Αντιγόνη: Μια τραγική ιστορία

ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Όταν μεγαλώνουμε, πολλοί θέλουμε να γράφουμε τις αναμνήσεις της ζωής μας.
Εγώ θέλω να γράψω για το βιασμό, με αφορμή την ιστορία και τη ζωή της Αντιγόνης. Μιας γυναίκας που βιάστηκε και έμεινε κρυφή, ατιμώρητη, θαμμένη έως τα γεράματά της. Όλοι ξέρουμε ότι ο βιασμός είναι ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα στην ανθρωπότητα, και ατιμώρητα. Ξέρουμε την αντίληψη της σιωπής για κάτι που δεν ευθύνεται η ίδια. Και γιατί την υποχρεώνουν σε μια σιωπή σε μια ψυχολογική, και στείρα ηθική. Για μια ταπεινή τιμή, εις βάρος της. Γιατί αν μαθευτεί, δεν θα την ήθελε κανείς, θα είναι ατιμασμένη.

Εγώ, για ότι γράφω για αυτή την ιστορία της Αντιγόνης, πέρα από την αλήθεια, έχω αφήσει και τη φαντασία μου για να ομορφύνω αυτή την πικρή ιστορία της.

Και γι’ αυτό την ονομάζω, μπορεί να είναι και παραμύθι.

Η Αντιγόνη ήταν ένα πολύ ζωηρό παιδί και πολύ όμορφη. Στη γειτονιά ήταν πολύ αγαπητή με τις ξαδέλφες της που ήταν και οι παρέες της. Είχε έναν αδελφό που από το πρωί μέχρι το βράδυ τσακωνόταν, ενώ τον λάτρευε. Αφορμή ήταν η μητέρα τους. Ξεχώριζε τον γιο της, γιατί ήταν μικρός και πολύ αδύνατος. Η Αντιγόνη τον ζήλευε και θεωρούσε πως η μητέρα της την αδικούσε. Και δεν την αγαπούσε όπως τον αδελφό της. Έτσι, η Αντιγόνη γινόταν πιο σκληρή, ανυπάκουη και ζηλιάρα.

Μάνα και κόρη ήταν σε μόνιμη κόντρα.
Η μητέρα της Αντιγόνης ήθελε να την προστατεύσει, ήταν κορίτσι, όμορφη, και δεν της έδινε καν θάρρος και αέρα. Ήταν άδικη και σκληρή μαζί της. Ενώ ήταν μια έξυπνη γυναίκα, για την εποχή της ήξερε γράμματα. Ήταν πολύ ανοιχτός άνθρωπος. Στη γειτονιά την αγαπούσαν, την εκτιμούσανε και την εμπιστεύονταν. Ήταν πολύ καλαμπουρτζού και πολύ ευχάριστη γυναίκα. Η Αντιγόνη της έμοιαζε στο χαρακτήρα της. Αλλά η μητέρα της, δεν το δεχόταν και δεν της το έδειχνε, καμάρωνε και έλεγε ότι ο γιος της έμοιαζε γιατί ήταν έξυπνος σαν εκείνη.

Έτσι, η Αντιγόνη γινόταν πιο σκληρή και ζηλιάρα. Το αντίθετο με τον αδελφό της που ήταν ένα ήσυχο, έξυπνο και πολύ υπάκουο καλό παιδί.

Έτσι μεγάλωνε η Αντιγόνη στο χωριό. Από φτωχή αγροτική οικογένεια. Από μικρά τα παιδιά τους βοηθούσαν στις δουλειές και στα κτήματα.

Την Αντιγόνη την έστελναν και για μεροκάματα στα ξένα κτήματα. Βοηθούσε κι εκείνη στα οικονομικά τους. Και το χειμώνα που δεν είχανε δουλειές στα κτήματα, την έστελναν σε μια ξαδέλφη της μοδίστρα. Έτσι έστελναν όλα τα κορίτσια στο χωριό.
Όταν έφτασε στα δεκατεσσεράμισή της χρόνια, της συνέβη ένα πολύ φοβερό γεγονός που της άλλαξε όλη της τη ζωή.

