“Revenge Porn” ή η ανατομία της ψηφιακής σεξουαλικής κακοποίησης

Eυχαριστούμε την Σταυρούλα Γεωργίου που μοιράστηκε με το Μωβ  το άρθρο της για το αδίκημα της κακοποίησης μέσω εικόνας, υπογραμμίζοντας τη σημασία δημιουργίας ενός ενιαίου αποτελεσματικού πλέγματος προστασίας των ευαίσθητων δεδομένων.

Οι άνθρωποι βλέπουν τον εαυτό τους μέσα από το βλέμμα των άλλων. Η αίσθηση που δημιουργείται συχνά είναι τόσο ευχάριστη που μπορεί να οδηγήσει στην όλο και μεγαλύτερη έκθεση, με σκοπό να ευχαριστηθούν περισσότερο[1]. Στις σχέσεις οικειότητας, οι οποίες προϋποθέτουν την αυτονομία και τον αυτοκαθορισμό και αναπτύσσονται κυρίως όταν κανείς αποσύρεται από τον κοινωνικό του περίγυρο, το σώμα απελευθερώνεται από τα δεσμά του και μεταμορφώνεται σε βασικό φορέα ταυτότητας. Το άτομο, μέσα από το σώμα και τη σαρκική επαφή, ιδίως σε έναν κόσμο που μετασχηματίζεται όλο και περισσότερο σε «άυλο», προσπαθεί να δώσει σάρκα και οστά στην ύπαρξή του[2]. Τι συμβαίνει, όμως, όταν κανείς ζει υπό την απειλή ότι πληροφορίες και δεδομένα που αφορούν το σώμα του, την ερωτική του ζωή, τον σεξουαλικό προσανατολισμό του και ανάγονται στον «ασυμπίεστο πυρήνα της ιδιωτικότητας»[3] και τον «εσώτερο»[4] χώρο ύπαρξης και συνδιαλλαγής του με τον κόσμο θα αποκαλυφθούν σε τρίτους; Εύλογα μπορούμε να εικάσουμε ότι η «πρωτοπρόσωπη» (ή αυτοπρόσωπη) διάσταση της ελευθερίας ως οικειοποίηση και ως βούληση[5] θα περιορισθεί, καθώς πλέον το άτομο θα στερείται τη δυνατότητα ταύτισής του με την πράξη, αλλά θα είναι παρατηρητής και θεατής του εαυτού του και μάλιστα χωρίς την συγκατάθεσή του. Το ερώτημα δεν είναι ακαδημαϊκό.

Ολοένα και πιο συχνά τελευταία πληροφορούμαστε για περιστατικά ανάρτησης βίντεο ή φωτογραφιών ερωτικού περιεχομένου στο διαδίκτυο χωρίς την συγκατάθεση των υποκειμένων που εμφανίζονται σε αυτά ή και παρά τη θέλησή τους, με κακόβουλο σκοπό την προσβολή και την ταπείνωσή τους, γνωστά κυρίως ως «Revenge Porn». Η «πορνογραφία εκδίκησης» είναι μια έννοια που περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα δημοσιοποίησης και διανομής ιδιωτικών σεξουαλικών εικόνων άνευ συναίνεσης[6], εντούτοις ο όρος μάλλον είναι αδόκιμος καθώς το κίνητρο της διανομής δεν είναι πάντοτε η εκδίκηση[7]. Οι όροι που χρησιμοποιούνται είναι αρκετοί: σεξουαλικός εκφοβισμός, κακοποίηση μέσω εικόνας, μη συναινετική κοινή χρήση εικόνων, μη συναινετική πορνογραφία, βία υποβοηθούμενη από την τεχνολογία, σεξουαλική εκμετάλλευση κλπ. Ο παρονομαστής του φαινομένου παραμένει κοινός και είναι εφιαλτικός για τα θύματα όταν διανέμονται ή κοινοποιούνται φωτογραφίες τους χωρίς τη συγκατάθεσή τους. Η έλλειψη συναίνεσης συνιστά τον πυρήνα της σεξουαλικής κακοποίησης αυτού του είδους, η οποία προσομοιάζει με έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας μέσω διαδικτύου, καθώς κάμπτεται η βούληση του προσώπου στο πεδίο της σεξουαλικής αυτοδιάθεσης ως μερικότερης έκφρασης της εν γένει προσωπικής ελευθερίας του ατόμου και σκοπός του δράστη, πέραν της εκδίκησης, συχνά είναι η πρόκληση βλάβης στο θύμα και συγκεκριμένα, η βάναυση προσβολή της προσωπικότητάς του, o εξευτελισμός και ο διασυρμός του, η ικανοποίηση ταπεινών ενστίκτων – όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις βιασμού – ή το οικονομικό όφελος.

