, και ο Παπαφλέσσας της παρείχε τροφή.

Στον αρραβώνα της Μαντούς με τον Υψηλάντη αντιτάχθηκαν πολλοί από ισχυρούς πολιτικούς, οι οποίοι είδαν την ενοποίηση των δύο αυτών ισχυρών οικογενειών, οι οποίες διέθεταν φιλικές σχέσεις, ως απειλή. Ο «επικεφαλής» των αντιπάλων τους στην Ελλάδα ήταν ο Ιωάννης Κωλέττης, ο οποίος ηγήθηκε της επιτυχημένης απόπειρας διάλυσης του αρραβώνα. Η Μαντώ, μετά τον αρραβώνα επέστρεψε στο Ναύπλιο όπου ζούσε σε βαθιά κατάθλιψη, κατάσταση εξαθλίωσης, στερήσεων και φτώχειας και δεν έλαβε κάποια τιμητική σύνταξη, ούτε της αποπληρώθηκε κάποιο ποσό από τα χρήματα που είχε δώσει για τη χρηματοδότηση των διάφορων μαχών. Μετά το θάνατο του Υψηλάντη και τις έντονες πολιτικές του συγκρούσεις με τον Ιωάννη Κωλέττη, εκείνη εξορίστηκε από το Ναύπλιο και επέστρεψε στη Μύκονο, όπου ασχολήθηκε με τη συγγραφή των απομνημονευμάτων της.

Όταν ο πόλεμος τελείωσε, ο Ιωάννης Καποδίστριας της απέδωσε τον βαθμό του Αντιστράτηγου επί τιμή και της χορήγησε μια κατοικία στο Ναύπλιο, όπου και μετακόμισε εκεί. Είχε στην κατοχή της ένα σπαθί κειμήλιο με την επιγραφή «Δίκασον Κύριε τους αδικούντας με, τους πολεμούντας με, βασίλευε των Βασιλευόντων». Το ξίφος αυτό λέγεται ότι προέρχεται από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου και ότι η Μαυρογένους το έδωσε στον Καποδίστρια. Στη Μαντώ ανέθεσε και την εποπτεία του Ορφανοτροφείου το οποίο ίδρυσε στην Αίγινα.

Ξένοι ιστορικοί και περιηγητές εξαίρουν τη συμμετοχή της στα πεδία των μαχών, κάτι που δεν προκύπτει από ελληνικές πηγές. Οι Έλληνες ιστορικοί του 19ου αιώνα παραδόξως την αγνόησαν. «Είναι απορίας άξιον έγραφε το έτος 1890 ο Jules Blancard, πως τέτοια γυναίκα ελησμονήθη εντελώς από όλους τους Έλληνες ιστορικούς»!

Πέθανε α πό τυφοειδή πυρετό στην Πάρο φτωχή, κοντά σε συγγενείς, το 1840. Ενταφιάστηκε, με δημόσια δαπάνη, στο προαύλιο του ναού της Παναγίας της Εκατονταπυλιανής.

Η κεντρική πλατεία της πρωτεύουσας της Μυκόνου φέρει το όνομά της και έχει μια (μεγαλύτερη από την ίδια) προτομή της. Η κεντρική πλατεία της πόλης και λιμένα της Παροικιάς της Πάρου πήρε το όνομά της. Η Ελλάδα έχει τιμήσει αυτή την ηρωίδα με την ονομασία πολλών δρόμων σε ολόκληρη τη χώρα μετά από αυτήν. Η ελληνική κυβέρνηση κυκλοφόρησε πολλά αναμνηστικά κέρματα προς τιμήν της.

Εκτός από τη Λασκαρίνα και τη Μαντώ, υπάρχουν πολλές ακόμα διάσημες γυναίκες, πριν και κατά την Επανάσταση.

Το άγαλμα του Κολοκοτρώνη στο Βαλτέτσι

Σταυριάνα Σάββαινα

Στις 12-13 Μαΐου 1821 δόθηκε η μάχη στο Βαλτέτσι που έληξε με τη νίκη των ελληνικών όπλων. Εκεί πολέμησε ο Κολοκοτρώνης, οι Μαυρομιχαλαίοι Κυριακούλης και Ηλίας με τους Μανιάτες κ.ά. Τότε διακρίθηκε και μια γυναίκα, η Σταυριάνα.

Η Σταυριάνα Σάββαινα γεννήθηκε στο Παρόρι της Σπάρτης το 1772. Παντρεύτηκε τον Γιωργάκη Σάββα που τον απαγχόνισαν οι Τούρκοι στον Μυστρά κατά τις πρώτες μέρες της Επανάστασης. Τότε η Σταυριάνα οπλίστηκε και κατατάχθηκε στο σώμα του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη και τον ακολούθησε σε όλες τις μάχες. Έλαβε μέρος στην πολιορκία της Τριπολιτσάς, στις μάχες του Βαλτετσίου και των Τρικόρφων.

Η Καλλιρρόη Παρρέν γράφει στην «Εφημερίδα των Κυριών» της 25-3-1890: Η Σταυριάνα ήτο τεσσαρακοντούτις, μελαχροινή, ευειδής, με ύφος αρρενωπόν, με φωνή βροντώδη, με παράστημα στρατιώτου.
Ετέθη υπό τας διαταγάς του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη και πήγε στο Βαλτέτσι όπου επολιορκούντο οι Έλληνες. Η Σταυριάνα μόνη μεταξύ ανδρών αψηφούσε τις σφαίρες και μετέφερε τις πυριτιδοβολές από προμαχώνα σε προμαχώνα. Οι περί τον Κολοκοτρώνη Μαυρομιχάλης και Πλαπούτας δυσκολεύονταν να πιστέψουν ότι γυναίκα είχε τόσο θάρρος». Επί Καποδίστρια πάρα πολλοί αγωνιστές υπέβαλαν προς τη Συνέλευση αιτήσεις και ζητούσαν να ληφθεί και για αυτούς κάποια πρόνοια. Στη συνέλευση παρουσιάστηκε η ίδια η Σάβαινα «η ηρωική Μανιάτισσα που είχε ζωστεί όπλα και είχε λάβει μέρος σε πολλές μάχες».

Στην αναφορά της μεταξύ των άλλων έγραφε:
«Το στάδιον της πολεμικής δόξας είναι βέβαια δια τους άνδρας, όταν όμως είναι λόγος περί σωτηρίας της πατρίδος, όταν όλη σχεδόν η φύσις συντρέχει προς υπεράσπισίν της, αι γυναίκες της Ελλάδος έδειξαν πάντοτε ότι έχουν καρδίαν να κινδυνεύσουν συναγωνιζόμεναι ως οι άνδρες, ημπορούν να ωφελήσουν μεγάλως εις τας πλέον δεινάς περιστάσεις…» Ο Καποδίστριας, για τις υπηρεσίες της, της έδωσε χορηγία και έβαλε τα παιδιά της στο ορφανοτροφείο που μόλις είχε συσταθεί. Ο Όθωνας όμως την εγκατέλειψε και ζούσε από τις συνδρομές των οικογενειών των αγωνιστών. Όταν πέθανε το 1868 η κυρά Σάββαινα, έκαναν έρανο στο Ναύπλιο για να την θάψουν.

Η έξοδος του Μεσολογγίου, πίνακας, Βρυζάκης, 1855

Αλεφαντώ, η Μεσολογγίτισσα

Ήταν η αγωνίστρια ντυμένη με ανδρική ενδυμασία, πολύ συχνό φαινόμενο την εποχή εκείνη τόσο για γυναίκες που τόλεγε η ψυχή τους αλλά και για άντρες που είχαν κρυφτεί από τις μανάδες τους από το παιδομάζωμα. Η Αλεφαντώ στο πολιορκημένο Μεσολόγγι αψηφούσε κάθε είδος κινδύνου και κακουχίας μεταδίδοντας θάρρος στους άντρες πολιορκημένους. Χήρα η ίδια, συνελήφθη κατά την έξοδο του Μεσολογγίου μαζί με την μικρή της κόρη.

