Εχουν κατακτήσει οι γυναίκες τη δική τους γλώσσα;

Η κοινωνική κατασκευή του φύλου είναι ένα κομμάτι κάθε κατασκευής, κάθε τομέα του πολιτισμού, μέσα στη συμβολική αναπαράσταση του κόσμου μας. Όμως, το βιολογικό φύλο δεν είναι καμιά κατασκευή, και δεν προχωρήσαμε ακόμα να αρνηθούμε τη φύση που επιβάλλει τις δικές της αρχές όχι μόνο στα φύλα, αλλά στον πολιτισμό γενικότερα. Αυτή είναι μια από τις βασικές διαφορές που ενυπάρχουν στις σύγχρονες αναλύσεις για τα φύλα. Σ.Β.

Αλιεύει η Εύη Κυπαρίσση

Οι φεμινίστριες του τρίτου κύματος ισχυρίστηκαν πως όλες οι διαδικασίες σημασιοδότησης και εννοιοδότησης οργανώνονται γύρω από τον άξονα της πατριαρχικής εξουσίας και κατά συνέπεια το αντρικό φύλο καθορίζει το σημαίνον και σημαινόμενο. Για την ψυχαναλυτική θεωρία, όταν απαρνιόμαστε τη θηλυκότητα, απαρνιόμαστε την παθητική θέση προς την πραγματικότητα του Αλλου.

Είναι η θηλυκότητα ιδεολογία; Εχουν κατακτήσει οι γυναίκες τη δική τους γλώσσα; Μπορούν να αφηγηθούν πραγματικά τη δική τους ιστορία;

Αν κάτι δείχνει η εποχή μας –μέσα από τη γενεαλογία του ελληνικού αλλά και παγκόσμιου me too, τις σπαρακτικές μαρτυρίες και τον τρόπο που προσλαμβάνονται από το κοινωνικό σώμα–- είναι πως σημειώνεται μια αλλαγή στον τρόπο εγγραφής των φύλων στο γλωσσικό σύστημα.

Μια αλλαγή που δείχνει πόσο εγκλωβισμένη έχει υπάρξει η γυναίκα μέσα στη γλώσσα και πόσο το ετεροφυλοφιλικό σύστημα έχει υπηρετήσει τις οικονομικοκοινωνικές πολιτικές του ανδρικού φύλου.

Κάποτε η ιέρεια του φεμινισμού Σιμόν ντε Μποβουάρ είχε διακηρύξει ότι «η γυναίκα δεν γεννιέται αλλά γίνεται και ότι το φύλο της ετεροκαθορίζεται ως τέτοιο».

Η Τζούντιθ Μπάτλερ, η σπουδαία θεωρητικός του φύλου, εξέλιξε αργότερα αυτόν τον συλλογισμό σημειώνοντας πως «η ίδια η έννοια γυναίκα είναι όρος σε συνεχές γίγνεσθαι», κάτι που σημαίνει πως υπόκειται σε μια διαδικασία κατασκευής και επιδέχεται διαρκείς ανασημασιοδοτήσεις. Η κατασκευή της γυναίκας ως δεύτερου φύλου είναι λοιπόν εμπεδωμένη στον ψυχισμό μας.

Ακόμα και ο ίδιος ο Ζίγκμουντ Φρόιντ προσέγγισε κάποτε τη θηλυκότητα από μια σκοπιά πατριαρχική μέσα από τη θεωρία της «σκοτεινής ηπείρου». Τότε οι φεμινίστριες του δεύτερου κύματος έσπευσαν να αντιδράσουν αρνητικά στη θεωρία του ιδρυτή της ψυχανάλυσης, χαρακτηρίζοντάς τη σεξιστική. Και δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά καθώς όσο και να το ήθελε, θα ήταν αδύνατο να αποκοπεί εντελώς από τα ιδεώδη της εποχής του.