Οι ανωτέρω πρακτικές παραβιάζουν τα θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου στην αξιοπρέπεια, την ιδιωτική ζωή, την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας καθώς επίσης πλήττουν την ελευθερία της σεξουαλικής έκφρασης, την αυτονομία και την αυτοεκτίμηση του ατόμου, ιδίως όταν περιλαμβάνουν ταπεινωτική και συχνά εξευτελιστική μεταχείριση των θυμάτων. Λόγω δε της φύσης του διαδικτύου, η ηλεκτρονική διαπόμπευση που υφίσταται το θύμα σε αρκετές περιπτώσεις έχει οδηγήσει σε απόπειρες αυτοκτονίας ή ακόμη και σε αυτοκτονία. Όπως είναι γνωστό, το διαδίκτυο λειτουργεί ως μέσο διακίνησης πληροφοριών σε παγκόσμιο επίπεδο και ως εκ τούτου η παραβίαση των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, καθώς και η προσβολή της ιδιωτικής ζωής και της προσωπικότητας μεγεθύνονται, με βάση «τα διδάγματα της κοινής πείρας»[8], από τον απροσδιόριστο αριθμό αποδεκτών. Η παρατεινόμενη και επαναλαμβανόμενη προβολή της εικόνας ή του βίντεο, η ελεύθερη, καθολική και μη ελεγχόμενη πρόσβαση κάθε ενδιαφερομένου στο διαδίκτυο και ενδεχομένως η αποθήκευση της σχετικής πληροφορίας ενισχύουν τον βαθμό της προσβολής από την παράνομη δημοσίευση των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων.

Η ερωτική ζωή του προσώπου εμπίπτει προφανώς στην ιδιωτική σφαίρα stricto sensu. Η σεξουαλική ζωή, ο σεξουαλικός προσανατολισμός και η επιλογή φύλου συνιστούν στοιχεία του σκληρού πυρήνα της ιδιωτικής ζωής, η οποία προστατεύεται από το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ[9]. Εντούτοις το ζήτημα υπερβαίνει τα όρια της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών δεδομένων διότι η παράνομη κατά τα ανωτέρω επεξεργασία των φωτογραφιών ή των βίντεο αυτών συνιστά και βάναυση προσβολή της υποχρέωσης σεβασμού και προστασίας της ανθρώπινης αξίας των θιγόμενων προσώπων, καθώς και του δικαιώματος στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους. Το δικαίωμα στην προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ισχύει δε και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών (ΑΠΔΠΧ 18/2008).

Δυστυχώς το φαινόμενο δεν εμφανίσθηκε σήμερα· ήδη στη χώρα μας η νομολογία τόσο των αστικών όσο και των ποινικών δικαστηρίων έχει ασχοληθεί με τα ζητήματα αυτά καθόσον με την εξέλιξη της τεχνολογίας τα τελευταία χρόνια οι κάμερες πλέον περιλαμβάνονται ως βασικός εξοπλισμός στις περισσότερες συσκευές διαδικτύου (κινητά τηλέφωνα, tablets, υπολογιστές κ.ά) και ως εκ τούτου η δημοσιοποίηση εικόνων και βίντεο επιτυγχάνεται άμεσα και με μεγάλη ευκολία.

Σύμφωνα με τις διατάξει των άρθρων 2 παρ. 1, 9 παρ. 1 εδ. β’ , 9Α, 19 παρ. 1, 3 και 25 παρ. 1 εδ. δ’ του Συντάγματος, ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας. Η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη. Καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων, όπως νόμος ορίζει. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα, είτε από τον νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Εξάλλου, κατά το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, «παν πρόσωπον δικαιούται εις τον σεβασμόν της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του». Επιπλέον, κατά τις διατάξεις του άρθρου 22 παρ. 2 και 4 του νόμου 2472/1997 «Προστασία από την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων», η διατήρηση αρχείου χωρίς την τήρηση των διατυπώσεων του νόμου τιμωρούνταν με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου (1.000.000) δραχμών έως πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών, η χωρίς δικαίωμα επέμβαση, επεξεργασία, ανακοίνωση με φυλάκιση και χρηματική ποινή και αν επρόκειτο για ευαίσθητα δεδομένα με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου (1.000.000) έως δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών.

