Κορίτσια του Αντιδικτατορικού Φοιτητικού Κινήματος: Βασανιστήρια, Σεξουαλικότητα, Βία, στο «Σπουδαστικό» της χουντικής Ασφάλειας

Γράφει η Μαρία Γκασούκα

 ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ 21 ΑΠΡΙΛΙΟΥ. ΝΑ ΘΥΜΩΜΑΣΤΕ ΚΑΙ ΝΑ ΤΙΜΟΥΜΕ. ΣΕ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΜΑΡΙΑ ΓΚΑΣΟΥΚΑ

«…Αλλά τα ουρλιαχτά από τη Μπουμπουλίνας και το ΕΑΤ–ΕΣΑ, οι χαφιέδες που σουλατσάρουν εποπτεύοντας κάθε νεύμα της ύπαρξης, οι απαγορεύσεις και η λογοκρισία, η επιβολή του μιλιταρισμού ως κυρίαρχης αισθητικής, οι φίλοι που εξαφανίζονται ή εξορίζονται, τα κορμιά που επιστρέφουν παραμορφωμένα και μελανιασμένα, θα φουσκώνουν πάντα τους αεραγωγούς της οργής και θα υποστασιοποιούν το αίτημα της ανατροπής…» (Μαρία Λούκα).

Η συμβολή του Αντιδικτατορικού Φοιτητικού Κινήματος στην ανατροπή του φασιστικού καθεστώτος της 21ης Απριλίου, όπως και στη δημοκρατική ενσυνείδηση και ενδυνάμωση του λαού μας, είναι ευρέως αναγνωρισμένη και δεν χρειάζεται παραπέρα σχολιασμό. Τα αγόρια και τα κορίτσια του αγωνίστηκαν με το μυαλό, την καρδιά και τα σώματά τους, προκειμένου να επιτελέσουν τα καθήκοντα που τους έθετε την εποχή εκείνη η ιστορία και η δημοκρατία. Και τα σώματα αυτά κακοποιήθηκαν, βασανίστηκαν, σακατεύτηκαν και κάποια δεν επανήλθαν στην προηγούμενη υγιή τους κατάσταση. Για τα βασανιστήρια που έλαβαν χώρα στο Σπουδαστικό της χουντικής Ασφάλειας (όπως και στο ΕΑΤ-ΕΣΑ άλλωστε) έγινε, αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση, εκτενής συζήτηση, που αποκάλυψε τους τρόπους και τις μεθόδους που μετέρχονταν οι Μάλλιος, Καραπαναγιώτης, Κραββαρίτης κλπ. κατά τα βασανιστήρια των νέων ανδρών και γυναικών και η συζήτηση αυτή αποτελεί μέρος της ευρύτερης, σχετικής με την αντίσταση στη χούντα, συζήτησης. Ωστόσο, πρέπει να επισημάνουμε και με την ψυχραιμία που διαθέτουμε, λόγω της χρονικής απόστασης από τα γεγονότα, πως η συζήτηση γίνεται με όρους ανδροκεντρικούς, με χαρακτηριστικό τον λόγο που αρθρώθηκε σχετικά και στον οποίο λόγο οι γυναίκες είναι αόρατες (οι αντιστασιακοί, οι φοιτητές, οι βασανισθέντες…), ενώ στο πλαίσιό του συγκροτήθηκε ένα ανδρικό υπόδειγμα αγωνιστή και αντιφασίστα, που φαίνεται να αποδέχονται, να μην αμφισβητούν και να εσωτερικεύουν και οι ίδιες οι αγωνίστριες, με τις όποιες εξαιρέσεις, στις λίγες φορές που μίλησαν.

