Πως ήθελαν τις Ελληνίδες γυναίκες οι χουντικοί;

Γράφει η Βέρα Σιατερλή

Η «Δικτατορία της 21ης Απριλίου» ή «επταετία» ή «Χούντα» » ή «Δικτατορία των Συνταγματαρχών» την οποία έζησε ο ελληνικός λαός, από το 1967 καθώς κυβερνήθηκε από στρατιωτικoύς που επιβλήθηκαν με πραξικόπημα στις 21 Απριλίου, ήταν αντρική υπόθεση. Όσο κι αν ψάξει κανείς ανάμεσα στους πρωτεργάτες της δεν θα βρει γυναικεία ονόματα ούτε καν εκείνο της ραδιούργας Φρειδερίκης. Τί συμμετοχή εξ άλλου θα μπορούσε να έχει εκείνη την εποχή όποια γυναίκα, στην διοργάνωση του πραξικοπήματος ή στην εκτέλεσή του όταν όλα ήταν ανδροκρατούμενα σε μια στρατοκρατική επιχείρηση;

Η περίοδος της δικτατορικής διακυβέρνησης διήρκεσε μέχρι τις 23 Ιουλίου 1974, σύνολο επτά χρόνια. Οι πραξικοπηματίες την αποκαλούσαν «Επανάσταση της 21ης Απριλίου». Αυτή την χρονική περίοδο πολλές γυναίκες και κοπέλες αγωνίστηκαν κατά του καθεστώτος, συνελήφθησαν, φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν…

Ποιο όμως ήταν το αποδεκτό μοντέλο γυναίκας για τους δικτάτορες;

Η κοινωνική θέση των γυναικών, κατά την περίοδο 1967-1974 και το πρότυπο της γυναίκας που η δικτατορία προσπάθησε να δημιουργήσει προωθήθηκε µέσω της χειραγώγησης στην εκπαίδευση, στην εκκλησία, στις διάφορες εθνικές, κοινωνικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις. Αφορούσε τον έλεγχο της αυτοδιάθεσης του σώματός της, τη φυσική βία, τη οικονομική και συναισθηματική εξάρτηση που αποτελούν βασικά στοιχεία της ιδιότητας κάθε πολίτισσας και προϋπόθεση για τη συµµμετοχή της στην δημόσια σφαίρα.

Αυτοί οι κοινωνικοί καταναγκασμοί επιβάλλονται µε διάφορα μέσα και µε ποικίλους τρόπους στις γυναίκες μέχρι και σήμερα. Φαινόμενα όπως ανεργία, η οικονομική εξαθλίωση, η σεξουαλική εκμετάλλευση, μαστίζουν την γυναικεία υπόσταση, το ίδιο όπως και οι διανοητικοί και ιδεολογικοί μηχανισμοί που αναπαράγουν και συντηρούν τέτοιου είδους φαινόμενα.

Οι απόψεις του χουντικού καθεστώτος  ήθελαν την γυναίκα υπάκουη και σεμνή, αφοσιωμένη σύζυγο και μητέρα. Οποιαδήποτε ξέφευγε από αυτό το πρότυπο της Ελληνίδας, ήταν κατακριτέο. Ο «μοντέρνος» δυτικός τρόπος ζωής θεωρείτο ότι διέβαλε τους Έλληνες πολίτες/ισσες που οφείλαν να προασπίσουν τις αρχές του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού.

Η Εκκλησία συνεργάστηκε µε την δικτατορία για την προβολή των χριστιανικών αρχών και την καθοδήγηση των πολιτών στις ηθικές αξίες. Η Χούντα προσπάθησε, µέσω της παρέμβασής της στην Εκκλησία, να επηρεάσει ιδεολογικά τους Έλληνες. Η καθημερινή, θρησκευτική ζωή στην Ελλάδα είχε θηλυκή χροιά και αυτό γιατί οι γυναίκες στην Ελλάδα έχουν μέχρι και σήμερα µια ιδιαίτερη σχέση µε την εκκλησία. Συµµμετέχουν και ουσιαστικά οργανώνουν όλες τις εκκλησιαστικές τελετουργίες και παραδόσεις όπως την φροντίδα των µνημάτων, την προετοιμασία των λειτουργιών, την κατήχηση των παιδιών. Οι πρακτικές του εκκλησιασμού (τότε υποχρεωτικού για την μαθητιώσα νεολαία) και το θρησκευτικό αίσθημα, αφορούν μαζικότερα άτομα γυναικείου φύλου παρά ανδρικού.

