Λότε Ράινιγκερ (1899 – 1981)

Γράφει η Βέρα Σιατερλή

Γερμανίδα σκηνοθέτρια κινηματογραφικών έργων, ανιματέρ, και σεναριογράφος. Υπήρξε το πρώτο άτομο που δημιούργησε ταινία κινουμένων σχεδίων (Οι περιπέτειες του πρίγκιπα Αχμέντ-1926 του βωβού κινηματογράφου), καθώς και πρώτη χρησιμοποίησε το μουσικό κλιπ, σε μοτίβα που είχε συνθέσει για την ίδια την ταινία ο Wolfgang Friedrich Zeller. Θεωρείται από τους πρωτοπόρους των κινουμένων σχεδίων με φιγούρες σε μορφή περιγραμμάτων (silhouette’s artist), ενώ είναι εκείνη που δημιούργησε το πρώτο μουσικό κλιπ στην ιστορία του σινεμά πάνω σε μοτίβα του Μότσαρτ.

Η Σαρλότε «Λότε» Ράινιγκερ γεννήθηκε στις 2 Ιουνίου 1899 σε ένα μικρό προάστιο το Σαρλότενμπουργκ. Από νεαρή ηλικία ήρθε σε επαφή με την τεχνική scherenschnitte, μία μορφή χαρτοκοπτικής που ξεκίνησε από την Κίνα και αργότερα έγινε αρκετά διάσημη στη Γερμανία. Δημιουργούσε χάρτινες φιγούρες ανθρώπων τις οποίες σιγά – σιγά χρησιμοποίησε σ’ ένα αυτοσχέδιο θέατρο σκιών που είχε δημιουργήσει. Μετά από μία διάλεξη του λατρεμένου της ηθοποιού και σκηνοθέτη Πάουλ Βέγκενερ, πείστηκε για τις μεγάλες δυνατότητες που της παρείχε ο κινηματογράφος να εκφράσει την τέχνη της.

Στη διάρκεια της καριέρας της δημιούργησε περισσότερα από εβδομήντα έργα – ανάμεσά τους «η Σταχτοπούτα», «ο Παπουτσωμένος Γάτος», «Ο Χανς και η Γκρέτελ», με βασικό μέσο την επινοητικότητά της και κινητήριες δυνάμεις το παραμύθι και τη μουσική. Όσο ζούσε στο Βερολίνο τα πιο γνωστά της έργα είναι το «Παπαγκένο» (Papageno, 1935), εμπνευσμένο από την όπερα του Μότσαρτ «Ο Μαγικός Αυλός» και «Οι περιπέτειες του Πρίγκιπα Αχμέντ» (Die Abenteuer des Prinzen Achmed, 1923-1926), που βασίζεται στην αραβική συλλογή παραμυθιών και ιστοριών «Χίλιες και μία νύχτες» και θεωρείται ως η παλαιότερη σωζόμενη ταινία μεγάλου μήκους με κινούμενα σχέδια. Επίσης σημαντική δημιουργία της όσο ζούσε στο Λονδίνο ((1948–1980) είναι και η έγχρωμη ταινία με κινούμενα σχέδια «Star of Bethlehem» το 1954 (Primrose Productions, A Sillouette Colour Film)

Η Λότε Ράινινγκερ δεν διακρίθηκε μόνον για τις κινηματογραφικές της παραγωγές, αλλά και για τις επιδόσεις της στο θέατρο σκιών, για τις εικονογραφήσεις βιβλίων και τη δραστηριότητά της στο θέατρο. Τη δεκαετία του ‘20 ανήκε στο λογοτεχνικό κύκλο γύρω από τον Μπέρτολτ Μπρεχτ και γνώρισε μεγάλες μορφές της γερμανικής τέχνης, όπως τους σκηνοθέτες Φριτς Λανγκ και Γκέοργκ-Βίλχελμ Παμπστ, τον εξπρεσιονιστή ζωγράφο Καρλ Σμιτ, το θεατρικό συγγραφέα Καρλ Τσουκμάγερ και τον ζωγράφο και φωτογράφο Λάζλο Μόχολι-Νάγκι.