Ακόμα και στο εκτενές Χρονολόγιο που παρουσίασε ο Σύνδεσμος Φυλακισθέντων και Εξορισθέντων Αντιστασιακών 1967-1974, η αναφορά στις αγωνίστριες, ευρύτερα, είναι ελάχιστη σε σχέση με αυτή στους αγωνιστές και τις αδικεί. Και, φυσικά, δεν έχουμε παρά ελάχιστες, όχι περισσότερες 3-4, αναφορές στην έμφυλη διάσταση αυτού του αγώνα και, ειδικότερα, στην έμφυλη διάσταση των βασανιστηρίων. Η Κ.Π*. θα πει σχετικά στη Μαρία Λούκα: «Ωστόσο, η συμμετοχή των γυναικών ήταν μαζική και στο κίνημα και στην εκπροσώπευση. Το ότι ο ρόλος τους δεν έχει καταγραφεί τόσο είναι γιατί ζούμε ακόμα σε πατριαρχία που χρωματίζει και την ιστοριογραφία». Όπως δε εύστοχα επισημαίνει η τελευταία, «Ο κρατικός αυταρχισμός πάντα έχει και έμφυλο πρόσημο, στοχεύοντας στη συμβολική απαξίωση των γυναικών που αγωνίζονται, στο στιγματισμό και την υποβολή του αισθήματος της ντροπής». Και η έμφυλη διάσταση των βασανιστηρίων, εκούσια-ακούσια, φανερώνεται σε όλη της τη φρίκη στις διηγήσεις τους («…Η έμφυλη διάκριση εντοπιζόταν στον τρόπο που μας απευθύνονταν οι βασανιστές, γι’ αυτούς ήμασταν όλες «πουτάνες»…» Κ.Π. ) ή στις καταθέσεις τους στις δίκες και, ιδιαίτερα, στη δίκη της Χαλκίδας, η οποία, όπως θυμόμαστε, αθώωσε τους βασανιστές με το επιχείρημα πως με τη στάση τους υπεράσπιζαν το αστικό καθεστώς και πως οι γυναίκες και άνδρες μάρτυρες ήταν κομμουνίστριες και κομμουνιστές, άρα, όπως τόνισε ο κ. Εισαγγελέας, αναξιόπιστες και αναξιόπιστοι! Των φοιτητριών προηγήθηκε πλήθος γυναικών, διαφόρων ηλικιών, που βασανίστηκαν με τον πιο σκληρό και απάνθρωπο τρόπο από τα χουντικά όργανα. Εντελώς ενδεικτική η περίπτωση της ηθοποιού Κίττυς Αρσένη, που αναφέρει στο συγκλονιστικό της βιβλίο Μπουμπουλίνας 18 (2005): «Ο αξιωματικός υπηρεσίας που με παραδώσανε, μου έκανε «στριπτήζ». Κοίταξε μήπως έχω τσιμπιδάκια στα μαλλιά μου. Μου κράτησε ό,τι θα μπορούσα να κλείσω μέσα στη φούχτα μου για να μη νιώθω μόνη. Μου κράτησε και την κουβέρτα. Με περάσανε από ένα μεγάλο κρατητήριο–άντρες, γυναίκες, ξαπλωμένοι κοιμόντουσαν. Μου άρεσε η ιδέα, αλλά προχωρήσαμε πιο κάτω και με ρίξανε εδώ μέσα. Το κελί μου έχει Νο 18. Από σήμερα ονομάζομαι 18».

«Στις 6 του Μάρτη, βασανίστηκα στο κελί μου από τον Κραββαρίτη. Στην ανάκριση με απειλούσαν ότι θα με εκτελέσουν, θα μου σπάσουν τα κόκκαλα, θα με βιάσουν. Με άφηναν γυμνή πολλές μέρες», αναφέρει η φοιτήτρια της Ιατρικής Σχολής της Αθήνας Α.Σ. Ειδικότερα, οι γυναίκες είναι πολύ ευάλωτες σε βασανιστήρια και σκληρή, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και της λοχείας, αλλά, σύμφωνα με όλες τις πληροφορίες, το γεγονός δεν εμπόδιζε το έργο των βασανιστών. Η Ν.Μ., όπως καταθέτει, παρουσίασε στους Μάλλιο και Μπάμπαλη γυναικολογικές εξετάσεις που έδειχναν ότι κατά τη σύλληψή της ήταν έγκυος τριών μηνών, όμως αυτοί την έσυραν στην ταράτσα της Ασφάλειας, σε ένα πλυσταριό, όπου τέσσερις άνδρες της έκαναν φάλαγγα και μετά την κλώτσαγαν και την χτυπούσαν. Στις εκκλήσεις της να λυπηθούν το παιδί της, της απαντούσαν: «Και τι να το κάνεις το παιδί; Να γίνει κι αυτό σαν τα μούτρα σου;». Το φύλο και η θηλυκή σεξουαλικότητα, με δυο λόγια, αποτελούν σημαντικό εργαλείο των μεθόδων που χρησιμοποιούνται εναντίον των γυναικών. Οι Quiroga και Jaranson (2005) εξηγούν ότι, ο στόχος του σεξουαλικού βασανισμού, ιδιαίτερα, είναι να καταστρέψει την ατομική ταυτότητα και να διαταράξει τη σεξουαλική λειτουργία των θυμάτων. Οι βασανιστές της χούντας το γνώριζαν, όπως φάνηκε, πολύ καλά. Η Α.Σ. θυμάται: « Ο Λουκόπουλος με έδεσε σε έναν πάγκο και με χτυπούσε με μανία, ενώ στη συνέχεια με γύμνωσαν, μου τραβούσαν το στήθος και μου φωνάζαν: «Σκύλα, θα στα ξεριζώσουμε όλα»! Να επισημανθεί ότι, εκτός από το σοβαρό σωματικό τραύμα, ο ψυχικός πόνος και η οδύνη που προκαλούνται στα θύματα επιδεινώνονται από τον λόγο που αρθρώνεται στη διάρκεια όχι μόνον των βασανιστηρίων, αλλά ήδη από τη σύλληψη και την ανάκριση. Οι φοιτήτριες είναι για τα χουντικά όργανα κάθε είδους «οι πουτάνες», που δικαιούνται και νομιμοποιούνται κάθε στιγμή «να γαμήσουν», γνωρίζοντας πως οι γυναίκες και τα κορίτσια είναι ιδιαίτερα ευάλωτες/α σε αυτού του είδους τη λεκτική βία, αυτή τη σκληρή, απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση διά του λόγου. Ταυτόχρονα, φυσικά, η συγκεκριμένη απειλή ή/και η πραγματοποίησή της θα μπορούσε να λειτουργήσει «διαπαιδαγωγητικά» για τις υπόλοιπες φοιτήτριες, ώστε να καθίσουν φρόνιμα. Είναι ακόμα χαρακτηριστικό πως όταν η αντίστοιχη λεκτική βία και απειλή ασκείται σε άνδρες και αγόρια, αυτή αναφέρεται στις γυναίκες του περιβάλλοντός τους και συνήθως στη μάνα ή την αδελφή τους, γεγονός εξουθενωτικό επίσης. Τα βασανιστήρια που βασίζονται στο φύλο και τη γυναικεία σεξουαλικότητα είναι δυστυχώς δύσκολο να επιβεβαιωθούν, ωστόσο, οι επιπτώσεις τους είναι ιδιαίτερα σοβαρές και κατά κανόνα συνοδεύουν τα θύματα σε ολόκληρη τη ζωή τους.