Οι ρόλοι ανδρών και γυναικών διαχωρίζονται σκιαγραφώντας την εικόνα της γυναίκας, ως συζύγου και µητέρας, προσδίδοντάς της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ανάλογα µε την κάθε ιδιότητά της. Η γυναίκα- μητέρα είναι στοργική, τρυφερή, συγκαταβατική ενώ η γυναίκα- σύζυγος είναι υπάκουη, πιστή, ανεκτική. Την εποχή που οι περισσότεροι γάμοι κρατούσαν εφ’ όρου ζωής, ο διαχωρισμός της ιδιωτικής από την δημόσια σφαίρα επέτρεπε και τον διαχωρισμό της εργασίας ανάλογα µε το φύλο. Το μικρό ποσοστό των γυναικών που εργάζονταν αμφισβητούνται στον επαγγελματικό τομέα. Η επιτυχημένη καριέρα και η ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή θεωρούνται ασύμβατες έννοιες. Το νεότερο δίκαιο, παρά το επίσημα διακηρυγμένο εξισωτικό και ισονοµιστικό του προσωπείο, διαφοροποιήθηκε ως προς το φύλο και προσαρμόστηκε στους κοινωνικούς ρόλους, ώστε η κοινωνική και πολιτική εξάρτηση των γυναικών ανάχθηκε τελικά σε γυναικείο πεπρωμένο. Το να απομακρύνουν το γυναικείο φύλο από την πολιτική υπήρξε το επιστέγασμα της λογικής της «αχαλιναγώγητης» γυναικείας φύσης, που προωθούσε η ανδρική κυριαρχία.

Η δομή της κοινωνίας αλλά και το νομοθετικό σύστημα συνηγορούν για την διατήρηση του πατριαρχικού συστήματος στην ελληνική κοινωνία. Την περίοδο 1967-1974, η ελληνική κοινωνία βρισκόταν σε ένα στάδιο αλλαγών στο κοινωνικό επίπεδο που επιδρούν πάνω στη δομή και στη λειτουργία της οικογένειας επηρεάζοντας το ρόλο της γυναίκας. Ο εθνικόφρων λόγος, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη δημιουργία προτύπων και ρόλων. Το ιδεολογικό τρίπτυχο «πατρίς- θρησκεία- οικογένεια», που αποτέλεσε ορόσημο της δικτατορικής περιόδου στην Ελλάδα, προωθούσε την δημιουργία οικογένειας και απαιτούσε την ηθική, θρησκευτική και εθνική διαπαιδαγώγηση των παιδιών προσδίδοντας ανάλογους «ρόλους» στον άντρα και στη γυναίκα. Οι αξίες της «τιμής» και της «ντροπής» δημιουργούν έναν κώδικα και προσδιορίζουν τους «ρόλους» που οι άντρες και οι γυναίκες καλούνται να διαδραματίσουν στην καθημερινότητά τους. Η συμπεριφορά των γυναικών μπορεί να «θίξει» την τιμή της οικογένειας. Για αυτό το λόγο η γυναίκα οφείλει µε τη σεμνότητά της να αποφεύγει κάθε είδους προβλήματα, που ενδεχομένως θα έθεταν σε κίνδυνο τόσο την δική της αξιοπρέπειά όσο και της οικογένειάς της. Αλλά και θιγόταν η τιμή, ο άνδρας κυρίως ήταν αυτός που αναλάμβανε να υπερασπιστεί την αξιοπρέπεια της αφού ο χώρος δράσης των γυναικών ταυτίζεται µε το σπίτι ενώ η δημόσια σφαίρα είναι καθαρά ανδρική υπόθεση. Η υπεράσπιση της τιμής (παρθενία) συμπεριελάμβανε από απειλές για βιαιοπραγία μέχρι και φόνο για όσους «εξέθεταν» την γυναίκα και κατ’ επέκταση την οικογένειας της. Στις περισσότερες περιοχές της χώρας τα χρόνια της δικτατορίας, η κοινωνική θέση της γυναίκας προσδιορίζεται ακόμα από την κοινωνική θέση του πατέρα και έπειτα του συζύγου και προσδιορίζουν και το μέγεθος της προίκας. Η τιμή της γυναίκας είναι εγγενής. Αυτή την προσδιορίζει ως άξια και ενάρετη και θέτει τις βάσεις για την αποκατάστασή της: τον γάμο. Εκείνη την εποχή στα αστικά κέντρα επικρατούσε κυρίως το πυρηνικό μοντέλο οικογένειας το οποίο αποτελούνταν από τον πατέρα, την νοικοκυρά μητέρα που συνήθως δεν εργάζονταν και μικρό αριθμό παιδιών. Άλλωστε η αστικοποίηση και ο εκσυγχρονισμός είχαν γίνει μέρος της ελληνικής πραγματικότητας ήδη από το 1950. Το μοντέλο της παραδοσιακής οικογένειας το οποίο συναντάμε κυρίως στην επαρχία, χαρακτηρίζεται από το  μεγάλο μέγεθος της οικογένειας, τους στενούς συγγενικούς δεσμούς και τις σχέσεις αλληλοβοήθειας  μεταξύ των µελών της κοινότητας. Η γυναίκα αποκτά κοινωνική αποδοχή και σεβασμό μέσα από τον γάμο της ενώ οι ανύπαντρες αντιμετωπίζονται ως κοινωνικά κατώτερες γιατί σύμφωνα µε την επικρατούσα άποψη εφόσον δεν είναι παντρεμένες δεν μπορούν να εκπληρώσουν το σκοπό της ζωής τους που είναι η τεκνοποιία.