Κατά πόσο, λοιπόν, η ψυχαναλυτική ανάγνωση ματαιώνει τη φεμινιστική θεωρία, η οποία έχει περάσει από… τουλάχιστον τρία κύματα; Και ποια είναι τα αιτήματα του φεμινισμού, πέρα από εκείνο της ισονομίας και της αναγνώρισης της γυναικείας σεξουαλικότητας;

Η ψυχανάλυση δεν κατάφερνε πάντοτε να αποφύγει επιτυχώς τις παγίδες των «καιρών», παρ’ όλο που παράλληλα άνοιγε τον δρόμο για να φωτιστούν οι τρόποι με τους οποίους η εκάστοτε ιδεολογία ενσωματώνεται στον ανθρώπινο ψυχισμό.

Έτσι, οι φεμινίστριες του δεύτερου και του τρίτου κύματος, δηλαδή εκείνες που αντιτάχθηκαν σε κάθε κανονιστική θεμελίωση της γυναικείας ταυτότητας, τα έβαλαν με τον Φρόιντ και τους συνομιλητές του.

Συγκεκριμένα, η Luce Irigaray μελετώντας κείμενα του δυτικού πολιτισμού διαπίστωσε πως η παραγωγή σκέψης μέσα από τη φιλοσοφία, τη γλωσσολογία και την ψυχανάλυση αποκλείει τη γυναίκα και ευνοεί τον άντρα.

Η Γαλλίδα φεμινίστρια φιλόσοφος κατέληξε συνεπώς πως το γυναικείο φύλλο είναι γλωσσικά απόν και δεν νοείται σαν υποκείμενο. Από τη μεριά της η Γαλλίδα ψυχαναλύτρια και σπουδαία θεωρητικός της κοινωνιοσημειωτικής τής αφήγησης, Julia Kristeva, έδειξε πως η γλώσσα διαμορφώνει τις κοινωνικές συνθήκες.

Οι φεμινίστριες του τρίτου κύματος ισχυρίστηκαν, δηλαδή, πως όλες οι διαδικασίες σημασιοδότησης και εννοιοδότησης οργανώνονται γύρω από τον άξονα της πατριαρχικής εξουσίας και κατά συνέπεια το αντρικό φύλο καθορίζει το σημαίνον και σημαινόμενο. Με αποτέλεσμα να παρατηρούμε είτε την «απάρνηση της θηλυκότητας» είτε την υποβάθμιση της θέσης της γυναίκας.

Για την ψυχαναλυτική θεωρία, όταν απαρνιόμαστε τη θηλυκότητα, απαρνιόμαστε την παθητική θέση προς την πραγματικότητα του Άλλου. Και αυτό ισχύει τόσο σε προσωπικό επίπεδο όσο και σε πολιτικό. Ακόμα και στις διεθνείς σχέσεις.

Γι’ αυτό και έχει εξαιρετικά μεγάλο ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνονται τη θηλυκότητα οι πολιτικές και κοινωνικές θεωρίες, μεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο φεμινισμός, ο οποίος δεν είναι ούτε ενιαίος ούτε στατικός, κάτι που αποδεικνύεται μέσα από τις ίδιες τις συγκρούσεις μεταξύ των φεμινιστριών.

Ενδεικτικά οι φεμινίστριες του τρίτου κύματος, οι οποίες ταύτισαν το πατριαρχικό κοινωνικό καθεστώς με τη συμβολική τάξη πραγμάτων, δηλαδή τον δυτικό πολιτισμό, του οποίου η οργάνωση ορίζεται από τη χρήση της φαλλοκεντρικής γλώσσας, συνυφασμένη με την πατριαρχική κοινωνική δομή, κατηγόρησαν τις φεμινίστριες του δεύτερου κύματος για αυταρχισμό και πουριτανισμό, αποδίδοντάς τους την ευθύνη για την παρουσία τους στα μίντια ως «καρικατούρες».