Και από ένα ανέμελο και ανεξάρτητο παιδί, έγινε πιο σκληρό, πιο ανυπάκουο και πιο ατίθασο. Το μυαλό της ήταν στη φυγή. Πνιγόταν στο χωριό.

Ο πόνος της ήταν αβάσταχτος. Αποφάσισε πολλές φορές να φύγει και να ζήσει στην Αθήνα, μα δεν της κάθισε. Στα 27 της χρόνια πήγε κι έζησε μαζί με τον αδελφό της στην Αθήνα. Εκεί έζησε και εργάστηκε μέχρι που πήρε τη σύνταξή της. Και έτσι ξαναγύρισε στο χωριό της και έζησε μέχρι τα γεράματά της.

Μια μέρα η μητέρα της Αντιγόνης της ζήτησε όταν θα σκολούσε από τη μοδίστρα της, να πήγαινε σε μια δουλειά της. Σε μια κυρία που ήταν έξω από το χωριό, απόμερα. Αυτή η κυρία ήταν κουφή, δεν άκουγε για να μπορείς να συνεννοηθείς μαζί της. Φεύγοντας με τις κοπέλες από τη μοδίστρα της, ξέκοψε από τις κοπέλες που πήγαιναν καθημερινά παρέα. Πήρε ένα μονοπάτι λίγο απόμερο, για να φτάσει πιο γρήγορα. Για κακή της τύχη, την είχαν στήσει τρεις νεαροί του χωριού, μεγαλύτεροί της. Όταν τους είδε τρόμαξε, γιατί δεν είχανε καλή φήμη, ήταν παλιοχαρακτήρες. Ξεκομμένη από την παρέα της και απόμερα, τρόμαξε και άρχισε να τρέχει, για να ξεφύγει. Μα μες στον πανικό της πήρε λάθος κατεύθυνση, αντί να τρέξει προς το χωριό βρέθηκε να τρέχει προς το βουνό, ελπίζοντας να βρεθεί κάποιος πατριώτης να την σώσει. Ήταν χειμώνας, αρχές Μαρτίου, ο καιρός βροχερός, οι χωρικοί το χειμώνα μαζευόταν γρήγορα στο σπίτι και το μεσημέρι πήγαιναν στην αγορά στα καφενεία του χωριού τους.

Οι τσοπαναραίοι είχαν κατεβάσει τα κοπάδια τους στο χειμαδιό. ΄Ηταν ερημιά, χρονολογία 1950, δύσκολα χρόνια Το χωριό δεν είχε ρεύμα μάλλον πρέπει να ήρθε το 1955. Οι τρεις νέοι την έπιασαν κοντά σε ένα μαντρί αρκετά έξω από το χωριό. Την χτύπησαν και τη βίασαν, οι δύο την κρατούσαν και ο πιο μεγάλος την βίασε. Στη συνέχεια την χτυπούσαν και την βίασαν και οι άλλοι δυο. Την παράτησαν σχεδόν λιπόθυμη, και σε πολύ άσκημη κατάσταση.

Όταν συνήλθε δεν ήξερε τι της είχε συμβεί, το κεφάλι της βούιζε, το κορμί της πονούσε, το μυαλό της θολωμένο. Νόμιζε πως δεν ήταν η ίδια, την είχε πιάσει πανικός, πόνος και φόβος. Δεν ήξερε τι να κάνει. Για μια στιγμή σκέφτηκε να φύγει, να χαθεί, μα πού να πήγαινε; Περιπλανιόταν μες στο μυαλό της, πού να πάει. Αποφασίζει μετά από πολύ σκέψη να πάει στο σπίτι της.

Κόντευε απόγευμα, σε λίγο θα άρχιζε να σουρουπώνει. Άρχισε πάλι να την κυριεύει ο φόβος και ο τρόμος. Περπατούσε σαν υπνωτισμένη, και πολύ φοβισμένη. Όταν ζύγωνε στο σπίτι της, της την είχαν ξαναστήσει. Την απείλησαν, αν πεις κάτι θα σε βγάλουμε ψεύτρα. Τρόμαξε και γυρνάει πίσω και πηγαίνει στο σπίτι μιας θείας της, που ο άνδρας της ήταν αδελφός του πατέρα της. Όταν την είδε σε άθλια κατάσταση, λερωμένη, γεμάτη λάσπες, την ρώτησε πού ήταν και τι χάλι είναι αυτό που έχει. Άρχισε να κλαίει, έπεσε σε μια λακούβα με λάσπες και της λέει φοβάμαι να πάω σπίτι μου, θα με δείρει η μαμά. Άντε τσακίσου που την έχεις τρελάνει τη γυναίκα, που λείπεις όλη την ημέρα. Πού γυρνάς ολόκληρη κοπέλα, δεν είσαι μικρό κορίτσι, άντε και θα σε κανονίσει καλά η μάνα σου.

