Μαντώ Μαυρογένους: Αποτυπώσεις γυναικείας φιλελεύθερης σκέψης σε δημόσια κείμενα

Στις 25 Μαρτίου στο Μωβ δημοσιεύθηκε εκτεταμένο δημοσίευμα της Βέρας Σιατερλή, με τίτλο Οι γνωστές και άγνωστες αγωνίστριες του 1821, όπου τιμάται η συμβολή τους στον αγώνα και ανασύρονται από την σχετική αφάνεια στην οποία τις έχει καταδικάσει η ιστοριογραφία και η πατριαρχία. Η ενασχόληση του Μωβ με αυτές τις αγωνίστριες θα συνεχιστεί, με την παρουσίαση βιβλίων που έχουν τελευταία γραφτεί αλλά και την παρουσίαση προσώπων. Το σημερινό άρθρο αποτελεί έναν από τους κρίκους αυτής της προσφοράς. Σ.Β.

Της Άννας Κοντοθανάση, νομικού

Τα ΜΜΕ δίνουν σε γενικές γραμμές δύο συμπληρωματικές εικόνες για τη Μαντώ Μαυρογένους (Τεργέστη 1796 – Πάρος 1840). Η μία αφορά το γεγονός ότι η πλούσια αυτή γυναίκα, γόνος εμπόρων και Φαναριωτών, συμμετείχε στην Επανάσταση του 1821 κινούμενη από ιδεαλισμό και υποδειγματική ανιδιοτέλεια· προσφέροντας στον Αγώνα όλη της την περιουσία, κατάληξε μετεπαναστατικά (συντελούσης και της παραμέλησης πολλών «μη βολικών» αγωνιστών εκ μέρους της ελληνικής πολιτείας) σε καθεστώς απόλυτης ένδειας. Η άλλη αναφέρεται στην παράτολμη για τα δεδομένα της εποχής συγκατοίκησή της χωρίς γάμο με τον Δημήτριο Υψηλάντη, και κυρίως στον χωρισμό τους, ο οποίος οφειλόταν -κατά τη συνηθέστερη και μάλλον ορθή αφήγηση- στις ραδιουργίες ενός ισχυρού πολιτικού, του Ιωάννη Κωλέττη.

Όπως όλες οι γενικές εικόνες, τα πιο πάνω περιλαμβάνουν στοιχεία αλήθειας, αλλά και ανακρίβειες και παραλείψεις. Ανακρίβειες και παραλείψεις που συσκοτίζουν τόσο τις κοινωνικοπολιτικές συγκρούσεις της εποχής, όσο και -πολύ περισσότερο- τη διάσταση του φύλου στη θέαση της Ιστορίας της Ελληνικής Επανάστασης. Διότι η Μαυρογένους δεν ήταν απλά μια ιδεαλίστρια ή η προδομένη σύντροφος κάποιου ηγέτη της Επανάστασης, αλλά και μια γυναίκα με δημόσια δράση και κυρίως δημόσιο λόγο, τον οποίο εξέφραζε. Μια γυναίκα που απευθυνόταν στις Αρχές με αναφορές και αιτήσεις, διεκδικώντας όσα θεωρούσε ότι δικαιούτο. Όλα αυτά μας δίνουν περισσότερα στοιχεία από τα συνήθη που λέγονται για αυτή.

Είτε πρόκειται για τις ανοιχτές επιστολές της στις Αγγλίδες και τις Γαλλίδες, που δημοσιεύτηκαν στον τύπο των χωρών αυτών και συζητήθηκαν σε «φιλελληνικά σαλόνια» γυναικών της εποχής, από τις οποίες ζητούσε την ηθική και υλική στήριξη της Επανάστασης στις απαρχές της, είτε για την παρέμβασή της στη Γ΄ Εθνοσυνέλευση, είτε για τις επιστολές της προς τον βασιλιά Όθωνα, είτε για άλλα επιμέρους οικονομικά της αιτήματα, η Μαυρογένους ήταν μια γυναίκα που εκφραζόταν έντονα, με θάρρος και πάνω απ’ όλα δημόσια. Έκανε δηλαδή κάτι που δεν επιτρεπόταν στις γυναίκες της εποχής και του τόπου, γι’ αυτό και πολεμήθηκε σφοδρά σχεδόν από την αρχή της ανάμιξής της στον Αγώνα.

