Οι Ουκρανές φεμινίστριες κάτω από τα μάτια της Δύσης- Elisa Moros

9/5/2022

“Ορίζω την αλληλεγγύη με όρους αμοιβαιότητας, υπευθυνότητας και αναγνώρισης κοινών συμφερόντων ως βάση για τις σχέσεις μεταξύ διαφορετικών κοινοτήτων. Αντί να υποθέτουμε μια επιβεβλημένη ομοιογένεια της καταπίεσης, η πρακτική της αλληλεγγύης προβάλλει κοινότητες ανθρώπων που έχουν επιλέξει να εργάζονται και να αγωνίζονται μαζί. Η πολυμορφία και η διαφορετικότητα είναι κεντρικές αξίες εδώ – που πρέπει να αναγνωρίζονται και να γίνονται σεβαστές, όχι να διαγράφονται κατά την οικοδόμηση συμμαχιών”.

Η Jodi Dean (1996) αναπτύσσει την έννοια της “ανακλαστικής αλληλεγγύης” [ii] που θεωρώ ιδιαίτερα χρήσιμη. Υποστηρίζει ότι η ανακλαστική αλληλεγγύη διαμορφώνεται από μια αλληλεπίδραση στην οποία συμμετέχουν τρία πρόσωπα: “Σου ζητώ να σταθείς στο πλευρό μου πάνω από και ενάντια σε έναν τρίτο”. Αυτό περιλαμβάνει τη θεματοποίηση της τρίτης φωνής “για να ανακατασκευάσει την αλληλεγγύη ως ιδεώδες χωρίς αποκλεισμούς” και όχι ως έννοια “εμείς εναντίον αυτών”. Η έννοια της Dean για μια εν εξελίξει επικοινωνιακή κατανόηση του “εμείς” είναι χρήσιμη, δεδομένου ότι η αλληλεγγύη είναι πάντα ένα επίτευγμα, το αποτέλεσμα ενεργού αγώνα για την οικοδόμηση του καθολικού με βάση τις ιδιαιτερότητες/διαφορές. Είναι ο προσανατολισμένος στην πράξη, ενεργός πολιτικός αγώνας που ενσωματώνεται σε αυτή την έννοια της αλληλεγγύης που είναι σημαντικός για τη δική μου σκέψη – και ο λόγος που προτιμώ να εστιάζω την προσοχή μου στην αλληλεγγύη παρά στην έννοια της “γυναικείας αλληλεγγύης”” [iii].- Chandra Tapade Mohanty [iv]

Όταν οι Κούρδισσες φεμινίστριες αμφισβητούν τις ειρηνιστικές φεμινίστριες της Δύσης

Αρκετές φεμινίστριες μελετήτριες (Dirik, Tank, Şimşek και Jongerden κ.λπ.) έχουν καταγγείλει την οριενταλιστική λατρεία των δυτικών μέσων ενημέρωσης για τις Κούρδισσες μαχήτριες. Αυτές οι συγγραφείς δείχνουν πώς τα δυτικά μέσα ενημέρωσης παρουσιάζουν τις Κούρδισσες ως σύμβολα της δυτικής απελευθέρωσης στην Ανατολή, η οποία με τη σειρά της παρουσιάζεται ως βάρβαρη. Αυτό το δυτικοκεντρικό πορτρέτο έχει ως στόχο και αποτέλεσμα τη φίμωση των Κουρδισσών γυναικών, των οποίων οι πολιτικές ιδέες [v] δεν αναφέρονται ποτέ. Και δικαιολογημένα, διότι αν γινόταν, η αφήγηση που μεταφέρεται από τα δυτικά μέσα ενημέρωσης θα αμφισβητούνταν και θα ακυρωνόταν.