Πηγαίνοντας στο σπίτι της φοβισμένη, δεν έμπαινε μέσα, καθόταν μαζεμένη έξω από την πόρτα. Για μια στιγμή βγαίνει η μητέρα της έξω, την βλέπει μαζεμένη έξω από την πόρτα. Τρόμαξε όταν την είδε σε αυτή την κατάσταση. Τι έπαθες, πού γυρνούσες, τι έχεις, τι σου συμβαίνει, τι λάσπες είναι ατές, πού ήσουν. Πήγε να της τραβήξει το παλτό της, μα η Αντιγόνη δεν την άφηνε, και άρχισε να ξεσπούσε κλάματα με αναφυλλητά ασταμάτητα. Η μητέρα της Αντιγόνης, μια έξυπνη γυναίκα, κατάλαβε πως κάτι σοβαρό θα είχε συμβεί στην κόρη της!

Την αγκάλιασε και την πήρε με το καλό και την έβαλε στο σπίτι. Και τότε άρχισε η ανάκριση. Πού ήσουν, γιατί είσαι σε αυτό το χάλι. Η Αντιγόνη δεν έβγαζε μιλιά. Κόντευε να έρθει ο πατέρας της από την αγορά και η Αντιγόνη τον αγαπούσε, τον ντρεπόταν και τον σεβόταν. Θα σου τα πω όλα αύριο, τώρα θέλω να κοιμηθώ και φοβάμαι είπε η Αντιγόνη και άρχισε πάλι να κλαίει ασταμάτητα. Καλά, σταμάτα, πήγαινε τώρα να αλλάξεις ρούχα που είσαι σε τέτοιο χάλι λες και έχεις πέσει σε βούρκο. Και αύριο να δούμε τι ψέμα θα σκαρφιστείς να μου πεις.

Η μητέρα της ήθελε να κερδίσει χρόνο, ήταν πολύ ανήσυχη. Είχε καταλάβει πως κάτι σοβαρό είχε συμβεί στην κόρη της. Μα δεν μπορούσε να μαντέψει. Εγώ ή θα σε κάνω άνθρωπο ή θα σε θάψω. Να δούμε τι θα μου πεις θα σε κρεμάσω ανάποδα στο πάτερο!

Δεν θέλω να αλλάξω, θέλω να κοιμηθώ. Θα πας γιατί θα σου τα βγάλω εγώ τα ρούχα σου.

Το παλτό της, δεν έλεγε να το βγάλει από πάνω της. Τρόμαξε να την ηρεμήσει και να την πείσει η μητέρα της!

Το σπίτι τους είχε τρία δωμάτια, ένα για τα ζώα τους, το άλλο ήταν καθιστικό, κρεβατοκάμαρα και κουζίνα. Η κουζίνα για μαγείρευμα ήταν το τζάκι και ένα ημιϋπόγειο που το χρησιμοποιούσαν για αποθήκη. Πηγαίνοντας η Αντιγόνη να αλλάξει ρούχα, η μητέρα της την παρακολουθούσε πολύ προσεκτικά. Εκεί που προσπαθούσε να ξεντυθεί με πολλές προφυλάξεις, ξαφνικά μπαίνει η μητέρα της που ήταν πολύ ανήσυχη. Όταν την είδε να βγάζει τα ρούχα της ξεσκισμένα, τρόμαξε.