Ήδη με τις διατάξεις του άρθρου 38 παρ. 1 και 2 του νόμου 4624/2019 «Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, μέτρα εφαρμογής του Κανονισμού (EE)», «Όποιος, χωρίς δικαίωμα: α) επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε σύστημα αρχειοθέτησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και με την πράξη του αυτή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών, β) τα αντιγράφει συλλέγει, …αποθηκεύει… τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός (1) έτους, εάν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη», και «όποιος χρησιμοποιεί, μεταδίδει,…ανακοινώνει ή καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία απέκτησε σύμφωνα με την περίπτωση α` της παραγράφου 1 ή επιτρέπει σε μη δικαιούμενα πρόσωπα να λάβουν γνώση των δεδομένων αυτών, τιμωρείται με φυλάκιση, εάν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη». Στην περίπτωση δε της που η πράξη της παρ. 2 αφορά ειδικές κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα[10], όπως είναι τα δεδομένα που αφορούν τη σεξουαλική ζωή φυσικού προσώπου τον γενετήσιο προσανατολισμό, ο υπαίτιος, σύμφωνα με την παρ. 3 του ανωτέρω άρθρου 38 του ν. 4624/2019 τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή ως εκατό χιλιάδες (100.000 ευρώ) εάν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη. Το αδίκημα λοιπόν της παράνομης επεξεργασίας και χρήσης ευαίσθητων δεδομένων τιμωρείται σήμερα ως πλημμέλημα και συνιστά έγκλημα υπαλλακτικώς μικτό (μπορεί δηλαδή να τελεσθεί με διάφορους τρόπους) και μόνο στην πρώτη μορφή τέλεσής του τίθεται ως προϋπόθεση να υφίσταται ή να έχει προηγηθεί επέμβαση σε αρχείο χωρίς δικαίωμα (ΑΠ 95/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση δε που ο δράστης έχει σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος ή να προκαλέσει περιουσιακή ζημία σε άλλον και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ συνιστά κακούργημα (άρθρ. 38 παρ. 4 του ν. 4624/2019) και τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.

Οι διατάξεις του τελευταίου αυτού νόμου που ισχύει από 29.8.2019, με τον οποίο καταργήθηκε ο ν. 2472/1997 (άρθρο 84 ν. 4624/2019), περιέχουν ευμενέστερη  μεταχείριση για τους παραβάτες των ανωτέρω διατάξεων που σκοπό έχουν την προστασία προσωπικών (μη ευαίσθητων) δεδομένων, αφού το άρθρο 38 παρ. 1, για την αξιόποινη πράξη αποθήκευσης προβλέπει ποινή φυλάκισης μέχρι ενός έτους και το άρθρο 38 παρ. 2 του ιδίου νόμου, ως προς την αντικειμενική υπόσταση της μετάδοσης, ανακοίνωσης κ.λπ. δεδομένων, προσθέτει επί πλέον το στοιχείο της απόκτησης αυτών σύμφωνα με την παρ. 1 περ. α` του αυτού άρθρου, δηλαδή την απόκτηση με την επέμβαση με οποιονδήποτε τρόπο σε σύστημα αρχειοθέτησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τον ίδιο τον υπαίτιο, το δε προβλεπόμενο πλαίσιο ποινής κυμαίνεται από δέκα (10) ημέρες έως πέντε (5) έτη.