Το Μνημείο του Χατζή Αντώνη και Δόμνας Βιζβίζη στη παραλιακή Λεωφόρο της Αλεξανδρούπολης. Φιλοτεχνήθηκε το 1987 από τον γλύπτη Γιώργο Μέγφκουλα. Εικόνα απο Εφημερίδα των Συντακτών 8-3-21

Δόμνα Βισβίζη

Η Θρακιώτισσα καπετάνισσα, χήρα του καπετάνιου Αντώνιου Βισβίζη με πέντε παιδιά. Όταν ξεκίνησε η επανάσταση ο άντρας της εξόπλισε το μπρίκι του «Καλομοίρα» και μπήκε στον αγώνα. Η Δόμνα τον ακολούθησε μαζί με τα παιδιά τους και συμμετείχε σε όλες τις ενέργειές του, την ναυμαχία της Λέσβου, της Σάμου και του Ευρίππου. Με το θάνατό του ανέλαβε η ίδια τη διακυβέρνηση του πολεμικού σκάφους «Καλομοίρα», όταν ο άντρας της σκοτώθηκε, και συνέχισε τις επιχειρήσεις κατά των Τούρκων. Κουβαλούσε με το πλοίο πυρομαχικά και τρόφιμα στους Έλληνες, κανονιοβολούσε τουρκικές θέσεις, ενώ τραυματίστηκε σοβαρά ο γιος της Θεμιστοκλής στα Βρυσάκια . Το πλοίο της, η «Καλομοίρα», χρησίμευσε για τις συνεδριάσεις του Άρειου Πάγου της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδας. Όταν τελείωσαν τα χρήματά της και δεν μπορούσε να συντηρήσει άλλο το πλοίο το πρόσφερε ως πυρπολικό, έτσι βυθίστηκε η τούρκικη φρεγάτα – θησαυροφυλάκιο στον Τσεσμέ .Όταν παρέδωσε το πλοίο της εγκαταστάθηκε αρχικά στο Ναύπλιο κι έπειτα στην Ερμούπολη όπου συνέχισε τον αγώνα. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της έζησε και πέθανε στον Πειραιά το 1845.

Η Μονή του Αρκαδίου. Η ακριβής ημερομηνία που χτίστηκε δεν είναι γνωστή, όμως τοποθετείται την περίοδο της Βενετοκρατίας (1210 -1645). Πυρπολήθηκε 8/10/1886, μετά από δύο μέρες πολιορκίας

Χαρίκλεια Δασκαλάκη

Η ατρόμητη Κρητικιά: Νοέμβρης 1864. Ο αγώνας των Κρητικών έχει κορυφωθεί και στη Μονή Αρκαδίου γράφτηκε μία χρυσή σελίδα στο βιβλίο των αγώνων του κρητικού λαού.

Για μήνες η Μονή είχε γίνει το κρησφύγετο της Επαναστατικής Επιτροπής, αλλά και οικογένειες ολόκληρες κυνηγημένες από τους Τούρκους είχαν βρει καταφύγιο έρθει στο Μοναστήρι. Ο Μουσταφά έχοντας γνώση, έστειλε απειλητικό μήνυμα στον ηγούμενο Γαβριήλ “ή θα τους διώξεις όλους ή θα τινάξω το μοναστήρι στον αέρα”. Η Επαναστατική Επιτροπή τα κυριότερα πρόσωπα της οποίας είναι ο ηγούμενος Γαβριήλ, οι οπλαρχηγοί Βενιανάκης, Κορωναίος, Δημακόπουλος και μία γυναίκα, η Χαρίκλεια Δασκαλάκη, από οικογένεια αγωνιστών που είχε διακριθεί για τη λεβεντιά της.

Στην Επιτροπή συζητούσαν αν θα πρέπει να παραδοθούν ή να πολεμήσουν σε περίπτωση τούρκικης επίθεσης. Η Χαρίκλεια συμφώνησε ο αγώνας να συνεχιστεί και για τα γυναικόπαιδα (λέξη που χρησιμοποιείτο τότε), αποφασίστηκε να μείνουν και όποια τύχη περιμένει τους άνδρες την ίδια να αντιμετωπίσουν και τα γυναικόπαιδα. Αναμετρώντας τις δυνάμεις τους είδαν ότι οι Τούρκοι είναι μιλιούνια, ενώ εκείνοι μόνο 964 όλο κι όλο κι από αυτούς μόνο 325 πολεμιστές, τα άλλα γυναικόπαιδα. Αυτό όμως δεν τους εμποδίζει και έστειλαν την απάντηση στον Μουσταφά: «Ο όρκος και το σύνθημά μας είναι Ένωση με την Ελλάδα ή Θάνατος», «Μόνο νεκροί θα παραδοθούμε».Το Μοναστήρι περικυκλωθηκε από χιλιάδες Τούρκους. Η μάχη αρχίζει, πολεμάνε με ηρωϊσμό. Πολλές γυναίκες, όπως η Χαρίκλεια, κρατάνε όπλα, άλλες βοηθάνε τους αγωνιστές, ετοιμάζουν φυσίγγια, κουβαλάνε μπαρούτι, νερό και τρόφιμα.

Όταν κάποτε ρώτησαν τη Χαρίκλεια πώς τα κουβαλούσαν τα πολεμοφόδια, απάντησε: «Με τσι ποδιές των και σε κόσκινα». Όλη τη μέρα η Χαρίκλεια πολεμούσε και με λόγια θερμά εμψύχωνε τους αγωνιζόμενους. Για μία στιγμή η ελληνική σημαία που κυμάτιζε πλάι στο λάβαρο έπεσε, η Χαρίκλεια μέσα από βροχή σφαιρών την ξαναστύλωσε. Η σημαία διάτρητη από σφαίρες ξανάπεσε, η Χαρίκλεια με κίνδυνο της ζωής της τη σήκωσε, τη φίλησε και την έκρυψε κάτω από τα φουστάνια της για να την παραδώσει ύστερα σαν ιερό κειμήλιο.

Στις 8 Νοεμβρίου ο Μουσταφά είχε φτάσει πολύ κοντά τους και με στραμμένο το κανόνι του προς την πόρτα του μοναστηριού, τίναξε την πόρτα και οι Τούρκοι όρμησαν μέσα κραδαίνοντας τα γιαταγάνια τους. Ανδρικά και γυναικεία στήθη προβάλαν την τελευταία αντίσταση.
Ο άνισος αγώνας συνεχίστηκε στην αυλή του μοναστηριού. Το αίμα είχε πήξει και η Χαρίκλεια με τον γιο της και την κόρη της Ελένη ήταν ταμπουρωμένη μέσα σε ένα κελί και έριχναν στον εχθρό. Μια σφαίρα πήρε τον Κωσταντή στο πόδι. Ο Κωνσταντής ούρλιαζε από τον πόνο, η Χαρίκλεια γύρισε ψύχραιμη και του είπε: «Για τόσο πράγμα γιε μου φωνάζεις, θα σ’ ακούσουν και θα πουν πως φοβηθήκαμε».Τα κελιά-οχυρά έπεφταν το ένα πίσω από το άλλο.

Οι Κρητικοί θερίζονταν μα κι οι Τούρκοι δεν πήγαιναν πίσω. Ο Γαβριήλ ήταν πλέον έτοιμος να εκτελέσει το μεγάλο του σχέδιο. Πολλές γυναίκες, κορίτσια κι αγόρια έτρεξαν στο λαγούμι για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων. Ο αγωνιστής Γιανγκουδάκης με την κουμπούρα του γεμάτη και στραμμένη προς το μπαρούτι έκανε μια τελευταία ερώτηση στο πλήθος: «θέλετε να παραδοθείτε ή να πεθάνετε;». “Φωτιά καλύτερα” φωνάζουν γυναίκες και παιδιά. Η κουμπούρα άδειασε στην πυριτιδαποθήκη και το μοναστήρι με Τούρκους και δικούς τινάχτηκε στον αέρα. Πυκνός καπνός και φλόγες σκέπασαν τα πάντα. Πέτρες, ξύλα και ανθρώπινα μέλη εκσφενδονίστηκαν. Η Χαρίκλεια αιχμαλωτίστηκε και μαζί της κι άλλες γυναίκες. Όμως στο δρόμο δραπέτευσε και σώθηκε για να δει ύστερα από λίγα χρόνια τα παιδιά της να πέφτουν το ένα κοντά στο άλλο για την πατρίδα.

Αντωνούσα η Οπλαρχηγός

Μια άλλη περιβόητη κρητικιά είναι η Αντωνούσα Καστανάκη ή Καστανοπούλου από το χωριό Κερά Κισσάμου το 1866 ήταν 22 χρόνων. Μια μέρα οι Τούρκοι πήγαν στον πατέρα της και του ζήτησαν ένα βόδι πεσκέσι για τους Τούρκους του Καστελιού και αν δεν το πήγαινε την ημέρα που του όρισαν, θα σκότωναν την επομένη αυτόν και τα κοπέλια του.
Τʼ άκουσε αυτό η Αντωνούσα και εμπόδισε τον πατέρα της να δώσει το βόδι, τον έπεισε μάλιστα να φύγει με την οικογένεια και όλα τα ζωντανά του στα Εννιά Χωριά όπου δεν πατούσε εύκολα τούρκικο πόδι. Την επομένη το πρωί έφτασε ο Τούρκος, βρήκε την πόρτα κλειστή και φώναξε. Η Αντωνούσα ανεβασμένη σε μια συκιά τον πυροβόλησε. Εκείνος σωριάστηκε, πυροβόλησε με τη σειρά του αλλά αστόχησε και η Αντωνούσα πήρε το γιαταγάνι του και τουʼ κοψε το κεφάλι. Ύστερα ζώστηκε τʼ άρματα και βγήκε στο βουνό όπου συνάντησε τους επαναστάτες. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες κατά τον τριετή πόλεμο του 1866-69 και αργότερα στα 1879 στο σώμα του οπλαρχηγού Δημ. Κωναταντουλάκη. Οι Τούρκοι την κυνήγησαν αλλά ποτέ δεν μπόρεσαν να την πιάσουν.