Η λέξη «γεροντοκόρη» διατηρείται ακόμα και στα μεγάλα αστικά κέντρα και η ελεύθερη συμβίωση κατακρίνεται. Τα πράγματα είναι ακόμα πιο δύσκολα στην επαρχία και στην ύπαιθρο όπου οι κανόνες της οικογενειακής ηθικής επιβάλλουν να «αποκατασταθούν» πρώτα τα κορίτσια της οικογένειας και έπειτα να παντρευτούν τα αγόρια ενώ οι διαζευγμένες αντιμετωπίζονται µε προκατάληψη και οι χήρες δύσκολα ξαναπαντρεύονται.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η μικρή κοινωνία του χωριού διαπαιδαγωγεί τις γυναίκες σύμφωνα µε το τρίπτυχο «πατρίς – θρησκεία- οικογένεια» αφού οι γυναίκες ενθαρρύνονται µόνο να δημιουργήσουν οικογένεια και να τεκνοποιήσουν. Στον αστικό χώρο η γυναίκα στην προσπάθειά να κερδίσει την αποδοχή από την απρόσωπη κοινωνία, διοχετεύει όλη της την ενέργεια στο να καταξιωθούν κοινωνικά τα παιδιά της και αυτό γινόταν για τους γιούς κυρίως µε την επιτυχία στον επαγγελματικό τομέα και για τις κόρες µε έναν πλούσιο γάμο.

Η διαμόρφωση της καινούργιας ταυτότητας των γυναικών, την περίοδο της δικτατορίας, είναι µία επώδυνη διαδικασία γιατί ενώ ο ρόλος τους μέσα στην οικογένεια και στην κοινωνία απαιτεί ριζικές αλλαγές στον τρόπο σκέψης και δράσης τους, το μυαλό τους εγκλωβίζεται σε δεδομένα και βιώματα του παραδοσιακού γυναικείου τρόπου δράσης. Από την μια η γυναίκα του χωριού που κερδίζει την αυτοεκτίμηση μέσα από τον ρόλο της μάνας και της σκληρής εργασίας στο χωράφι και στο σπίτι και από την άλλη η γυναίκα της πόλης η οποία θα μορφωθεί και θα προικιστεί στην αναζήτηση του καλύτερου γαμπρού µε σκοπό πάλι τη δημιουργία οικογένειας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι «η παιδοκεντρική αντίληψη του γάμου και της οικογένειας εξυπηρέτησε τη βασική ανάγκη για την σταθεροποίηση της οικογενειακής ενότητας σε µία εποχή που οι καινούργιες συνθήκες ζωής την απειλούσαν µε διάλυση. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται στην ελληνική κοινωνία από το 1970 που ο αστικός τρόπος ζωής γίνεται ακόμα πιο έντονος. Η κυριαρχική θέση που κατέχει ο άνδρας στην οικογένεια τον καθιστά θεματοφύλακα της οικογενειακής ευτυχίας κάτι το οποίο του δίνει το δικαίωμα να ελέγχει την αλληλογραφία της γυναίκας του, τα τηλεφωνήματά της ακόμα και να αποφασίζει αν αυτή θα εργαστεί ή όχι. Το γεγονός ότι η γυναίκα ήταν υποχρεωμένη από τον νόμο να αλλάζει το πατρικό της επώνυμο και να παίρνει αυτό του συζύγου της, δηλώνει τη νομική υπεροχή του άνδρα. Η γυναίκα ανήκει στον άντρα για αυτό και της έδινε το όνομά του. (Σε αυτή την ιδιοκτησιακή σχέση οφείλονται οι γυναικοκτονίες!)

Άλλωστε σύμφωνα µε το νομικό καθεστώς που ίσχυε μέχρι τις 18/2/1983 ο άνδρας ήταν ο αρχηγός της οικογένειας και λάμβανε όλες τις σημαντικές αποφάσεις ενώ σύμφωνα µε τα άρθρα 1398 και 1399 του αστικού κώδικα ο άντρας ήταν από το νόμο υποχρεωμένος να φέρει τα βάρη του γάμου ενώ η γυναίκα απλώς συνέβαλε όταν ο άντρας δεν μπορούσε να επαρκέσει. Επακόλουθο αυτής της υποχρέωσης ήταν και ο θεσμός της προίκας ο οποίος ίσχυε και νομικά.