Στο πλαίσιο των ανωτέρω διατάξεων ενδιαφέρον παρουσιάζει, ενδεικτικώς, ως προς την έκβαση τέτοιων δικών η υπ’ αριθ. 505/2020 απόφαση του Αρείου Πάγου (Ποιν)[11] επί αίτησης αναίρεσης καταδικασθέντος από το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων σε συνολική ποινή φυλάκισης δεκαπέντε μηνών με τριετή αναστολή για τις αξιόποινες πράξεις: α) της χωρίς δικαίωμα διατήρησης στην κατοχή άνευ αδείας αρχείου δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και μάλιστα ευαίσθητων (που αφορούν στην ερωτική ζωή) κατ’ εξακολούθηση και β) της μετάδοσης και ανακοίνωσής τους. Με την ανωτέρω απόφαση η εφετειακή αναιρέθηκε καθώς το Δικαστήριο έκρινε ότι επειδή το αδίκημα είχε λάβει χώρα πριν το έτος 2016, έπρεπε αυτεπαγγέλτως να παύσει η ποινική δίωξη ως προς την αξιόποινη πράξη της διατήρησης χωρίς δικαίωμα των δεδομένων λόγω της ευμενέστερης πλέον μεταχείρισης[12], ενώ ως προς τη δεύτερη αξιόποινη πράξη, ήτοι της μετάδοσης-ανακοίνωσης των δεδομένων έπρεπε να εφαρμοσθεί η επιεικέστερη ποινή, δηλαδή η χρηματική[13] και παραπέμφθηκε η υπόθεση εκ νέου στο Εφετείο.

Περαιτέρω και η ΑΠ (Ποιν) 96/2020[14], αναίρεσε ως προς το σκέλος της αιτιολογίας της χρηματικής ποινής την υπ’ αριθ. 7609/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, η οποία είχε καταδικάσει σε δεύτερο βαθμό τον αναιρεσείοντα ένοχο για την πράξη της παράνομης επεξεργασίας ευαίσθητων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατ’ εξακολούθηση και του είχε επιβάλει ποινή φυλάκισης 2 ετών (με τριετή αναστολή) και χρηματική ποινή 8.000 ευρώ .

Χαρακτηριστική για το χαμηλό ύψος των αποζημιώσεων που επιδικάζονται σε σχετικές περιπτώσεις είναι η πρόσφατη υπ’ αριθ. 12/2021 απόφαση του Εφ.Πειρ.[15] η οποία υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει ως αποζημίωση 12.500 ευρώ στο θύμα, το οποίο μάλιστα είχε αποπειραθεί να αυτοκτονήσει δύο φορές, λόγω ανάρτησης μαγνητοσκοπημένων αποσπασμάτων ερωτικών συνευρέσεων με τον πρώην σύντροφό της σε διάφορες ιστοσελίδες πορνογραφικού περιεχομένου.

Είναι προφανές ότι για ένα θύμα «πορνό εκδίκησης» που έχει ήδη βιώσει μια πολύ τραυματική εμπειρία, προσωπική και κοινωνική, το γεγονός ότι αναγκάζεται να προσφύγει σε συχνά μακροχρόνιους και ψυχοφθόρους αστικούς και ποινικούς δικαστικούς αγώνες, για την αφαίρεση του επίμαχου υλικού από σχετικές ιστοσελίδες, όπου αυτό έχει αναρτηθεί χωρίς τη συγκατάθεσή του και για τη δίωξη του δράστη και την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης του, ισοδυναμεί με τελείως αναποτελεσματική και ανεπαρκή προστασία του δικαιώματός του στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, αν μάλιστα ληφθούν υπόψη οι αναπόφευκτες οικονομικές επιβαρύνσεις μιας δίκης. Εν τω μεταξύ, όμως, ο ανεξέλεγκτος ηλεκτρονικός διασυρμός του θύματος έχει συνθλίψει την ανθρώπινη αξιοπρέπειά του η οποία είναι αμφίβολο αν μπορεί πλέον να αποκατασταθεί.