Της τα βουτά και αρχίζει να την ρωτάει ποιος σου το έκανε αυτό, με ποιον πήγες, και άλλες βρισιές και ξεφωνητά. Η Αντιγόνη άρχισε να κλαίει με αναφυλητά, και προσπαθούσε να της εξηγήσει τα πάντα με όλες τις λεπτομέρειες πρώτα. Έβαλε την μητέρα της να της ορκιστεί ότι δεν θα έλεγε τίποτα σε κανέναν. Μα ούτε στον πατέρα της, που δεν είχε έρθει ακόμα από το καφενείο. Αν θα το πεις εγώ θα σκοτωθώ. Η μητέρα της ήξερε πως η κόρη της δεν αστειευόταν. Την καθησύχασε, την ηρέμησε, την έπλυνε με δάκρυα στα μάτια της, και την έβαλε για ύπνο. Η μητέρα της, μια ξύπνια γυναίκα, της είχαν πέσει τα φτερά της. Άρχισε να νιώθει υπεύθυνη για την τιμή της κόρης της. Σε μια εποχή που για την τιμή της γυναίκας γίνονταν εγκλήματα. Η μοναχοκόρη της, η ομορφιά της που καμάρωνε κι ας μην το έδειχνε ποτέ για να μην το πάρει επάνω της. Πόσο ν’ αντέξει και να κρύψει αυτόν τον πόνο, αυτή την υπερηφάνεια της, όλο αυτό το βάρος;

Και όμως άντεξε και άλλα πολλά. Στη συνέχεια προσπαθούσε να την πλησιάσει και να έχει καλές σχέσεις μαζί της. Προσπαθούσε να την εμψυχώσει να μην φοβάται τίποτα, όπου και να πήγαιναν αυτή θα την προστάτευε.

Και πράγματι την προστάτεψε, ήταν πάντα δίπλα της, γι’ αυτό και για πολλά άλλα. Μα για την σιωπή της η Αντιγόνη θα την ευχαριστεί, θα την θυμάται με αγάπη και θα την ευγνωμονεί. Αξίζει πάντα μια τέτοια ΜΑΝΑ. Και για το πώς στην πορεία χειρίστηκε όλη την κατάσταση. Με μια σιωπηλή συμφωνία που δε της το έδειξε, ούτε το συζήτησε ποτέ ξανά μέχρι τα γεράματά της. Πόσο θα είχε πονέσει η μητέρα της, σκεπτόταν η Αντιγόνη. Και για αυτό ακόμα θα την ευχαριστεί, για όλη αυτή την κρυφή αγάπη που ένιωθε η μια για την άλλη και ας μην το έδειχναν όλα αυτά τα χρόνια που έζησαν μαζί με την μητέρα της. Δεμένες έως το θάνατο της μητέρας της. Πόσο της έλειψε της Αντιγόνης όλη αυτή η κρυφή σιωπηλή συμφωνία, θαμμένη μέσα τους έως το τέλος!!

Η Αντιγόνη για την μητέρα της θα σκεπτόταν πόσο πόνο, πόση αντοχή είχε αυτή υ γυναίκα μέσα της. Πόσο διπλά βιασμένη θα ένιωθε στην ψυχή της, πόσο θα την βασάνιζαν οι τύψεις, πόσο θα θεωρούσε τον εαυτό της υπεύθυνο για όλο αυτό το τρομερό έγκλημα που βρήκε την κόρη της. Μετά από δυο τρεις μήνες παρακολουθούσε την κόρη της που ήταν πολύ σιωπηλή και της ζητούσε απελπισμένα να φύγει από το χωριό.

Την έβλεπε να παχαίνει, άρχισε να την πιάνει πανικός, τρόμος. Ώσπου στους 4 μήνες κατάλαβε πως η κόρη της ήταν έγκυος. Το πώς δεν έπαθε εγκεφαλικό η γυναίκα, μόνο και μόνο η ευθύνη για να προστατέψει την κόρη της, άντεξε όλο αυτό το μεγάλο βάρος. Η Αντιγόνη δεν ήξερε και δεν έμαθε ποτέ αν το ήξερε ή αν του του είπε η μητέρα της στον πατέρα της. Κάτι έπρεπε να κάνει η μητέρα της. Και πού να απευθυνθεί; Σε ένα χωριό με βαθιές και θρησκευτικές παραδόσεις, και το θέμα της τιμής για τις κοπέλες ήταν πολύ σκληρό. Και το πιο σκληρό για την μητέρα της ήταν φτώχια, χωρίς χρήματα, πού να πήγαινε στις αδελφές της, που ήταν αυστηρών αρχών και πολύ θρησκευόμενες; Θα της κάνανε σκληρή κριτική, δεν θα το άντεχε η περηφάνια της. Θα της ρίχνανε όλη την ευθύνη, για την ντροπή και την τιμή της κόρης της. Για την ντροπή που θα ήταν ατιμασμένη.