Το 1882 αποφεύγοντας τη δίωξη κατέφυγε στην Αθήνα. Παρουσιάστηκε στον βασιλιά Γεώργιο Αʼ που την ανεκήρυξε οπλαρχηγό. Με την ιδιότητά της αυτή και με σώμα αντρών που είχε συγκροτήσει η ίδια, πήρε μέρος στους ηπειρωτικούς αγώνες. Φορούσε πάντα την ανδρική κρητική στολή της εποχής, τις βράκες. Έτσι το 1911 που επισκέφτηκε το χωριό της χρειάστηκε να δείξει το στήθος της για να πιστέψουνε πως είναι γυναίκα. Πέθανε στον Πειραιά το 1918.

Ένα από τα σήματα της Φιλικής Εταιρείας

Μαριγώ Ζαραφοπούλα

Μία περίπτωση γυναίκας που είχε κάποια σχέση με τη Φιλική Εταιρία είναι η Μαριγώ Ζαραφοπούλα, που για τη δράση της και τη συμβολή της στον αγώνα μιλάνε τα τέσσερα πιστοποιητικά που υπάρχουν στον φάκελό της στο «Αρχείον Αγωνιστών» της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Η Μαριγώ ήταν από τα Ταταύλα της Κωνσταντινούπολης.

Στις παραμονές της Επανάστασης, όταν βρίσκονταν στην Πόλη οι Φιλικοί Παπαφλέσας, Χρυσοσπάθης, Περραιβός και Λεμονής και συσκέπτονταν πώς να αντιμετωπίσουν την προδοσία του Ασημάκη, «η κυρία Μαριγώ Ζαραφοπούλα χριστιανή ορθόδοξος, συνετέλεσε πολύ εις τους σκοπούς της Εταιρίας περιφερομένη από οικίαν εις οικίαν δια να μαθαίνει και να μας ειδοποιεί παν ό,τι επαπειλούσε την καταστροφήν των ενεργουμένων, δια της προδοσίας του Ασημάκη. Αν επρολήφθησαν τα πάντα αποτελέσματα τα οποία έμελλον τότε να προκύψωσι ως εκ του περιστατικού της προδοσίας, τούτο οφείλεται κατά μέγα μέρος εις την επαγρύπνισήν της και εις τον πατριωτικόν της ζήλο.

Μετά την αναχώρησιν ημών των εταιριστών δια την Ελλάδαν η Μαριγώ έμεινε εις Κωνσταντινούπολιν, εργαζόμενη με απαραδειγμάτιστον πατριωτισμόν και δια χρηματικών δαπανών υπέρ της πατρίδος. Επροδόθη παρά των εχθρών ως λαβούσα μέρος εις την Εταιρίαν, εφυλακίσθη και εξορίσθη, υπέφερε εις την εξορίαν άπειρα δεινά. Συνετέλεσε εις την δραπέτευσιν των αοιδίμων υιών του Π. Μαυρομιχάλη, κρατουμένων παρά της Οθωμανικής εξουσίας, κατατρεχθείσα δια τούτο παρά της εξουσίας. Διεσώθη εις Βλαχομπογδανίαν μετά πολλούς κινδύνους και έξοδα. Εκείθεν μετέβη εις Υδραν».

Όταν εισέβαλαν οι Αιγύπτιοι στην Πελοπόννησο, η Μαριγώ και πάλι εστάλη σε διάφορα μέρη όπου εκρατούντο αιχμάλωτοι, έδωσε και έλαβε γράμματα. Και ακόμα «όταν τα ελληνικά όπλα και το υπό την οδηγίαν του συνταγματάρχου Φαβιέρου πεζικόν υπέφερε εν Καρύστω, η μνησθείσα κυρία δι’ ίδίων της χρημάτων εφόρτωσε από τις Σπέτζες μίαν γολέταν με παξιμάδια και τα επήγε η ίδια εις Κάρυστον».
Όλα αυτά τα βεβαιώνουν: Π. Νοταράς, Π. Μαυρομιχάλης, Ιωάννης Θ. Κολοκοτρώνης, κ.ά.

Αυτά τα τέσσερα πιστοποιητικά η Μαριγώ Ζαραφοπούλα τα υπέβαλε με μία αίτηση στην «Εξεταστική επί του Ιερού Αγώνος Επιτροπή» και ζητούσε σύνταξη. Η αίτηση φέρει ημερομηνία 19 Απριλίου 1865. Και για την «αγράμματη Μαριγώ» υπογράφει ο Χ. Τζαβέλας. Στην αίτησή της παραπονείται ότι άλλοι που πρόσφεραν πολύ λιγότερα απ’ αυτήν και τον άνδρα της πήραν σύνταξη. Και αυτή, που στερείται ακόμα και αυτού του επιουσίου, δεν έλαβε τίποτα.
 Το Σούλι και η Μάνη, δύο ακριτικές περιοχές, μας δίδουν άφθονο υλικό και στα προεπαναστατικά χρόνια και στα κατοπινά για να εκτιμήσουμε τη συμβολή της Γυναίκας στην αναβίωση του Έθνους μας. Ελεύθερες και αυτόνομες κι’ οι δύο περιοχές, με ανεπτυγμένο δημοκρατικά το κοινοτικό τους σύστημα, στους αδιάκοπους αγώνες διά την διατήρηση της αυτονομίας τους, είχαν επιτύχει μια πολύ βελτιωμένη θέση στην κοινωνική ζωή της γυναίκας.

Άλλες γυναικείες προσωπικότητες του αγώνα

Η ξακουστή Κωνσταντινιά αχώριστος σύντροφος και συμπολεμιστής του Ζαχαριά που η παράδοση άλλοτε την αναφέρει σαν την μονάκριβη όμορφη κόρη ενός παπά της Κυνουρίας που τιμώρησε ο Ζαχαριάς για τις ανομίες του κι’ άλλοτε πάλι σαν εκδικήτρια των 7 σκοτωμένων αδελφών της.
 Η καπετάνισσα η μάνα του Θόδωρου Κολοκοτρώνη, άλλη ιστορική μορφή του Μωρηά.
 Η Βλαχοθανάσω που συνέδεσε τ’ όνομά της με τη γόνιμη πατριωτική δράση του Καπετάν – Μαντά, μεγάλου Κλέφτη στα μέσα του 18ου αιώνα.

Ας σημειωθεί ότι η γυναίκα αντάρτισσα, σύντροφος και συμπολεμιστής του Κλέφτη κι’ αργότερα του Επαναστάτη, δεν είναι σπάνιο φαινόμενο. Άλλες κοπέλες με φανερή την ιδιότητα του φύλου τους και άλλες μεταμφιεσμένες σε παλικάρια, στάθηκαν κι’ αυτές δημιουργοί του Έπους της Κλεφτουριάς.

Οι Μανιάτισσες στον πόλεμο και στο κούρσεμα ασυναγώνιστες δίπλα στους άνδρες είχαν την τιμή πρώτες να μπουν στην Καλαμάτα, και να ελευθερώσουν την πόλη.
 Στην πολιορκία της Τριπολιτσάς από την στοματική παράδοση κι’ από τις αφηγήσεις των αγωνιστών, βρίσκουμε σκόρπια μα άφθονα στοιχεία της γυναικείας παρουσίας. Τα στρατόπεδα ήσαν ανάμικτα με άνδρες και γυναίκες. Η ίδια σκληρή ζωή δοκίμασε αμφότερα τα φύλα. Καθένας πρόσφερε τις υπηρεσίες του. Κι’ έμεινε ξακουστή η δράση των Τεγεατισσών, των γυναικών της Β. Κυνουρίας και του Χρυσοβιτσιού.

Εδώ ας θυμηθούμε τις γυναίκες απ’ τα Σουλιμοχώρια της Μεσσηνίας, περίφημες για τις πολεμικές τους ικανότητες. Ένα χρόνο ύστερα η ομαδική γυναικεία δραστηριότητα και τόλμη απαθανατίζεται από τον Φωτάκο: “Η εκστρατεία του Δράμαλη και οι πρώτες του νίκες έχουν γεμίσει με τρόμο τον Μωριά. Μανιάτικα τμήματα που βρίσκονταν στο Άργος πανικόβλητα περνούν τον Αχλαδόκαμπο με κατεύθυνση την Τρίπολη.
Πετιούνται αγριεμένες οι γυναίκες του Αχλαδοκάμπου και με τα γουχαΐσματα και τις αποδοκιμασίες τους, καλώντας τους να τους δώσουν τα όπλα να πάνε αυτές να πολεμήσουν, κατορθώνουν να συγκρατήσουν την κατάσταση και να σταματήσουν τον πανικό. Πιο ύστερα όταν ο Ιμπραήμ περνάει με την φωτιά και το σίδερο ολόκληρη την Πελοπόννησο, Μανιάτισσες στην μάχη της Βέργας θαυματουργούν.”Ο τύπος της Μανιάτισσας που πολεμάει συνοδεύει τον άνδρα, πολεμάει μαζί του, κουρσεύει μαζί του, γκρεμοτσακίζει τον Ιμπραήμ την κρίσιμη ώρα, είναι η άλλη όψη του ιδίου νομίσματος της Ελληνίδας γυναίκας του 21.