Η πατριαρχία στον οικονομικό τομέα συντηρούσε την εκμετάλλευση των γυναικών μέσα από τις πενιχρές αμοιβές και τις διακρίσεις στον χώρο εργασίας οι οποίες ήταν αποτέλεσμα της ανισότητας στις σχέσεις των δύο φύλων γιατί οι γυναίκες όντας αναγκασμένες να δουλεύουν αμισθί στο σπίτι, δεν μπορούσαν να ανεξαρτητοποιηθούν οικονομικά, αλλά και όταν άρχισαν να εργάζονται έξω από το σπίτι η αντίληψη των αντρών που τις αντιμετώπιζαν ως «σεξουαλικά αντικείμενα ή υπεύθυνες για την ανατροφή» τις καθιστούσε στην αντίληψή τους υποδεέστερες στον εργασιακό χώρο. Εργαζόμενες ή µη οι γυναίκες κρίνονται ικανές για να αποφασίσουν μόνο για θέματα όπως ο ρουχισμός και η αγορά προϊόντων για το σπίτι και την φροντίδα των παιδιών και του συζύγου, ενώ ο άνδρας αποφασίζει για τα οικονομικά, τον κοινωνικό κύκλο, τις δραστηριότητες της οικογένειας καθώς και για την ανατροφή του παιδιού.

Οι δικτάτορες φιλοδοξούσαν να επιβάλουν αλλά και να αναπαράγουν την εξουσία τους. Συνθήματα όπως «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» σε συνδυασμό µε αντικοµµουνιστική και εθνικιστική προπαγάνδα, ο εκθειασμός των παραδοσιακών αγροτικών και ελληνοχριστιανικών αξιών, οι πατερναλιστικές διακηρύξεις υπέρ του λαού και κυρίως της ελληνικής αγροτιάς, η ηθικολογία, ο πουριτανισμός, η εκδήλωση καχυποψίας και απέχθειας απέναντι στην διεφθαρμένη Δύση συνέθεταν τη ρητορική των Συνταγματαρχών και την κατευθυντήρια γραμμή που επέβαλαν και στον τύπο της εποχής, στην προσπάθεια δημιουργίας ενός ιδεολογικού κώδικα, µε σκοπό την εξεύρεση επιχειρημάτων για τη νομιμοποίηση του καθεστώτος.

Κατά την διάρκεια της δικτατορίας, οι περισσότερες γυναικείες οργανώσεις σταματούν την δράση τους, η οποίες διαλύθηκαν την περίοδο της δικτατορίας και ανασυστήθηκαν µε την πτώση της. Οι γυναικείες οργανώσεις που συνέχιζαν να λειτουργούν ήταν όσες συμβιβάζονταν µε το καθεστώς προσαρμόζοντας τις ενέργειες και τις δραστηριότητές τους στις απαιτήσεις του νέου πολιτικού σκηνικού όπως το Λύκειο Ελληνίδων οι σύλλογοι Κυριών και Δεσποινίδων µε φιλανθρωπική ή φυσιολατρική δραστηριότητα και διάφορες γυναικείες ενώσεις και σωματεία «Ελληνοχριστιανικού» προσανατολισμού. Υπάρχουν βέβαια και γυναίκες οι οποίες ζούσαν ανεξάρτητα χωρίς να υπολογίζουν τα κοινωνικά και οικογενειακά στερεότυπα της εποχής αλλά δυστυχώς την περίοδο της χούντας αποτελούσαν ένα πολύ μικρό ποσοστό. Κάποιες από τις αλλαγές που συντελέστηκαν την δεκαετία του ’60 ήταν η αύξηση του αριθμού των φοιτητριών στην ανώτατη εκπαίδευση, η δυνατότητα που είχαν πια οι γυναίκες να διαχωρίζουν την σεξουαλική τους ζωή από τον γάμο και τα παιδιά, µε την βοήθεια των αντισυλληπτικών μεθόδων και η αύξηση του ποσοστού των εργαζόμενων Ελληνίδων. Οι αλλαγές αυτές συνέβησαν κατά την οικονομική ανάπτυξη της χώρας από τις αρχές της δεκαετίας του ’50 μέχρι και τα μέσα του ’70 και έφεραν την νεολαία σε σύγκρουση µε τον συντηρητισμό και τα στερεότυπα που προωθούσαν το πρότυπο της γυναίκας- νοικοκυράς εγκλωβισμένης στο σπίτι. Δυστυχώς όμως παράγοντες όπως η προπαγάνδα, οι παγιωμένες καταστάσεις τόσων αιώνων, τα βιώματα και η παράδοση, σε συνδυασμό µε την πολιτική ανελευθερίας, οπισθοδρομικότητας και εκφοβισμού που επέβαλε το δικτατορικό καθεστώς φρέναραν την πορεία των γυναικών προς την χειραφέτησή τους.