Η Κούρδισσα φεμινίστρια Dilar Dirik έχει επίσης αμφισβητήσει τον ρόλο του δυτικού φεμινισμού σε αυτή την οριενταλιστική δομική κατασκευή των Κούρδισσων αγωνιστριών:

“Ορισμένες δυτικές φεμινίστριες αμφισβήτησαν τη νομιμότητά της και την απέρριψαν ως μιλιταρισμό ή οικειοποίηση από πολιτικές ομάδες. Οι αφηγήσεις των δυτικών μέσων ενημέρωσης απεικόνισαν αυτόν τον αγώνα με αποπολιτικοποιημένο, εξωτικό τρόπο ή κάνοντας γενικευμένες υποθέσεις για τη “φυσική” αποστροφή των γυναικών στη βία. Στις αναφορές των μέσων ενημέρωσης κυριαρχούσε η ανδρική ματιά, αλλά αυτό οφειλόταν εν μέρει στην άρνηση των φεμινιστριών να ασχοληθούν με αυτό το σχετικό θέμα. Δεν μπορεί κανείς να μην σκεφτεί ότι ένας από τους λόγους αυτής της εχθρότητας μπορεί να είναι ότι το γεγονός πως μαχητικές γυναίκες παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους μειώνει την ικανότητα των δυτικών φεμινιστριών να μιλούν εκ μέρους των γυναικών στη Μέση Ανατολή, τις οποίες προβάλλουν ως αβοήθητα θύματα”.

Στο άρθρο της “Φεμινιστικός ειρηνισμός ή παθητικοποίηση;”, καταγγέλλει την αδυναμία ενός αφελώς ειρηνιστικού φεμινισμού να διακρίνει μεταξύ της βίας ως καταπίεσης και της βίας ως πράξης αντίστασης ή αυτοάμυνας:

“Σε αντίθεση με τη βία που αποσκοπεί στην υποταγή του “άλλου”, η αυτοάμυνα είναι μια πλήρης αφοσίωση και ευθύνη απέναντι στη ζωή. Το να υπάρχεις σημαίνει να αντιστέκεσαι. Και για να υπάρξει κανείς ουσιαστικά και ελεύθερα, πρέπει να είναι πολιτικά αυτόνομος. Για να το θέσουμε ωμά, σε ένα διεθνές σύστημα σεξουαλικής και φυλετικής βίας, νομιμοποιημένο από τα καπιταλιστικά έθνη-κράτη, η κραυγή για μη βία είναι μια πολυτέλεια για όσους βρίσκονται σε προνομιούχες θέσεις σχετικής ασφάλειας, πιστεύοντας ότι δεν θα καταλήξουν ποτέ σε μια κατάσταση όπου η βία θα είναι αναγκαία για να επιβιώσουν. Αν και θεωρητικά ορθός, ο ειρηνισμός δεν μιλάει για την πραγματικότητα των μαζών των γυναικών και έτσι αποκτά έναν μάλλον ελιτίστικο πρωτοκοσμικό χαρακτήρα”.

Πράγματι, μου φαίνεται ότι η εμπειρία των Κουρδισσών φεμινιστριών αμφισβητεί – τουλάχιστον εν μέρει – την καθιερωμένη φεμινιστική αντιμιλιταριστική θεωρία. Ο φεμινιστικός αντιμιλιταρισμός έχει προκύψει από την εμπειρία πολλών γυναικών και φεμινιστριών ακτιβιστριών σε ένα ευρύ φάσμα κινημάτων ειρήνης σε όλο τον κόσμο. Ωστόσο, ο φεμινιστικός αντιμιλιταρισμός δεν μπορεί να αγνοήσει τις εμπειρίες εκείνων των γυναικών και φεμινιστριών που υποστηρίζουν τον ένοπλο αγώνα. Όταν αυτές οι εμπειρίες αμφισβητούν το φεμινιστικό αντιμιλιταριστικό θεωρητικό πλαίσιο, το πλαίσιο αυτό πρέπει να επικαιροποιείται από αυτές τις εμπειρίες. Δεν πρόκειται για την ακύρωση της συμβολής του αντιμιλιταριστικού φεμινισμού, αλλά μάλλον για τον εμπλουτισμό του με νέες εμπειρίες που προέρχονται από διαφορετικές τοποθετήσεις.

Το 2015, μία από τις κορυφαίες διανοήτριες του φεμινιστικού αντιμιλιταρισμού, η Cyhthia Cockburn [vi] , πήρε συνέντευξη από δύο αντιμιλιταρίστριες φεμινίστριες, μέλη της Διεθνούς Ένωσης Γυναικών για την Ειρήνη και την Ελευθερία (WILPF) που είχαν ζήσει υπό τον ναζισμό. Τις έφερε αντιμέτωπες με αυτό που αποκαλεί “ειρηνιστικό δίλημμα”, ρωτώντας τις αν θα καλούσαν τις Κούρδισσες μαχήτριες να καταθέσουν τα όπλα στο όνομα του ειρηνισμού. Οι ερωτώμενες απάντησαν:

“Δεν το νομίζω. Καθόμαστε εδώ με ασφάλεια έξω από την εμπόλεμη ζώνη και πρέπει να τις καταλαβαίνουμε, όχι να τις καταδικάζουμε. Το να αντιστέκεσαι είναι ανθρώπινο δικαίωμα. Ωστόσο, μακροπρόθεσμα δεν πρέπει να δεχτούμε ότι ο μιλιταρισμός είναι η μόνη απάντηση. Θα πρέπει να αρχίσουμε σοβαρά να οικοδομούμε ειρηνευτικούς μηχανισμούς”.