Η γυναίκα του Ηλία Μαυρομιχάλη μαθαίνει το θάνατο του ανδρός της στα Ψαχνά της Ευβοίας. Ζητάει να της φέρουν την πάλλα (σπαθί) του σκοτωμένου. Την βάζει στην κούνια του νεογέννητου παιδιού της και το νανουρίζει να μεγαλώσει για να εκδικηθεί τον πατέρα του.
 Η γριά Μαυρομιχάλαινα μαθαίνει το σκοτωμό του Καποδίστρια και την εξόντωση του γιου της και ανεψιού της που ήσαν οι δολοφόνοι του… Κάνει μνημόσυνο και για τους τρεις…

Κι’ ερχόμαστε στην Επανάσταση. 
Στην Δημητσάνα οι γυναίκες με την αυτοθυσία τους μέσα σε μια νύχτα κατορθώνουν να καμουφλάρουν τόσο καλά τους μπαρουτόμυλους και να ξεγελάσουν τους Τούρκους. Οι ίδιες πάλι καθ’ όλην την διάρκεια του αγώνα ενισχυμένες κι’ από τις γυναίκες της υπόλοιπης Γορτυνίας, καταστρέφοντας την περίφημη Δημητσανίτικη Βιβλιοθήκη φτιάχνουν τ’ απαραίτητα πυρομαχικά και σώζουν την Επανάσταση.

Εκτός από το πασίγνωστο παράδειγμα του Σουλίου, βρίσκει κανείς άφθονα στοιχεία, της γυναικείας παρουσίας, στην άλλη αυτόνομη γωνιά, τη Μάνη.

Πριν από την Επανάσταση η γυναίκα κι’ οι νυφάδες του φοβερού Παναγιώταρου πολεμούν Τουρκαρβανίτες και τους νικούν». (Απόσπασμα από την ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ «Η Μωραΐτισσα γυναίκα στον αγώνα του 21»)

Η μάχη της Ακρόπολης, 1827, Λιδωρίκη Ασήμω (Γκούρενα). Nicolas Louis François Gosse (1787-1878) – Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου. Παράρτημα Ναυπλίου. Η Ασήμω στέκει αγέρωχη και ατρόμητη καταπατώντας τα σύμβολα του εχθρού μέσα στον αρχαίο ναό, που έμελλε αργότερα να γίνει ο τάφος της.

Στη Μάχη του Ίσαρη (Αρκαδία) αρχές Αυγούστου 1825 έστειλε ο Ιμπραήμ ένα σώμα από 3500 στρατιώτες να λαφυραγωγήσουν την περιοχή. Οι Ισαραίοι, αφού φυγάδευσαν τα γυναικόπαιδα, οχυρώθηκαν στην κεντρική εκκλησία του χωριού. Η αριθμητική υπεροχή των εχθρών όμως ήταν συντριπτική. Έτσι, αποφάσισαν ηρωική έξοδο μέσα από τις εχθρικές γραμμές, καταφεύγοντας στις γειτονικές περιοχές. Την επόμενη ημέρα οι Τουρκαλβανοί του Ιμπραήμ λεηλάτησαν και έκαψαν το χωριό κι’ εκεί κάπου κοντά στα σύνορα Αρκαδίας – Ηλείας οι γυναίκες μονάχες με πρόχειρα μέσα άμυνας προσπάθησαν να προστατευτούν. Όμως συντελέστηκε ένα φοβερό δράμα της αιματοβαμμένης Επανάστασης γιατί νεαρές κοπέλες και παιδιά έπεσαν στα χέρια του Ιμπραήμ.

Η παράδοση διέσωσε τα ονόματα της Τρισεύγενης Δεληβοριά από τα Λαγκάδια που καταδιωκομένη από τις ορδές του Ιμπραήμ προτίμησε να πνίξει τα δύο μικρά παιδιά της και να πνιγεί κι’ αυτή στο Λάδωνα παρά να αιχμαλωτιστεί και να ατιμαστεί.

Και η Ελένη Λιαροπούλου από τη Βυτίνα προτίμησε κι’ αυτή το θάνατο πέφτοντας μαζί με το παιδί της στον ποταμό Λούσιο.

«Τι τράβηξαν οι γυναίκες αυτές το αφηγείται παραστατικά στο Μακρυγιάννη μια Παπαδιά από το χωριό του Μεγάλου Σπηλαίου:
«Όταν ήρθαν οι Τούρκοι εμείς είμαστε μέσα στο Βάλτο, στο νερό, τόσες ψυχές να γλιτώσωμεν˙ κι’ ήρθαν οι Τούρκοι και μας πιάσανε κι’ ήταν το σώμα μας καταματωμένο από τις αβδέλλες – μας φάγαν και τα παιδιά πεταμένα μέσα – γιομάτο το νερό, σαν μπακακάκια πλέγαν˙ κι’ άλλα ζωντανά κι άλλα τελείωναν. 
Και μ’ έπιασαν οι Τούρκοι και με κοιμήθηκαν τριάντα οκτώ και με αφάνισαν κι’ εμένα και τις άλλες. Διατί τα τραβήξαμε αυτά; Δι’ αυτήνη την Πατρίδα. Και τώρα δικαιοσύνη δεν βρίσκομεν από κανέναν˙ όλο δόλο και απάτη».

Χωρίς να εξαντλείται το απέραντο θέμα της ομαδικής δραστηριότητος από ανάγκη χώρου, περνούμε στην υπόμνηση της ιστορικής δράσης εξαιρετικών γυναικών:

Στην Δημητσάνα η Κυρά-Θανάσω Αντωνοπούλου από το Δεληγιαννέϊκο σόϊ. 
Πιο κάτω στο Παλούμπα η αδελφή του Γιωργακλή Κολοκοτρώνη, η Στεκούλα, κατοπινή σύζυγος του Στρατηγού Πλαπούτα. Φημιζόταν για την παλληκαριά της και σε μάχη με Λαλαιούς Τουρκαλβανούς, είχε αφοπλίσει και σκοτώσει τον περίφημο για τη θηριωδία του Αχμέτ Αγά. Πιο κάτω στο Λεοντάρι η γυναίκα του Πέτρου Σαλαμώνου, παραστάτη (Βουλευτού) της επαρχίας Λεονταρίου, κατά την Επανάσταση, ήταν φημισμένη για τις οικονομολογικές της ικανότητες και την ευψυχία της. Στάθηκε η ψυχή του ανεφοδιασμού των Λεονταρίτικων τμημάτων και δεν δίστασε νάρθη εις ανοιχτή σύγκρουση με τον Παπαφλέσσα! Για τις γυναίκες του Λεονταριού πρέπει να αναφερθεί και η περίφημη Χανούμισσα, φιλενάδα και εμπνεύστρια του Παπαφλέσσα που βαπτίσθηκε Χριστιανή. Η παράδοση δεν διέσωσε ούτε τ’ όνομά της κι’ όμως φαίνεται πως ήταν μια εξαιρετική γυναίκα που είχε υποτάξει το θρυλικό Αρχιμανδρίτη.

Η Αγγελίνα, κόρη του Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη, γυναίκα του Νικηταρά, είναι μια άλλη εξαιρετική Ελληνίδα. Στη Μάνη ξεχωρίζει η γυναίκα του Ηλία Μαυρομιχάλη που πρόωρα σκοτώθηκε στην Εύβοια. Στο Μιστρά ξεχωρίζει για τη σοφία της και τον πατριωτισμό της, η Ηγουμένη της Παντάνασσας. Πιο κάτω στο Ναύπλιο έζησε και έδρασε, κυρίως στα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια επί Όθωνος, η περίφημη Παπαλέξαινα.
Απ’ τα Μελίσσια της Κορινθίας η Σοφία Ρέντη, στάθηκε η ηρωίδα εμφυλίων πολέμων, γιατί για το χατίρι της οι Νοταράδες, ο Πάνος Κολοκοτρώνης και ο Καλλέργης, παρ’ ολίγο να πετσοκοφτούν για τα όμορφα μάτια της και τα πλούσια σταφιδοχώραφα του πατέρα της». (Απόσπασμα από την ΑΡΓΟΛΙΚΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ «Η Μωραΐτισσα γυναίκα στον αγώνα του 21»)

Ακόμη στην λίστα γράφεται και η Κυρά – Φλώρα, γυναίκα του Σισίνη στο Χλιμούτσι της Ανδραβίδας και η Αρετή η θρυλική αγωνίστρια από τη Γορτυνία που έγινε δημοτικό τραγούδι, η οποία εντάχθηκε στο ασκέρι των Πετιμεζαίων φεύγοντας από το σπίτι της στα Καλάβρυτα και μαζί τους αγωνίστηκε με υποδειγματική λεβεντιά.