Υπήρχαν άγραφοι, ηθικοί κανόνες που απαγόρευαν τις προγαμιαίες σχέσεις. Η μόνη έξοδος για τα ανύπαντρα κορίτσια, μαθήτριες του γυμνασίου, ήταν η «βόλτα» στο λεγόμενό «νυφοπάζαρο» της κάθε πόλης ή περιοχής. Εκεί συγκεντρώνονταν κατά παρέες του ιδίου φύλου και συζητούσαν φυσικά υπό την επίβλεψη υπεύθυνων ενηλίκων οι οποίοι όφειλαν να διαφυλάξουν τα «χρηστά ήθη». Οι γυναίκες οφείλαν να είναι αθώες και τίμιες και για αυτό κάθε δραστηριότητα της ζωής τους υπόκειτο σε έλεγχο. Άλλη αποδεκτή έξοδος ήταν το ζαχαροπλαστείο ή ο κινηματογράφος τις περισσότερες φορές συνοδεία ενός αδερφού. Το καφενείο, τα μπιλιάρδα κλπ ήταν άβατο ακόμη και με συνοδό. Μέχρι και το τέλος της δικτατορίας οι γυναίκες ήταν πολύ περιορισμένες. Το ραδιόφωνο και αργότερα η τηλεόραση ήταν µία διέξοδος για αυτές. Ενημερωνόταν για διάφορα προϊόντα οικιακής χρήσης και παρακολουθούσαν µε πάθος εκπομπές. Η πλειοψηφία των γάμων τελούνταν µέσω συνοικεσίων. Η βελτίωση των συνθηκών ζωής την δεκαετία του ’60 οδήγησε στην αύξηση του αριθμού των κοριτσιών που συνέχιζαν στο γυμνάσιο ενώ οι λιγότερο καλές μαθήτριες αλλά και τα κορίτσια µε δύσκολη οικογενειακή οικονομική κατάσταση επέλεγαν αμέσως μετά το δημοτικό να μαθητεύσουν δίπλα σε µία μοδίστρα. Οι γονείς αντιλαμβάνονταν ότι οι σπουδές μπορούν να εξασφαλίσουν στα παιδιά τους ένα καλύτερο μέλλον το οποίο όμως για τα κορίτσια συνέχιζε να μεταφράζεται σε έναν καλό γάμο. Αρκετά είναι τα φροντιστήρια ξένων γλωσσών που άρχισαν να λειτουργούν στις πόλεις και στα οποία φοιτούσαν και κορίτσια. Η πειθαρχεία και ο περιορισμός των παιδιών ήταν καθημερινό φαινόμενο των δεκαετιών ’60 και ’70, όπως η υποχρεωτική ομοιόμορφη ενδυμασία, το πηλήκιο και την κονκάρδα για τα αγόρια, η ποδιά και η κορδέλα στα μαλλιά και ο έλεγχος του μήκους της ποδιάς για τα κορίτσια αλλά και ο περιορισμός στις ώρες κυκλοφορίας και ο υποχρεωτικός αιφνιδιαστικός έλεγχος των καθηγητών στα μέρη όπου σύχναζε νεολαία. Οι μαθήτριες όφειλαν να φέρονται «ευπρεπώς  και κόσμια»  όχι µόνο μέσα στο σχολείο αλλά και σε όλες τις εξωσχολικές τους δραστηριότητες, να φορούν υποχρεωτικά όλη μέρα τις καθημερινές την, «στολή» που αποτελούνταν από μαύρη ή μπλε ποδιά, λευκό γιακά για να είναι ομοιόμορφες και ευδιάκριτες, ενώ απαγορεύονταν να κυκλοφορούν έξω από το σπίτι μετά τις 19:30. Κινηματογράφο μπορούσαν να παρακολουθούν μόνο Σάββατο και Κυριακή ποτέ ασυνόδευτες.

Οι γυναίκες όφειλαν να προασπίζονται τους ηθικούς κανόνες. Οι κανόνες αυτοί ήταν αυστηρότεροι για τις κοπέλες και επέβαλαν την αποφυγή των ραντεβού, την ανυπαρξία προγαμιαίων σεξουαλικών σχέσεων και την επιλογή από τον πατέρα του μελλοντικού συζύγου. Οι κοπέλες έπρεπε να μένουν στο σπίτι και µόνος στόχος τους ήταν να γίνουν καλές νοικοκυρές, σύζυγοι και μητέρες. Οι κοινωνικές αντιλήψεις ήθελαν την γυναίκα υπάκουη, χωρίς να φέρνει αντιρρήσεις στον σύζυγό της ενώ ήταν συνηθισμένο φαινόμενο ο μεγαλύτερος αδερφός της οικογένειας να μένει εργένης προκειμένου µε τα χρήματα που εξοικονομούσε από την εργασία του να σπουδάσει τα μικρότερα αδέρφια ή να μαζέψει χρήματα για την προίκα της αδερφής του.