Η Στεφανία Παπαδημητρίου γράφει για την Λότε Ράινινγκερ στο άρθρο της «Λότε Ράινιγκερ: H σκηνοθέτιδα πίσω από την πρώτη ταινία κινουμένων σχεδίων 10 χρόνια πριν τον Ντίσνεϋ, μία γυναίκα δημιουργούσε για τα παιδιά» που δημοσιεύτηκε το 2020 στο portraits.gr: «Ξεκίνησε με όνειρο να γίνει ηθοποιός. Το όνειρο αυτό, όμως, ναυάγησε νωρίς. Στην εφηβεία της, παρακολούθησε μία διάλεξη του ηθοποιού και σκηνοθέτη Πολ Βέγκενερ στο Βερολίνο, σχετικά με την επαναστατική ιδέα των κινουμένων σχεδίων στο σινεμά. Εκείνη, εκστασιασμένη με τα έργα του, όπως το Γκόλεμ, έπεισε τους γονείς της να της επιτρέψουν να γραφτεί σε μία θεατρική ομάδα της δραματικής σχολής του Μαξ Ράνχαρντ, όπου ο δίδασκε ο Βέγκενερ.

Κάποια στιγμή, ο τελευταίος είδε τις φιγούρες που έκοβε η Λότε. Ενθουσιάστηκε με το ταλέντο της και αποφάσισε πως δε θα την άφηνε να το χαραμίσει. Της ζήτησε να τον βοηθήσει με την κινηματογραφική μεταφορά του μύθου του Παρδαλού Αυλητή, τον οποίο προσέλαβε μία πόλη για να τη σώσει από τα ποντίκια. Εκείνος, με το μαγικό αυλό του τα υπνώτισε, τον ακολούθησαν μέχρι το ποτάμι και πνίγηκαν. Όταν οι κάτοικοι αρνήθηκαν να τον πληρώσουν, αποφάσισε να τους εκδικηθεί. Έτσι λοιπόν, έπαιξε διαφορετική μελωδία και, αντί για ποντίκια, υπνώτισε τα παιδιά. Τα πήγε σε ένα κρυφό μέρος και δεν τα ξανάδε ποτέ, κανείς.

Για το έργο αυτό, η Ράινιγκερ δημιούργησε ξύλινες μαριονέτες – ποντικούς.
«Από τότε, είχα μόνο μία επιθυμία: Να δημιουργώ ταινίες», έγραψε αργότερα.
Μεγάλωσε και πέρασε στο Ινστιτούτο Πολιτιστικής Έρευνας του Βερολίνου. Εκεί, συνάντησε τον ιστορικό τέχνης Καρλ Κοχ. Δεν είχε ιδέα ότι ήταν ο άνθρωπος που θα της άλλαζε τη ζωή. Ερωτεύτηκαν, παντρεύτηκαν και, μαζί, καθόρισαν το μέλλον του κινηματογράφου. Η πρώτη τους ταινία κινουμένων σχεδίων διηγούταν την ιστορία δύο ερωτευμένων χορευτών μπαλέτου. Με τίτλο Das Ornament des verliebten Herzens (Το στολίδι μιας ερωτοχτυπημένης καρδιάς), μέσα σε λιγότερο από πέντε λεπτά, κατάφερε να συγκινήσει.

Όπως είναι επόμενο, η δουλειά τους δεν έμεινε στην αφάνεια. Ο τραπεζίτης Λούις Χάγκεν, ο οποίος ήταν και ιδιοκτήτης μίας εταιρείας παραγωγής ταινιών, ήθελε να επενδύσει στο ταλέντο των δύο αυτώ ανθρώπων. Κάλεσε λοιπόν τη Λότε με την ομάδα της στο στούντιό του στο Πότσνταμ και τους επέτρεπε να το χρησιμοποιήσουν για την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία τους, Ο Πρίγκιπας Αχμέντ.
Επειδή ο ομιλών κινηματογράφος δεν υπήρχε ακόμη, απαιτούταν ιδιαίτερη μουσική για να «ντυθεί» το βωβό αυτό έργο. Την επιμέλειά της ανέλαβε ο συνθέτης Βόλφανγκ Ζέλερ και το αποτέλεσμα ήταν αριστουργηματικό.