Μάνη

Ιδιαίτερη είναι η περίπτωση μιας μάχης που έδωσαν ουσιαστικά άοπλες γυναίκες της Μάνης. Στα ενδότερα της Μάνης, στη διαδρομή για το σπήλαιο του Δυρού στέκει ένα μεγάλο άγαλμα.

Είναι μια φιγούρα της κυράς του χωριού, με τη μαντήλα, και το μακρύ φόρεμα, που κραδαίνει απειλητικά ένα δρεπάνι. 
Τον Ιούνιο του 1826, η Ελλάδα βρίσκεται διχασμένη από εμφύλιες ίριδες.
Η Βέργα ήταν πέτρινο οχύρωμα που είχε κατασκευαστεί τον Ιούλιο του 1826 σε στρατηγικό σημείο και ήταν η μοναδική είσοδος στην δυτική Μάνη. Ο Ιμπραήμ που είχε αποβιβαστεί στη Μεθώνη έσπερνε το τρόμο προσκάλεσε τον Μαυρομιχάλη τότε να παραδοθεί, όταν όμως αυτός αρνήθηκε, ξεκίνησε με 7000 πεζικό και ιππείς, από την Καλαμάτα κατά της Μάνης. 1000 Μανιάτες υπό τον Γιωργάκη Μαυρομιχάλη και μαζεύτηκαν στην Βέργα. Η κυρίως μάχη, που ξεκίνησε δυο μέρες μετά, υπήρξε σφοδρή και φονικότατη. Διήρκεσε επί ένα δεκάωρο και κατά την εξέλιξή της επιχειρήθηκαν δέκα αλλεπάλληλες έφοδοι των τουρκοαιγυπτίων, που όλες τους αποκρούσθηκαν επιτυχώς από τους Έλληνες. Ο Ιμπραήμ αποφάσισε τότε να επιχειρήσει επίθεση από ξηρά και θάλασσα, αυτή τη φορά σε εκτεταμένο μέτωπο, που απλωνόταν από το Δυρό μέχρι τη Τζίμοβα. 
Οι Μανιάτες απόκρουσαν τους εισβολείς και κατά μέτωπο και με τα πυρά από δυο μπρίκια από την θάλασσα. Ο Ιμπραήμ αποφάσισε τότε να επιχειρήσει απόβαση 1.500 Αιγυπτίων πεζών στο Διρό. Στη Βέργα ο στρατός του Ιμπραήμ κυριολεκτικά αποδεκατίζεται από τους ηρωικά μαχόμενους Μανιάτες. Ακόμα και οι γυναίκες τους υποδέχτηκαν με τα δρεπάνια στο χέρι γιατί ήταν περίοδος θερισμού. Οι γυναίκες με τα δρεπάνια, με πέτρες, με ξύλα, με τα δόντια και τα νύχια ακόμα, ξέσχισαν και θέρισαν στην κυριολεξία τις δυνάμεις του.
 Μετά από σκληρό αγώνα οι Αιγύπτιοι επιβιβάστηκαν και πάλι και έφυγαν. Ο Ιμπραήμ διέταξε τότε νέα επίθεση στην Βέργα η οποία απέτυχε όπως και οι προηγούμενες.

Σούλι

Οι σχέσεις των φύλων στο περήφανο και αδούλωτο Σούλι ήταν διαφορετικές απ΄ ό,τι στην υπόλοιπη Ελλάδα. Θύμιζαν τη θέση της γυναίκας στην αρχαία Σπάρτη. Οι άντρες σέβονταν τις γυναίκες τους και συχνά ζητούσαν τη γνώμη τους, ιδιαίτερα σε κρίσιμες περιστάσεις. Οι σεβαστότερες απ΄ αυτές αναλάμβαναν το ρόλο του διαιτητή σε διαμάχες μεταξύ των ανδρών. Αντίθετα, ουδέποτε άνδρες ανακατεύονταν σε γυναικείους καβγάδες. Μερικές καπετάνισσες έπαιρναν μέρος στα στρατιωτικά συμβούλια, όπου οι γνώμες τους υπολογίζονταν όσο και των καπεταναίων. Στο σπίτι, τέλος, οι γυναίκες ήταν οι αδιαμφισβήτητες αφέντρες.

Οι Σουλιώτισσες, πέρα από το νοικοκυριό, έπαιρναν όλες μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις, όπου ο ρόλος τους ήταν, σε πρώτη φάση, εφεδρικός και βοηθητικός Όταν όμως οι περιστάσεις το απαιτούσαν, οι γυναικείες εφεδρείες ρίχνονταν στη μάχη, άλλοτε κατρακυλώντας βράχους πάνω στον εχθρό, άλλοτε περιβρέχοντάς τον με καυτά βόλια, άλλοτε ορμώντας μπροστά με το σπαθί στο χέρι.

Δέσπω Σέχου-Μπότση

Οι ορδές του Αλή Πασά αφού εξόντωσαν τους Σουλιώτες από τα περισσότερα χωριά τους στις 23 Δεκεμβρίου 1803 στράφηκαν στη Ρηνιάσα. Η Ρηνιάσα είναι ένα μικρό χωριό σε μια πετρώδη περιοχή μεταξύ Πρέβεζας και Άρτας.

Εκεί είχαν καταφύγει μετά τη συνθηκολόγηση είκοσι εφτά σουλιώτικες οικογένειες χωρίς αρχηγό και κατά πλείστον γυναίκες και παιδιά. Οι Τούρκοι αποφάσισαν να τους εξοντώσουν και αυτούς. Η Ρηνιάσα δεν είχε ούτε άντρες να παρατάξει ούτε τείχη να αντιτάξει. Όμως το εχθρικό λεφούσι που την έζωσε βρήκε μια μόνη αντίσταση, όχι βέβαια αρκετή να τους αναχαιτίσει, αλλʼ ικανή για να σταθεί σύμβολο ηρωισμού στην ιστορία ενός υπόδουλου έθνους, με ηρωίδα τη Σουλιώτισσα Δέσπω Σέχου-Μπότση.

Η Δέσπω καταγόταν από τη φάρα των Σεχαίων κιʼ ήταν γυναίκα του Γιωργάκη Μπότση που σκοτώθηκε στο Σούλι. Ορφανή και ξεσπιτωμένη καθώς βρέθηκε μετά τη συνθηκολόγηση η Δέσπω, πήρε τη φαμίλια της και τʼ άρματά της και τράβηξε κιʼ αυτή τον δρόμο της φυγής. Σαν έφτασε στη Ρηνιάσα κατέφυγε σε ένα παλιό πύργο που βρισκόταν στην άκρη του χωριού τον πύργο του Δημουλά, όπως τον έλεγαν. Εκεί η Δέσπω αποφάσισε νʼ αντισταθεί. Να πέσει σκλάβα στα χέρια τους αμαχητί η καρδιά της δεν τοʼ λεγε. Σαν τους είδε από μακριά αρματώθηκε κιʼ αυτή και οι θυγατέρες της κιʼ οι νυφάδες της, έφραξαν γερά τη σιδερόπορτα του πύργου και πιάσανε από ψηλά τʼ ανοίγματα, μετατρέποντας έτσι τα παράθυρα του πύργου σε πολεμίστρες. Οι Τούρκοι προσπαθούν να παραβιάσουν την εξώπορτα, οι γυναίκες από πάνω τους ρίχνουν. Σε λίγο όμως ένα άνοιγμα του μαντρότοιχου τους αφήνει και μπαίνουν στον αυλόγυρο.

Οι γυναίκες εξακολουθούν να τους ρίχνουν. Αυτοί ορμούν με κραυγές προς τη σκάλα για νʼ ανεβούν στα πάνω δωμάτια, μα πριν προλάβουν να τις πιάσουν ζωντανές, όπως έλπιζαν, μια θεόρατη λάμψη κιʼ ένας κρότος τρομερός αντήχησε ολόγυρα. Ο κουρνιαχτός τους σώριασε κατάχαμα. Τι είχε γίνει. Η Δέσπω αφού αντιστάθηκε ως την τελευταία στιγμή, σύναξε γύρω τις κόρες, νυφάδες κι εγγόνια, έριξε χάμω όσο μπαρούτι τους είχε απομείνει κι αφού έστειλε από μακριά χαιρετισμό στο Σούλι, έβαλε φωτιά και κάηκαν όλοι.