Θα πληγωνόταν, δεν θα το άντεχε η υπερηφάνεια της. Της κάνανε που της κάνανε κριτική για τη συμπεριφορά της κόρης της που δεν την είχε μαζεμένη και φρόνιμη όπως αυτές τις κόρες τους. Δεν θα μπορούσαν να την βοηθήσουν όπως θα ήθελε η ίδια. Σκέφτηκε να πάει στο μοναστήρι που ήταν έξω από το χωριό με καλόγριες παλαιοημερολογίτισσες, όμως την απέρριψε και αυτή τη σκέψη. Δεν θάθελε με τίποτα να θίξει την κόρη της.

Δεν εμπιστευόταν πια κανέναν. Ο άνδρας της δεν θα μπορούσε να την βοηθήσει, δεν ήταν δυναμικός και δεν ήθελε να τον στενοχωρήσει, θα πληγωνόταν πολύ και θα πικραινόταν, πίστευε. Μετά από μεγάλη σκέψη, σκέφτηκε μια ξαδέλφη του άνδρα της που ήταν παντρεμένη στην Αθήνα. Είχανε πολύ μεγάλη φιλία. Ήταν γυναίκα κοινωνική με πολύ ανοιχτά μυαλά. Κάθισε και της έγραψε ένα γράμμα και της εξηγούσε τι συνέβη στην κόρη της, και της ζητούσε τη βοήθειά της, τη συμβουλή της και την συμπαράστασή της. Εκείνη σε 10 ημέρες ήρθε στο χωριό. Και προσπάθησε να την πείσει να πάνε στο γιατρό στο χωριό που ήταν πρώτος ξάδελφός τους. Ήταν ένας προοδευτικός και πολύ κοινωνικός άνθρωπος, με πολύ προωθημένες ιδέες.

Αυτός πήρε όλη την κατάσταση στα χέρια του, είχε αρκετές γνωριμίες. Την Αντιγόνη την έστειλαν σε μια πολύ γνωστή μακριά από το μέρος τους, στον ίδιο νομό, με τη δικαιολογία πως θα κρατούσε για λίγον καιρό τα παιδιά ενός πλούσιου. Επίσης θα πήγαινε να μάθει μοδιστρική. Ο γιατρός είχε φιλίες με έναν γιατρό ομοϊδεάτη του. Και αυτός γνώριζε στην πόλη όπου έμενε έναν γιατρό γυναικολόγο, με τη γυναίκα του που ήταν κι αυτή γυναικολόγος και είχανε κλινική δική τους. Το ανδρόγυνο δεν είχε παιδιά. Τους συστήσανε την Αντιγόνη, το είδανε με πολύ μεγάλη χαρά το θέμα. Τους ήρθε κουτί αφού ήταν από γνωριμία του γιατρού και έμπιστη. Ο γιατρός είχε και μια αδελφή από τον δεύτερο γάμο του πατέρα του. Η κοπέλα είχε ένα χρόνο που είχε έρθει από την Αμερική. Είχε τελειώσει μαία και θα δούλευε μαζί τους.