Η Λότε ξεκίνησε με περισσότερες από 250 χιλιάδες πλάκες, από τις οποίες χρησιμοποιήθηκαν μόλις οι 100 χιλιάδες. Κάθε δευτερόλεπτο από τη μία ώρα και εικοσιένα λεπτά που είχε διάρκεια η ταινία, χρησιμοποιούνταν 24 διαφορετικές. Έπειτα από τρία χρόνια ακούραστης δουλειάς, πραγματοποιήθηκε η πρεμιέρα και στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία. Η Ρέινερ ήταν 27 ετών και βάδιζε σταθερά προς την κορυφή. Είχε καταφέρει να κάνει τα άλογα να πετάνε, είχε δημιουργήσει στρατό από δαίμονες. Πουλιά πολεμούσαν με μάγισσες. «Γέννησε» ένα αριστούργημα.
Ο Γάλλος σκηνοθέτης Ζαν Ρενουάρ είδε τον Πρίγκιπα Αχμέντ στην πρεμιέρα του στο Παρίσι. «Έχεις νεραϊδένια χέρια», είχε πει στη συνάδελφό του”.

Χρησιμοποιούσε κάπως ανορθόδοξες μεθόδους για να φέρει στη ζωή τα έργα της. Έκανε ώρες έρευνας στο Ζωολογικό Κήπο του Βερολίνου για να μελετήσει τις κινήσεις των ζώων, ώστε το αποτέλεσμα να φαίνεται σχεδόν φυσικό».
Συνεργάστηκε επίσης με τον Ζαν Ρενουάρ και συνδέθηκε με τον Ουώλτ Ντίσνεϋ, ο οποίος γνώρισε την γυναίκα που οδήγησε την έβδομη τέχνη στην εποχή των κινουμένων σχεδίων πριν εκείνος σκεφτεί καν να δημιουργήσει τη δική του εταιρεία. Στην ιστορία όμως, έμεινε ο Ουώλτ Ντίσνεϋ, ένας άνδρας, εκείνος, που ακολούθησε τα βήματά της.

Λόγω των αριστερών φρονημάτων της εγκατέλειψε τη Γερμανία, μετά τη άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία και περιπλανήθηκε για πολλά χρόνια σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης (Γαλλία, Ιταλία (Ρώμη 1939–1944). Τέλος το ’48 μετακόμισαν στο Λονδίνο μαζί με τον σκηνοθέτη σύζυγό της Καρλ Κοχ και, λίγο καιρό μετά, η σκηνοθέτιδα ανέλαβε μία παιδική σειρά ταινιών μικρού μήκους για το BBC. Το 1972, πήρε βραβείο στο Βερολίνο από την μεταπολεμική, τότε Δυτική Γερμανία του Μεγαλόσταυρου του Τάγματος της Αξίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και Filmband in Gold, για τη συνεισφορά της στη διαμόρφωση του γερμανικού κινηματογράφου. Δύο χρόνια αργότερα, το Ινστιτούτο Γκαίτε χρηματοδότησε μία σειρά διαλέξεών της στον Καναδά και τις ΗΠΑ. Μετά το θάνατο του συζύγου της το 63 είχε εγκαταλείψει. Αυτή όμως η τροπή στην ζωή της την έκανε να επανέλθει στο επάγγελμα που τόσο αγαπούσε. Το ταξίδι της εκείνο τη γέμισε έμπνευση και δημιούργησε δύο ακόμη ταινίες μικρού μήκους Τέλος αποχώρησε πανηγυρικά.

H Λότε Ράινιγκερ επέστρεψε στην Γερμανία το 1980 στο Dettenhausen όπου και πέθανε πλήρης ημερών στις 19 Ιουνίου 1981, σε ηλικία 82 ετών.

Πηγή: sansimera.gr, el.wikipedia.org , portraits.gr