Επιβάλλεται εδώ να τονιστεί πως σε τέτοιες συνθήκες, σεξουαλική βία υφίστανται και άνδρες και αγόρια, αν και σε ποσοστό πολύ μικρότερο από αυτό των γυναικών, όπως δείχνει η περιορισμένη έστω έρευνα, αλλά τα συγκεκριμένα θύματα είναι, επίσης, πολύ λιγότερο πιθανό να μιλήσουν γι’ αυτό, σε σχέση με τις γυναίκες, όπως προκύπτει κι από τις μεταγενέστερες σχετικές με βασανιστήρια αναφορές των φοιτητών-θυμάτων της χούντας. Το γεγονός συνδέεται, κυρίως, με τον κοινωνικό αντίκτυπο των σεξουαλικών βασανιστηρίων, την εικόνα του ανδρισμού, την αρρενωπή σεξουαλικότητα και τους έμφυλους κοινωνικούς ρόλους. Από την άλλη, τα κορίτσια υπέστησαν, εκτός των σεξουαλικών, και όλα τα άλλα είδη βασανιστηρίων που υπέστησαν και τα αγόρια: «Όταν μου έκαναν φάλαγγα ούρλιαζα. Ανυπόφορος πόνος. Σου βάζουν τα πόδια σε μια καρέκλα, στα γυμνώνουν και σου χτυπάνε τις πατούσες μ’ ένα όργανο. Μετά με διέταζαν να βάλω τα πόδια στα παπούτσια για να μην αφήσουν σημάδια. Είχαν πρηστεί, όμως, ήδη και δε χωρούσαν. Θυμάμαι κι άλλες στιγμές με άναρχο ξύλο, που σε πετάει ο ένας στον άλλον και σε χτυπούν. Η φάλαγγα, όμως, ήταν βασανιστήριο. Το κάνουν για να σπάσεις» (ΑΚ). Το ενδιαφέρον είναι πως αν και στη βιβλιογραφία φαίνεται πως οι γυναίκες υποφέρουν δυσανάλογα από τα βασανιστήρια, γενικότερα, σε σύγκριση με τους άνδρες (Allodi & Stasny,1990), από τις πληροφορίες που διαθέτουμε ευρύτερα κι από τις διάφορες καταθέσεις, φοιτήτριες, παρά τη νεαρή ηλικία τους, φάνηκαν ιδιαίτερα ανθεκτικές και δεν υποχώρησαν, στηριζόμενες, κυρίως, και αντλώντας δύναμη από την ιδεολογία τους: «Μετά από δυόμισι μήνες με πήγαν στη φυλακή, αλλά εκεί δεν πρόλαβαν να μου κάνουν κάτι, γιατί έπεσε η χούντα. Τώρα τι ήταν αυτό που μας κράτησε και δε λυγίσαμε; Οι ιδέες μας. Αυτό. Και η πεποίθηση ότι εμείς είμαστε το μέλλον. Ξέραμε ότι θα πέσουν» (Α.Κ).Κι όπως αφηγείται η Κ.Π., «Όλο το διάστημα που έμεινα στην ασφάλεια αντιμετώπισα άγρια βασανιστήρια. Όλες οι κοπέλες περάσαμε φάλαγγα και βάρβαρο ξύλο… Το ζήτημα ήταν να αντέξεις. Υπήρχαν βασανιστήρια ανυπόφορα. Το ανθρώπινο σώμα και η έννοια του πόνου μπορούν να σε ξεπεράσουν. Ο στόχος ήταν να αντέξεις και να μη δώσεις άλλους ανθρώπους. Σκεφτόμουν, «εντάξει 23 χρονών είμαι και πέντε χρόνια να με κρατήσουν, έχω όλη τη ζωή μπροστά μου».