Η θυσία της Δέσπως ενέπνευσε ποιητές συνθέτες και καλλιτέχνες. Και η λαϊκή μούσα απαθανάτισε τη θυσία της Δέσπως με τα αδρότερα χρώματα:
Της Δέσπως
Αχός βαρύς ακούγεται πολλά ντουφέκια πέφτουν.
Μήνα σε γάμο ρίχνονται, ουδέ σε χαροκόπι.
Η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μʼ αγγόνια.
Αρβανιτιά την πλάκωσε στου Δημουλά τον πύργο.
– Γιώργαινα ρίξε τʼ άρματα, δεν είνʼ εδώ το Σούλι
εδώ είσαι σκλάβα του πασά, σκλάβα των Αρβανίτων.
– Το Σούλι κι αν προσκύνησε κι αν τούρκεψεν η Κιάφα
η Δέσπω αφέντες Λιάπηδες δεν έκανε δεν κάνει.
Δαυλί στο χέρι άρπαξε, κόρες και νύφες κράζει:
Σκλάβες Τούρκων μη ζήσετε, παιδιά μαζί μʼ ελάτε.
Και τα φουσέκια ανάψανε κι όλοι φωτιά γενήκαν.

Μόσχω Λάμπρου Τζαβέλα

Η Μόσχω, η γυναίκα του Λάμπρου Τζαβέλα, γεννήθηκε στο Σούλι το 1760. Ήταν μετρίου αναστήματος, μελαχρινή κι ωραία και επέδειξε ψυχικό σθένος, δύναμη χαρακτήρα και φιλοπατρία, γι’ αυτό κι είχε μεγάλο κύρος στη σουλιώτικη πολιτεία. Στις 20 Ιουλίου 1792, επικεφαλής 400 γυναικών, παρακολουθούσε από τις ράχες της Κιάφας τη μάχη των Σουλιωτών κατά του Αλή Πασά. Μόλις είδαν μια αιφνίδια διακοπή των πυροβολισμών των μαχόμενων Σουλιωτών (ήταν μια μικρή ανακωχή ανάμεσα στους αντιμαχόμενους), οι γυναίκες νόμιζαν πως οι Σουλιώτες σκοτώθηκαν.

Τη σιγή την πήραν για ήττα των ανδρών τους, «οι άνδρες μας σταμάτησαν, φωνάζει η ηρωϊκή Μόσχω, θα σκοτώθηκαν. Σειρά μας τώρα». Και ευθύς 300 γυναίκες ένοπλες επιτίθενται εναντίον 3.000 Αλβανών. Ο Φωτιάδης στον “Καραϊσκάκη” γράφει: «Τρακόσες άδραξαν τ’ άρματα και χίμηξαν μπροστά με τη Μόσχω. Απάνω τους φώναζε η μια στην άλλη, απάνω τους, τι τα κοιτάμε τα σκυλιά; Αυτές δεν ήταν γυναίκες, μα μαινάδες. Ξεμαλλιασμένες ή ουρλιάζοντας με γυμνωμένα τα σπαθιά στα χέρια χύθηκαν να φάνε τους οχτρούς.

Οι Αληπασαλίδες, άμα τις είδαν να ροβολάνε κατά πάνω τους, τις άρχισαν στις βρισιές και στα αισχρόλογα. Τότες η Μόσχω η Τζαβέλαινα, μπροστά στον θάνατο, σηκώνει τα φουστάνια της και δείχνοντας τ’ απόκρυφά της φωνάζει: Να ωρέ Τούρκοι, ελάτε αν σας κιοτάει!». Οι Αλβανοί μπροστά σε αυτό το θέαμα των μαχόμενων γυναικών έμειναν κατάπληκτοι, πανικοβλήθηκαν. Έριξαν τα όπλα κάτω για να είναι ελαφρότεροι και το ‘βαλαν στα πόδια.

Η Μόσχω τους καταδιώκει, τρέχει προς τον πύργο που τον υπεράσπιζε ο ανιψιός της Κίτσος Τζαβέλας, τον βλέπει νεκρό. Η Μόσχω σκύβει, τον φιλάει, βγάζει την ποδιά της, του σκεπάζει το πρόσωπο και συνεχίζει την καταδίωξη. Ανάμεσα στις γυναίκες είναι και η Σόφω η κόρη της Τζαβέλαινας.

Ο Αλή Πασάς ντροπιασμένος καβαλάει το άτι του και φεύγει στα Γιάννενα.
Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης απαθανάτισε τη σκηνή της φυγής με τους γνωστούς στίχους : «Τ’ άλογο! τ’ αλογο, Ομέρ Βρυώνη, το Σούλι εχύμησε και μας πλακώνει. Τ’ άλογο, τ’ άλογο, ακούς σφυρίζουν, ζεστά τα βόλια τους μας φοβερίζουν…». Η Μόσχω πέθανε μεταξύ των ετών 1795-1803. (αδιευκρίνιστο)

Δέσπω Φώτου Τζαβέλα

Ο Γιάννης Βλαχογιάννης γράφει πως στον Κάλαμο, το μικρό νησί κοντά στο Θιάκι, είχαν καταφύγει πολλοί Σουλιώτες. Ανάμεσά τους ήταν και η Δέσπω η Τζαβέλαινα, του Φώτου η γυναίκα, η θαυμαστή από τους πολέμους του Σουλίου με τον Αλή Πασά πριν από το 1821.
Τώρα όμως άλλος γινόταν πόλεμος, ίσα σκληρός και πιο μεγάλος. Οι Σουλιώτες πέρασαν από τα Επτάνησα κατά το 1823 και πολεμάνε μαζί με τόσα άλλα αδέλφια τους. Μαζί τους ήτανε και της Τζαβέλαινας οι γιοι, ο Κίτσος και ο Ζυγούρης.

Ξαφνικά έρχεται η είδηση ότι σκοτώθηκαν οι γιοι της. Οι Σουλιώτισσες αρχίζουν το κλάμα, το ξεφωνητό και τα μαλλιοτραβήγματα. Ξαφνικά η Δέσπω τινάχτηκε ορθή, έριξε πίσω τα μαλλιά της, σφούγγισε τα δάκρυά της και είπε: “Παύτε ωρέ τα κλάματα. Πάσχα έρχεται, σηκωθείτε τώρα να βάψουμε τ’ αυγά, τι είναι αμαρτία κι ο θεός μπορεί να μας οργιστεί”.
Από σεβασμό σηκωθήκανε οι άλλες κι αρχίσανε τη δουλειά. Ξαφνικά έρχεται κάποιος και λέει πως είναι ψέματα, δεν σκοτώθηκα μόνο ο ένας τραυματίστηκε λίγο. Τότε η Δέσπω είπε: Σε ευχαριστώ Θεέ μου που μου τους φύλαξες, μα εγώ πάντα τους έχω ξεγραμμένους.

Ο Βλαχογιάννης λέει ακόμα, πως η Δέσπω η Τζαβέλαινα του Φώτου η γυναίκα, έζησε ύστερα ως τα πρώτα χρόνια του Όθωνα και στον Έπαχτο.

default

Μνημείο Ζαλόγγου Νομός Πρέβεζας Γλύπτης Γιώργιος Ζογγολόπουλος

Για τη Δέσπω Φώτου Τζαβέλα γράφει και η Καλλιρρόη Παρρέν: Στην Κέρκυρα η ρωσική κυβέρνηση πήρε απόφαση να σχηματίσει εξ αυτών (των Σουλιωτών) στρατιωτικόν σώμα, το οποίον εσκόπευε να χρησιμοποιήσει σε δεδομένη στιγμή.

Η Κέρκυρα και όλη η Επτάνησος διετέλη υπό ρωσικήν προστασίαν. Διετάχθη λοιπόν ο εκεί Ρώσος στρατηγός Ανρέπ να σχηματίσει οκτώ νέους λόχους από Σουλιώτες εθελοντές, εις τους οποίους διόρισε αξιωματικούς Σουλιώτες. Ο Φώτος Τζαβέλας, ο Δαγκλής, ο Ζέρβας, ο Δράκος κ.ά. Στρατολόγησε και γυναίκες. Ούτω η σύζυγος Φώτου Τζαβέλλα ήταν ανώτερη αξιωματικός λόχου εις τον οποίον είχε ταχθεί ο σύζυγός της ως λοχαγός. Έλαβε βαθμό ταγματάρχου σε λόχο που ήταν ο άνδρας της λοχαγός…
Χαρακτηριστικός τύπος της Σουλιώτισσας η Καπετάνισσα Τζαβέλαινα που επί κεφαλής των γυναικών του Σουλίου στην κρίσιμη στιγμή ρίχνεται στην μάχη, πλευροκοπεί το Τούρκικο ασκέρι και χαρίζει την νίκη που η ευγνώμων μούσα χιλιοτραγούδησε αργότερα.
 Από την ίδια ηρωική γενιά βγαλμένη η χήρα του Γιώργη Μπότσαρη, γιαγιά του Μάρκου, μας γνωρίζει το ηθικό ύψος της αρετής της, όταν χάριν της ενότητας του αγώνα συγχωρεί τον Γώγο Μπακόλα, θανάσιμο αντίπαλο της οικογένειας της και φονιά του ανδρός της, και πείθει το ίδιο να κάνουν και τα παιδιά της και όλο το συγγενολόι.