Την Αντιγόνη την έστειλαν και έμεινε μαζί με την κοπέλα που έμενε έξω από την πόλη, σε προάστιο. Με την κοπέλα η Αντιγόνη έγιναν φίλες, δεθήκανε πολύ μαζί. Η κοπέλα της είπε πώς αν κάποτε θα ήθελε να δει το παιδί της, αυτή θα την βοηθούσε όποτε το ήθελε. Μα η Αντιγόνη δεν ήθελε καν να ακούσει. Ένιωθε ένα μίσος γι’ αυτό που κουβαλούσε στην κοιλιά της. Περίμενε να γεννήσει και να φύγει να ξεχάσει. Το παιδί γεννήθηκε 10 Δεκεμβρίου (αγόρι) το 1956. Είχε κλείσει τα 15 της χρόνια η Αντιγόνη. Μα δεν θέλησε ποτέ να τον δει. Έμεινε άλλους δυο μήνες μαζί με την κοπέλα, γιατί κάθε ημέρα της τραβούσανε το γάλα για το παιδί της. Δεν ήρθε σε καμία επαφή μαζί του. Της είπαν πως της έμοιαζε, ήταν μελαχρινό και είχε τα μάτια της, και όταν γελούσε σχηματιζόντουσαν λακάκια όπως στην ίδια.

Η Αντιγόνη ήταν πολύ αρνητική, δεν ήθελε να ακούσει τίποτε. Παρόλο που της φέρθηκαν πολύ καλά, με μεγάλη ψυχολογική συμπαράσταση. Της είπαν να την βοηθήσουν να της βρούνε δουλειά και θα την στήριζαν. Η Αντιγόνη ήθελε να ξεκόψει μαζί τους. Της είπαν πως θα το ονόμαζαν Αλέξανδρο. Ο γιατρός είχε έναν αδελφό που μικρός είχε πνιγεί σε ένα ποτάμι, έξω από την πόλη τους. Και έτσι του έβαλαν το όνομά του.

Όταν πήγε στο χωριό της, η Αντιγόνη άρχισε να φτιάχνει σενάρια για εκδίκηση. Το μίσος μεγάλωνε μέσα της. Ο ένας από τους βιαστές είχε πάει στην Αυστραλία μαζί με τον αδελφό του και μια αδελφή του που είχανε την ίδια ηλικία με την Αντιγόνη. Καθημερινά το μίσος ανακατεμένο με τη γέννηση του παιδιού μεγάλωνε.

Αισθανόταν πολύ άσχημα, είχε γεννήσει το παιδί του βιασμού. Δεν μπορούσε να το αγαπήσει ούτε για λίγο να το δει, και να το χαρεί. Και όλα αυτά την έκαναν να αισθάνεται πολύ άσχημα. Το μυαλό της για εκδίκηση δεν ξεκολλούσε. Ήθελε να φύγει, να πάει στην Αυστραλία!!! Πώς; Έψαχνε να βρει τρόπο. Στην Αυστραλία ήταν και ένας άλλος νέος από το χωριό που ήταν πολύ ερωτευμένος με την Αντιγόνη. Όμως δεν την ενδιέφερε, ήταν και πολύ μικρή τότε. Έτσι προσπάθησε να του γράψει και να βρει τη διεύθυνσή του. Του έγραψε και του ζητούσε να την πάρει στην Αυστραλία. Γιατί τώρα το σκέφτηκε καλύτερα, τότε ήταν μικρή. Και αν αυτός την ήθελε θα πήγαινε μαζί του.

Το 1960 αρραβωνιάστηκε η Αντιγόνη μαζί του με αλληλογραφία. Μα δεν πήγε ποτέ στην Αυστραλία. Γίνανε διάφορα και χωρίσανε, βέβαια υπεύθυνη ήταν η ίδια η Αντιγόνη.

Το 1961 το παιδί της ήταν 6 χρονών. Η Αντιγόνη μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια είχε μια σύγχυση να ψάξει να τον βρει, μόνο και μόνο να τον δει. Αλλά πώς να δικαιολογηθεί, αφού είχε κάνει κάποια συμφωνία και δεν ήθελε να μάθει τίποτα η μάνα της. Στην πόλη που ήταν το παιδί της, εκεί κοντά σε ένα χωριό ήταν μια πρώτη ξαδέλφη του πατέρα της. Η Αντιγόνη είχε πάει και είχε δουλέψει, είχε μαζέψει βαμπάκι στη θεία της και σε μια άλλη κοπέλα που είχαν γίνει φίλες. Και έτσι δικαιολόγησε όλο το χρόνο που θα λείπει και μέρος να μείνει όσο θα χρειαζόταν για να μάθει ή να βρει το παιδί της. Της πήρε κάποιο χρόνο. Είχε τύχει εκεί που χάζευε κοντά σε ένα ποτάμι με κύκνους, μες στην πόλη, βλέπει στην απέναντι μεριά την αδελφή του γιατρού να κρατάει το παιδί από το χέρι και να ρίχνουν στο ποταμάκι ψωμάκια για τους κύκνους.