Ποιες όμως ήταν οι συνέπειες αυτών των βασανιστηρίων για τα αγόρια και τα κορίτσια, ειδικότερα για τα τελευταία; Ποιες ήταν οι επιπτώσεις τους στις ζωές αυτών των γυναικών και, μάλιστα, στην ψυχική και αναπαραγωγική τους υγεία; «Μετά από τα φριχτά αυτά βασανιστήρια, επί 15 μέρες ουρούσα αίμα και ζαλιζόμουν, σε σημείο που δεν μπορούσα να σταθώ όρθια ούτε λεπτό»(Α.Σ). Ειδικές και ειδικοί υποστηρίζουν πως ο βασανισμός, και ειδικότερα ο σεξουαλικός, συνδέεται, μεταξύ άλλων, με αυξημένη σοβαρότητα συμπτωμάτων σωματοποιημένου πόνου, συναισθηματικών και λοιπών διαταραχών, άγχους, κατάθλιψης κ.λπ., ωστόσο, σχετικά με τον αντίκτυπο των βασανιστηρίων, αλλά, γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό, και την αποκατάσταση των θυμάτων, δεν διαθέτουμε ικανοποιητικές πληροφορίες. Από όσα γνωρίζουμε, όμως, στην μεταπολιτευτική Ελλάδα δεν υπήρξε συγκροτημένη στρατηγική αποκατάστασης των θυμάτων. Οι περιορισμένες, πάντως, διεθνείς έρευνες (Pabilonia et al., 2010) φαίνεται να συγκλίνουν στο ότι οι γυναίκες είναι πιο πιθανό να αναπτύξουν τα προαναφερόμενα συμπτώματα σε σχέση με τους άνδρες, ενώ όταν εκτίθενται στο ίδιο βασανιστήριο έχουν τέσσερις φορές περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν ψυχολογικά προβλήματα, που πιθανά οφείλονται στη διαφορετική έμφυλη κοινωνικοποίησή τους. Συμφωνούν, επίσης, και πως οι γυναίκες είναι γενικότερα πιο συμπτωματικές από τους άνδρες, ενώ εμφανίζουν συγκριτικά χαμηλές δεξιότητες αντιμετώπισης των όποιων επιπτώσεων, γεγονός όχι άσχετο με την έμφυλη κοινωνική τους θέση, όπως και την έμφυλη, κοινωνική, συλλογική συνείδηση ευρύτερα. Έτσι ή αλλιώς, κι όχι μόνον όσον αφορά τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, οι κατά φύλο διαφορές ανθεκτικότητας των επιζώντων βασανιστηρίων δεν έχουν διερευνηθεί συστηματικά και παραμένει, κατά την άποψή μας, πάντοτε αναγκαία μια τέτοιου είδους έρευνα, με αντικείμενο το φύλο και τα βασανιστήρια, τους τρόπους με τους οποίους το φύλο διαμεσολαβεί τόσο την εμπειρία των βασανιστηρίων όσο και τις συνέπειές τους, αλλά και τις αναγκαίες στρατηγικές αποκατάστασης των θυμάτων.