Η αναζήτηση του «ευρωπαϊκού» τρόπου ζωής κατά την περίοδο της δικτατορίας συνοδευόμενος από την ξένη μουσική που ακουγόταν όλο και πιο συχνά από το ραδιόφωνο οδήγησε τους νέους στα γνωστά «πάρτι» ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα. Τα πάρτι αποτελούσαν µία αντίδραση των νέων στα κατεστημένα ήθη και πρότυπα. Ξεκινούσαν κατά τις επτά και τελείωναν το αργότερο στις δέκα. Ήταν απαγορευτικά για τους νέους κάτω των 16 ετών, οργανώνονταν στο σπίτι και οι γονείς ήταν διακριτικά παρόντες. Τα κορίτσια, εφόσον είχαν πάρει την έγκριση από τον (αρκετά προοδευτικό) πατέρα επιτρεπόταν να παρευρεθούν µε την προϋπόθεση ότι τις συνόδευε κάποια φίλη ή κάποιος νεαρός συγγενής τους ενώ αποχωρούσαν αρκετά νωρίς. Στις επαρχιακές πόλεις φυσικά τα πάρτι σταμάτησαν ή γίνονταν στα κρυφά με τους γονείς παρόντες και μόνο μεταξύ κοριτσιών γιατί θεωρήθηκαν «ξενόφερτος» τρόπος ζωής αντίθετος στα ελληνοχριστιανικά πρότυπα. Την θέση τους γενικότερα πήραν διάφορες συνεστιάσεις και συγκεντρώσεις περισσότερο ηθικού χαρακτήρα.

Στον εργασιακό τομέα, η απότομη μείωση του ποσοστού των εργαζόμενων γυναικών στην περίοδο 1961-1971 οφείλεται στο ότι οι γυναίκες που συμμετείχαν άμισθες στην οικογενειακή  αγροτική παραγωγή έπαψαν να εργάζονται, ενώ παράλληλα αυξήθηκαν οι εγγραφές των κοριτσιών στα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Η χαμηλή συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό της χώρας συνδέεται µε τις διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας, την ανεπάρκεια της κοινωνικής υποδομής και της διακρίσεις που υπάρχουν στην αγορά εργασίας τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Μια σταθερή αύξηση του γυναικείου εργατικού δυναμικού άρχισε να παρατηρείται μετά το 1970 λόγω της εισόδου ολοένα και περισσότερων παντρεμένων γυναικών στην αγορά εργασίας. Αυτή η αύξηση πιθανότατα οφείλεται στον περιορισμό των γεννήσεων που παρατηρείται αυτήν την εποχή, την παραμονή των γυναικών στην εκπαίδευση για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και την αύξηση του κοινωνικά αποδεκτού ορίου «ηλικίας γάμου». Το καθεστώς στην προσπάθειά του να δείξει ότι στηρίζει τις εργαζόμενες γυναίκες, αναγγέλλει την δημιουργία βρεφονηπιακών σταθμών και κέντρων «εργαζόμενου κοριτσιού», «νηπιαγωγείων» και παιδικών κατασκηνώσεων για να διευκολύνει τις εργαζόμενες μητέρες.