Τρελάθηκε, ήταν ψηλό, λεπτό, μελαχρινό, κατσαρομάλλικο. Αυτά τα μάτια και το χαμόγελο πόσο της έμοιαζαν! Η Αντιγόνη δεν ήταν ψηλή ούτε κατσαρομάλλα. Έμοιαζε με αυτόν τον βιαστή. Άρχισε να κλαίει να τρέμει, δεν ήξερε τι να κάνει.
Αχ, αυτή η συμφωνία, άρχισε να τρέχει στην πόλη σαν τρελή πανικόβλητη, τους χτύπους της καρδιάς της τους άκουγε. Έφυγε τρομαγμένη, πήρε το λεωφορείο και πήγε στο χωριό. Άρχισε πάλι να ψάχνει να φύγει από το χωριό. Να πήγαινε όπου νάτανε, το μόνο που σκεπτόταν ήταν το παιδί της. Κι ας ήταν παιδί βιασμού. Μέσα της ούρλιαζε όσο το θυμόταν. Άρχισε πάλι να πέφτει ψυχολογικά.

Όταν ήταν σε αυτή την ψυχολογική κατάσταση, έκανε διάφορα για να ξεφύγει. Και φυσικά πολλά λάθη χωρίς λογική.

Πέρασε ένας χρόνος, σκεπτόμενη τώρα το παιδί της θα πήγαινε πρώτη χρονιά σχολείο. Παίρνει ξανά την απόφαση να το δει. Και όταν έπαιρνε κάποια απόφαση, δεν καθόταν καν να το σκεφτεί, κόλλαγε!

Έτσι πήγε ξανά στην πόλη. Είχε γράψει και ένα γράμμα, είχε βάλει μια φωτογραφία της που είχε βγει πολύ ωραία, την έβαλε μέσα στο γράμμα και πήγε. Δεν της ήταν καθόλου δύσκολο αυτή τη φορά να βρει το σχολείο του.

Την έστησε και περίμενε, σε ένα διάλειμμα μπαίνει στην αυλή του σχολείου. Ρωτάει μια δασκάλα και τον ζήτησε.

Ήρθε το παιδί τρέχοντας. Δικαιολογήθηκε ότι ήταν φίλη της θείας του, και δεν είχε πολύ χρόνο. Ο μικρός της απάντησε δεν έρχεται η θεία μου να με πάρει, μα μια κυρία που με προσέχει. Τον ρώτησε με ένα κόμπο στο λαιμό, είσαι ο Αλέξανδρος; Και εσείς ποια είστε, κυρία, και δεν σας ξέρω; Είμαι μια φίλη της θείας σου, ήθελα να την δω και να γνωρίσω και εσένα, γι’ αυτό ήρθα στο σχολείο σου. Κρίμα όμως! Να ξανάρθετε κυρία. Θα φύγω, θα λείψω για πολύν καιρό, μα δεν πειράζει, θα της δώσεις αυτό το γράμμα μου. Να της πεις πως μου το έδωσε η Αντιγόνη. Μα πώς δεν σας ξέρω; Είμαι πολύ παλιά φίλη της, και έλειπα, προσπάθησε να του σφίξει το χέρι. Και φεύγει βιαστικά, αφού τον χαιρέτησε προσπάθησε μόνο να του χαϊδέψει τα μαλλιά του!!!

Έφυγε τρέχοντας να μην δει τα δάκρυά της. Έτρεμε ολόκληρη, ήθελε να γυρίσει να το σφίξει στην αγκαλιά της, να το πάρει και να φύγει. Αυτή ήταν η δεύτερη φορά που τον είδε, και η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ.

Περίμενε χρόνια μια απάντηση, δεν ήρθε ποτέ!

Στο γράμμα που είχε για τη θεία του είχε βάλει και την φωτογραφία της η Αντιγόνη. Και της ζητούσε όταν μεγαλώσει να του δείξει και να του πει για τη μάνα του. Αυτή η απάντηση δεν ήρθε ποτέ. Δεν ήθελε να το ξαναψάξει και να δημιουργήσει πρόβλημα στο παιδί της.