1. Πώς ο ιδιωτικός λόγος των γυναικών μπορεί να επηρεάσει τη δημόσια σφαίρα

Όσον αφορά τις επιστολές της στις Αγγλίδες και τις Γαλλίδες, πέραν του ότι αποδεικνύουν τη μόρφωσή της και τις φλογερές φιλελεύθερες ιδέες της για την αποτίναξη του ζυγού της «τυραννίας», δεν αποτυπώνουν δυστυχώς κάτι περισσότερο – π.χ. το πώς οραματιζόταν τη μετεπαναστατική εποχή, ή πως έβλεπε την κατάσταση των γυναικών στο πλαίσιο της ιδιόμορφης φεουδαλικής κοινωνίας στην οποία ζούσε.
Είναι φανερό πως οι συνολικές ιδεολογικές και υλικές συνθήκες της εποχής ούτε καν υποβοηθούσαν να σχηματιστεί άλλη έννοια συλλογικής ταυτότητας πλην της «εθνικής», παράλληλα βέβαια με τους επί μέρους τοπικισμούς και κοινωνικούς φατριασμούς. Σε κάθε όμως περίπτωση, το ότι απηύθυνε τις επιστολές της σε γυναίκες, φανερώνει άμεσα πως υπολόγιζε στη γυναικεία αλληλεγγύη, έμμεσα πως θεωρούσε και τις γυναίκες πολιτικά υποκείμενα.

Αξίζει επίσης να τονιστεί πως οι επιστολές της Μαυρογένους, όπως και εκείνες της Ευανθίας Καΐρη, συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στην έμπρακτη αλληλεγγύη των προοδευτικών ανθρώπων της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης, των «Φιλελλήνων», όπως αποκλήθηκαν.

2. Ο λόγος για ζητήματα της ιδιωτικής σφαίρας στον δημόσιο χώρο: Απόπειρα παρέμβασης στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας

Είναι γνωστό πως η Μαντώ Μαυρογένους είχε συντάξει αναφορά κατά του Δημ. Υψηλάντη για αθέτηση υπόσχεσης γάμου, την οποία σκόπευε να απευθύνει διά ζώσης ενώπιον της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης («της Τροιζήνας», 1827). Όπως έχει αποδειχτεί ιστορικά, κατείχε έγγραφο υποσχετικό γάμου, το οποίο μάλιστα περιείχε ρήτρα καταβολής μεγάλου χρηματικού ποσού ως αποζημίωσης, εάν ο Υψηλάντης το καταστρατηγούσε με υπαιτιότητά του.
Σύμφωνα με τον σύγχρονό της πολιτικό και ιστορικό Νικόλαο Δραγούμη, το αίτημα θεωρήθηκε σκανδαλώδες, ανήκουστο, σχετιζόμενο με ζητήματα του ιδιωτικού βίου, συνεπώς δεν της επετράπη να αναγνώσει δημόσια την αναφορά – την ίδια εικόνα δίνει ο Theodore Blancard, βιογράφος της οικογένειας. Θα ζητούσε άραγε η Μαυρογένους από τα μέλη της Εθνοσυνέλευσης να παραδεχτούν ότι o Υψηλάντης της όφειλε γάμο ή αποζημίωση; Αυτό δεν το γνωρίζουμε, ούτε οι ιστορικοί διασαφηνίζουν το περιεχόμενο του εγγράφου. Ένα όμως είναι βέβαιο: Διεκδίκησε να έχει λόγο, αν και γυναίκα, σε μία ανδροκρατούμενη συνέλευση που θα αποφάσιζε για το πολίτευμα της Ελλάδας. Αυτό από μόνο του περιέχει ένα δυνατό συμβολισμό.