“Ως WILPF θα ήθελα να μιλήσω με τις γυναίκες των πεσμεργκά [vii], να ακούσω τι λένε. Ο φασισμός είναι τόσο βρώμικος. Είναι σαν ένα χταπόδι, που βάζει τα πλοκάμια του στην κοινωνία, τη ρατσιστική του ιδέα για την ανωτερότητα ενός είδους ανθρώπου έναντι ενός άλλου. Θα μπορούσα κάλλιστα να συμφωνήσω και να πω στις Κούρδισσες γυναίκες: “Ναι, πρέπει να πολεμήσετε”. Αλλά, ίσως, όταν τελειώσει, οι ίδιες ίσως κοιτάξουν πίσω στον αγώνα τους και πουν: ‘Δεν ήταν αυτός ο σωστός τρόπος να το κάνουμε'”.

Μοιράζομαι με αυτές τις γυναίκες τις ακόλουθες ιδέες:

1. Ο ρόλος μας έξω από την εμπόλεμη ζώνη είναι να υποστηρίζουμε, όχι να καταδικάζουμε, τις γυναίκες και τις φεμινίστριες αγωνίστριες,

2. πρέπει πάντα να ακούμε τι έχουν να πουν οι άνθρωποι που τους αφορά,

3. η υποστήριξη των γυναικών σε όλο τον κόσμο στους αγώνες τους, συμπεριλαμβανομένων των ενόπλων αγώνων, δεν είναι ασυμβίβαστη με τον αγώνα, σε ένα ευρύτερο και μακροπρόθεσμο πλαίσιο, για την αποστρατιωτικοποίηση του κόσμου.

Μπορούν να μιλήσουν οι Ουκρανές φεμινίστριες;

Πρόσφατα είχα μια συζήτηση με μια Ουκρανή φεμινίστρια που ασχολείται εδώ και πολύ καιρό με τον φεμινιστικό ακτιβισμό και τώρα είναι πρόσφυγας σε μια δυτικοευρωπαϊκή χώρα. Μου είπε ότι δυσκολεύεται να μιλήσει ανοιχτά για τα πολιτικά -και ιδιαίτερα τα έμφυλα- ζητήματα που υπάρχουν στην Ουκρανία, επειδή έχει την εντύπωση ότι η υποστήριξη των δυτικών φεμινιστριών και αριστερών είναι υπό όρους. Κατά την άποψή τους, η ουκρανική κοινωνία θα πρέπει να είναι τέλεια -και άρα απαλλαγμένη από αντιφάσεις- για να αξίζει πλήρως το δικαίωμα να πολεμήσει κατά της ρωσικής εισβολής. Αντιμέτωπη με αυτή τη Δυτική επιταγή, η ίδια, όπως και πολλές άλλες γυναίκες, αισθάνεται υποχρεωμένη να επιλέξει μεταξύ του να μιλήσει για θέματα φύλου στην Ουκρανία και του να αναζητήσει υποστήριξη για την ουκρανική αντίσταση από τις αριστερές και φεμινίστριες παγκοσμίως. Πράγματι, οι φεμινιστικές επιταγές που αναγκάζουν τις γυναίκες να επιλέξουν μεταξύ του φεμινισμού και των άλλων αγώνων τους συχνά έχουν ως αποτέλεσμα να απομακρύνουν τις γυναίκες από τον φεμινισμό. Αυτό είναι ένα επαναλαμβανόμενο πρόβλημα του δυτικού φεμινισμού που οι αντίθετες με τον ηγεμονισμό φεμινίστριες έχουν επανειλημμένα επισημάνει.