Μετά από κάποια χρόνια είχε πάει στην πόλη, εκεί είχε ένα μαγαζί ένας ξάδελφός της που ήταν γεωπόνος. Τον ρώτησε αν γνώριζε την κοπέλα και αν ήξερε τίποτε για τους γιατρούς και για την κλινική τους. Ήταν πολύ γνωστό το όνομα στην πόλη. Η κλινική έγινε πάρκο, η κοπέλα είχε παντρευτεί στην Αμερική και είχε πάρει τον ανιψιό της μαζί της. Γιατί ο αδελφός της ο γιατρός, μαζί με τη γυναίκα του, σκοτώθηκαν σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα το 1969. Δεν έμαθε ποτέ ξανά τίποτε, δεν ήξερε αν είχε πάρει τότε το γράμμα της. Δεν τον είδε ποτέ ξανά, μόνο στα όνειρά της. Και έτσι θα μείνει ένα όνειρο και μια αγάπη που δεν έγινε ποτέ μα ποτέ δική της, μόνο όνειρο και πόνο!!

Υ.Γ.
Η Αντιγόνη έκανε μια θυελλώδη ζωή, και πολύ άστατη, και φυσικά πολλά λάθη. Ερωτεύτηκε και την ερωτεύτηκαν. Δεν παντρεύτηκε, και δεν θέλησε ποτέ να κρατήσει και να κάνει δικό της παιδί ξανά. Ήθελε αυτό και μόνο!!!

Και ας το βλέπει μόνο στα όνειρά της. Να τον βλέπει να μεγαλώνει, ένα όνειρο που δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα. Θάθελε νάτανε ζωγράφος, να ζωγράφιζε αυτό το όμορφο αγόρι έτσι όπως τον είδε στο σχολείο του, να τρέχει.

Και η Αντιγόνη εκεί θα είναι πάντα σε αυτή την εικόνα του σχολείου, στη μοναδική, και θα περιμένει!

Σήμερα είναι 2014 έχουν περάσει 59 χρόνια από τότε. Όσα και αν έκανε δεν ξέχασε ούτε θα ξεχάσει ποτέ!

Στην πορεία η Αντιγόνη δόθηκε στην επαναστατική πολιτική, πάλεψε με όλη της την ψυχή, πίστεψε και πιστεύει ακόμα τώρα στα γεράματά της, για έναν όμορφο κόσμο, με ανθρωπιά και δικαιοσύνη. Να ζουν οι άνθρωποι όπως νιώθουν. Οι γυναίκες να μην ντρέπονται και να φοβούνται.

Η ζωή τους και το σώμα τους να τους ανήκει, να το διαθέτουν όπως θέλουν, και όχι εις βάρος τους. ΠΟΤΕ, ΠΟΤΕ

Υπογραφή: Βάσω, με λίγες γραμματικές γνώσεις. Έγραψα αυτό το παραμύθι για να σώσω την ιστορία από την αφάνεια, και να δικαιωθεί έτσι η Αντιγόνη, να την μάθουν οι νέες γενιές, και ποτέ ξανά να μην συμβαίνουν τέτοια εγκλήματα. Την Αντιγόνη την γνώριζα, αλλά για να γράψω αυτό το κείμενό μου έκανα και πολλές κουβέντες μαζί της. Και το είχα κλείσει για κάποια χρόνια στο συρτάρι μου, ώσπου αποφάσισα να το δημοσιεύσω τώρα, το 2022.

Η αρχική φωτογραφία είναι από το Μουσείο τέχνης της Βηρυττού, μετά την έκρηξη και τις τεράστιες καταστροφές παντού,

Περιγραφή για άτομα με οπτική αναπηρία: Ο σκελετός ενός κάδρου φωτογραφίας, με χαρτί γύρω γύρω ξεσκισμένο και στη μέρη μεγάλη τρύπα και μαύρο. Είναι ότι απέμεινε από το συγκεκριμένο έργο, μεγά την μεγάλη έκρηξη στο λιμάνι της Βηρυττού το 2020.