Όσον αφορά την ίδια την αξίωση αποζημίωσης, ας ειπωθεί ότι κατόπιν έρευνας των αρχείων του κράτους, ο ακαδημαϊκός και καθηγητής της Νομικής Σχολής Κωνσταντίνος Τριανταφυλλόπουλος υπέβαλε το 1933 στην Ακαδημία Αθηνών σχετική μελέτη για το συγκεκριμένο θέμα, όπως και για τις τότε ισχύουσες επί του ζητήματος νομικές διατάξεις. Από αυτή προκύπτει ότι η Μαυρογένους επανήλθε στο θέμα της αθέτησης υπόσχεσης γάμου με αίτησή της προς τον Ιωάννη Γεννατά, υπουργό Δικαιοσύνης της κυβέρνησης Καποδίστρια (1828-1831). Το κείμενο δεν βρέθηκε αρχειοθετημένο ώστε να ξέρουμε τι ακριβώς ζητούσε, βρέθηκε όμως η απάντηση του Γεννατά, όπου δήλωνε αναρμόδιος και την παρέπεμπε στη «Γραμματεία [υπουργείο] Εκκλησιαστικών» για να πράξει τα δέοντα. Προφανώς, και η εκκλησία θα την παρέπεμπε στα δικαστήρια, αφού το μόνο που θα μπορούσε να κάνει στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της, θα ήταν να συμβουλέψει τον Υψηλάντη να «αποκαταστήσει».

Όπως όμως εξηγεί ο καθηγητής Τριανταφυλλόπουλος σχετικά με το ενδεχόμενο χρηματικής αποζημίωσης, στα νεοσύστατα (και υποτυπωδώς στελεχωμένα) δικαστήρια του ελληνικού κράτους η Μαυρογένους θα έπρεπε βάσει του τότε ισχύοντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου να αποδείξει την «παρθενοφθορία» της, δηλαδή να επιβεβαιωθεί με σχετική ιατρική εξέταση ότι δεν ήταν πια παρθένα! Εξέταση ταπεινωτική στην οποία προφανώς δεν ήθελε να υποβληθεί, πολλώ δε μάλλον όταν δεν ήταν καθόλου βέβαιο πως θα δικαιωνόταν και δεν θα στιγματιζόταν ακόμη χειρότερα. Κατά τη γνώμη μας, ο Τριανταφυλλόπουλος είναι εμμέσως της άποψης πως η υποβολή των αιτημάτων της Μαυρογένους στη διοίκηση (ή νωρίτερα στην Εθνοσυνέλευση) ήταν η μόνη διέξοδός της για να δικαιωθεί και να αποζημιωθεί με εξωδικαστική επίλυση της διαφοράς.

Θα μπορούσε επίσης να θεωρηθεί πως αυτή της η πρωτοβουλία είχε ως σκοπό την απόσειση του ηθικού στίγματος, καθώς οι φήμες την έφεραν ως «εκλύτων ηθών», κατηγορία που ισοδυναμούσε με κοινωνικό θάνατό της. Ήθελε δηλαδή να αποδείξει πως δεν ήταν δική της η ευθύνη που δεν αποκατέστησε τη φήμη της με γάμο, όπως ήθελαν τα ήθη της εποχής. Κατάλαβε όμως τελικά πως η κοινωνία της εποχής καταλόγιζε αποκλειστικά στη γυναίκα την ευθύνη της «ανηθικότητας» και καθόλου στον άντρα, όσα δεινά υλικής και κοινωνικής φύσεως κι αν είχε υποφέρει η πρώτη. Υπενθυμίζουμε πως λόγω της εκτός γάμου σχέσης της με τον Υψηλάντη, το 1823 είχε καεί το σπίτι της στο Ναύπλιο για να τη διώξουν από την πόλη (παράλληλα και για πολιτικούς λόγους, όμως κυρίως λόγω των «οπισθοδρομικών ιδεών των αντρών της χώρας», όπως σχολιάζει ο Blancard). Στη συνέχεια είχε απαχθεί από αγνώστους και σταλεί κακήν κακώς στη Μύκονο για να μην ξαναδεί τον Υψηλάντη, το δε συγγενικό και κοινωνικό της περιβάλλον την είχε απομονώσει, καθώς είχε παρά τις συμβουλές του εγκαταλείψει τόσο την κοινωνική της θέση όσο και την παραδοσιακή θέση της γυναίκας, με αποτέλεσμα την πλήρη απαξίωσή της.