Ωστόσο, η φεμινιστική ανάλυση και ο ακτιβισμός παραμένουν αναγκαίες στην Ουκρανία, όπως και παντού αλλού. Στη φεμινιστική κολεκτίβα του Ευρωπαϊκού Δικτύου Αλληλεγγύης με την Ουκρανία, έχω τη χαρά να συνεργάζομαι με φεμινίστριες που συμμετέχουν σε ακτιβισμό βάσης στην Ουκρανία. Αναφέρουν ότι το μεγαλύτερο μέρος της ουκρανικής κοινωνίας -συμπεριλαμβανομένων πολλών Ουκρανών γυναικών- είτε αγνοεί είτε αντιμετωπίζει με καχυποψία τον φεμινισμό, και η κατάσταση αυτή επιδεινώθηκε με τον πόλεμο. Οι φεμινιστικές πρωτοβουλίες βάσης αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες, καθώς και την εχθρότητα των εκμισθωτών, όταν προσπαθούν να βρουν χώρο για την άσκηση του ακτιβισμού τους. Η Viktoriia Pigul, μια Ουκρανή αντικαπιταλιστική φεμινίστρια συντρόφισσα, βασιζόμενη σε διάφορες μαρτυρίες από Ουκρανές γυναίκες και παιδιά, έχει αναφερθεί στις πολλαπλές μορφές βίας που υφίστανται. Όπως είναι ευρέως γνωστό πλέον, τις τελευταίες εβδομάδες, πολλές γυναίκες και παιδιά έχουν υποστεί κακοποίηση και βιασμό από Ρώσους στρατιώτες. Πολλές από αυτές είναι αβοήθητες. Πολλές από αυτές ξεφεύγουν από τον πόλεμο καταφεύγοντας στην Πολωνία, χωρίς να γνωρίζουν ότι οι αμβλώσεις στην Πολωνία – σε αντίθεση με την Ουκρανία – απαγορεύονται από το νόμο. Στην Πολωνία, συχνά εκτίθενται σε νέα είδη κακοποίησης από τους άνδρες. Σε αυτό το πλαίσιο, ο φεμινιστικός ακτιβισμός στην Ουκρανία είναι πιο απαραίτητος από ποτέ.

Η Olena Lyubchenko δημοσίευσε πρόσφατα μια πολύ πλούσια ανάλυση, που αποτελεί σημαντικό έργο για ανάγνωση, στην οποία δείχνει πώς η στρατιωτικοποίηση της Ουκρανίας τα τελευταία χρόνια συνδέεται με μέτρα λιτότητας που έχουν μεταφέρει το βάρος της αντίστασης κατά της ρωσικής επιθετικότητας στις γυναίκες σε επίπεδο νοικοκυριού, ενώ ταυτόχρονα προετοιμάζουν το κράτος για μια εξαιρετικά ανισότιμη διαδικασία “ευρωατλαντικής” ενσωμάτωσης:

“Η στρατιωτικοποίηση, η λιτότητα και η επιθετικότητα σε αυτό το πλαίσιο λειτουργούν ως διαδικασίες απαλλοτρίωσης και πρωταρχικής συσσώρευσης. “Δημιουργούν παγκόσμια αποθέματα εργατικής δύναμης, των οποίων οι διασυνοριακές μετακινήσεις βρίσκονται στο επίκεντρο της παγκόσμιας παραγωγής και αναπαραγωγής του κεφαλαίου και της εργασίας”.

Με αυτόν τον τρόπο, η φυλετικά διαφοροποιημένη ιθαγένεια αναπαράγει την επισφάλεια και τον αποκλεισμό για κάποιους και την ασφάλεια και την ένταξη για άλλους, ακριβώς όπως η ιστορική διαφοροποίηση της ουκρανικής εργατικής τάξης εντός του παγκόσμιου καπιταλισμού ξαναγράφεται και εργαλειοποιείται”.

Ακριβώς όπως η Dilar Dirik κατήγγειλε την εργαλειοποίηση των Κουρδισσών μαχητριών στα δυτικά μέσα ενημέρωσης, η Olena Lyubchenko καταγγέλλει σε αυτό το άρθρο την εργαλειοποίηση της ουκρανικής αντίστασης στα δυτικά μέσα ενημέρωσης και στους θεσμικούς λόγους που παρουσιάζουν τις Ουκρανές ως ηρωίδες που πολεμούν έναν πόλεμο “για την Ευρώπη.” [viii] Σε αυτό το πλαίσιο, και σε συνέχεια ακόμα της κριτικής της Dilar Dirik, φαίνεται απαραίτητο να αμφισβητηθεί ο ρόλος του δυτικού φεμινισμού (και ευρύτερα της δυτικής αριστεράς) σε αυτή την εργαλειοποίηση.