Οι παραδοσιακές φεμινίστριες, από τη μεριά τους, κατήγγειλαν τις μεταφεμινίστριες για προδοσία των γυναικείων αγώνων και για άκριτη υιοθέτηση του ατομικισμού.

Αυτές οι αντιπαραθέσεις καταδεικνύουν πως πολιτισμικά σύμβολα και κανονιστικές αντιλήψεις καθορίζουν όχι μόνο τις διαφορές ανάμεσα στα φύλα αλλά και τις ταυτότητές μας, μέχρι και την εγκατάλειψη του πραγματικού μας εαυτού στο όνομα των πατριαρχικών ιδεωδών. Ακόμα και μέσα στο ίδιο το φεμινιστικό και μεταφεμινιστικό κίνημα.

Τι σημαίνει σήμερα να είσαι γυναίκα; Ποιες είναι οι μεταστάσεις της πατριαρχίας και ενάντια σε ποιες και ποιους στρέφεται σήμερα;

Πώς μπορούμε να ξεπεράσουμε το κληροδότημα της πατριαρχίας και τις παρενέργειές της;

Η πατριαρχία, ως στρατηγική, στρέφεται ενάντια σε κάθε ανθρώπινο ον που αδυνατεί να την υπηρετήσει. Δεδομένου πως η υποκειμενικότητα παράγεται λογοθετικά και το βιολογικό φύλο είναι μια πολιτική κατηγορία –σύμφωνα με την Τζούντιθ Μπάτλερ–, το να είσαι γυναίκα είναι μια πολιτική θέση.

Στη φεμινιστική θεωρία εξάλλου, το φύλο αναδείχτηκε σε θεμελιώδες πεδίο ερμηνείας της κοινωνικής πραγματικότητας. Στη θέση του φύλου, μπορούν να μπούν το χρώμα του δέρματος, η κοινωνική τάξη, ο σεξουαλικός προσανατολισμός.

Αν υπάρχει συνεπώς κάτι που θα πρέπει να κρατήσουμε είναι πως ο φεμινισμός, ως ιδεολογία, αποκτά νόημα όταν προτάσσει ένα πολιτικό όραμα για κοινωνική δικαιοσύνη μέσα στις κοινωνίες ελέγχου και διαχωρισμού. Ενα όραμα για όλα τα πλάσματα που έχουν κληθεί να έρθουν αντιμέτωπα με τον υποταγμένο τους εαυτό.

Εξάλλου, όπως διακήρυττε ο Ζακ Λακάν, ούτε οι άντρες ούτε οι γυναίκες κατέχουν πραγματικά την ισχύ του συμβολικού φαλλού υπό την έννοια πως οι πρώτοι παλεύουν να την αποκτήσουν, ενώ οι δεύτερες αγωνίζονται να την παραστήσουν.

Γι’ αυτό και είναι εξαιρετικά σημαντικό να συντελεστούν αλλαγές στο συμβολικό πεδίο –δηλαδή στη γλώσσα– ώστε να αναταραχθούν οι βεβαιότητες γύρω από τις ταυτότητές μας… και να χαραχτούν εν συνεχεία πολιτικές που δεν θα υπηρετούν την πατριαρχική κοινωνική δομή και δεν θα καθιστούν το ένα φύλο (φυλή ή τάξη) κυρίαρχο υποκείμενο όχι μόνο στο γλωσσικό σύστημα αλλά και στην κοινωνία.

Τότε θα ακούμε ακέραια… δίχως «νοητικές ωτασπίδες» όχι μόνο τις σπαρακτικές εξομολογήσεις αλλά και κάθε αφήγημα υποταγμένου πλάσματος προτού γίνει κραυγή.

Πηγή: Η εφημερίδα των συντακτών ( https://www.efsyn.gr/nisides/284441_ehoyn-kataktisei-oi-gynaikes-ti-diki-toys-glossa )