Όλα τα παραπάνω φυσικά δεν εκπλήσσουν, καθώς ίσχυε τότε παράλληλα με τα τοπικά δίκαια και η βυζαντινορωμαϊκή νομοθεσία. Οι γυναίκες δεν είχαν πάρει καθόλου θέση στο δημόσιο λόγο συλλογικά, πόσο μάλλον με άλλες ιδέες κοινωνικού φιλελευθερισμού πέραν της πολιτικής ανεξαρτησίας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Παράλληλα, όπως δυστυχώς συμβαίνει στον πόλεμο, οι άντρες είχαν λάβει μέρος ή είχαν γίνει μάρτυρες σε σκηνές τεράστιας βίας (και σεξουαλικής) επί αμάχων, αρρώστων, ηλικιωμένων, παιδιών και γυναικών, πράγμα που εν γένει είχε εξαγριώσει τα ήθη – και βέβαια δεν προήγε τη βελτίωση της θέσης των γυναικών της εποχής.

Φαίνεται επιπρόσθετα από τα παραπάνω πως η στάση της Μαυρογένους (να αναφέρεται δημοσίως σε ζητήματα του «ιδιωτικού βίου») εξέφραζε έναν διαφορετικό, πιο γυναικείο λόγο, ο οποίος έφερνε την αποκλειστικά αντρική πολιτική σκηνή σε αμηχανία. Ίσως γι’ αυτό εξαφανίστηκε από τα αρχεία η επιστολή της που αφορούσε τον Υψηλάντη και έμεινε μόνο η απάντηση της Αρχής. Θα μπορούσαμε, με προσεκτικούς πάντα όρους ώστε να μην υποπέσουμε σε αναχρονισμό, να πούμε ότι έφερνε στη δημόσια σφαίρα (σε υποτυπώδη μορφή και με παραδοσιακούς-ατομικούς όρους εντός μιας παραδοσιακής κοινωνίας) ένα πρόπλασμα της φεμινιστικής ρήσης «το ιδιωτικό είναι και πολιτικό», δεν γνωρίζουμε εντούτοις εάν κάτι τέτοιο ήταν στις συνειδητές προθέσεις της. Σημειώνουμε πάντως ότι εξαιτίας της γενικότερης κουλτούρας της εποχής, η Μαυρογένους δεν φαίνεται να διεκδικούσε κάτι και για τις άλλες γυναίκες που βρίσκονταν σε παρόμοια θέση, για τις οποίες γνωρίζουμε πως ήταν αρκετές, δεδομένης της αλλαγής ηθών που είχε επιφέρει η πολυετής πολεμική σύγκρουση.

3. Από την έκκληση βοήθειας του αδύναμου φύλου, στην ίση αμοιβή για ίσες υπηρεσίες

Εκεί που η σκέψη της Μαντώς Μαυρογένους γίνεται πολύ πιο ρεαλιστική από πριν, αλλά και εντέλει διαμορφώνει ένα πρόπλασμα σκέψεων πιο κοντινών σε εμάς, είναι στη δεύτερη επιστολή της προς τον βασιλιά Όθωνα.

Στην πρώτη επιστολή της, η οποία είχε επιδοθεί ιδιοχείρως στον Όθωνα το 1834 (απόσπασμά της αναφέρεται σε άρθρο της καθηγήτριας της Νομικής Σχολής ΑΠΘ Ιφιγένειας Καμτσίδου), η Μαυρογένους είχε ζητήσει τη βασιλική διαμεσολάβηση ώστε να της αποδοθεί σύνταξη πολεμιστή, με την αιτίαση ότι είχε χάσει και το τελευταίο της νόμισμα για τον Αγώνα και παράλληλα η γυναικεία φύση που της έδωσε ο Θεός την είχε καταστήσει αδύναμη να εκτελεί όσα οι άνδρες, επομένως δεν μπορούσε ούτε να εργαστεί, ούτε να λάβει πολιτική θέση προκειμένου να αποκτήσει τα προς το ζην. Εδώ μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι μιλούσε ως εκπρόσωπος του ασθενούς φύλου, παρότι η ίδια γενικά δεν συνήθιζε να εκφράζεται ή να φέρεται ως αδύναμη. Είναι πιθανό να την είχαν συμβουλέψει να συντάξει έτσι την επιστολή της, ώστε να ταιριάζει με τα ήθη της εποχής.