Ένα διακρατικό ειρηνιστικό φεμινιστικό μανιφέστο υπογράφηκε πριν από λίγες εβδομάδες από 150 διακεκριμένες φεμινίστριες από την Ευρώπη και την Αμερική, χωρίς να υπάρχει ούτε μία Ουκρανή ή μετα-σοβιετική Ευρωπαία φεμινίστρια μεταξύ των υπογραφών. Πράγματι, ορισμένες δυτικές φεμινίστριες, που βρίσκονται κοντά στις ουκρανές φεμινίστριες, αρνήθηκαν να την υπογράψουν. Το μανιφέστο αυτό αναπαράγει την κυρίαρχη γεωπολιτική προσέγγιση σύμφωνα με την οποία οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις είναι οι μοναδικοί δρώντες της ιστορίας. Αγνοεί έτσι την πραγματικότητα της πολλαπλής κλίμακας και τη δράση πολλαπλών δρώντων που αναδεικνύει η φεμινιστική κριτική της γεωπολιτικής. Υποβαθμίζει τον πόλεμο του Πούτιν κατά της Ουκρανίας σε μια απλή ενδοϊμπεριαλιστική σύγκρουση, διαγράφοντας έτσι τη δράση όλων των Ουκρανών. Μόνο μία γραμμή από τις περισσότερες από τριάντα είναι αφιερωμένη στους Ουκρανούς:

“Είμαστε με το λαό της Ουκρανίας που θέλει να αποκαταστήσει την ειρήνη στη ζωή του και απαιτεί κατάπαυση του πυρός”.

Αυτό είναι ένα καλό παράδειγμα για το πώς, μέσα σε μια φράση, υποβιβάζονται 44 εκατομμύρια άνθρωποι στο κλισέ του παθητικού θύματος που πρέπει, για άλλη μια φορά, να σωθεί από τη Δύση. Οι Ουκρανοί, γυναίκες και άνδρες που αντιστέκονται ενεργά και στρατιωτικά στην επιθετικότητα που τους έχει επιβληθεί, δεν ενδιαφέρουν τις δυτικές φεμινίστριες ειρηνιστριες, όπως δεν ενδιαφέρουν και τους άντρες δυτικούς αριστερούς φίλους τους. Φαίνεται ότι οι Ουκρανοί αξίζουν την αλληλεγγύη μας ως θύματα, αλλά όχι ως μαχητές της αντίστασης. Αυτή η γελοιοποίηση των Ουκρανών ως παθητικών θυμάτων του ΝΑΤΟ ή της ευρωπαϊκής εργαλειοποίησης είναι παρόμοια με την απεικόνιση των Ουκρανών από τα δυτικά μέσα ενημέρωσης ως “Ευρωπαίων ηρώων”. Και οι δύο λόγοι διαγράφουν τις πολιτικές φωνές και τη βούληση των Ουκρανών. Στην πραγματικότητα, πολλοί Ουκρανοί άνδρες και γυναίκες είναι αποφασισμένοι να αντισταθούν, μεταξύ άλλων και με ένοπλο αγώνα. Αυτή η αποφασιστικότητα δεν επιβάλλεται από τον Ζελένσκι ή το ΝΑΤΟ, όπως δείχνει η δυναμική συμμετοχή όλων των τομέων της ουκρανικής κοινωνίας στην αντίσταση.

Ενώ οι θέσεις των δυτικών φεμινιστριών και αριστερών σε θέματα όπως η προμήθεια όπλων είναι απίθανο να έχουν αντίκτυπο στις αποφάσεις των δυτικών πολιτικών, έχουν πραγματικό αντίκτυπο στις ουκρανικές φεμινίστριες και αριστερές. Πράγματι, η εγκατάλειψη (σε ορισμένες περιπτώσεις η εναντίωση) της ουκρανικής αντίστασης έχει ως αποτέλεσμα την αποδυνάμωση των Ουκρανών συντρόφων και συντροφισσών μας μέσα στην αντίσταση και την υπονόμευση της ικανότητάς τους να προωθήσουν ένα χειραφετητικό πολιτικό σχέδιο για όλο το λαό της Ουκρανίας.Για μια διαλογική διεθνιστική φεμινιστική πρακτική