Αργότερα την τραγική αυτή σύζυγο και μητέρα θα την συναντήσουμε αδάκρυτη και αλύγιστη μαζί με το γέρο Νώτη Μπότσαρη, αφού έχει θάψει το παιδί του παιδιού της το Μάρκο με τα ίδια της τα χέρια, να παίρνει μέρος στην έξοδο του Μεσολογγιού επί κεφαλής των δικών της.

Ο «Χορός του Ζαλόγγου» (παραμονές Χριστουγέννων 1803) αποτελεί αιώνιο σύμβολο για τη γυναίκα που προτιμά το θάνατο από την ατίμωση και τη δυστυχία. Τη γυναίκα-ηρωίδα που «της Ελευθερίας ο έρως» τη σπρώχνει να θυσιάσει τον εαυτό της και τα παιδιά της, να αποχαιρετήσει παντοτινά  «τη γλυκιά ζωή» και τη «δύστυχη πατρίδα». «Στη στεριά δε ζει το ψάρι ούτ’ ανθός στην αμμουδιά / κ’ οι Σουλιώτισσες δε ζούνε μέσ’ τη μαύρη τη σκλαβιά». Η πρώτη σέρνει το χορό, φτάνοντας στο χείλος του γκρεμού, πηδάει και χάνεται στα βάθη του. Την ακολουθούν με τον ίδιο τρόπο, πάντα τραγουδώντας και χορεύοντας,   η δεύτερη, η τρίτη, η τέταρτη… Γύρω ακούγεται το μουγκρητό του ανέμου, που στροβιλίζει το χιόνι κι ανακατεύεται με το τραγούδι…

Ο Χορός του Ζαλόγγου – Θεόφιλος

Την ίδια χρονική στιγμή (Δεκ. 1803), η Δέσπω Σέχου-Μπότση, σύζυγος του Γιωργάκη Μπότση, κυνηγημένη από τους Τουρκαλβανούς, μετά τη συνθηκολόγηση του Αλή Πασά με τους Σουλιώτες, οχυρώθηκε με τις κόρες, τις νύφες και τα εγγόνια της στον πύργο του Δημουλά στη Ρηνιάσα και ύστερα από σθεναρή αντίσταση ανατίναξε τον πύργο, για να μην παραδοθούν στον εχθρό.
Από τις Σουλιώτισσες ξεχώρισαν άλλες δυο, οι οποίες υπήρξαν οι διασημότερες από τις άλλες, καταφέρνοντας να περάσουν τα ονόματά τους στο δημοτικό τραγούδι κι από εκεί στη σφαίρα του θρύλου. Η Μόσχω Τζαβέλα, σύζυγος του Λάμπρου, κατέχει τον τίτλο της «γυναίκας του Σουλίου

Μόσχω Τζαβέλα

Ήταν  η πρώτη και μεγαλύτερη ηρωίδα του Σουλίου. Με βαριά καρδιά έδωσε στο χέρι του αιμοβόρου Αλή Πασά τον πρωτότοκο γιο της Φώτο, για θυσία, και έβαλε πάνω από τον ίδιο της το γιο την αγάπη της για την πατρίδα. «Το παιδί μου  είναι παιδί του Σουλίου και σα γλιτώσει το Σούλι γλιτώνει και το παιδί μου», είπε χαρακτηριστικά στον πασά.

Σουλιώτισσες (λιθογραφία, 1940-45) Γιώργος Σικελιώτης

Μια άλλη γυναίκα φυσιογνωμία που ξεχώρισε ήταν η Χάιδω Γιαννάκη Σέχου. Το όνομά της είχε πρωτακουστεί στον πόλεμο του 1792, όπου ο ηρωισμός της , μας πληροφορούν ξένοι διπλωμάτες την εποχή εκείνη στην κατεχόμενη Ελλάδα, προκαλούσε το σεβασμό και το θαυμασμό των συμπατριωτών της. Πρώτη έτρεχε στη μάχη, συχνά δίπλα στους άντρες, συχνότερα μπροστά απ’ αυτούς.  Η ηρωίδα αυτή άγγιξε το απόγειο της δόξας της στη δραματική τριετία 1800-1803, οπότε «καμιά γυναίκα δεν αναδείχθηκε όσο η Χάιδω», βεβαιώνει ο Γερμανός Μπαρτόλντι.

ΠΗΓΕΣ ΑΡΤΑΣ Ι.ΜΟΝΗ ΣΕΛΤΣΟΥ – Η ΠΡΟΤΟΜΗ ΤΗΣ ΛΕΝΩΣ ΜΠΟΤΣΑΡΗ

Το καλοκαίρι του 1792, για μια ακόμη φορά ο Αλή πασάς των Ιωαννίνων, εξέδραμε ενάντια στο Σούλι. Αφού εξόντωσε τους Σουλιώτες από τα περισσότερα χωριά τους, τμήμα Σουλιωτών, αποτελούμενο από 1.148 ψυχές, με αρχηγό τον Κίτσο Μπότσαρη, κινήθηκε προς την Άρτα και τέλος εγκαταστάθηκε στο Μοναστήρι του Σέλτσου, κοντά στον Αχελώο ποταμό. Στις 16 Απριλίου 1804 οι Σουλιώτες περικυκλώθηκαν από όλα τα μέρη και αποκόπηκαν από το μοναστήρι, τη μόνη θέση όπου θα μπορούσαν να οχυρωθούν και να κρατήσουν ακόμη.

Σκοτώνονταν κατά δεκάδες κάτω από τα βλέμματα και τις κραυγές των γυναικών, οι οποίες, μπροστά στο φοβερό θέαμα, το οποίο παρακολουθούσαν από το ύψος του μοναστηριού, αντιλήφθηκαν ότι έπρεπε μόνες τους να φροντίσουν για τον εαυτό τους. Όλες έσπευσαν στο χείλος των απότομων βράχων, κάτω από τους οποίους ρέει ο Ασπροπόταμος, αποφασισμένες να γκρεμισθούν στα νερά του ποταμού. Αμύνθηκαν με μαχαίρια, πέτρες και ξύλα. Πολλές σφαγιάστηκαν επί τόπου και γύρω στις 160-200 γκρεμίστηκαν μαζί με τα παιδιά τους. Από τους 1148 Σουλιώτες κατόρθωσαν να σωθούν 50-80 άντρες και δύο γυναίκες και κατευθύνθηκαν στην Πάργα υπό τον Κίτσο Μπότσαρη. Μαζί τους και η θρυλική Λένω Μπότσαρη, κόρη του Κίστου, ανιψιά του Νότη, αδελφή του Γιάννη και του Μάρκου (του μετέπειτα μεγάλου Αρχηγού του Αγώνα). Πολέμησε γενναία στο Σέλτσο στο πλευρό του αδελφού της Γιάννη.

«Όλες οι καπετάνισσες από το Κακοσούλι,
όλες την Άρτα πέρασαν, στα Γιάννινα τις πάνε,
σκλαβώθηκαν οι αρφανές, σκλαβώθηκαν οι μαύρες,
κι η Λένω δεν επέρασε, δεν την επήραν σκλάβα.
Μόν’ πήρε δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια,
σέρνει τουφέκι σισανέ κι εγγλέζικα κουμπούρια,
έχει και στη μεσούλα της σπαθί μαλαματένιο.
Πέντε Τούρκοι την κυνηγούν, πέντε τζοχανταραίοι.
– Τούρκοι, για μην παιδεύεστε, μην έρχεστε σιμά μου,
σέρνω φουσέκια στην ποδιά και βόλια στις μπαλάσκες.
– Κόρη, για ρίξε τ’ άρματα, γλύτωσε τη ζωή σου.
– Τι λέτε, μωρ’ παλιότουρκοι και σεις παλιοζαγάρια;
Εγώ είμαι η Λένω Μπότσαρη, η αδερφή του Γιάννη,
και ζωντανή δεν πιάνουμαι εις των Τουρκών τα χέρια».

Πολεμώντας, η Λένω, αφού σκοτώθηκε ο Γιάννης κατάφερε να φθάσει κοντά στο θείο της Νίκζα, που πολεμούσε κοντά στον Αχελώο. Στη συνέχεια, έχοντας περικυκλωθεί από πολλούς εχθρούς έπεσε στο ποτάμι και πνίγηκε, για να μην πέσει στα χέρια τους.

Αγόρω η Αγραφιώτισσα

Στ’ Άγραφα στις απρόσιτες βουνοκορφές, υπάρχει ένα ξέφωτο με το τοπωνύμιο «Της Αγόρως το Μνήμα».
Σε αυτό το σημείο έγινε μάχη με τους Τούρκους, όπου σκοτώθηκε μια καπετάνισσα, που λεγόταν Αγόρω Αγραφιώτισσα και εκεί την ενταφίασαν οι σύντροφοί της.

