Κύπρος: σύντομα ποινικό αδίκημα η γυναικοκτονία

Γράφει η Μαρία Γκασούκα

Ποινικό αδίκημα αναμένεται να καταστεί η γυναικοκτονία, το οποίο μάλιστα θα τιμωρείται με την ανώτατη ποινή, αυτή των ισοβίων. Αυτό προβλέπει πρόταση νόμου της Προέδρου της Βουλής Αννίτας Δημητρίου, που κατατέθηκε προς συζήτηση και ψήφιση.

Σύμφωνα με την πρόταση νόμου, επειδή οι γυναίκες θύματα ανθρωποκτονίας αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα των θυμάτων ανθρωποκτονίας που διαπράττονται στο πλαίσιο ενδοοικογενειακής βίας, σεξουαλικής βίας, εγκλημάτων που γίνονται κατʼ επίκληση της επονομαζόμενης «τιμής» ή που διαπράττονται συνεπεία θρησκευτικών πεποιθήσεων και συναφών πρακτικών και επειδή η γυναικοκτονία ως πράξη παραμένει στις πλείστες των περιπτώσεων ατιμώρητη και/ή ως πράξη συστηματικά υποβαθμίζεται, γεγονός το οποίο εδραιώνει την αντίληψη ότι η βία εναντίον των γυναικών είναι φαινόμενο αποδεκτό και/ή αναπόφευκτο. Προσθέτει ακόμα ότι η ισότητα των φύλων αποτελεί βασική αρχή ανθρωπίνων δικαιωμάτων την οποία η Δημοκρατία οφείλει να υλοποιεί, παράλληλα δε αποτελεί απαραίτητο όρο για την επικράτηση άλλων ανθρώπινων δικαιωμάτων.

Με διά βίου φυλάκιση θα τιμωρείται το έγκλημα της γυναικοκτονίας, το οποίο θα θεσμοθετηθεί πλέον ως όρος με πρόταση νόμου που κατέθεσε χθες ενώπιον της Ολομέλειας η Πρόεδρος της Βουλής Αννίτα Δημητρίου. Μια πρωτοβουλία η οποία έρχεται στον απόηχο της έξαρσης εγκλημάτων κατά των γυναικών, με την Πρόεδρο του σώματος να θέτει το ζήτημα ενώπιον των βουλευτών, προκειμένου να τεθεί μία ασπίδα ασφαλείας των γυναικών από τη βία εις βάρος τους λόγω φύλου.

Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, σκοπός της πρότασης νόμου είναι η τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα, ώστε να θεσπισθεί το αδίκημα της γυναικοκτονίας, το οποίο θα επισύρει ποινή φυλάκισης διά βίου. «Όπως είναι γνωστό, η γυναικοκτονία, ήτοι η δολοφονία γυναικών ή κοριτσιών κάτω των δεκαοκτώ ετών ως πράξη οφειλόμενη, μεταξύ άλλων, σε ενδοοικογενειακή βία, ή σεξουαλική βία, ή σε λόγους τιμής ή θρησκευτικών πεποιθήσεων και πρακτικών ακρωτηριασμού των γεννητικών οργάνων, στις πλείστες των περιπτώσεων παραμένει ατιμώρητη, εδραιώνοντας την αντίληψη ότι η βία κατά των γυναικών είναι φαινόμενο αποδεκτό και/ή αναπόφευκτο», αναφέρεται.

«Στο πλαίσιο αυτό», σημειώνεται, η βία κατά των γυναικών γίνεται ευρέως αποδεκτό ότι αποτελεί μία μορφή διάκρισης που παραβιάζει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας.

«Υπό το φως των πιο πάνω, και λαμβάνοντας υπόψη ότι το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα των Ηνωμένων Εθνών , η Σύμβαση για την Εξάλειψη όλων των Μορφών Διακρίσεων κατά των Γυναικών και το Προαιρετικό της Πρωτόκολλο, καθώς και η Γενική Σύσταση της Επιτροπής CEDAW για τη Βία κατά των Γυναικών, η Διακήρυξη του Πεκίνου, η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού, καλούν τα συμβαλλόμενα Μέρη να υιοθετήσουν ολοκληρωμένες θεσμικές αλλαγές για την εξάλειψη εκείνων των εμποδίων που αποστερούν τις γυναίκες και τα κορίτσια από την πλήρη απόλαυση των δικαιωμάτων τους, κρίνεται σκόπιμο να θεσπισθεί το ιδιώνυμο αδίκημα της γυναικοκτονίας, προς αντιμετώπιση του νέου εγκληματολογικού και ανθρωπολογικού φαινομένου της γυναικοκτονίας, όπως αυτό εκδηλώνεται από μέρους ανδρών εις βάρος των γυναικών ακριβώς επειδή τα θύματα είναι γυναίκες».