Για μια διεθνιστική διαλογική φεμινιστική πρακτική

Η ουκρανική αντίσταση απέχει πολύ από το να είναι τέλεια και δεν είναι απαλλαγμένη από αντιφάσεις. Σπαράσσεται από συγκρούσεις τάξης, φύλου και φυλής, όπως όλες οι κοινωνίες μας. Οι Ουκρανές γυναίκες βιώνουν τον πόλεμο, την επιθετικότητα, τα βασανιστήρια και τους μαζικούς βιασμούς από τα ρωσικά στρατεύματα, καθώς επίσης συνεχίζουν να υφίστανται τη βία που υπέστησαν πριν από τον πόλεμο από τους Ουκρανούς άνδρες και το κράτος. Επιπλέον, το πλαίσιο του πολέμου ενισχύει τον κρατικό αυταρχισμό καθώς και τον σεξουαλικό καταμερισμό της εργασίας (πράγματα όπως η στρατιωτική επιστράτευση μόνο για άνδρες, η επανατοποθέτηση των γυναικών σε εργασίες κοινωνικής αναπαραγωγής κ.λπ.) Η ενίσχυση των έμφυλων σχέσεων δίνει εξουσία στους άνδρες και το κράτος πάνω στις γυναίκες, ενώ οι γυναίκες με τη σειρά τους αποδυναμώνονται και γίνονται πιο ευάλωτες και εκτεθειμένες σε κάθε είδους βία. Σε αυτό το πλαίσιο, οι αντικαπιταλίστριες φεμινίστριες, εγκλωβισμένες σε αυτή την περίπλοκη πολυδιάστατη πραγματικότητα, αγωνίζονται μαζί με τους συμπατριώτες τους Ουκρανούς ενάντια στον Ρώσο εισβολέα, ενώ συνεχίζουν να αγωνίζονται ενάντια σε μέρος των δικών τους συμπατριωτών: ενάντια στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της κυβέρνησης και τις επιθέσεις των εργοδοτών, ενάντια στη σεξιστική, ρατσιστική ή ΛΟΑΤφοβική βία, κ.λπ.

Ο ταυτόχρονος αγώνας “με και ενάντια” μπορεί να είναι ακατανόητος μονάχα για τη μειοψηφία των ανθρώπων οι οποίοι έχουν το προνόμιο να έχουν μόνο έναν εχθρό ή να εμπλέκονται μόνο σε ένα μέτωπο. Οι αντι-ηγεμονικές φεμινίστριες μάς έχουν διδάξει ότι η τοποθέτηση είναι κεντρική για κάθε φεμινιστική πολιτική. Για να πάρουμε μόνο ένα παράδειγμα, η Κολεκτίβα του ποταμού Combahee, μια από τις σημαντικότερες μαύρες λεσβιακές φεμινιστικές συλλογικότητες στην ιστορία του φεμινισμού, απέρριψε τον λεσβιακό σεπαρατισμό [ix] ως τόσο αναλυτικά όσο και στρατηγικά μη λειτουργικό για τις μαύρες γυναίκες που δεν μπορούν να έχουν την πολυτέλεια να αποστασιοποιηθούν από τους μαύρους άνδρες στον κοινό τους αγώνα κατά του ρατσισμού. Η Μπάρμπαρα Σμιθ φτάνει στο σημείο να πει:

” Σπάνια λοιπόν ο σεπαρατισμός εμπλέκεται στην πραγματοποίηση πραγματικών πολιτικών αλλαγών, επηρεάζοντας τους θεσμούς της κοινωνίας με άμεσο τρόπο. […] Έχουμε παρατηρήσει πως οι σεπαρατιστές στην περιοχή μας, αντί να κάνουν πολιτική οργάνωση, συχνά κάνουν σπασμωδικές κινήσεις (zap acts). Για παράδειγμα, μπορεί να έρθουν σε μια συνάντηση ή μια σειρά από συναντήσεις και μετά να συνεχίσουν το δρόμο τους. Δεν είναι σαφές τι προσπαθούν πραγματικά να αλλάξουν. Μερικές φορές σκεφτόμαστε τον σεπαραρτισμό ως την πολιτική χωρίς πρακτική” [x] .