Η δεύτερη όμως επιστολή της προς τον Όθωνα, του έτους 1840, είναι σαφώς ριζοσπαστικότερη. Ως ηγετική προσωπικότητα της Επανάστασης, η Μαυρογένους αξιώνει ίση αποζημίωση με τους άντρες που κατείχαν αντίστοιχη θέση. Ειδικότερα, ζητά να της απονεμηθεί σύνταξη αντιστρατήγου και η αντίστοιχη δωρεά σε γη που λάμβαναν οι άντρες αξιωματικοί, αντί του πενιχρού βοηθήματος χήρας ή αναπήρου πολέμου που της είχε δοθεί, διότι -όπως ανέφερε- υπήρξε αντιστράτηγος, πολέμησε σε πλήθος μαχών και είχε χρηματοδοτήσει με όλη της την περιουσία τα στρατεύματα και τα πλοία. Αναφέρει: «Με ποια λογική το έθνος μάς φώναξε όλους ανεξαιρέτως, άντρες και γυναίκες, να το υπερασπιστούμε, αλλά δεν μας αμείβει με τον ίδιο τρόπο; Δεν είμαι χήρα πολεμιστή, γιατί ποτέ δεν παντρεύτηκα. Δεν είμαι απόμαχη, γιατί έλαβα μέρος σε μάχες αλλά δεν πληγώθηκα. Όμως, πολέμησα και στήριξα το έθνος όπως και οι άντρες» (η συμπύκνωση και η απόδοση στα νέα ελληνικά έγινε από τη γράφουσα).

Εδώ πρέπει να τονιστεί πως η Μαυρογένους δεν ζητούσε αυθαίρετα τη σύνταξη της αντιστρατήγου. Της είχε ήδη απονεμηθεί ο βαθμός αυτός από τον Καποδίστρια, όπως και ένα σπίτι για να διαμένει, ωστόσο δεν της είχαν δοθεί τα υπόλοιπα ωφελήματα του βαθμού (αντίστοιχη σύνταξη και κτήματα αξίας).

Για να δει κανείς ποια ήταν η τύχη της τελευταίας επιστολής, αρκεί αυτό που αναφέρει η Σωτηρία Αλιμπέρτη το 1932: Εννέα δεκαετίες μετά το 1840, η Αλιμπέρτη ζήτησε δημόσια από το κοινό (μέσω της «Εφημερίδος των Κυριών») τεκμήρια για τη Μαντώ Μαυρογένους, διότι θα συνέγραφε τη βιογραφία της. Της παραδόθηκε τότε η δεύτερη επιστολή προς τον Όθωνα, η οποία είχε βρεθεί από τον πελάτη ενός μπακάλικου ως χαρτί περιτυλίγματος του προϊόντος που είχε αγοράσει! Ευτυχώς ο πελάτης και οι απόγονοί το κράτησαν, και κατ’ αυτόν τον τρόπο περιήλθε στη συγγραφέα.

Και για την ιστορία, ας ειπωθεί ότι όχι μόνο δεν δόθηκε στο αίτημα της Μαυρογένους ικανοποίηση, αλλά τελικά πέθανε σε ένδεια τον ίδιο χρόνο (1840) από τύφο στην Πάρο, φιλοξενούμενη από συγγενείς. Κηδεύτηκε με τη στολή του αντιστρατήγου, αφού τουλάχιστον αυτόν τον βαθμό της τον είχε απονείμει η πολιτεία.

4. Αντί επιλόγου

Το παράδοξο, αλλά μάλλον σύνηθες σήμερα, είναι να τονίζονται με ύστερους νεωτερικούς (ή και μετανεωτερικούς) όρους τα πλεονεκτήματα ή μειονεκτήματα της Επανάστασης του 1821. Η πρακτική αυτή όμως αγνοεί το ότι η Επανάσταση έλαβε χώρα σε μία εντελώς διαφορετική κοινωνία και οικονομία, και εκφράστηκε με διαφορετικές από τις σημερινές πολιτικές ιδεολογίες.

Σε ό,τι αφορά τις γυναίκες της Επανάστασης, δεν πρέπει κατά τη γνώμη μας να υποπίπτουμε σε τέτοια διείσδυση των νεωτερικών όρων μέχρι του σημείου να κινούμαστε με αναχρονισμούς. Είναι φανερό πως τόσο η Μαυρογένους, όσο και άλλες γυναίκες της εποχής της δεν άρθρωναν μαζικά συλλογικό λόγο (αν και η Ευανθία Καΐρη είχε συντάξει επιστολές προς τις φιλελληνίδες μαζί με άλλες 23 γυναίκες), πολλώ δε μάλλον δεν συνασπίζονταν όπως οι άντρες για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους. Ακριβέστερα, δεν μπορούσαν καν να συλλάβουν μια τέτοια οπτική, καθώς είχαν βγει στον δημόσιο χώρο κυρίως για τον πόλεμο – και όσες επέζησαν, επέστρεψαν μετά στα σπίτια τους ή βρέθηκαν στα σκλαβοπάζαρα, την παλλακεία (και από Έλληνες) και τα πορνεία, κατά την τύχη της καθεμιάς.