Τα επαγγέλματα στη συνείδηση της κοινωνίας διακρίνονται σε αντρικά και γυναικεία. Η πλειοψηφία ασκεί «γυναικεία επαγγέλματα» όπως αυτό της πλύστρας, της καθαρίστριας, της γραμματέας. Μέχρι το 1970 αποτελεί πολύ συνηθισμένο φαινόμενο για την ελληνική κοινωνία είναι η απομάκρυνση των γυναικών από την εργασία αμέσως μετά το γάμο και τη γέννηση του πρώτου παιδιού. Η διακοπή της εξωοικιακής απασχόλησης για την φροντίδα των παιδιών και της οικογένειας, που αξιολογείται από την επικρατούσα ανδροκεντρική αντίληψη ως φυσική και ηθική υποχρέωση των γυναικών, επιδρά στις εργασιακές σχέσεις των γυναικών, στην θέση τους στην παραγωγή, στην αντίληψη για το «ρόλο» του φύλου τους στον εργασιακό χώρο. Αλλά ακόμα και όταν συνεχίσουν να εργάζονται αυτό γίνεται µόνο εφόσον μπορεί να συνδυαστεί µε τα καθήκοντα της συζύγου, μητέρας, νοικοκυράς και µόνο για να προσφέρει στην οικογένεια. Μέσω του θεσμού του γάμου και της συγγένειας, στα πλαίσια του πατριαρχικού συστήματος, η οικιακή εργασία των γυναικών θεωρείται αυτονόητη και υποχρεωτική. Το τρίπτυχο σύζυγος- νοικοκυρά- μητέρα κυριαρχεί στην συνείδηση της πλειοψηφίας και η γυναικεία εργασία αντιμετωπίζεται ως δευτερεύον και συμπληρωματικός ρόλος. Τον μισθό των εργαζόμενων ανύπαντρων κοριτσιών διαχειρίζονται οι γονείς τους οι οποίοι στην πλειοψηφία των περιπτώσεων αποταμιεύουν τα χρήματα για το γάμο του κοριτσιού. Το κοινωνικό περιβάλλον, οι παραδόσεις, τα ήθη και έθιμα μπορούν να παγιδέψουν ακόμα και τις πιο προοδευτικές γυναίκες της εποχής. Η αγωνία της αποκατάστασης, ιδιαίτερα στις οικονομικά ασθενέστερες τάξεις, κάνει την εμφάνισή της συνήθως µε την ενηλικίωση της γυναίκας. Η γυναίκα μπορεί να σπουδάσει, να εργαστεί, να μείνει  μόνη της αλλά όλα αυτά παραμένουν ένα στάδιο πριν την εκπλήρωση του στόχου της, τον γάμο και την τεκνοποίηση.

Το προξενιό, που είναι σύνηθες φαινόμενο της εποχής, προϋποθέτει την ύπαρξη προίκας. Σε περίπτωση που η οικογένεια αδυνατεί να προικίσει την κοπέλα τότε η προίκα της είναι η ηθική και η εξωτερική της εμφάνιση. Οι γυναίκες γίνονται δασκάλες, νοσοκόμες, ταξιθέτριες, σερβιτόρες, αεροσυνοδοί. Δουλεύουν υπάλληλοι σε εμπορικά καταστήματα, σε ζαχαροπλαστεία, σε ξενοδοχεία.

Δουλειές που έχουν σκοπό την εξυπηρέτηση των άλλων. Τρώνε και κοιμούνται μέσα στα νοσοκομεία κάτω από άθλιες συνθήκες. Δουλεύουν 12 ώρες και µόνο στα μεγάλα νοσοκομεία έχουν ρεπό. Στην αναζήτηση επαγγέλματος η εμφάνιση παίζει καθοριστικό ρόλο. Οι ταξιθέτριες πληρώνονται από τα φιλοδωρήματα των θεατών ενώ για να προσληφθούν οφείλουν να είναι ευπαρουσίαστες σύμφωνα µε τις απαιτήσεις των  αγγελιών. Οι πωλήτριες στις περισσότερες περιπτώσεις πληρώνονται µε ποσοστά. Αποκλειστικά γυναικεία επαγγέλματα θεωρούνται επίσης αυτό της καθαρίστριας, της πλύστρας, της τηλεφωνήτριας, της κομμώτριας, της μοδίστρας, της νοσοκόμας αλλά και αυτό των «μοντελίστ» όπως προκύπτει από δημοσιεύματα στον τύπο της εποχής. Μεταξύ των απαραίτητων δικαιολογητικών είναι και η δήλωση νομιμοφροσύνης.

Η κοινωνία ανδροκρατείται και ο μύθος για το ασθενές φύλο αναπαράγεται συνεχώς προσδίδοντας συγκεκριμένα χαρακτηριστικά στις γυναίκες, όπως την ευαισθησία και την χειροτεχνεία. Μια άλλη κατηγορία εργαζόμενων γυναικών είναι οι καλλιτέχνιδες. Η εξωτερική εμφάνιση θεωρείται το κυριότερο προσόν τους, «όπλο της γυναίκας το κορμί της». Η άποψη ότι οι γυναίκες έχουν μεγαλύτερη σχέση από τους άντρες µε τις «καλές» τέχνες, αλλά και η αντίληψη ότι είναι φτιαγμένες για να προσφέρουν ευχαρίστηση έδωσε τη δυνατότητα στην κοινωνία της εποχής να τις ταπεινώσουν λόγω της υποκρισίας και του καθωσπρεπισμού. Οι γυναίκες του υπαλληλικού τομέα ήταν όλες σχεδόν απόφοιτοι της Μέσης ή της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η κοινωνική και η οικονομική τους κατάσταση, τους έδινε την δυνατότητα αυτοεκτίμησης, αυτοσεβασμού και αυτοπεποίθησης. Τα προσόντα τους τις έκαναν να νιώθουν την αδικία που γίνεται εις βάρος τους και τους έδιναν την δυνατότητα να παλέψουν ενάντιά της. Όμως και η θέση των εργαζόμενων γυναικών στις δημόσιες υπηρεσίες, τους Οργανισμούς και τις τράπεζες ήταν επισφαλής. Όταν έκαναν απολύσεις τις προτιμούσαν. Τις απέκλειαν από διαγωνισμούς παράτυπα ή ψήφιζαν νόμους ειδικά για να τις αποκλείσουν. Έβαζαν περιορισμό στην προαγωγή τους, άρα και στο μισθό. Μπορεί να υπηρετούσαν στον ίδιο βαθμό όλη τους τη ζωή και η αμοιβή για ίση εργασία ήταν πάντα κατώτερη γιατί αυτή δεν είχε «να θρέψει οικογένεια».