Αγόρω Αγραφιώτισσα – Σκίτσο Θ.Μπακογιώργος

Η Αγόρω ή Αγραφιώτισσα, γνωστή σαν Καπετάνισσα της Ρούμελης, ήταν αγωνίστρια της επανάστασης του 1821. Η Αγόρω είχε δικό της κλέφτικο σώμα από άντρες και γυναίκες, δρούσε στην περιοχή των Αγράφων περίπου από 1810 και μετά. Η γενναιότητα της έχει υμνηθεί σε δημοτικά τραγούδια και η παλικαριά της παραλληλίζεται με εκείνη της Μόσχως της Σουλιώτισσας. Αλλά και η αυστηρότητα της όταν κάποιος από την ομάδα της δεν τηρούσε τον κλέφτικο νόμο. Είναι γνωστή η ποινή που επέβαλε στον καπετάν Μανώλη, ο οποίος είχε παραβεί τον κλέφτικο όρκο. Τον κατηγορούσαν ότι στους Απεράντιους, σε ένα σπίτι ενός προεστού, δεν σεβάστηκε τις γυναίκες του σπιτιού, Η Αγόρω τον έφερε δεμένο στο λημέρι της, τον ανάγκασε να ομολογήσει την πράξη του και αφού τον εξευτέλισε μπροστά στα παλικάρια της και σε άλλους Αγραφιώτες, του έδωσε την ευκαιρία να ζητήσει συγχώρεση από την οικογένεια που πρόσβαλε και αφού η οικογένεια του έδινε συγχώρεση, να παραμείνει στο βουνό. Και έτσι έγινε.

Σε κάποια μάχη με τους Οθωμανούς, γύρω στα 1820, την βρήκε βόλι πισώπλατα και σκοτώθηκε, σήμερα υπάρχει το τοπωνύμιο ανάμεσα στα χωριά Φτελιά και Αγαλιανός, “της Αγόρως το μνήμα” στο σημείο που πιστεύεται ότι σκοτώθηκε.

Μια άλλη πιθανή σύνδεση της ηρωίδας με άλλο τοπωνύμιο στα Κάτω Εσωχώρια, «Η Σπηλιά της Καπετάνισσας» μια απόκρημνη σπηλιά όπου πιθανολογείται να ήταν ένα από τα κρησφύγετα της Αγόρως.

το άγαλμα της γυναίκας που ετοιμάζεται να πέσει στην Αράπιτσα

Νάουσα γέφυρα της Αραπίτσας. Η επιγραφή στο μνημεί πιο κάτω

Το Φεβρουάριο του 1822 υψώθηκε στην πόλη η σημαία της επανάστασης και η Νάουσα αποτέλεσε εστία εξέγερσης, που καταπνίγηκε τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς, με δυσμενέστατες επιπτώσεις (ολοκληρωτική καταστροφή της πόλης, σφαγές και ανδραποδισμός των κατοίκων, άρση των προνομίων). Η πόλη τελικά υπέκυψε στην δύναμη των 12.000 ανδρών του πασά στις 22 Απριλίου 1822, Κυριακή του Θωμά. Ακολούθησαν η καταστροφή της πόλης, λεηλασίες, σφαγές και διωγμοί του πληθυσμού. Οι πολιορκημένοι από τους Τούρκους στον πύργο του Ζαφειράκη στη Νάουσα πραγματοποίησαν ηρωική έξοδο.

13 κορίτσια της Νάουσας, μανάδες και παιδιά, συγκεντρώνονται στη γέφυρα της Αραπίτσας στους “Στουμπάνους”, στις 22 Απριλίου 1822, συνιστούν αναμφίβολα την κορυφαία πράξη ηρωισμού των Ναουσαίων. Εκείνη την ημέρα οι γυναίκες της μαρτυρικής πόλης προτίμησαν να ριχτούν μαζί με τα παιδιά τους στα ορμητικά νερά της Αράπιτσας, του ποταμού που διαρρέει την πόλη της Νάουσας, προκειμένου να μη σκλαβωθούν. Στο χώρο της θυσίας ανεγέρθηκε το χάλκινο μνημείο των ηρωίδων της Νάουσας, που φιλοτέχνησε η γλύπτρια Κατερίνα Χαλεπά – Κατσάτου: μια Ναουσαία κρατά στην αγκαλιά της τα δύο παιδιά της. Σε μικρή απόσταση από το μνημείο των ηρωίδων της Νάουσας είναι τοποθετημένη μια μεγάλη μαρμάρινη πλάκα με την εξής επιγραφή:
«Διαβάτη, στάσου με ευλάβεια στη μνήμη των νεκρών. Μέσα στο βάραθρο που ξανοίγεται μπροστά σου, βρήκαν ένδοξο και ηρωικό θάνατο οι γυναίκες και τα παιδιά της Νάουσας, για την ελευθερία και την ανεξαρτησία του ελληνικού έθνους, στις 22 Απριλίου 1822».

«Υπάρχουν βέβαια εκατοντάδες κι’ ίσως χιλιάδες επώνυμες γυναίκες που δικαιούνται να μνημονεύονται για την Εθνική τους δράση στην Επανάσταση του ’21 και πριν απ’ αυτή, και υπάρχουν, και εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες ανώνυμες που με την ομαδική τους δράση ορθοπόδησαν την Εθνική Απελευθέρωση» ( όπως εξιστορεί η Δήμητρα Θ. Κατριβάνου από τα αρχεία της: ΑΡΓΟΛΙΚΗΣ ΑΡΧΕΙΑΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ & ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ)

Η Ιστορία γράφτηκε από αυτούς που ενώ γεννήθηκαν από γυναίκες δεν τις τίμησαν, τις υποβάθμισαν. «Το πώς θυμήθηκαν και κατέγραψαν την Επανάσταση οι γυναίκες που έγραψαν απομνημονεύματα, είναι το κεντρικό θέμα τούτου του βιβλίου. Θα εστιάσω στο τι επέλεξαν να θυμηθούν και στο πώς μετέτρεψαν τις αναμνήσεις τους σε απομνημονεύματα. Καθώς αμφιταλαντεύονταν μεταξύ της δημόσιας ιστορίας, που είχε ήδη καταγραφεί από πολλούς άλλους, και της ιδιωτικής ιστορίας, που ανήκε σε καθεμιά τους ατομικά, αυτές οι γυναίκες ύφαναν τον δικό τους ιστό. Όποια κι αν ήταν η αλήθεια σχετικά με τις δραστηριότητές τους στη διάρκεια της Επανάστασης, παρουσιάζουν τον εαυτό τους όπως επιθυμούν να τις θυμούνται οι επόμενες γενιές. Ήταν ο τρόπος τους να διεκδικήσουν μια θέση στο επικό δράμα που ήδη είχε αποσιωπήσει τις κύριες πρωταγωνίστριές του.» γράφει η Μέριλιν Γιάλομ στο βιβλίο της Ο ΚΑΙΡΟΣ ΤΩΝ ΚΑΤΑΙΓΙΔΩΝ όπου αποκαθιστά στην ιστορία τη φωνή των γυναικών που υπήρξαν μάρτυρες της Γαλλικής Επανάστασης! Αναγνωρίζουμε τα ίδια χαρακτηριστικά με εκπληκτική ομοιότητα.

Ο ανώνυμος αυτός μισός πληθυσμός του κόσμου, οι γυναίκες, συμμετείχαν στην ιστορία, ανεξάρτητα αν οι ιστορικοί τις αγνοούσαν, εξαφανίζοντάς τες από το προσκήνιο αποκρύπτοντας το προφανές ότι ούτε οι ίδιοι δεν θα υπήρχαν αν κάποια γυναίκα δεν τους είχε γεννήσει.

Οι γυναίκες λοιπόν ακόμη κι αν δεν κατονομάζονται, και στην Επανάσταση του 21 ως ανώνυμες γέννησαν, τάισαν, φρόντισαν και θεράπευσαν όχι μόνο τους συγγενείς τους αλλά και τα παλικάρια των καπεταναίων που προσέγγιζαν την περιοχή τους. Απ’ όσες δε κατονομάστηκαν πολλές πέθαναν φτωχικές ξεχασμένες όσο ηρωικές κι αν υπήρξαν σαν εθνική ανταμοιβή για την προσφορά τους.

πηγές: http://www.sansimera.gr/biographies, http://www.avgi.gr, http://gym-ag-myron.ira.sch.gr/kethi/gymvar2a.htm, https://astrolife.gr/iroides-tis-ellinikis-epanastasis, astrosparalio.gr, dyosmaraki.blogspot.com, http://www.el.wikipedia.org, https://www.in.gr, lyk-ag-ioann.att.sch.gr, ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΟΥ 1821 ΔΕΣΠΩ ΣΕΧΟΥ ΜΠΟΤΣΗ -docs.google.com
Μεγάλα αποσπάσματα παρατίθενται από: «Η Μωραΐτισσα γυναίκα στον αγώνα του 21» της ΑΡΓΟΛΙΚΗΣ ΑΡΧΕΙΑΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