Στο σημερινό πλαίσιο είναι αρκετά συνεπές οι Ρωσίδες φεμινίστριες να ισχυρίζονται ότι είναι ειρηνίστριες και να διαχωρίζουν κατηγορηματικά τη θέση τους από τον Πούτιν, από τον πόλεμο που διεξάγει και από ολόκληρο το τμήμα της ρωσικής κοινωνίας που υποστηρίζει αυτόν τον πόλεμο. Στο αντιπολεμικό μανιφέστο τους, οι Ρωσίδες ειρηνίστριες φεμινίστριες χαρακτηρίζουν τον πόλεμο ως επιθετικό πόλεμο και τον Πούτιν ως αποκλειστικά υπεύθυνο. Αυτή η ειρηνιστική θέση των Ρωσίδων φεμινιστριών είναι επομένως απόλυτα συμβατή με την υποστήριξη της ένοπλης αντίστασης στην Ουκρανία.

Από την άλλη πλευρά, φαίνεται αδύνατο για πολλές Ουκρανές φεμινίστριες να διαχωρίσουν τη θέση τους από την ίδια τους την κοινότητα (όσο σεξιστική κι αν είναι), έστω και μόνο για λόγους επιβίωσης. Ωστόσο, την ίδια στιγμή, οι Ουκρανές φεμινίστριες δεν έχουν άλλη επιλογή από το να συνεχίσουν να ηγούνται του φεμινιστικού αγώνα μέσα στη δική τους κοινωνία, αν δεν θέλουν να δουν τον έμφυλο/σεξισμό να ενισχύεται περαιτέρω. Ενώ ο λεσβιακός σεπαρατισμός ήταν το προνόμιο όσων βίωναν την καταπίεση μόνο με βάση το φύλο και τη σεξουαλικότητα, ο αφηρημένος ειρηνισμός είναι το προνόμιο όσων δεν ζουν υπό βομβαρδισμό και δεν αισθάνονται την ανάγκη να πάρουν τα όπλα για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Η άσκηση φεμινιστικής πολιτικής μακριά από το πεδίο της μάχης είναι τόσο εύκολη όσο και στείρα. Η διεθνιστική φεμινιστική πολιτική πρέπει να έχει ως αφετηρία τις φωνές των ενδιαφερόμενων ανθρώπων. Οποιαδήποτε φεμινιστική πολιτική που γίνεται χωρίς αυτές τις φωνές θα γίνεται τελικά εναντίον τους και θα είναι έτσι επιζήμια για την οικοδόμηση της παγκόσμιας φεμινιστικής αλληλεγγύης.

Πώς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί φεμινιστική ή διεθνιστική μια θέση που γυρίζει την πλάτη στις Ουκρανές φεμινίστριες και έχει ως αποτέλεσμα τη φίμωσή τους σε θέματα φύλου; Οι μόνοι πολιτικοί φορείς που είναι ικανοί να πραγματοποιήσουν ένα χειραφετητικό πολιτικό σχέδιο στην Ουκρανία είναι αυτοί που βρίσκονται επί τόπου. Καλύτερα να αρχίσουμε να τις ακούμε και να τις υποστηρίζουμε, παρά τις όποιες πιθανές διαφωνίες, γιατί αυτές, όπως είναι και με τις δικές τους αντιφάσεις, θα είναι που θα ηγηθούν στον αγώνα. Αλλιώς δεν θα υπάρξει κανείς.

Σημείωση: Αν θέλετε να στηρίξετε οικονομικά τον φεμινιστικό ακτιβισμό στην Ουκρανία, μπορείτε να κάνετε τις δωρεές σας στις φεμινιστικές συλλογικότητες Bilkis και Feminist Workshop ή στην αντικαπιταλιστική οργάνωση Sotsialnyi Rukh, στην οποία οι φεμινίστριες επιτελούν ειδικά φεμινιστικό πολιτικό έργο.

Θα ήθελα να ευχαριστήσω τις Viktoriia Pigul, Catherine Samary και Anouk Durand-Cavallino για τα σχόλιά τους. Θέλω επίσης να ευχαριστήσω όλες τις συντρόφισσες μου της Φεμινιστικής Συλλογικότητας του Ευρωπαϊκού Δικτύου Αλληλεγγύης με την Ουκρανία (RESU) για τη συλλογική εργασία και τις συζητήσεις που ενέπνευσαν αυτό το άρθρο. Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Adam Novak για τη διόρθωση.