Ελάχιστες είναι οι διευθυντικές θέσεις που κατείχαν γυναίκες και αυτές ήταν σε επαγγέλματα που θεωρούνται καθαρά «γυναικεία» όπως αυτό της παιδαγωγού. Ενώ θεωρείται αυτονόητο ότι για να πετύχει µία γυναίκα επαγγελματικά χρειάζεται απαραίτητα την υποστήριξη ενός άντρα. Όσο αυξάνονταν τα ποσοστά των μορφωμένων γυναικών, τόσο το ζήτημα των γυναικείων επαγγελμάτων έπαιρνε νέο περιεχόμενο, καθώς συνδεόταν µε τους ευρύτερους μετασχηματισμούς που ωθούσαν όλο και περισσότερες στην αγορά εργασίας. Όλο και συχνότερα το «οικιακό ιδεώδες» έπαυε να καλύπτει τις ανάγκες γυναικών από τα πολύμορφα πλέον αστικά στρώματα, χωρίς ωστόσο να τίθεται σε αμφισβήτησή η πολιτιστική κυριαρχία του πρότυπου του γάμου. Την περίοδο της δικτατορίας η γυναίκα μπορεί να εργάζεται αλλά πάνω από όλα είναι σύζυγος και μητέρα  που παραμένει πρωταρχικός της στόχος.

Η πορεία των γυναικών προς την κατάκτηση του χώρου που από παράδοση κινούνται αποκλειστικά άντρες έγινε κάτω από αντιφατικές συνθήκες. Κινητήρια δύναμη ήταν η ανάγκη, ατομική και κοινωνική. Θεσμοί πατριαρχικοί, αντιδραστικοί και εξευτελιστικοί για τις γυναίκες, όπως η προίκα, έπαιξαν ρόλο καταλύτη στην πορεία της γυναίκας προς τη χειραφέτησή της µέσω της εργασίας. Προσωπικές δυστυχίες, ένας άτυχος γάμος, ο θάνατος του πατέρα ή του συζύγου, λειτούργησαν λυτρωτικά για να απελευθερωθούν δυνάμεις ή να εμφανιστούν ικανότητες που σε άλλη περίπτωση θα έμεναν στην αφάνεια. Ρόλο έπαιξε βέβαια και η εισαγωγή της τεχνολογίας, η οποία έστω και δειλά, εισβάλει στο νοικοκυριό. Η χρήση του μπιμπερό, του συμπυκνωμένου γάλατος ή της σκόνης γάλατος, συνέβαλε στην απελευθέρωση του χρόνου. Κατά κανόνα οι γυναίκες ασκούσαν επαγγέλματα, που είναι πολύ κοντά στο ρόλο της γυναίκας μητέρας και νοικοκυράς. Η παράδοση θέλει τις γυναίκες εγκλωβισμένες στο σπίτι, απαλλαγμένες και προστατευμένες από τις κοινωνικές ευθύνες. Αλλά η ανεργία και η υποαπασχόληση ωθούσαν όλο και περισσότερες γυναίκες έξω από το σπίτι, στη μισθωτή εργασία.

Οι φεμινίστριες του ΜΩΒ πιστεύουμε πως δεν είναι μόνο το κράτος και η οικονομία, η βάση της καταπίεσης των γυναικών αλλά η ανδρική κυριαρχία που απλώνεται σε όλες τις μορφές της καθημερινότητάς µας, από τον πολιτισμό και την θρησκεία μέχρι τη γλώσσα και τη γνώση. Οι πατριαρχικές αντιλήψεις, εσωτερικεύονται μέσα από την εκπαίδευση και την καθημερινότητα στους άνδρες και στις γυναίκες διαιωνίζοντας την ανισότητα. Από τότε έχουν γίνει πολλά βήματα κυρίως την δεκαετία του 80 αλλά η σκληρή πραγματικότητα (γυναικοκτονίες κλπ), μας κινητοποιούν για να συνεχίζουμε να αγωνιζόμαστε.