Ύστερα από τα ανωτέρω, γίνεται αντιληπτό πως την ευθύνη για τη χρήση βασανιστηρίων παντός τύπου και μορφής ως μέσου εξόντωσης αντιπάλων, γυναικών και ανδρών, την έχουν πριν από όλους οι διάφορες εξουσίες και κυβερνήσεις, οι οποίες αναθέτουν το συγκεκριμένο καθήκον σε έμπιστα όργανά τους (αστυνομικά, στρατιωτικά, παραστρατιωτικά κ.ά.), με τη συγκατάθεσή τους φυσικά, ύστερα από κατάλληλη και σκληρή εκπαίδευση. Τα βασανιστήρια κατά τη διάρκεια της δικτατορίας αποτελούσαν μέρος του εκτεταμένου σχεδίου της για εξουσία και επιβολή, σε ευθεία σύνδεση με τις εξορίες και τα στρατοδικεία, τις φυλακίσεις, κλπ. Έτσι, προκύπτει το ερώτημα για το ποιοι είναι οι άνθρωποι αυτοί και πώς «κατασκευάζονται» οι βασανιστές; Όπως αναφέρει η Μίκα Χαρίτου-Φατούρου στην πολυσυζητημένη μελέτη της για τον βασανιστή ως όργανο της κρατικής εξουσίας, η συγκεκριμένη έρευνά της κατάληξε στο συμπέρασμα ότι «βασανιστής δεν γεννιέσαι, αλλά γίνεσαι». Η ίδια αναρωτιέται αν μπορούμε να αναγνωρίσουμε συγκεκριμένες προσωπικές και κοινωνικές δυνάμεις που τους ώθησαν σ’ αυτή τη βάναυση δουλειά κι αν είναι δυνατόν συνηθισμένοι άνθρωποι να μετατραπούν σε βασανιστές, για να απαντήσει αμέσως πως «ο καθένας από εμάς θα μπορούσε, κάτω από ειδικές συνθήκες, να βρεθεί στη θέση του βασανιστή και να διαπράξει αποτρόπαιες πράξεις εξευτελισμού, πόνου και οδύνης εναντίον των συνανθρώπων του, και ότι το κακό δεν εδρεύει στη διεστραμμένη προσωπικότητα εκείνου που το διαπράττει, αλλά ανιχνεύεται σε δραστικές μεθόδους εκπαίδευσης, ικανές να κάνουν ένα άτομο βασανιστή».

Τα εγκλήματα βίας που συνδέεται με το φύλο, μέσω των βασανιστηρίων και άλλων μορφών σκληρής, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, δεν αποτέλεσαν, προφανώς, εφεύρεση της Χούντας και των οργάνων της. Προϋπήρχαν αυτής κι εξακολουθούν να υπάρχουν και να εφαρμόζονται και στις μέρες μας, όπως έδειξε η θαρραλέα καταγγελία του 18χρονου κοριτσιού, που συνελήφθη στα γεγονότα της Νέας Σμύρνης πριν λίγες μέρες. Εκφράζει τις εξαιρετικά δυσμενείς επιπτώσεις αυτής της διαδεδομένης, διαχρονικής, μισογύνικης σκληρότητας στη σωματική ακεραιότητα των γυναικών και των κοριτσιών, στην ψυχική τους υγεία και την ανθρώπινη αξιοπρέπειά τους, ενώ, συχνά, δικαιολογείται ή γίνεται ανεκτή στο όνομα της κοινωνικής τάξης και κοινωνικής ειρήνης, αλλά, ειδικότερα αν αφορά μετανάστριες ή προσφύγισσες, της παράδοσης, του πολιτισμού, του έθνους ή της θρησκείας. Η σεξουαλική βία και τα άλλα βασανιστήρια που υφίστανται κορίτσια και γυναίκες, τόσο σε ιδιωτικό όσο και σε δημόσιο περιβάλλον, ενισχύουν το υποδεέστερο καθεστώς των γυναικών και σηματοδοτούν τον πατριαρχικό έλεγχο των γυναικών, των κορμιών και της σεξουαλικότητάς τους. Όσο περιορισμένη κι αν είναι σήμερα η χρήση τους, όσο κι αν εμφανίζονται ως μεμονωμένα περιστατικά και παρεκτροπές «θερμοκέφαλων» ανδρών των σωμάτων ασφαλείας, δεν παύει να παραβιάζουν τη Διεθνή Σύμβαση κατά των Βασανιστηρίων, όπως και άλλα διεθνή πρωτόκολλα, που αφορούν στα ανθρώπινα δικαιώματα.

Ομότιμη Καθηγήτρια Μαρία Γκασούκα, Πανεπιστήμιο Αιγαίου

*Οι αναφορές των φοιτητριών είναι άλλες δημοσιευμένες, άλλες περιλαμβάνονται σε πρακτικά δικών. Ωστόσο, προτίμησα να μην αναφέρω τα ονόματά τους, τα οποία, φυσικά, είναι στη διάθεση κάθε ενδιαφερόμενης/ου.