ΠΗΓΗ: https://newpol.org

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: elaliberta.gr

Σημειώσεις

[i] Σχετικά με τη συγγραφέα: Η Elisa Moros είναι φεμινίστρια και αντικαπιταλίστρια ακτιβίστρια και μέλος του Nouveau Parti Anticapitaliste (NPA) και της Φεμινιστικής Συλλογικότητας του Ευρωπαϊκού Δικτύου Αλληλεγγύης με την Ουκρανία (ENSU).

[ii] Jodi Dean

https://en.wikipedia.org/wiki/Jodi_Dean

https://www.academia.edu/842308/Reflective_solidarity

[iii] Chandra Talpade Mohanty (2003) Φεμινισμός χωρίς σύνορα: Αποαποικιοποιώντας τη θεωρία, ασκώντας την αλληλεγγύη. Durham & London: Duke. University Press. p.7.

[iv] Chandra Talpade Mohanty

https://en.wikipedia.org/wiki/Chandra_Talpade_Mohanty

[v] Για μια επισκόπηση των ιδεολογικών και οργανωτικών αρχών του Κουρδικού Γυναικείου Κινήματος: Dirik, Dilar (2017) “Αυτοάμυνα σημαίνει πολιτική αυτονομία! Το Κίνημα Γυναικών του Κουρδιστάν οραματίζεται και επιδιώκει νέους δρόμους για ριζοσπαστική δημοκρατική αυτονομία”. Ανάπτυξη 60, 74-79. https://doi.org/10.1057/s41301-017-0136-3

[vi] Cyhthia Cockburn https://en.wikipedia.org/wiki/Cynthia_Cockburn

[vii] Η χρήση της λέξης πεσμεργκά για τον προσδιορισμό των Κούρδων μαχητριών είναι προβληματική. Η Peshmerga αναφέρεται στους Κούρδους μαχητές στο Ιράκ. Όπως εξηγούν οι Dilar Dirik και Bahar Munzir, οι Κούρδισσες μαχήτριες στο Ιράκ αποτελούν μια πολύ μικρή μειοψηφία μέσα στις μονάδες μάχης, όπου υπάρχει αυστηρός σεξουαλικός καταμερισμός εργασίας, καθώς τα δύο κόμματα που ηγούνται του Ιρακινού Κουρδιστάν είναι πατριαρχικά. Ωστόσο, οι γυναίκες μαχήτριες των YPJ και YJA-Star συχνά αναφέρονται λανθασμένα ως πεσμεργκά από τα δυτικά μέσα ενημέρωσης. Η Cynthia Cockburn αναπαράγει αυτό το λάθος στο άρθρο της, το οποίο με τη σειρά του υιοθετείται από τις συνεντευξιαζόμενες.

[viii] Όπου η λέξη “Ευρώπη” ταυτίζεται κυρίως με την Ευρωπαϊκή Ένωση ως δείκτης “πολιτισμού” έναντι όσων θεωρούνται “βάρβαροι” που δεν ανήκουν σε αυτήν ή αρνούνται την πειθαρχία της.

[ix] https://en.wikipedia.org/wiki/Feminist_separatism

[x] Smith, Barbara και Beverly (2015) “Across the Kitchen Table: Ένας διάλογος μεταξύ αδελφών”. στο Moraga και Anzaldúa (επιμ.) This Bridge Called My Back: Writings by Radical Women of Color (Κείμενα από ριζοσπαστικές γυναίκες του χρώματος). SUNY Press: New York. p.119.

ΠΗΓΗ: https://www.elaliberta.gr/%CE%B4%CE%B9%CE%B5%CE%B8%CE%BD%CE%AE/%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%84%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B5%CF%85%CF%81%CF%8E%CF%80%CE%B7-%CE%B2%CE%B1%CE%BB%CE%BA%CE%AC%CE%BD%CE%B9%CE%B1/8210-%CE%BF%CE%B9-%CE%BF%CF%85%CE%BA%CF%81%CE%B1%CE%BD%CE%AD%CF%82-%CF%86%CE%B5%CE%BC%CE%B9%CE%BD%CE%AF%CF%83%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%B5%CF%82-%CE%BA%CE%AC%CF%84%CF%89-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%84%CE%B1-%CE%BC%CE%AC%CF%84%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B4%CF%8D%CF%83%CE%B7%CF%82