Ανακύπτει λοιπόν η ανάγκη για ένα πολύ πιο άμεσο και αποτελεσματικό σύστημα αφαίρεσης οπτικοακουστικού υλικού που εμπεριέχει ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα από το Διαδίκτυο. Ήδη ιδιωτικές πλατφόρμες μέσων κοινωνικής δικτύωσης, όπως το Facebook και το Instagram, έχουν υιοθετήσει ή προτείνουν εργαλεία[16] τα οποία διατίθενται δωρεάν για την υποστήριξη των θυμάτων κατάχρησης οικείας και προσωπικής εικόνας χωρίς συναίνεση [Non-Consensual Intimate Image (NCII) abuse]. Οι ιδιώτες, ακόμη και πάροχοι παγκόσμιου βεληνεκούς, δεν μπορούν όμως να υποκαταστήσουν το κράτος. Τo ΕΔΔΑ έχει κρίνει ότι το κράτος ευθύνεται για την προστασία των ατόμων έναντι της βίας που ασκούν τρίτοι. Προς την κατεύθυνση αυτή, τα κράτη οφείλουν να διατηρούν και να εφαρμόζουν στην πράξη ένα κατάλληλο νομικό πλαίσιο που παρέχει προστασία από τη βία ιδιωτών[17]. Ιδιαίτερα δε αποτελεσματικά πρέπει να είναι τα μέτρα  προστασίας που υιοθετεί το κράτος για τα παιδιά καθώς αυτά ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες και ως εκ τούτου οφείλει να λαμβάνει εύλογα μέτρα για την αποτροπή κακομεταχείρισης, σεξουαλικής κακοποίησης και σοβαρών παραβιάσεων της προσωπικής ακεραιότητας τους[18].

Κατόπιν των ανωτέρω, πέραν των αστικών και ποινικών κυρώσεων που προβλέπονται ήδη νομοθετικά, η προσέγγιση του ζητήματος προς την κατεύθυνση της εξάλειψης του φόβου και της αυτολογοκρισίας, του chilling effect, στις ανθρώπινες σχέσεις, ενόψει και των  χαρακτηριστικών του διαδικτύου θα πρέπει να περιλαμβάνει τη δημιουργία ενός ενιαίου αποτελεσματικού πλέγματος ψηφιακών εργαλείων προστασίας των ευαίσθητων δεδομένων, αφενός προληπτικής λειτουργίας προς αποφυγήν περιστατικών ψηφιακής σεξουαλικής κακοποίησης και αφετέρου αποκαταστατικής λειτουργίας για το θύμα έτσι ώστε άμεσα και χωρίς χρονοβόρες διαδικασίες να μπορεί αυτό να αφαιρεί βίντεο και φωτογραφίες που το αφορούν, ερωτικού ιδίως περιεχομένου, ώστε να περιορίζεται κάθε φορά η έκταση της ζημίας του. Όσο το διαδίκτυο παραμένει ένας χώρος χωρίς ουσιαστική ρύθμιση, στο συγκεκριμένο πεδίο, τα περιστατικά ψηφιακής βίας θα αυξάνονται. Για τον λόγο αυτό, είναι αναγκαίο τα διάσπαρτα και ελλιπή μέτρα ιδιωτικής αυτορρύθμισης να αντικατασταθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο και τουλάχιστον σε εθνικό όσο είναι εφικτό από δεσμευτικούς κανόνες και πρόσφορα τεχνολογικά εργαλεία για την αποτελεσματική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων από την ψηφιακή σεξουαλική κακοποίηση.

Αθήνα, 18.12.2021

Σταυρούλα Γεωργίου
Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου – Δικηγόρος


Υποσημειώσεις:

[1] Βλ. για τη λειτουργία του βλέμματος, JClaude Kaufman, Σώματα. Γυναικών, βλέμματα ανδρών, εκδ. Μαραθιά, 1997, μετάφρ. Α. Πασσιά-Φ.Μανδηλαρά,

[2] D. Le Breton, Anthropologie du corps et modernite, Paris, PUF, 1990, σ. 159.

[3] Όρος του Γιάννη Τασόπουλου, βλ. του ιδίου Η Κοινωνία και το Σύνταγμα στην Ελλάδα, Μεταξύ πολιτικού ενθουσιασμού και ευπρέπειας, εκδ. Σάκκουλα Αθήνα -Θεσσαλονίκη, 2006, σ. 56.