Όσον αφορά τη διεκδίκηση από όλους τους ηγέτες του Αγώνα προνομίων σε αντάλλαγμα των σημαντικών υπηρεσιών τους, πράγμα που έκανε εν μέρει και η Μαυρογένους (αν και όχι εξαρχής, παρά μόνο για να επιζήσει), αυτή αποτελούσε μία συνηθέστατη πρακτική, παρ’ όλα τα στίφη των παλαίμαχων αγωνιστών και αγωνιστριών που επαιτούσαν. Ίσως για τα σημερινά δεδομένα, τουλάχιστον από θέση αρχών (γιατί στην πράξη το ίδιο επιχειρείται υπογείως σε κάθε αλλαγή εξουσίας, μολονότι υποτίθεται πως είμαστε πιο εξελιγμένη κοινωνία), η ρητή διατύπωση μίας τέτοιας απαίτησης θα ήταν προβληματική. Οφείλει όμως κανείς να αναλύει τα συγκεκριμένα αιτήματα που διατυπώθηκαν εντός των συγκεκριμένων συνθηκών μέσα στις οποίες δημιουργήθηκαν. Από τη στιγμή που οι συντάξεις αξιωματικών δίνονταν σε άντρες, δικαιούτο και η Μαυρογένους και κάθε άλλη αγωνίστρια.

Σε κάθε περίπτωση, οι ιδέες και οι πράξεις της Μαυρογένους, της Καΐρη, της Μαρτινέγκου, της Ρωξάνης Καρατζά και άλλων λογίων γυναικών της εποχής ήταν σαφώς προοδευτικές για την εποχή τους – και ο φιλελευθερισμός τον οποίο πρέσβευαν, υπήρξε το αναγκαίο σκαλοπάτι (με τη συμβολή και άλλων, κοινωνικοοικονομικών βεβαίως, όρων) για τη μετέπειτα εμφάνιση ριζοσπαστικότερων ιδεολογικών ρευμάτων, μεταξύ των οποίων και του φεμινισμού.

Εν κατακλείδι, θα μπορούσε κανείς να πει ότι η Μαυρογένους ήταν η μόνη «επώνυμη» που γνωρίζουμε ότι έδρασε στον Αγώνα αυθύπαρκτα και όχι ως αρωγός κάποιου άντρα αγωνιστή. Είχε έρθει με την οικογένειά της στη Μύκονο προεπαναστατικά από την Τεργέστη, έχοντας ήδη γίνει κοινωνός των σκοπών της Φιλικής Εταιρείας από τον πατέρα της. Μετά τον θάνατο του τελευταίου, είχε μεταβεί μόνη το 1818 σε συγγενείς της στην Τήνο. Τα αδέλφια της δεν έλαβαν μέρος στον Αγώνα. Πέραν της σχέσης της με τον Δημήτριο Υψηλάντη μες στις φλόγες της Επανάστασης και των γνωριμιών της με το περιβάλλον του και με Φιλέλληνες, δεν υπάρχουν μαρτυρίες πως είχε άλλους δεσμούς με τον τότε πολιτικό κόσμο, πέραν της μεγάλης εκτίμησης που της έτρεφε ο Καποδίστριας. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν πως η απολύτως αυτόνομη πορεία της, έξω από τα καθιερωμένα για το φύλο της, διαδραμάτισε βαρύνοντα ρόλο στη σοβαρή της διάψευση αναφορικά με όλα όσα διεκδικούσε. Και καθώς -αντίθετα από τις άλλες επώνυμες- δεν ήταν ούτε μητέρα, ούτε σύζυγος, ούτε αδελφή, ούτε χήρα αγωνιστή, δεν μπορούσε στη συνέχεια να εισπράξει μέσω εκείνων ανταλλάγματα για την προσφορά της.