[4] Βλ. για μια εκτενή ανάλυση του δικαιώματος του πληροφοριακού αυτοκαθορισμού ιδίως εν σχέσει με τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, Ι.Ιγγλεζάκη, Ευαίσθητα Προσωπικά Δεδομένα, εκδ. Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2004, σ. 52

[5] Βλ. για τις συνδηλώσεις της ελευθερίας, ήτοι της ευθύνης, της οικειοποίησης και του υποκαθορισμού, Ph.Petit, Θεωρία της ελευθερίας, εκδ. Πόλις, μετάφρ. Α. Κιουπκιόλη

[6] Βλ. O’Connell A., & Bakina K. (2020). Using IP rights to protect human rights: Copyright for ‘revenge porn’ removal. Legal Studies, 40(3), 442-457. doi:10.1017/lst.2020.17

[7] Όπως υποστηρίζεται «ο όρος «εκδικητική πορνογραφία» είναι αποπροσανατολιστικός και λειτουργεί στο συλλογικό υποσυνείδητο εις βάρος των θυμάτων, ως επί το πλείστον γυναικών και ανδρών-μελών της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας», βλ. ενδεικτικώς, από τον ημερήσιο τύπο, Λίνα Γιάνναρου, 15.12.2021 Ο εφιάλτης της εκδικητικής πορνογραφίας https://www.kathimerini.gr/society/561630109/o-efialtis-tis-ekdikitikis-pornografias/

[8] Όπως γίνεται δεκτό (ΔΕφΑ. 883/2000, ΔΕφΑ 1013/1998, ΔιΔικ 1999, 686) «η ύπαρξη ηθικής βλάβης διαπιστώνεται βάσει των διδαγμάτων της κοινής πείρας και της λογικής, και δεν απαιτείται να ταχθούν αποδείξεις».

[9] Βλ. ενδεικτικώς ΕΔΔΑ Sousa Goucha v. Portugal, § 27, B. v. France, § 63, Burghartz v. Switzerland, § 24, Dudgeon v. the United Kingdom, § 52, Laskey, Jaggard and Brown v. the United Kingdom, § 36, P.G. and J.H. v. the United Kingdom, Beizaras and Levickas v. Lithuania, § 109.

[10] Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 του ΓΚΠΔ (Γενικός Κανονισμός Προστασίας Δεδομένων 679/2016) «Απαγορεύεται η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αποκαλύπτουν τη φυλετική ή εθνοτική καταγωγή, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις ή τη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, καθώς και η επεξεργασία γενετικών δεδομένων, βιομετρικών δεδομένων με σκοπό την αδιαμφισβήτητη ταυτοποίηση προσώπου, δεδομένων που αφορούν την υγεία ή δεδομένων που αφορούν τη σεξουαλική ζωή φυσικού προσώπου ή τον γενετήσιο προσανατολισμό».

[11] Διαθέσιμη στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ

[12] Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 του Ν. 4411/2016, το οποίο προβλέπει ότι: «1. Εξαλείφεται το αξιόποινο και παύει η δίωξη των ακόλουθων αξιόποινων πράξεων, που έχουν τελεσθεί μέχρι και τις 31.3.2016: … β) των πλημμελημάτων, κατά των οποίων ο νόμος απειλεί ποινή φυλάκισης μέχρι δυο (2) έτη ή χρηματική ποινή ή και τις δύο ποινές. 2. Εάν, στην περίπτωση των πλημμελημάτων της παραγράφου 1, ο υπαίτιος υποπέσει μέσα σε δύο (2) έτη από τη δημοσίευση του νόμου σε νέα από δόλο αξιόποινη πράξη κακουργήματος ή πλημμελήματος και καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι (6) μηνών, συνεχίζεται η κατ’ αυτού παυθείσα ποινική δίωξη και δεν υπολογίζεται στο χρόνο παραγραφής του αξιοποίνου της πρώτης πράξης ο διανυθείς χρόνος από την παύση της δίωξης μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για τη νέα πράξη.3. Οι δικογραφίες που αφορούν τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις, τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα»

[13] Αυτή εφαρμόζεται διαζευκτικά με τη φυλάκιση σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 463 παρ. 2 του ΠΚ.

[14] Διαθέσιμη στην ΤΝΠ ΔΣΑΝΕΤ

[15] Διαθέσιμη στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ

[16] Όπως είναι λ.χ. το Stop Non-Consensual Intimate Image Abuse https://stopncii.org/http://www.withoutmyconsent.org/

[17] ΕΔΔΑ Sandra Jancovic v. Croatia

[18] Βλ.ΦΠαναγοπούλουΚουτνατζή, άρθρο 8 σε Ι.Σαρμά, Ξ. Κοντιάδη, Χ. Ανθόπουλο, ΕΣΔΑ Κατ’ άρθρο ερμηνεία, εκδ. Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2021, ιδίως σ. 442 και εκεί παραπομπές.